Η διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στη δηµοκρατία και σε µια µελανότερη
τάξη πραγµάτων είναι πιο λεπτή απ’ όσο νοµίζετε
The House of Journalists:A Novel
“Ο Οίκος των Δημοσιογράφων” του Tim Finch
Του Trevor Quirk*
Μετάφραση: ∆ώρος ∆ωροθέου
Διαβάζοντας αυτό το ενσυνείδητα παράξενο πρώτο μυθιστόρημα του TimFinch, TheHouseofJournalists, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς με ποιο είδος δημοσιογράφου δεν ασχολείται καθόλου ο συγγραφέας. Το βιβλίο κρατάει τους καριερίστες του «Πρώτου Κόσμου» –τους επιθετικούς ρεπόρτερ, τους καθοδηγητές της σκέψης, τους προμηθευτές ανθρώπινων ιστοριών, τους δημοσιογράφους-λόγιους, κ.ά.– σε απόσταση, έστω κι αν ο ίδιος ο Finch υπήρξε ένας από αυτούς (εργάστηκε για το BBC). Ο Οίκος των Δημοσιογράφων βρίσκεται στο Λονδίνο και προσφέρει άσυλο σε συγγραφείς που το έχουν σκάσει από τη χώρα τους· οι χαρακτήρες του Finch –οι «υπότροφοι» του Οίκου– είναι πολιτικοί πρόσφυγες, εξόριστοι.
Έχουν κακοποιηθεί, βιαστεί, έχουν μπει παράνομα στη χώρα και είναι εγκαταλειμμένοι. Έγιναν μάρτυρες του πολιτικού χάους και της βαρβαρότητας. Έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους, έχουν χάσει τις οικογένειές τους και διακινδυνεύουν τα πάντα για να καταγράψουν τα βιώματά τους. Όταν φτάνουν στον Οίκο, το μόνο που έχουν στην κατοχή τους, σε πολλές περιπτώσεις στην κυριολεξία, είναι η εμπειρία τους, οι ιστορίες τους, οι οποίες, όπως διατείνεται το μυθιστόρημα, «δεν είναι απλές ιστορίες· είναι ανθρώπινες ζωές».
Για την επιβίωσή του το ίδρυμα στηρίζεται τόσο σε ιδιωτικούς όσο και σε δημόσιους πόρους, τους οποίους εξασφαλίζει παίρνοντας και γνωστοποιώντας αυτές τις ιστορίες. Το μυθιστόρημα ξεκινάει στο παρόν με την άφιξη ενός νέου υποτρόφου, του AA, την εμπειρία του οποίου αφηγείται, στο πάντοτε ριψοκίνδυνο δεύτερο πρόσωπο και σε δυσοίωνο τόνο, μια φωνή του Οίκου. Αυτό το τέχνασμα, αν και μπορεί ορισμένες φορές να κουράζει τον αναγνώστη, σηματοδοτεί μια πρωταρχική λειτουργία της δημοσιογραφίας: να μιλήσει για τους ανθρώπους, είτε πρόκειται για μια ομάδα προσφύγων, τον ΑΑ ή για εσάς τους ίδιους.
Τo μυθιστόρημα διερευνά και διερωτάται σχετικά με την ύπαρξη κάποιου είδους «ιεραρχίας της δυστυχίας». Ο Finch βάζει έναν από τους γυναικείους χαρακτήρες του να καταγγέλλει την «αντιπαράθεση» –από όλες τις λέξεις που θα μπορούσε να επιλέξει ενώ διηγείται μια ιστορία βιασμού, εξευτελισμού και φόνων– ως την πιο «απαίσια λέξη» που σταχυολόγησε από αυτή την εμπειρία της. Ένας δεύτερος χαρακτήρας θρηνεί τη λατρεία του ανθρώπινου πόνου: «Καμιά από αυτές τις χαμερπείς μπούρδες· αυτή τη φετιχιστική ευλάβεια», λέει, «τίποτε από αυτά τα τι-έχουν-δει-τα-μάτια-μου και δεν-είμαστε-άνθρωποι. Τα περιφρονούμε όλα αυτά…»
Ο Finch κατακλύζει την ιστορία του με τις αβυσσαλέες διαφορές ανάμεσα στους υποτρόφους και τους δυτικούς που τους περιθάλπουν. Η παντογνώστρια συλλογική φωνή που αιωρείται πάνω από τους χαρακτήρες επισημαίνει πολλές επώδυνες διαφορές στη γλώσσα τους, όπου το νόημα μιας λέξης ή μιας φράσης απορρέει εξ ολοκλήρου από το κοινωνικό πλαίσιο και την ιστορία εκείνου που την αφηγείται. Μερικά παραδείγματα είναι οδυνηρά. Για παράδειγμα, ακόμα και το να χρησιμοποιείς μια έκφραση του τύπου «να μου κοπεί το χέρι» μπροστά σε ανθρώπους που έχουν υποστεί βασανιστήρια και τους έχουν συνθλίψει τα δάχτυλα. Αλλά και η τάση των Δυτικών να χρησιμοποιούν υπερβολικά συχνά λέξεις όπως «κατάσκοποι», «ανάκριση» και «καταπίεση», φέρνει σε αμηχανία τους υποτρόφους. Ενώ εκφράσεις όπως «πρόσεχε, θα σε τσακίσω», «άντε πνίξου» ή «θα σε κάνω κομμάτια» αποκτούν τελείως κυριολεκτικό νόημα ενώπιον αυτών των ανθρώπων. Στα μάτια των υποτρόφων ο κόσμος μας μοιάζει ψεύτικος σαν καφκική αλληγορία.
Όμως παρά τους τραγελαφικούς διαχωρισμούς, υπάρχει μια πολύ βαθύτερη συνάφεια ανάμεσα στον Πρώτο και τον Τρίτο κόσμο. Πράγματι, λέξεις απλές, κι αθώες, όπως «υπόσχεση», «καληνύχτα» ή «κονιάκ», μιλάνε εύκολα σε όλες σχεδόν τις γλώσσες. Επιπλέον, ο κοινός αγώνας όλων των ανθρώπων να αποκτήσουν ταυτότητα, εκφράζεται με μεγαλύτερο πάθος από τους ίδιους τους υπότροφους, κι εκφράζει ξανά και ξανά το ίδιο οικουμενικό μοτίβο: ένας αντιφρονών Χριστιανός ονειρεύεται το φαγητό που αναγκάστηκε να καταπιεί στη φυλακή· ένας αθεράπευτα μελαγχολικός υπότροφος αισθάνεται την αγωνία του να κορυφώνεται, όταν αρνούνται να του παραχωρήσουν άσυλο· μια νεαρή προσφυγίνα κλαίει στο κρεβάτι της επειδή είναι ασφαλής και αισθάνεται ζωντανή όταν την πετάνε έξω με τους άστεγους.
Μέσα σε αυτές τις ιστορίες βρίσκεται η ισχυρότερη διάψευση της μετα-αποικιακής δυτικής ενοχής για τη δυστυχία συνολικά, που βρίσκει την πιο τρομακτική της έκφραση στον Κάφκα, ο οποίος κατέχει μια ισχυρή παρουσία στο μυθιστόρημα του Finch. Οι άνθρωποι πράγματι μπορούν να σφυρηλατήσουν την ταυτότητά τους μέσα από οποιαδήποτε εμπειρία· χαρούμενες ή θλιβερές, θαυμαστές ή πεζές, οι ιστορίες μας θα γίνουν το σπίτι μας. Όποιος έχει υποφέρει περισσότερο από σένα, δεν υστερεί σε ιστορία ή προσωπικότητα.
Είναι εξίσου εύκολο, όμως, να αφήσουμε ανολοκλήρωτο το οικοδόμημα του εαυτού μας όσο και μην πούμε τις ιστορίες μας. Η τραγωδία των εξόριστων του Finch δεν είναι η δυστυχία τους, αλλά ο μύθος του «νέου ξεκινήματος». Είχαν ήδη χτίσει την προσωπικότητά τους μέσα από την αντίστασή τους στην τυραννία, ως αυτόπτες μάρτυρες στη βία, ξεφεύγοντας από την καταπίεση. Όσο είναι ασφαλείς και ελεύθεροι, θα νοσταλγούν το αληθινό τους σπίτι «κάθε δευτερόλεπτο κάθε ημέρας κάθε χρόνου», όπως γράφει ο Finch. (Σημείωση: Αυτό το απόσπασμα υπήρχε στο προσωρινό δοκίμιο του βιβλίου, αλλά όχι και στην τελική έκδοσή του.)
Ενώ ο αινιγματικός ΑΑ παραμένει αφανής στον αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, εξοικειωνόμαστε πολύ περισσότερο με τον JulianSnowman, που αντιμετωπίζει με μεγάλη καχυποψία το νέο υπότροφο. Ο Snowman, ιδρυτής και πρόεδρος του Οίκου των Δημοσιογράφων, είναι το ηθικό υπομόχλιο του μυθιστορήματος. Ο αναγνώστης διαισθάνεται την αποδοκιμασία του Finch για το συγκεκριμένο χαρακτήρα, αλλά και τον οίκτο του, ακόμα και το θαυμασμό του. Ανήσυχος και πραγματιστής, ο Snowman έχει αναλάβει μιαν ανέφικτη αποστολή, να συμφιλιώσει τα ανθρωπιστικά ιδεώδη του ιδρύματός του με την καπιταλιστική ηθική της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Επωφελείται οικονομικά από τα ευεργετήματα του ιδρύματος, προκειμένου το ίδρυμα (και κατ’ επέκταση, τα ευεργετήματα) να επιβιώσει. Όπως είναι αναμενόμενο, το τέλος θα είναι καταστροφικό.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της η πλοκή ακολουθεί τη μεταστροφή του Snowman από αγχώδη, σχολαστικό γραφειοκράτη σε παρανοϊκό, φιλελεύθερο αυταρχικό, που λέει πράγματα όπως: «Το θέμα δεν είναι η λήξη της συζήτησης. Το θέμα είναι η αμφισβήτηση της αξίας της συζήτησης». Απαγορεύει τη χρήση της λέξης «εξαφάνιση» ύστερα από την εξαφάνιση ενός υποτρόφου, υποψιάζεται τη ανάμιξη του AA σε κάποια αόριστη συνωμοσία για να καταστρέψει τον Οίκο, και τελικά μεθάει από εξουσία –επιπλέον, είναι και στην κυριολεξία μεθυσμένος– και κάνει και λέει πράγματα που θα μετανιώσει πικρά.
Από ένα σημείο και πέρα, καθίσταται σαφές ότι ο Snowman συγχέει τα ιδανικά του ιδρύματος με το ίδιο το ίδρυμα: «Το έργο του ιδρύματος […] ήταν πιο σημαντικό από οποιοδήποτε άτομο. Ποτέ δεν ξέχασε αυτή την ουσιώδη αλήθεια· αυτή ήταν και η μεγάλη του δύναμη». Η ειρωνεία εδώ, την οποία ο Snowman δεν φαίνεται να αναγνωρίζει, είναι πως αν κάποιο «έργο», που θεμελιώθηκε στο όνομα της ελευθερίας, παραβιάζει την ελευθερία έστω και ενός άτομου προκειμένου να προασπίσει τα δικά του συμφέροντα, έχει προδώσει τις αρχές του και δεν είναι πλέον άξιο προστασίας.
Συνοψίζοντας, όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο την τροχιά του, κάνουμε τον Snowman να μοιάζει με καρικατούρα, πράγμα που τον αδικεί. Ο Snowman (προσέξτε το όνομα) έχει ο ίδιος πλάσει την καρικατούρα του εαυτού του, την οικεία, σατιρική και απατηλή εικόνα του κάλπη ηγέτη, γιατί πιστεύει ότι είναι το μόνο αρχέτυπο που μπορεί να διασφαλίσει την οικονομική βιωσιμότητα των ιδρυμάτων με ανθρωπιστικό χαρακτήρα στη δυτική κοινωνία. Και απ’ όσο μπορώ να κρίνω, έχει δίκιο. Επομένως, είναι ανόητος ή ήρωας; Στον επίλογο του μυθιστορήματος γίνεται φανερό τι από τα δυο είναι, όμως για ένα διάστημα μοιάζει να είναι και τα δυο.
Κάθε μυθιστόρημα που καταπιάνεται με την ανελέητη γραφειοκρατία, προκαλεί αναπόφευκτα μια αίσθηση ματαιότητας στον αναγνώστη. Αυτή η αίσθηση είναι ιδιαίτερα ισχυρή στο μυθιστόρημα του Finch, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι επακόλουθο και μιας άλλου είδους ματαιότητας την οποία ο Finch προσδιορίζει. Και το γεγονός που ξαφνιάζει, λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιογραφική θεματική του μυθιστορήματος, είναι ότι ο ίδιος εντοπίζει αυτή τη ματαιότητα στην αφήγηση, στο ίδιο το νόημα. Οι χαρακτήρες αναμασούν συνεχώς το μηδενιστικό σκηνικό του ανθρώπινου θεάτρου και βρίσκουν παρηγοριά στο εκθαμβωτικό φάσμα των νοηματοδοτήσεων που αποδίδουμε στην εμπειρία μας, στον τρόπο που επενδύουμε αυτό το «ουδέτερο υπόβαθρο» με τις ποικίλες ιστορίες που επινοούμε.
Η πράξη της αφήγησης σχεδόν ποτέ δεν παρουσιάζεται ως λυτρωτική ή σημαντική. Σε τελική ανάλυση στερείται παντελώς νοήματος, όπως και ο γκρίζος καιρός που το μυθιστόρημα επανειλημμένως περιγράφει, όπως η «ατσάλινη ασπλαχνία… η αρχή και το τέλος του κόσμου», εφόσον δεν προκαλεί την παραμικρή εντύπωση στους περισσότερους από εμάς. Το βιβλίο διανθίζεται με δεκάδες υπότιτλους και τίτλους, μια δομή που υποδηλώνει την ουσία της ίδιας της αφήγησης: την οργάνωση μιας πρωτεϊκής πραγματικότητας. Ωστόσο, πολλοί από τους χαρακτήρες –ειδικά οι συγγραφείς– φαίνεται να πιστεύουν ότι η ουσία της είναι να προσποιηθεί την πραγματικότητα, να βάλει λέξεις σε μια ατελείωτη, χωρίς νόημα και εντέλει κενή σελίδα.
Το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αποκαλεί το μυθιστόρημα «οργουελικό». Πιστεύω ότι καλύτερος χαρακτηρισμός θα ήταν «προ-οργουελικό». Ένας λόγος που βρήκα τόσο τρομαχτικό αυτό το μυθιστόρημα, είναι γιατί περιγράφει πώς μοιάζει ο κόσμος λίγο προτού τα πράγματα γίνουν «οργουελικά». Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει αν αποτελεί κακό οιωνό το γεγονός ότι έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας στους υποτρόφους ή ότι ο Οίκος παρακολουθείται ή ότι τηρούνται «ημερήσια αρχεία και φάκελοι για κάθε υπότροφο». Και οι δυο, διαχειριστές και υπότροφοι, επικαλούνται τόσο συχνά ότι «είναι ελεύθεροι να φύγουν και να γυρίσουν όποτε θέλουν», ώστε καταντάει ύποπτο. Ο Stan, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες που συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο μαζί με τον Snowman, διαμαρτύρεται ότι «παίρνεται μια απόφαση, αλλά στη συνέχεια, η διαδικασία προβλέπει να αποφασίσουν για την απόφαση… η διάκριση είναι εξαιρετικά σημαντική… η δημοκρατία από την τυραννία, η ελευθερία από την καταπίεση δεν απέχουν παρά ένα ελαχιστο βήμα».
Είναι ο Snowman, ο τραγικός κήρυκας αυτής της πολιτικής απροσδιοριστίας, που εκφράζει την ισχυρότερη εναντίωση σ’ αυτήν. Αυτές είναι οι σκέψεις του για τη σημερινή βρετανική κυβέρνηση: «Αυτή η συζήτηση, που αυξάνεται στους κύκλους της, για τον καλπάζοντα αυταρχισμό, την απερίφραστη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την περιστολή βασικών ελευθεριών, τον ευνουχισμό της αντιπολίτευσης και των διαφωνιών, ήταν παραφουσκωμένη σε υπερβολικό βαθμό». Κανένας άλλος χαρακτήρας δεν μιλάει με τόση σιγουριά, γεγονός που δεν θεωρώ τυχαίο.
Αυτό το μυθιστόρημα καταδεικνύει ότι μόνο μια προοπτική μπορεί να είναι ακόμα πιο τρομαχτική κι από τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη δημοκρατία και μια μελανότερη οργάνωση της κοινωνίας – το ασαφές όριο. Ο Οίκος των Δημοσιογράφων πιθανώς έχει ήδη διαβεί αυτό το ηθικό κατώφλι· ακόμα και στο τέλος του βιβλίου, κανείς δεν γνωρίζει. Λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο γεωπολιτικό κλίμα, το ίδιο θα μπορούσε πολύ εύκολα να ισχύει και για το δικό μας κόσμο. Σκεφτείτε το λιγάκι. Μπορεί κι εμείς, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, να βρισκόμαστε μπροστά σε αυτό το ασαφές όριο. CJR