Τι να γράψω για το βιβλίο του Νικόλα; Τι, που δεν έχει ειπωθεί ήδη; Δεν ξέρω. Κάτι θέλω όμως να γράψω. Γράφω αυτό το κείμενο με φόβο. Γράφω αποσπασματικά. Νιώθω συγκίνηση με αυτό το βιβλίο. Δυσκολεύομαι να δομήσω τη σκέψη μου. Ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων.
Η ποίηση του Νικόλα είναι όμορφη. Είναι δουλεμένη με φροντίδα και θυμό. Είναι όμως η ίδια αυτή ποίηση που μου ζητά να μην ασχοληθώ μαζί της, αλλά με το μήνυμα που αυτή μεταφέρει. Νιώθω θλίψη, επειδή αυτό είναι ενδεικτικό της εποχής που ζω. Είναι Ελλάδα, είναι 2023, δεν έχω την πολυτέλεια να ασχοληθώ αποκλειστικά με το αισθητικό κομμάτι ενός κουίρ ποιητικού βιβλίου. Πρέπει να ασχοληθώ με το μήνυμά του. Δεν έχω χρόνο για φιλολογική, για αμιγώς ποιητική προσέγγιση, με την τεχνική έννοια του όρου. Ξέρεις γιατί δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια;
Γιατί δυο αγόρια περπατάνε χέρι χέρι κι ένας αστυνομικός τα ειρωνεύεται.
Γιατί σε έναν τρανς άντρα με αντρικό κούρεμα απαγορεύεται να κουρευτεί σε ένα αντρικό κουρείο, επειδή, σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του κουρείου, το μαγαζί δεν κουρεύει γυναίκες.
Γιατί σε μια τρανς γυναίκα απαγορεύεται να πάρει φαγητό από συσσίτιο, επειδή, σύμφωνα με τον ιερέα που κάνει κουμάντο, είναι άντρας με βυζιά.
Γιατί πολιτικά πρόσωπα θεωρούν «αθλιότητα» το να διαβάζουν drag queens παραμύθια σε παιδάκια.
Γιατί ο Ζακ εξακολουθεί να δολοφονείται κάθε μέρα που περνά.
Γιατί
Γιατί
Γιατί
Γιατί η λίστα, όπως καταλαβαίνεις, είναι ατελείωτη.
Άρα, τι φιλολογικό να πω για την ποίηση του Νικόλα; Ότι έχει πολύ καλή τεχνική στη δόμηση του εσωτερικού ρυθμού του ποιήματος; Θα το πω. Το έχει. Και είναι όμορφο. Αλλά, αν δεν το είχε αυτό, τι θα πείραζε; Αν έγραφε μια ποίηση εντελώς ατημέλητη και ξεμαλλιασμένη, και παρ’ όλα αυτά μετέφερε το ίδιο ακριβώς μήνυμα που μεταφέρει και τώρα, θα άλλαζε κάτι στη βαρύτητα του βιβλίου; Για μένα όχι. Δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτα. Θα με ωφελούσε ακριβώς όσο με ωφέλησε και τώρα. Θα με ενδυνάμωνε ακριβώς όσο με ενδυνάμωσε και τώρα. Θα με συγκινούσε ακριβώς όσο με συγκίνησε και τώρα. Διότι, ναι, μπορεί στην ποίηση συνήθως να μην έχει σημασία τι λες αλλά πώς το λες, όμως κάποιες φορές όλη η ουσία είναι στο τι λες, και μέσα σε ποιες συνθήκες το λες.
Και οι συνθήκες αυτές είναι οι συνθήκες που ανέφερα παραπάνω. Είναι συνθήκες μάχης.
Είπα αστυνομικός, ιδιοκτήτης κουρείου, ιερέας. Ίσως θα έπρεπε να πω σκατόμπατσος, νοικοκυραίος, τραγόπαπας, ζητώντας όπως πάντα συγγνώμη από τους γλυκύτατους τράγους. Όμως θα συγκρατηθώ. Δεν ξέρω γιατί. Μόλις διαβάζω το βιβλίο του Νικόλα νιώθω αξιοπρεπής. Νιώθω ότι δεν πρέπει να πέσω στο επίπεδο αυτών των άρρωστων ατόμων, που όλη τους η ύπαρξη περιορίζεται στη στολή τους, το μαγαζάκι τους, τον Χριστό τους και την Παναγία τους.
Το βιβλίο αυτό δεν μου ζητά στα ίσα να συγχωρέσω. Κι όμως, καθώς το διαβάζω ξανά και ξανά, νιώθω ότι ίσως αυτό πρέπει να κάνω. Όσο δύσκολο κι αν είναι. Ίσως φταίει που μιλάει για άγγιγμα. Γύρω στις τέσσερις ή πέντε φορές βρήκα μέσα στα ποιήματα αυτή τη λέξη και παράγωγά της. Και κάθε φορά ένιωθα ένα άγγιγμα στο στήθος, μέσα βαθιά, το ένιωθα να αγγίζει την οργή μου, να την ραγίζει και να με γεμίζει τρυφερότητα. Και μετά ένιωθα πως ήμουν λίγο καλύτερος άνθρωπος. Και σκέφτομαι μήπως αυτός ο αστυνομικός, αυτός ο κουρέας, αυτός ο παπάς, δεν βίωσαν ποτέ αυτή την τρυφερότητα; Μήπως, αν την είχαν βιώσει, τα πράγματα θα ήταν λίγο καλύτερα για όλους, για όλες, για όλα; Δεν ξέρω. Ενδεχομένως ναι. Αν ισχύει αυτό, τότε ίσως πέφτει πάνω μου το βάρος να δώσω και στους τρεις αυτούς λίγη τρυφερότητα. Ποτέ δεν είναι αργά να αναθεωρήσουν τη στάση ζωής τους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους αγγίξω και να ραγίσω τη δική τους οργή. Πώς όμως να απλώσω το χέρι μου στους εκπροσώπους και τους υποστηρικτές ενός συστήματος που ποδοπάτησε το κεφάλι του Ζακ; Πώς να το κάνω, από τη στιγμή που παραμένουν αμετανόητοι και διαιωνίζουν τις ίδιες συμπεριφορές, με ποδοπατήματα σωματικά και λεκτικά, απέναντι σε οτιδήποτε ξεφεύγει από τη δική τους κανονικότητα; Δεν ξέρω. Είναι δύσκολο. Ίσως δεν έχει νόημα. Ίσως τελικά ό,τι κάνουν δεν το κάνουν επειδή έχουν έλλειμμα τρυφερότητας, αλλά επειδή έκαναν μια συνειδητή επιλογή ζωής. Μια συνειδητή πολιτική επιλογή. Επέλεξαν την όχθη τους. Είναι η όχθη της ασχήμιας και του θανάτου. Είναι η ακριβώς αντίθετη όχθη από αυτήν που εκπροσωπεί το βιβλίο του Νικόλα, δηλαδή την όχθη της ομορφιάς και της ζωής.
Σε κάποιο σημείο λέει:
Μα είμαστε άνθρωποι κι έχουμε
την ιδέα μας για την ευτυχία
κι εκεί έξω που βιάζει την Μπλανς ο Κοβάλσκι
για μένα είναι το άγγιγμα το πιο ζεστό μου ρούχο
και προς μια τέτοια ανατροπή δουλεύω.
Οι στίχοι απομονωμένοι απ’ το υπόλοιπο ποίημα χάνουν αρκετή απ’ τη δύναμή τους αλλά δεν πειράζει – όταν διάβασα πρώτη φορά αυτό το σημείο, συγκλονίστηκα. Ήθελα να δακρύσω. Δεν ξέρω γιατί συγκρατήθηκα. Τώρα πάντως που το διαβάζω ξανά, δεν συγκρατιέμαι. Δακρύζω από την ομορφιά. Πνίγομαι από τα λόγια που θέλω να πω γι’ αυτούς τους πέντε στίχους. Αλλά δεν θέλω να μιλήσω. Θέλω μονάχα να νιώσω. Θέλω να δουλέψω κι εγώ για την ίδια ανατροπή. Βιωματικά, στο πεδίο, στην καθημερινότητα. Όποιος, όποια, όποιο θέλει ας σταθεί λίγο παραπάνω σε αυτό το ποίημα. Είναι στις σελίδες 25 και 26. Μεταφέρει ένα μήνυμα για ένα από τα πιο σημαντικά ζητούμενα του παρόντος, ίσως και του μέλλοντος.
Τέτοια βιβλία, νομίζω, βοηθούν πολύ. Βιβλία που γράφονται από την εποχή τους, κόντρα στις κυρίαρχες συνθήκες της εποχής τους. Βοηθούν στο να βγαίνουν από τις τρύπες τους διάφορα πλάσματα που κρατούν την ανθρωπότητα σε έναν βάλτο αιώνιας συντήρησης και τοξικότητας. Τα οποία, μερικές φορές, ίσως είναι πλάσματα υπεράνω υποψίας. Βγαίνουν από τις τρύπες τους, γίνεται η απαραίτητη μάχη με την απέναντι πλευρά, γυρίζουν ηττημένα ξανά πίσω στις τρυπούλες τους, κι έτσι η ζωή προχωρά μπροστά, πιο όμορφη, πιο ελεύθερη.
Και μπορεί τη μια στιγμή το δάκρυ να είναι της ομορφιάς, αλλά ταυτόχρονα είναι και δάκρυ της οργής. Διότι τη νιώθεις βαθιά την οργή. Τη νιώθεις ήδη από τον τίτλο. Αυτή η εκβιαστική φράση. Τόσο αισχρή. Τόσο αποπνικτική. Βαθιά ελληνορθόδοξη.
Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι.
Μόνο καμία ξένη μη μου φέρεις σπίτι.
Μόνο μη σε δω με μίνι.
Μόνο μη μου γράψεις Φυσική κάτω από 17.
Μόνο μη μου πεις ότι δεν θα κάνεις παιδιά.
Μόνο μη μου φύγεις στο εξωτερικό.
Μόνο μη μου φύγεις σε άλλη πόλη.
Μόνο μη μου φύγεις σε άλλον όροφο.
Μόνο μη μου φύγεις σε άλλο δωμάτιο, να κάτσεις εδώ, στο παιδικό.
Άντε καλά, φύγε.
Μόνο μη μου γίνεις κομμούνι.
Αγία ελληνική οικογένεια. Θα κάνει τα πάντα για το παιδί της. Μόνο μην της ζητήσεις να το αγαπήσει όπως εκείνο χρειάζεται.
Αγία ελληνική μαφία. Ομερτά, προστασία και τσιμέντωμα, πίσω από κλειδαμπαρωμένες πόρτες ασφαλείας. Σύναξη όλων των μελών της συμμορίας σε γιορτινά οικογενειακά τραπέζια. Ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ γονιών που ίσως δεν θα έπρεπε να είναι γονείς, αλλά έχουν γνώμη για το ποιος άνθρωπος έχει δικαίωμα στην τεκνοθεσία. Γονείς που διαμορφώνουν τους μπάτσους, τους νοικοκυραίους και τους παπάδες του μέλλοντος. Όχι ως επαγγέλματα. Αλλά ως ιδιότητες του χαρακτήρα. Γονείς που διαμορφώνουν τα τούβλα του μέλλοντος, για να πάρουν τη θέση τους στον τοίχο της πατριαρχίας.
Πιθανή ερώτηση: Ξέρεις γιατί ο τοίχος της πατριαρχίας χρειάζεται διαρκώς καινούργια τούβλα;
Πιθανή απάντηση: Γιατί έχει διαρκώς καινούργιες τρύπες.
Πιθανή ερώτηση: Ξέρεις πώς ανοίγουν διαρκώς καινούργιες τρύπες στον τοίχο της πατριαρχίας;
Βέβαιη απάντηση: Μέσω τέτοιων βιβλίων όπως το Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι. Μέσω τέτοιων τοποθετήσεων. Μέσω τέτοιων πολιτικών πράξεων. Διότι το βιβλίο του Νικόλα είναι μια πολιτική πράξη σε μορφή ποίησης. Είναι ποίηση με στοιχεία προσωπικού μανιφέστου. Όμως, καθώς διαβάζεις τα ποιήματα, κάθε τόσο κάνουν την επίσκεψή τους διάφορες προσωπικότητες με διάφορες ιδιότητες από διάφορες εποχές, και τότε καταλαβαίνεις ότι τελικά το μήνυμά του δεν είναι μόνο προσωπικό.
Το μήνυμά του είναι οικουμενικό.
Είναι τρυφερό, είναι συγχωρητικό.
Είναι οργισμένο. Και αποφασισμένο.
Είναι του έρωτα, της ζωής και της ανάσας.
Είναι πολύχρωμο και αιχμηρό, σαν ουράνιο τόξο που κόβει λαιμούς.
Συνήθως λαιμούς αφεντικών.
Διότι είναι ένα μήνυμα τίμιο, καθαρό και κόκκινο.
Κατακόκκινο.
Αρτέμης Μαυρομμάτης
* Αναδημοσίευση από το www.stigmalogou.gr.