των Χριστίνας Λιναρδάκη και Μαίρης Λαυρεντιάδου*
Η αντίληψη ότι οι πρόσφυγες είναι εχθρικοί εισβολείς και όχι φορείς απαραβίαστων δικαιωμάτων στο διεθνές δίκαιο δεν έτυχε γενικής αποδοχής από την Πολιτεία τα χρόνια της προσφυγικής κρίσης. Το ζήτημα της κοινωνικής προστασίας των προσφύγων και των αιτούντων ασύλου συνεχίζει να αποτελεί κύριο θέμα συζήτησης. Η ισότιμη μεταχείρισή τους και η οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωσή τους στον κοινωνικό ιστό δεν έχει προχωρήσει σε θεσμικό επίπεδο.
Η άφιξη περίπου 900 000 προσφύγων την περίοδο της έκρηξης των μεταναστευτικών ροών το καλοκαίρι 2013- 2015, λόγω της πολέμου στη Συρία αλλά και των υπόλοιπων συγκρούσεων που ήταν σε εξέλιξη (Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν), ανέδειξε τις επιπτώσεις που έχει η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική στη ζωή εκατοντάδων προσφύγων που χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου. Μοναδικός τρόπος εισόδου στο έδαφος της Ευρώπης, το πέρασμα με φουσκωτά από τις ακτές της Τουρκίας στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Οι άνθρωποι αυτοί με όλα τα μέσα, πληρώνοντας διακινητές/δουλέμπορους και νόμιμους μεταφορείς (οδηγούς πούλμαν και ταξί) διέσχισαν την ελληνική επικράτεια και έφθασαν σε διάφορους προορισμούς στην Ευρώπη, όσο τα σύνορα ήταν ανοικτά. Όταν οι δρόμοι έκλεισαν, εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα περίπου 60.000 πρόσφυγες. Η αλληλεγγύη των νησιωτών στους ταλαιπωρημένους ανθρώπους ήταν μεγαλειώδης και ανακούφιζε συναισθηματικά όλους όσους δεν μπορούσαν να βρίσκονται εκεί να βοηθήσουν. Οι κραυγές μίσους από ΜΜΕ και διάφορους πολιτικούς εκπροσώπους ήταν επίσης πολλές. Αυτές οι ανθρώπινες συμπεριφορές αποτυπώνονται και σε λογοτεχνικά κείμενα που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια.
Στη λογοτεχνία, οι γενικεύσεις που παράγονται από τον συγγραφέα μπορεί να λειτουργούν όχι απλώς «ως βεβαιωτικοί ισχυρισμοί με αξιώσεις αλήθειας επί του εξωκειμενικού κόσμου», αλλά να αποτελούν και αντανάκλασή του. Μπορεί ακόμη να φιλοδοξούν να διαδραματίσουν έναν ρόλο νουθεσίας. Είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί αυτός ο ρόλος, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους παρουσιάζονται όχι μόνο οι ίδιοι οι μετανάστες, αλλά και οι διακινητές τους και εκείνοι που τους υποδέχονται, δηλαδή η ελληνική κοινωνία, μέσα στο λογοτεχνικό σώμα που συγκεντρώσαμε.
Το εν λόγω λογοτεχνικό σώμα συναπαρτίζουν τέσσερα βιβλία πεζογραφίας (Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Το πέρασμα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2016· Γιάννη Μακριδάκη, Όλα για καλό, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017· συλλογικό, Λαθρόψυχοι–Μικρές ιστορίες για τους πρόσφυγες και τα όνειρά τους, εκδ. 24γράμματα, Αθήνα 2018· Χακάν Γκιουντάι, Κι άλλο, μτφρ. Σ. Βρετού, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2016) και 47 ποιητικές συλλογές που περιέχουν ποιήματα για τους μετανάστες (περισσότερα από 150 συνολικά) ή είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένες σε αυτούς.
Προς τον σκοπό της ανάλυσής του, εντοπίσαμε τα κατάλληλα ερευνητικά εργαλεία στην ποιοτική κριτική ανάλυση λόγου (critical discourse analysis – CDA), αλλά και στη θεωρία των αναπαραστάσεων που εμπίπτει στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας. Η κριτική ανάλυση λόγου εστι- άζει, μεταξύ άλλων, στις σχέσεις εξουσίας, κυριαρχίας και ανισότητας μεταξύ κοινωνικών ομάδων και στους τρόπους με τους οποίους αυτές οι σχέσεις αναπαρίστανται στον λόγο τους. Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, πάλι, εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η πραγματικότητα κατασκευάζεται και ανακατασκευάζεται μέσα στον λόγο των κοινωνικών ομάδων, εστιάζοντας ενίοτε στη δύναμη της ιστορικά εγκαθιδρυμένης καχυποψίας απέναντι σε όσους θεωρούνται «άλλοι».
Οι μετανάστες, στα βιβλία του Τζαμιώτη και του Μακριδάκη, παρουσιάζονται σαν άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και κινδύνευσαν μέχρι να φθάσουν στη χώρα μας. Συγχρόνως όμως εμφανίζονται και σαν όχλος, ένα ασύντακτο πλήθος που κινείται σαν συλλογικότητα και είναι απρόβλεπτο, αν και δικαιολογημένο κατά κανόνα στις αντιδράσεις του: «Μάταια ο Ισμαήλ με τον τηλεβόα προσπαθούσε, ακολουθώντας τις εντολές που έπαιρνε από τον αξιωματικό του Λιμενικού, να τους πείσει πως έπρεπε να μείνουν στις θέσεις τους και κακώς συνωστίζονταν στην προβλήτα. Εκείνοι, λες και φοβόντουσαν πως δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους στο καράβι, συνέχιζαν να σπρώχνονται για να είναι από τους πρώτους, αδιαφορώντας αν όσοι βρίσκονταν στις μπροστινές γραμμές κινδύνευαν να βρεθούν στο νερό» (Το πέρασμα, σελ. 247). Και μόνο η διαχείριση των μεταναστών ως όχλου από τον Τζαμιώτη βέβαια, αντανακλά τη βαθιά ριζωμένη δυτική πεποίθηση ότι «υπάρχουν λόγοι που κάποιες κοινωνίες ευημερούν σε αντίθεση με άλλες που βουλιάζουν στη δυστυχία» (Το πέρασμα, σελ. 101) και τον σνομπισμό που προκύπτει από αυτήν.
Μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι εξαιρέσεις και ίσως το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ο γιατρός Ρασίντ στο Πέρασμα, ο οποίος σπούδασε στην Ελλάδα, μιλάει απταίστως ελληνικά και ζει στη Γαλλία (επέστρεψε στη Συρία για να πάρει τον γιο του, ο οποίος όμως μάλλον πνίγηκε): αυτός ενσαρκώνει τη φωνή της λογικής για λογαριασμό και των δύο κοινωνικών ομάδων, δηλαδή και των μεταναστών και των ντόπιων.
Όσον αφορά τους τελευταίους, οφείλουμε να ανα- γνωρίσουμε ότι και οι δύο συγγραφείς (Τζαμιώτης και Μακριδάκης) αποφεύγουν να κάνουν μια δοξογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Αντιθέτως, δεν αποφεύγουν να παρουσιάσουν τα μελανά της σημεία, τις στερεοτυπικές δηλαδή θέσεις που συντείνουν στην πολωμένη θέση αρκετών. Βλέπουμε, για παράδειγμα, στο βιβλίο του Μακριδάκη τον παπά να λέει στον καπετάν-Φώτη που βοηθάει τους μετανάστες: «βοηθάς λαθρομετανάστες να μπαίνουνε μέσα στη χώρα μας και να μας κάνουνε όλους ισλαμιστές, να αλώσουνε τη θρησκεία μας και το έθνος μας, να μας πάρουνε και την πατρίδα μας στο τέλος» (σελ. 108). Ή σε έναν διάλογο του δημάρχου με έναν ανθυπολοχαγό του στρατού, στο βιβλίο του Τζαμιώτη, βλέπουμε τη διελκυστίνδα των σκέψεων ανάμεσα σε εκείνους που δεν βλέπουν με καλό μάτι τους μετανάστες και εκείνους που τους κατανοούν και τους προστρέχουν: «-Επιμένετε να τους βλέπετε ως αθώα θύματα, ενώ στην πλειονότητά τους πρόκειται απλώς για μερικές εκατοντάδες ακόμα λαθρομετανάστες που βρίσκονται παράνομα στη χώρα μας. -Ντροπή σας, ανθυπολοχαγέ. Ως αξιωματικός, θα έπρεπε να γνωρίζετε πως η ιδιότητα του πρόσφυγα είναι ιερή σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο» (σελ. 168). Αλλού, στο ίδιο βιβλίο, παρέχεται η αιτιολόγηση συμπεριφορών σαν του ανθυπολοχαγού μέσα από τα λόγια της δασκάλας: «ο πατέρας μου έπαψε να βλέπει με συμπάθεια αυτούς [ΣΣ: τους μετανάστες] που έκλεβαν. Για την ακρίβεια, έμαθε να τους μισεί. Αλλά, επειδή δεν ήξερε ποιοι ήταν, άρχισε να μισεί τους πάντες» (σελ. 94).
Δεν λείπουν και περιγραφές ανθρώπων που επωφελούνται από το δράμα των μεταναστών προς ίδιον όφελος και κλέβουν είτε τις μηχανές από τις βάρκες που τους φέρνουν (Μακριδάκης, σελ. 41-43) είτε τους ίδιους, εάν έχουν πνιγεί (Τζαμιώτης, σελ. 133· επίσης, Μακριδάκης, σελ. 44 κ.ε., αν και εκεί περιγράφεται η ληστεία του νεκρού με σκοπό την αξιοποίηση των χρημάτων που είχε πάνω του για την αρωγή των υπολοίπων προσφύγων).
Στο βιβλίο του Γκιουντάι, Κι άλλο, περιγράφεται με κυνισμό ο κόσμος των διακινητών μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού, του γιου του διακινητή, του οποίου η εμπλοκή στη διακίνηση των προσφύγων του αφαιρεί σταδιακά κάθε παιδικότητα και ευαισθησία. Οι άνθρωποι, οι «λαθραίοι», μετατρέπονται σε απλό εμπόρευμα που έχει μια τιμή: «…δεν είναι παρά μόνο ζωές που δεν γίνονται μυθιστόρημα όταν μιλάς γι’ αυτές. Το πολύ-πολύ να γίνουν εκθέσεις νεκροψίας» (σελ. 39). Μεταφέρονται με φορτηγά από την ενδοχώρα και στοιβάζονται σε μια δεξαμενή νερού που κατα- σκευάστηκε για αυτόν τον σκοπό στο οικόπεδο του διακινητή. Εκεί, μέσα σε άθλιες συνθήκες, αναμένουν τη μεταφορά τους στα παράλια: «Βία, δυνατή σαν τον ήλιο, ήταν το πρώτο που έβλεπες όταν παρατηρούσες τις τεχνικές διακίνησης παρανόμων» (σελ. 103). Στην ερώτηση του μικρού, αν μπορούν και εκείνοι να φύγουν με αυτούς που αναζητούν κάτι καλύτερο, ο πατέρας απαντά: «Δουλειά μας είναι […] να προωθούμε όσους θέλουν να φύγουν. Όχι να φύγουμε κι εμείς! Σαν να έλεγε, δουλειά μας είναι να σκοτώνουμε όχι να σκοτωθούμε» (σελ. 87).
Στην ποίηση
Η ποίηση αποτελεί ειδική συνθήκη, επειδή ο λόγος της είναι ελλειπτικός και όσα υπονοούνται είναι συνήθως περισσότερα από όσα δηλώνονται. Και στα ποιητικά βιβλία ωστόσο υπάρχουν οι δύο άξονες που διακρίναμε στα μυθιστορήματα, δηλαδή η παρουσίαση των ίδιων των μεταναστών και η περιγραφή της στάσης της κοινωνίας υποδοχής. Σε αντίθεση όμως με όσα είδαμε να συμβαίνουν στον πεζό λόγο, οι μετανάστες στην ποίηση αγιοποιούνται. Δεν αντιμετωπίζονται σαν όχλος, αλλά σαν μεμονωμένοι άνθρωποι που έχουν υποφέρει πολύ. Γι’ αυτό και τα ποιήματα δεν περιγράφουν απλώς την κατάστασή στους σε τρίτο πρόσωπο, αλλά μερικές φορές και σε πρώτο, όπως στο ακόλουθο απόσπασμα που μιλά για τους διακινητές προσφύγων:
Αλλά και όταν γίνονται περιγραφές σε τρίτο πρόσω- πο, είναι αιχμηρές και προκαλούν συγκίνηση:
ΜΕ ΑΠΛΩΜΕΝΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Νεκροστέφανα τα κύματα Πάγωσε ο χειμώνας Ξενιτεύει τους νεκρούς Σαν να έρχονται σε μας Με απλωμένα τα χέρια Και μας δείχνουν Πελώρια σκιά ανεβαίνει
Από την πλευρά της θάλασσας Αφήνει ανοιχτά από παντού Μια ακατοίκητη απελπισία
(Φροσούλα Κολοσιάτου, Φοράει τα μάτια του νερού, εκδ. Γαβριηλίδης, 2017)
Σε οξεία αντιδιαστολή, η κοινωνία υποδοχής (η Δύση γενικά) παρουσιάζεται ανάλγητη, αδιάφορη και εντέλει εγκληματική απέναντί τους. Οι ποιητές σε πολλά ποιήματα αισθάνονται την ανάγκη να ζητήσουν συγνώμη ή να απευθύνουν έκκληση για την ευνοϊκή αντιμετώπιση των προσφύγων· οι συναφείς τίτλοι μεμονωμένων ποιημάτων και συλλογών είναι εύγλωττοι: Απόψε νιώθω μια ντροπή (Νίκη Κωνσταντοπούλου, εκδ. Περί τεχνών, 2014), «Την αγκαλιά σου, Αθήνα, άνοιξε» (Χρήστος Τουμανίδης, Οι ελεγείες της Ανατολής, εκδ. Κουκκίδα, 2014), κ.ά. Αρκετά ποιήματα μετατρέπονται σε βήμα των ποιητών οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να θίξουν τα κοινωνικά στερεότυπα:
ΧΩΡΙΣ ΕΝΟΧΕΣ
...Αγοράζουμε θλίψη σε τιμή ευκαιρίας
μέσα από εικόνες παιδιών που χάνονται αναζητώντας απόλεμη πατρίδα
και πουλάμε ρητορείες φτηνές για αλήθειες και για δίκια…
(Ανδρέας Καρακόκκινος, Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό, εκδ. Ένεκεν, 2017)
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ
πάσχει είπαν η χώρα από αιμορραγική νόσο αδύνατη άνοιξη
και πονοκέφαλος
–εξάνθημα η φιλοξενία…
(Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Με ύφος Ινδιάνου, εκδ. Μελάνι, 2014)
Από την ανάλυση λόγου προκύπτει ότι οι μετανάστες στα ποιήματα λογίζονται περισσότερο ως πρόσφυγες, ακόμα και ως ναυαγοί, ενώ σε αρκετά ποιήματα δεν τους αποδίδεται κανένας χαρακτηρισμός, υπονοώντας ενδεχομένως ότι είναι απλώς άνθρωποι. Ορισμένες λέξεις που επανέρχονται ολοένα είναι: δρόμος, μάνα, φωτιά, προσδοκίες, ελπίδα, αέρας/άνεμος, πατρίδα, παιδιά, ανεπιθύμητοι, όνειρα, φουσκωτό/βάρκα/σαπιοκάραβο, δικαιοσύνη, θάλασσα/πέλαγος/κύματα, θλίψη, ψωμί, ξερίζωμα, ταξίδι, φυλακή, ναυάγιο, νερό, πνιγμός, θάνατος, καρδιά, δάκρυα, κόλαση, ουρλιαχτά, μνήμη, αγάπη, χάος… Η λίστα είναι ατέλειωτη και, όπως είναι φυσικό, σπαρακτική.
Κοινωνικές αναπαραστάσεις
Οι στάσεις που υιοθετούμε αναδεικνύονται ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου τίθενται ζητήματα επιλογών που με τη σειρά τους συνδέονται με το ποιοι είμαστε ως πρόσωπα. Ένας από τους καθοριστικούς για τις στάσεις μας παράγοντας είναι ο τρόπος με τον οποίο έδρασε κάποιος στο παρελθόν, όπως είδαμε στο βιβλίο του Τζαμιώτη στην περίπτωση της αιτιολόγησης του ανθρώπου που «έμαθε να μισεί τους πάντες», όσον αφορά τους μετανάστες, επειδή δεν γνώριζε ποιοι από αυτούς τον είχαν κλέψει. Οι στάσεις μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, οι οποίες υπάρχουν «τόσο στα μυαλά των ανθρώπων όσο και σε κυκλοφορία μέσα στην κοινωνία, όπου και μεταβιβάζονται μέσα από συνομιλίες και κείμενα των ΜΜΕ». Η φράση αυτή υπονοοεί ότι το νόημα των τεκταινομένων δεν βρίσκεται έτσι απλά μέσα ή γύρω τους: το νόημα πρέπει να κτιστεί. Η κοινωνική αναπαράσταση είναι ο μηχανισμός που επιτελεί αυτήν την οικοδόμηση κοινών εικόνων του κόσμου. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι απαραίτητες στην καθημερινή μας ζωή, στις σχέσεις που συνάπτουμε με τους άλλους, στην επικοινωνία μας κ.λπ. Είναι μέσω αυτών που τα άτομα «διαβάζουν», κωδικοποιούν και ελέγχουν την πραγματικότητα.
Ο τρόπος που παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται στα ΜΜΕ αλλά και στη λογοτεχνία, η μαζική εισροή οικονομικών μεταναστών και προσφύγων στη χώρα μας δείχνει ότι εκλαμβάνεται ως μια πρωτόγνωρη εμπειρία, παρ’ ότι στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι έντονη η επίδραση από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά που επέβαλλε η Συνθήκη της Λωζάνης. Ελλείψει πάντως πρόσφατων κοινωνικών
αναπαραστάσεων που θα βοηθούσαν να δώσουμε νόημα στη σημερινή εμπειρία, στην Ελλάδα εξωθηθήκαμε σε μια διεργασία που αποκαλείται «αγκυροβόληση». Στο πλαίσιό της, η νέα εμπειρία εκχωρείται σε μια ήδη υπάρχουσα αναπαράσταση. Στη συνέχεια το νέο τμήμα της αναπαράστασης αντικειμενοποιείται, καθώς αρχίζει να γίνεται ευρέως αποδεκτό. Αν δεχθούμε ότι η λογοτεχνία αντανακλά την πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι ένα τμήμα των Ελλήνων ενέταξε γνωστικά την εμπειρία των αθρόων προσφυγικών ροών στην ήδη υφιστάμενη αναπαράσταση της ξενοφοβίας και ένα άλλο στην υφιστάμενη αναπαράσταση της φιλοξενίας. Όλα αυτά εκδηλώνονται μέσα στον λόγο των ανθρώπων που εμπλέκονται ή που απλώς εκφράζουν μια γνώμη για το ζήτημα και αποτυπώνονται και στη λογοτεχνία. Από τον λόγο αυτόν μπορούμε να παρακολουθήσουμε, ως ερευνητές, μέσα από την ερμηνεία των συνδηλώσεων και των συνεπαγωγών των κειμένων, τις αναπόφευκτες διαδικασίες εδραίωσης ξεχωριστών ταυτοτήτων για τις κοινωνικές ομάδες αφενός των Ελλήνων και αφετέρου των μεταναστών, την ίδια στιγμή που, ως άνθρωποι, δεν μπορούμε να λησμονήσουμε ότι, κάτω από την επιφάνεια μιας κοινωνικά διαμορφωμένης διαφοράς, όλοι μοιραζόμαστε μια κοινή ανθρώπινη φύση.
* Η Χρ. Λιναρδάκη είναι απόφοιτη του ΜΠΣ «Επικοινωνία και νέα Δημοσιογραφία» του ΑΠΚΥ, ερευνήτρια του Advanced Media Institute και η Μ. Λαυρεντιάδου Δρ. Αστικής Γεωγραφίας, Διδάσκουσα Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου