Του Θανάση Καμπάνη | Μτφρ. Θάλεια Παύλου
Μία ιογενής πανδημία δεν μπορεί να συγκριθεί με έναν πόλεμο. Καθώς, όμως προσπαθούσα να εργαστώ και να ζήσω μια εικονικά φυσιολογική ζωή στη Νέα Υόρκη σε συνθήκες COVID-19, έπιασα τον εαυτό μου να ανασύρει μνήμες από την εμπερία του ακούσιου εγκλεισμού μου στη διάρκεια των πιο βίαιων επιθέσεων στο Ιράκ. Κάλυπτα την εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ για την εφημερίδα Boston Globe και, τον Απρίλιο του 2003, είχα εγκατασταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Βαγδάτη, σε κάποιο ξενοδοχείο που λεγόταν Χάμρα. Εκείνη την περίοδο, οι δημοσιογράφοι περιφέρονταν ελεύθερα στη χώρα, παίρνοντας συνεντεύξεις από τους πάντες – εθνοφρουρούς που αντιστέκονταν στην κατοχή των Αμερικανών, υποστηρικτές της Αλ Κάιντα, θύματα της θηριωδίας του καθεστώτος Σαντάμ, επιζώντες που δέχθηκαν τα αδιάκριτα πυρά των Αμερικανών. Μιλούσαμε με κληρικούς, πολιτικούς, μητέρες στο σπίτι, πολιτικούς ακτιβιστές. Οι σποραδικές εκρήξεις βίας ήταν στοχοποιημένες και περιορισμένης εμβέλειας.
Για να δουλέψουμε έξω από τη Βαγδατη, ξυπνούσαμε πριν το χάραμα και οδηγούσαμε πέντε κι έξι ώρες ορισμένες φορές, για να φτάσουμε σε απομακρυσμένα χωριά ή πόλεις. Εάν το θέμα μας απαιτούσε να μείνουμε περισσότερο χρόνο στην περιοχή, κοιμόμασταν σε πρόχειρα καταλύματα ή στο πάτωμα κάποιου πράκτορα, τον οποίο είχαμε γνωρίσει στη διάρκεια του ρεπορτάζ.
Ο άνθρωπος είναι απίστευτα προσαρμοστικό ον. Εγκλιματιζόμαστε σχεδόν στα πάντα. Η πολεμική περίοδος στο Ιράκ εμπεριείχε έναν προβλέψιμο βαθμό αστάθειας και βίας, και οι περισσότερες δραστηριότητες φαίνονταν αρκετά ασφαλείς. Μεγαλύτερος κίνδυνος θεωρείτο η κακιά ώρα – να βρεθεί κανείς κοντά σε κάποια αμερικανική φάλαγγα, η οποία ενδεχομένως να δεχόταν επίθεση, ή για εμάς τους ξένους ανταποκριτές, να πέσουμε θύματα απαγωγής από κάποιον καιροσκόπο που επεδίωκε να εισπράξει λύτρα.
Στη Νέα Υόρκη υπό συνθήκες κορονοϊού, η μετάβαση από την κανονικότητα στην καθολική απαγόρευση της κυκλοφορίας επήλθε αρχικά σταδιακά και κατόπιν ξαφνικά, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες. Στο κατεχόμενο πλέον Ιράκ, η μετάβαση πήρε περισσότερο από έναν χρόνο. Οι κίνδυνοι πολλαπλασιάστηκαν, ωσότου έγιναν συχνό φαινόμενο. Εκδηλώθηκαν πολυάριθμες εξεγέρσεις κατά της αμερικανικής κατοχής. Εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα, απήγαγαν και δολοφονούσαν πολίτες, Ιρακινούς αλλά και ξένους. Όπως όλοι στο Ιράκ, τρέμαμε τον θάνατο, τον διαμελισμό ή τον αποκεφαλισμό – απειλές τόσο συνηθισμένες, που οι μαχητές διακινούσαν μαγνητοσκοπημένες λήψεις των πιο αποτρόπαιων εγκλημάτων τους σε DVD.
Έως το φθινόπωρο του 2004, οποιαδήποτε μετακίνηση έξω από το Χάμρα θεωρείτο επικίνδυνη. Την ίδια στιγμή, δεν υπήρχε η δυνατότητα να μένουμε άπραγοι στη βάση μας. Επρόκειτο για μια πολύ παλιά εποχή, πολύ πριν από τα έξυπνα τηλέφωνα και τις ευρέως διαδεδομένες online συνομιλίες και βιντεοεπικοινωνίες. Ακόμη και η επικοινωνία μέσω κινητών τηλεφώνων ήταν αναξιόπιστη. Για να έρθουμε σε επαφή με τον έξω κόσμο, στηριζόμασταν σε μια πολυδάπανη και αργή δορυφορική διαδικτυακή σύνδεση, η οποία διακοπτόταν συχνά λόγω κακοκαιρίας.
Πώς, λοιπόν, θα κάναμε τη δουλειά μας; Με τον ίδιο τρόπο που καθένας μας πορεύεται με επιφυλακτικότητα στις ανάγκες της ζωής: σταθμίζοντας τους κινδύνους και διαχειριζόμενος τους πόρους του πολύ προσεκτικά.
Αυτό σήμαινε, πρακτικά, πως έπρεπε να μάθουμε να διαχειριζόμαστε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του φόβου και της αγωνίας ενός ενδεχόμενου θανάτου. Προκειμένου να μετριάσουμε την απειλή για τον καθένα στην ομάδα μας, καταστρώναμε τα σχέδιά μας με υπερβολική προσήλωση και μοιράζαμε μεταξύ μας τον κίνδυνο. Θέταμε αυστηρή σειρά προτεραιότητας στην ατζέντα παρουσίασης των θεμάτων μας. Οι καθημερινές ειδήσεις ήταν ελάσσονος σημασίας σε σχέση με την έρευνα και τα άρθρα ειδικού περιεχομένου. Σε κάθε συνέντευξη, εξετάζαμε κατά πόσον μπορούμε να συνομιλήσουμε τηλεφωνικά με το υποκείμενο ή αν το υποκείμενο μπορεί να μας συναντήσει με ασφάλεια στο Χάμρα. Στην περίπτωση που κρίναμε πως η διά ζώσης συνέντευξη ήταν απολύτως αναγκαία, μελετούσαμε πιθανά ασφαλή σημεία συνάντησης. Εάν εμπιστευόμασταν την πηγή, ζητούσαμε τη συμβουλή της. Εάν η ίδια η πηγή αποτελούσε πιθανή απειλή – περίπτωσεις, ενίοτε, με μαχητές ή υποστηρικτές των εξτρεμιστών – της κοινοποιούσαμε το πλάνο συνάντησής μας την τελευταία στιγμή.
Δεν υπάρχει δημοσιογράφος και ερευνητής που να μην προτιμά να δραπετεύει από την αίθουσα σύνταξης – ή, στη δική μας περίπτωση, το μικροσκοπικό γραφείο του ξενοδοχείου στις όχθες του Τίγρη. Τα τηλεφωνήματα ή οι διαδικτυακές συνομιλίες δεν υποκαθιστούν, επ’ ουδενί, τις διά ζώσης συναντήσεις. Χάσαμε πολλές πληροφορίες, θυσιάζοντας όλες τις συναντήσεις μας, εκτός από τις πιο σημαντικές. Οι υπόλοιπες σύντομες έξοδοί μας έπαιρναν ασυνήθιστα μεγάλη βαρύτητα και οργανώνονταν όπως μια εκδρομή πεζοπορίας στα παρθένα δάση ή μια στρατιωτική επιχείρηση. Γνωστοποιούσαμε την προγραμματισμένη διαδρομή μας και την ώρα επιστροφής στον συνάδελφο που θα έμενε στο ξενοδοχείο. Κουβαλούσαμε ασυρμάτους μεγάλων αποστάσεων ως εφεδρικές ενισχύσεις στην περίπτωση που χαλάσουν τα αναξιόπιστα κινητά μας τηλέφωνα. Ένα συνοδευτικό αυτοκίνητο μας ακολουθούσε πάντα, για να αποτρέψει κάθε επίδοξο απαγωγέα ή τουλάχιστον να αναφέρει τυχόν τραυματισμό.
Καθώς περνούσε ο καιρός, εντεινόταν και ο κίνδυνος να μένουμε μέσα. Βίαιες οργανώσεις είχαν βάλει στόχο αλλοδαπούς και ξένους ανταποκριτές. Το ξενοδοχείο θα μπορούσε να γίνει στόχος κάποιου βομβιστή αυτοκτονίας. Όπως και συνέβη, τον Νοέμβριο του 2005, καταστρέφοντας το μικρότερο από τα δύο πολυώροφα κτήρια του Χάμρα (η πρώτη από τις πολλές επιθέσεις στο ξενοδοχείο, με κατάληξη τη διακοπή λειτουργίας του, το 2010). Έτυχε να βρίσκομαι εκτός χώρας με άδεια, εκείνη την περίοδο, μαζί με τη συνεπικεφαλής του γραφείου (και μέλλουσα σύζυγό μου). Όταν επιστρέψαμε, συνεχίσαμε το πρόγραμμά μας, με περιορισμένο ύπνο και σύντομες εξορμήσεις στην πόλη.
Ο προγραμματισμός – καθώς και η αυτοσχέδια (και ως επί το πλείστον συμβολική) ασφάλεια – ενεργοποιούσε μια συμπεριφορά που εξυπηρετούσε την καραντίνα. Σε περίοδο πολέμου, δεν υπάρχει δραστηριότητα με μηδενικό κίνδυνο. Για να φάμε, να εργαστούμε ή να απολαύσουμε το φως της ημέρας, έπρεπε να εκτεθούμε σε κινδύνους που ξεπερνούσαν τους συνηθισμένους κινδύνους της καθημερινής ζωής.
Εκπαιδευτήκαμε να αξιολογούμε τον κίνδυνο με νηφαλιότητα. Καθημερινά, ρωτούσαμε τι είχε αλλάξει: ποιες περιοχές δεν ήταν πλέον ασφαλείς, ποιες μέθοδοι χρησιμοποιούνται και από ποιες βίαιες οργανώσεις, ποιοι είχαν μπει στο στόχαστρο. Η κατάσταση άλλαζε μέρα με τη μέρα. Το ίδιο και οι δυνατότητές μας· ίσως κάποιος να προσφερόταν να μας μεταφέρει με θωρακισμένο όχημα σε μια δύσκολα προσβάσιμη περιοχή. Όσοι από εμάς δυσανασχετούσαν να ενσωματωθούν σε κάποια μονάδα του αμερικανικού στρατού, αποδεχόμασταν μια στρατιωτική πτήση σε κάποιο μέρος της χώρας που δεν ήταν ασφαλές να επισκεφτούμε οδικώς.
Όταν το 2004, έναν χρόνο ήδη επί αμερικανικής κατοχής στο Ιράκ, αποκτήσαμε αυτοκίνητο με οπλισμένο φύλακα, είχαμε τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε πιο ελεύθερα. Και, όταν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις κήρυξαν παύση πυρός, μπορούσαμε να ταξιδέψουμε σε περιοχές που λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν μετατραπεί σε πεδία μάχης. Τίποτε δεν ήταν απολύτως ασφαλές και κάποια πράγματα ήταν, εμφανώς, εξαιρετικά επικίνδυνα. Όμως, στο φάσμα ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, είχαμε τη δυνατότητα να παράγουμε πλούσιο δημοσιογραφικό υλικό. Μεταμφιεζόμασταν για να εναρμονιστούμε με το πλήθος, ώστε ένας απρόσεκτος επίδοξος απαγωγέας να μην αντιληφθεί αμέσως ότι είμαστε ξένοι. Άφησα να φυτρώσει ένα ενοχλητικό μικροσκοπικό μουστάκι, το μόνο που μπορούσα να επιστρατεύσω. Μερικές φορές παρουσιάζαμε ό, τι μπορούσαμε, κι όχι αυτό που θεωρούσαμε πιο σημαντικό. Παρά τα μειονεκτήματα της ενσωμάτωσης, επιδιώκαμε να ταξιδεύουμε με τον στρατό, απλώς και μόνο για να κυκλοφορούμε στη χώρα. Ολόκληρες περιοχές και πληθυσμιακές ομάδες βρίσκονταν εκτός ορίων. Μπορούσα άνετα να επισκεφτώ τις ιερές πόλεις των Σιιτών, Νατζάφ και Κερμπάλα, αλλά η Βασόρα και η Μοσούλη ήταν πιο δυσπρόσιτες, και η επαρχία Ανμπάρ σχεδόν ολοκληρωτικά απαγορευμένη. Οι Ιρακινοί δημοσιογράφοι είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν σε μεγαλύτερο εύρος της χώρας, αλλά τα επίκεντρα της σύρραξης—συμπεριλαμβανομένων ορισμένων περιοχών υψηλού δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος—όπως η πόλη Φαλούτζα—ήταν και γι’ αυτούς απαγορευμένα. Ορισμένες θρησκευτικές φατρίες, όπως οι σιίτες πολιτοφύλακες, διψούσαν να συναντήσουν τους δημοσιογράφους και να εξηγήσουν τα κίνητρά τους. Άλλες, όπως η αναδυόμενη ηγεσία των μαχητών της Αλ Κάιντα, θεωρούσαν τους δημοσιογράφους θεμιτούς στόχους. Επομένως, ήταν αδύνατον να καλύψουμε αποτελεσματικά τις κοινότητες που η Αλ Κάιντα και παρόμοιες εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια.
Δεδομένων των μειονεκτημάτων και των κινδύνων, θεωρήσαμε ύψιστης σημασίας ζήτημα να παραμείνουμε εχέφρονες. Επιδίωξή μας ήταν να καλλιεργήσουμε κάποιου είδους ψυχολογική ευεξία – έναν «αρκετά καλό» κανόνα για την ψυχική υγεία. Ακόμη κι όταν η βία άρχισε να εισβάλλει όλο και περισσότερο στη ζωή της Βαγδάτης, η κοινότητα των δημοσιογράφων στο Χάμρα εξακολουθούσε να διάγει έναν φυσιολογικό τρόπο ζωής, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την ισορροπία της. Βγαίναμε για βραδινό στα εστιατόρια, οργανώναμε μπάρμπεκιου στο ύπαιθρο, δεχόμασταν προσκλήσεις για γεύμα σε σπίτια πολιτών και επισκεπτόμασταν πολιτιστικά αξιοθέατα. Έως το φθινόπωρο του 2004 όταν, οι απειλές πλήθυναν και τέτοιου είδους ψυχαγωγίες έπαψαν. Τέρμα οι αγώνες υδατοσφαίρισης και οι μεταμεσονύχτιες κολυμβητικές αναμετρήσεις στην πισίνα του Χάμρα· τέρμα οι υπαίθριες συγκεντρώσεις στη βεράντα του ξενοδοχείου.
Συνεχίσαμε, ωστόσο, να διατηρούμε ένα αυστηρό πρόγραμμα αυτοφροντίδας και διαμορφώσαμε, επιμελώς, τον χρόνο και τον χώρο μέσα, όταν δεν δουλεύαμε. Ορίσαμε μια περιοχή της σουίτας μας ως απαγορευμένη ζώνη για επαγγελματική δραστηριότητα· ήταν αποκλειστικά και μόνο για ψυχαγωγία. Η σωματική άσκηση είχε ζωτική σημασία· παραγγείλαμε ένα ξεχαρβαλωμένο ελλειπτικό μηχάνημα γυμναστικής και ιδροκοπούσαμε καθημερινά – ειδικά τις ημέρες που δεν μπορούσαμε να βγούμε καθόλου από το συγκρότημα ή όταν η επικαιρότητα μας κρατούσε σκυμμένους πάνω από τους υπολογιστές μας επί δώδεκα και δεκάξι ώρες.
Κάθε βράδυ, ασχέτως με το πόσο πιεστικές ήταν οι διορίες ή πόσο δυσάρεστες ήταν οι ειδήσεις, κρατούσαμε μία ώρα για να μαγειρέψουμε και να δειπνήσουμε μαζί. Ει δυνατόν, προσκαλούσαμε κι άλλον δημοσιογράφο από το ξενοδοχείο, για να μας κάνει παρέα. Κάθε βράδυ, πριν πέσουμε για ύπνο, διαβάζαμε ή παρακολουθούσαμε καμιά βιντεοταινία (σημείωση: βρισκόμασταν στην προ streaming εποχή). Και, τέλος, δημιουργήσαμε ένα σημείο για να επικοινωνούμε μεταξύ μας και να λέμε τους φόβους και τις ανησυχίες μας, έστω κι αν ήταν μοναχά για ένα δεκάλεπτο.
Πόσο καλά λειτούργησαν αυτές οι μέθοδοι για εμάς, είναι θέμα που επιδέχεται συζήτηση, όπως και κατά πόσον μπορούν να μεταφερθούν από μια περίοδο πολέμου σε μια περίοδο πανδημίας. Πέρασα συνολικά τρία χρόνια πλήρους δημοσιογραφικής κάλυψης στο Ιράκ, από το 2003 έως το 2006. Στη διάρκεια αυτή, η συνεπικεφαλής μου κι εγώ παντρευτήκαμε και αποφασίσαμε πως χρειαζόμασταν μια πιο ασφαλή, πιο προβλέψιμη καθημερινή ζωή. Ο μόνιμος κίνδυνος και η συνεχής λήψη αποφάσεων μάς έφεραν σε μια κατάσταση αδιάκοπης υπερεγρήγορσης, από την οποία πήρε χρόνια να συνέλθουμε. Τα μέτρα που επιβάλλει η πανδημία COVID-19 σε απολύτως απαραίτητους εργαζομένους προκαλεί ένα παρόμοιο, εξουθενωτικό συνδυασμό αδρεναλίνης και εξάντλησης.
Όσο καιρό εργαζόμασταν στο Χάμρα, δεν νοιαζόμασταν για τα παιδιά με τον τρόπο που εμείς και τόσοι άλλοι νοιαζόμαστε τώρα, ενώ δουλεύουμε από το σπίτι. Η τεχνολογία της περασμένης εποχής μάς κρατούσε αποκομμένους από τους φίλους και την οικογένεια (δεν μιλούσαμε στο FaceTime με γονείς και αδέλφια στην Αμερική, κολλημένοι στην κίνηση της Βαγδάτης), αλλά αυτή η απομόνωση υπήρξε και ευλογία – μας έσωσε από την ψυχολογική διαταραχή να προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε ταυτόχρονα με ανθρώπους που μοιράζονται τις πιέσεις του δικού μας περιβάλλοντος, αλλά και με ανθρώπους πολύ μακριά, που ζουν σε τελείως διαφορετικές συνθήκες.
Καλύπτοντας δημοσιογραφικά έναν πόλεμο, ενώ παράλληλα τον βιώνεις, μπορεί να σε οδηγήσει ελαφρώς στην παράνοια. Το ψυχικό κόστος να προσπαθείς να λειτουργείς σε ένα πλαίσιο ασυνήθιστου άγχους θεωρείται αναπόφευκτο. Έχοντας λοιπόν επίγνωση αυτού, θα εκπλαγώ λιγότερο από τις διακυμάνσεις που προκαλεί η εργασία στη διάρκεια μιας παρατεταμένης καραντίνας. Ακόμη και οι έσχατες ημέρες φτάνουν κάποτε στο τέλος τους.
Ο Θανάσης Καμπάνης (Thanassis Cambanis) είναι υψηλόβαθμος εταίρος του Ιδρύματος The Century Foundation και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Αυτή την εποχή ασχολείται με τη συγγραφή της ιστορίας του πολέμου του Ιράκ. Διετέλεσε επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας Boston Globe στο Ιράκ από το 2003 έως το 2006.