του Μιχάλη Παναγιωτάκη*
Η πανδημική κρίση ξέσπασε στην Ελλάδα πέρυσι τον Μάρτιο μέσα σε μια γενικευμένη ανησυχία, σε συνθήκες κοινωνικού φόβου. Οι εικόνες που έρχονταν από την Ιταλία μέσω των ΜΜΕ από τις αρχές του μήνα και οι πυκνές ανακοινώσεις από τον ΠΟΥ, από γιατρούς και από επιδημιολόγους, έθεσαν τον πληθυσμό της χώρας μας εγκαίρως σε κατάσταση συναγερμού. Η αρχική ταχεία αντίδραση κλεισίματος και περιορισμού της κίνησης των πάντων (σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε μετέπειτα στιγμή), όχι μόνο επέτρεψε τον σχετικά ασφαλή διάπλου μέσα από το πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά εξασφάλισε και την ευρεία εμπιστοσύνη στην επιστημονική ομάδα που διηύθυνε την επιχείρηση – ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας κατέστη ένα είδος κοσμικού αγίου – αλλά και την πολιτική ηγεσία. Μερικές πρώτες παραφωνίες ήταν βέβαια αισθητές ήδη από τότε, αλλά άλλες (το μύθευμα με τις μάσκες που βλάπτουν κιόλας) ήταν μεταφορά οδηγίας του ΠΟΥ, και άλλες (η ανεπάρκεια των πανδημικών δεδομένων) δεν καταγραφόταν στη συνείδηση του κόσμου, ενώ θέματα δημοκρατικής θεσμικής τάξης, που ανέκυπταν ήδη από τότε, παρακάμπτονταν ως προσωρινά.
Τα μεγάλα ΜΜΕ στη χώρα, στη φάση αυτή επέδειξαν μια αυτοσυγκράτηση ως προς το θέμα της πανδημίας καθαυτό. Παρόλα αυτά έδωσαν δείγματα γραφής από νωρίς. Ενοχοποιώντας για παράδειγμα τον κόσμο (και με την χρήση οπτικών εφέ ακόμα) για δήθεν συνωστισμούς –ενδεικτικό για το πώς θα μεταχειρίζονταν στη συνέχεια κάθε αποτυχία διαχείρισης – και αποφεύγοντας την κριτική ακόμα και σε θέματα που δεν ήταν άμεσα υγειονομικά, αλλά αφορούσαν τα συνταγματικά όρια των περιορισμών για παράδειγμα.
Τα προβλήματα άρχισαν όταν έπαψαν τα πράγματα να πηγαίνουν ακριβώς καλά.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια επικοινωνιακή παράδοση όπλων και ήττα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας, παρότι θεωρητικά και πρακτικά – και εμβολιασμού επιτρέποντος – βρισκόμαστε κοντά στο τέλος, ή έστω στην ύφεση της φονικότητάς της. Τουλάχιστον αυτό θέλουμε να ελπίζουμε. Αυτή η ήττα δεν ήταν οικουμενική, αν και προέκυψε σε πολλές χώρες, και δεν μπορεί να επιμεριστεί ισομερώς στους πρωταγωνιστές. Προέκυψε από προβλήματα, άλλα δομικά, άλλα συγκυριακά, άλλα από υποκειμενική ή αντικειμενική αδυναμία αναμέτρησης με την πίεση μιας τόσο κρίσιμης στιγμής. Το ένα αποτέλεσμα είναι η απώλεια ελέγχου, καθώς κουρασμένοι από το σφυροκόπημα περιορισμών οι πολίτες έχουν ακυρώσει όλα τα – χωρίς εμφανές αποτέλεσμα ήδη μέσα στο 2021 πάντως – μέτρα διαχείρισης της πανδημίας και, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, ανακοινώνεται το άνοιγμα της τουριστικής περιόδου με 800 διασωληνωμένους. Το άλλο αποτέλεσμα, εξαιρετικά επικίνδυνο μακροπρόθεσμα, είναι και η απαξίωση του ιατρικού – επιστημονικού λόγου, ακριβώς την στιγμή που δεν πρέπει, με τις συνωμοσιολογίες να οργιάζουν στα ΜΚΔ με κυριολεκτικά φονικά πρότζεκτ παραπληροφόρησης (βλ. αντιεμβολιαστές, αντιμασκοφόρους και όλες τις μορφές τις αντιλογικής, που έχουν βρει ευκαιρία να επεκτείνουν την επικράτειά τους). Οι «πλαστές ειδήσεις» και οι συνωμοσιολογίες ευδοκιμούν εκεί που ο θεωρητικά έγκυρος λόγος αυτοϋπονομεύεται. Και συντηρούνται από μεγάλα περιστατικά απαξίωσης της ουδετερότητας των κατά τεκμήριο ειδικών.
Πολύπλευρη επικοινωνιακή διαχείριση
Η ανάλυση της επικοινωνιακής διαχείρισης της πανδημίας έχει πολλές πλευρές, αφορά όλες τις χώρες, τον ΠΟΥ, τις κυβερνήσεις, τους επιστήμονες και τις φαρμακευτικές εταιρείες, τα πανεπιστήμια και τις υποδομές προστασίας του πληθυσμού, τα συστήματα υγείας και φυσικά τα μίντια και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Αφορά τον ελλιπή μιντιακό εγγραμματισμό των επιστημόνων και τον προβληματικό επιστημονικό εγγραμματισμό των δημοσιογράφων, ή ακόμα και την δομική αντίθεση μεταξύ της δημοσιογραφικής και της επιστημονικής διαδικασίας.
Η πανδημία έδειξε πως στην εποχή μας όλοι οι παράγοντες μιας κρίσης αποτελούν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: είτε μιλάμε για τον ίδιο τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, για τον γιατρό που βγαίνει στο YouTube, τον ασθενή που στριμάρει τη δοκιμασία του, ή το Γραφείο Τύπου μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας. Επίσης έδειξε πως η παραπληροφόρηση και η συνωμοσιολογία ελλοχεύουν σε κάθε χαραμάδα αυτού του μεγάλου δικτύου, το οποίο δεν παρείχε μόνο ενημέρωση αλλά και χόακες, ψεύδη, πλαστές ειδήσεις και πολιτική χειραγώγηση.
Εδώ θα εστιάσουμε σε δυο πλευρές αυτής της διαχείρισης της πανδημικής κρίσης, επιλεκτικά: από τη μια πλευρά, εκείνη της δημόσιας πληροφορίας στην Ελλάδα, την αδυναμία ή απροθυμία του δημοσίου να παραγάγει σύγχρονη και επαρκή πληροφορία. Από την άλλη, τη δομική αδυναμία των μεγάλων ΜΜΕ να χειριστούν τα θέματα πληροφόρησης, που σε συνδυασμό με τη πολιτική υστεροβουλία τους, τα κατέστησε προβληματικούς συμμάχους της εκστρατείας ενημέρωσης.
Διαφάνεια και διαθεσιμότητα δεδομένων;
Ζούμε στην εποχή της δημοσιογραφίας των δεδομένων, και όπως μια περιήγηση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αποδεικνύει, υπάρχουν όχι μόνο επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αλλά και επιστημονικά καταρτισμένοι πολίτες, οι οποίοι μπορούν να αντλούν πληροφορία για την πανδημία από τα βασικά δεδομένα της εξέλιξής της. Τα δεδομένα αυτά άλλωστε, αποτελούν τη βάση για οποιαδήποτε ερευνητική / ακαδημαϊκή επεξεργασία. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η διάθεση των δεδομένων ήταν γενναιόδωρη και σύγχρονη: Τα datasets της ενημέρωσης επέτρεπαν σε όλους να ελέγξουν τους ισχυρισμούς των κυβερνήσεων, την ακρίβεια των ανακοινώσεων, να παρατηρούν εξάρσεις, να επισημαίνουν φαινόμενα και να εκπονούν μελέτες. Όλα αυτά είναι οι σύγχρονες προϋποθέσεις της διαφάνειας, την οποία ο ίδιος ο ΠΟΥ θεωρεί μείζον ζητούμενο στην υγειονομική επικοινωνία [1]. Χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία αναρτούσαν τα δεδομένα της πανδημίας ακατέργαστα στο github (ένα ανοιχτό αποθετήριο κώδικα και δεδομένων του διαδικτύου), όπως έκαναν ακόμα και χώρες συγκρίσιμες με τη χώρα μας όπως η Πορτογαλία.
Ο ΕΟΔΥ αποφάσισε αντίθετα να μεταφέρει πληροφορία για την πανδημία λες και ήμασταν στο 1998: ένα ημερήσιο pdf, μη μηχαναγνώσιμο, με ελλιπή (σε σχέση με τα ευρωπαϊκά) δεδομένα, και συμπληρωματική ενημέρωση στα ΜΜΕ με email. Το μη – μηχαναγνώσιμο (που σημαίνει πως για να επεξεργαστείς τα δεδομένα πρέπει να τα αντιγράψεις με το χέρι) ήταν εσκεμμένο κατά τα φαινόμενα. Οι άνθρωποι του μη κερδοσκοπικού ιδρύματος Τύπου IMedD [2], που είναι οι μόνοι που ανέλαβαν να αναρτήσουν δημόσια όσα δεδομένα κατάφεραν να επεξεργάζονται και να περισυλλέγουν στο github, ανέφεραν σε ένα σεμινάριό τους, πως όταν προσπάθησαν να «τραβήξουν» αυτόματα δεδομένα από τους πίνακες των pdf στο σάιτ του ΕΟΔΥ, μπλοκαρίστηκαν.
Δεν ήταν μόνο όμως η μορφή των δεδομένων, αλλά και οι πολλές παραλείψεις· μέχρι σήμερα δεν έχουμε δημοσιευμένα σταθερά επίσημα στοιχεία για θανάτους, εισαγωγές σε νοσοκομεία και ΜΕΘ, ή αριθμό τεστ κατά περιφερειακή ενότητα, δεν έχουμε στοιχεία ανά δημοτική ενότητα. Το ίδιο ισχύει και με τη δημογραφική ανάλυση: δεν ξέρουμε πόσα τεστ έχουν γίνει ανά ηλικιακή ομάδα, τα στοιχεία κρουσμάτων και θανάτων ανά ηλικιακή ομάδα είναι σπασμένα σε πολύ ευρείες ηλικιακές ομάδες κοκ.
Επίσης, δεν είναι σαφές πώς ορίζεται το επιβεβαιωμένο κρούσμα, ιδίως τώρα που χρησιμοποιούνται και μοριακά τεστ και τα rapid τεστ στην καταμέτρησή τους, δεν κατανέμονται τα κρούσματα ανάλογα με την ημερομηνία λήψης του δείγματος, δεν ξέρουμε πόσα τεστ αφορούν σε έναν ΑΜΚΑ, δεν ξέρουμε πόσοι βρίσκονται σε κάθε νοσοκομείο. Αναφέρομαι δε εδώ σε στοιχεία που βρίσκει κανείς στα δεδομένα πολλών άλλων χωρών, τίποτα το εξωτικό. Απόντων όλων αυτών, δεν μπορούμε να συνάγουμε όμως και πράγματα κρίσιμα για τη διαχείριση της πανδημίας και την ενημέρωση των πολιτών: χρειάστηκε η ειδική έρευνα του iMEdD για να μάθουμε από πηγές εκτός ΕΟΔΥ κατά τα φαινόμενα, πόσοι θάνατοι συνέβησαν ανά Περιφερειακή Ενότητα[3], όπως και πόσοι θάνατοι (το 70%) συνέβησαν εκτός ΜΕΘ τον Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 2020 [4]. Δεν ξέρουμε αν και ποιες επαγγελματικές ομάδες έχουν πληγεί δυσανάλογα.
Οι συνεντεύξεις τύπου χαρακτηριζόταν από την απροθυμία ή την έλλειψη δυνατότητας να ζητηθούν από τους δημοσιογράφους ουσιαστικά στοιχεία. Στις λίγες περιπτώσεις που καλά ενημερωμένοι δημοσιογράφοι έθεταν ερωτήματα και ζητούσαν μια ουσιαστική διευκρίνιση, είτε δεν λάμβαναν καθόλου, είτε λάμβαναν εξαιρετικά ασαφείς απαντήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν π.χ. να μετριέται η ένταση της πανδημίας στα πρωτοσέλιδα με τα καταγεγραμμένα κρούσματα και μόνο και όχι με την πυκνότητα των κρουσμάτων (την οποία δεν την γνωρίζαμε ανά περιφερειακή ενότητα, ούτως ή άλλως).
Ο λόγος για τη διαχείριση αυτή θεωρώ πως είναι διπλός και έχει να κάνει και με την ελλειμματική επικοινωνιακή και τεχνική γνώση στους δημόσιους οργανισμούς, αλλά και με την κεντρική πολιτική επιθυμία για έλεγχο και προστασία του εκάστοτε κυβερνητικά εκπορευόμενου αφηγήματος για την πανδημία. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων ΜΜΕ δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον να αμφισβητήσει κανέναν ισχυρισμό της κυβέρνησης, ούτε να επισημάνει τις πολλαπλές αντιφάσεις. Αυτό καταφανώς είναι δημοσιογραφικά ανεπαρκές και πλήττει τη διαφάνεια την οποία συνιστά ως βέλτιστη επικοινωνιακή πρακτική ο ΠΟΥ.
Το σπασμένο τηλέφωνο της πανδημικής ενημέρωσης
Αν ψάξει κανείς τον τελευταίο χρόνο για απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις σχετικά με την πανδημία, θα ανακαλύψει πως περίπου όλα τα ενδεχόμενα έχουν ανακοινωθεί ως δεδομένα. Το παράδειγμα της μεταδοτικότητας ή μη των παιδιών είναι χαρακτηριστικό: από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι σήμερα η σχετική μεταδοτικότητα των παιδιών (και το όριο ηλικίας ποικίλλει) στα διάφορα ρεπορτάζ, ανακοινώνεται ως ανύπαρκτη πρακτικά, χαμηλή, μέτρια ή ίδια με των ενηλίκων, ή αβέβαιη, ή συναρτάται με την πυκνότητα των κρουσμάτων στον πληθυσμό κτλ. Δεν είναι μάλιστα οι απαντήσεις αυτές σε μια χρονική εξέλιξη, δεν είναι ότι έχει αλλάξει (που όντως έχει αλλάξει) η γνώση μας για την πανδημία, είναι ότι όλες οι εκδοχές απαντήσεων συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε μια συνθήκη, που εξουδετερώνει κάθε πιθανότητα ενημέρωσης, και επί της ουσίας παραπληροφορεί με, κατά βάση, πραγματικές καταγραφές. Έτσι ο χρήστης του google που θα επιδιώξει να μάθει τι ισχύει θα πέσει σε μια σελίδα με απαντήσεις από όπου ή θα διαλέξει τυχαία την πρώτη (που το ποια είναι εξαρτάται από τον τρόπο που διατυπώνει το ερώτημα στη μηχανή αναζήτησης) ή θα μπορεί να επιλέξει όποια απάντηση του αρέσει και να την στοιχειοθετήσει, μάλιστα συχνά, με τα ονόματα έγκυρων γιατρών, ή διάσημων πανεπιστημίων. Τίποτα δεν είναι αληθινό μιας και όλες οι απαντήσεις επιτρέπονται. Δεν θα ήθελα να αδικήσω τα Ελληνικά ΜΜΕ σε αυτό. Η κατάσταση είναι παρόμοια και στον αγγλόγλωσσο τύπο και παγκόσμια. Έχει να κάνει με μια δομική δημοσιογραφική αδυναμία στην κάλυψη επιστημονικών θεμάτων, κυρίως, αλλά όχι μόνο, εκείνων που βρίσκονται σε άμεση εξέλιξη.
Ο δημοσιογράφος ψάχνει την είδηση στην μεμονωμένη αποστροφή του γιατρού ή του επιδημιολόγου, στο απόσπασμα από την ερευνητική εργασία. Η ισηγορία και οι συμπερίληψη όλων των απόψεων, η αναζήτηση της αντίθετης άποψης είναι τμήμα μιας σοβαρής δημοσιογραφικής έρευνας. Στο σημερινό μαγγανοπήγαδο των newsrooms, τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλοϊκά: η δήλωση, οι πολιτικές της συνέπειες, το ποιος την είπε, μερικές φορές η μετάφραση από ξένη πηγή, δεν επιτρέπουν καμία σχολαστική προσοχή στην μεγάλη εικόνα.
Δημοσιογράφος σε ρόλο εκλαϊκευτή
Και η μεγάλη εικόνα είναι πως η επιστήμη δεν δουλεύει έτσι, και οι επιμέρους έρευνες, οι διαφωνίες, τα δεδομένα, οι συγκρούσεις, οι ανακοινώσεις σε ένα συνέδριο και οι αντίθετες σε ένα άλλο, είναι τμήματα ενός σώματος πληροφορίας που χωνεύεται σιγά-σιγά (πάρα πολύ αργά για τους ρυθμούς των newsrooms) και παράγει ελάχιστες βεβαιότητες, συνεχή ερωτήματα, προσωρινές συναινέσεις και αντιπαλότητες. Απαιτείται ο δημοσιογράφος για να μιλήσει με εγκυρότητα να επιχειρήσει τον ρόλο του εκλαϊκευτή της επιστήμης. Συχνά τα ζητήματα που μπαίνουν, ή οι δηλώσεις που γίνονται δεν έχουν αμιγώς επιστημονικά κίνητρα, μιας και οι γιατροί, οι επιδημιολόγοι, οι ερευνητές, οι εθνικοί οργανισμοί, οι διεθνείς οργανισμοί ακόμα περισσότερο, βρίσκονται μέσα σε μια συνεχή προσπάθεια διαχείρισης, σε έναν διαχειριστικό και πολιτικό τελικά ρόλο, προς τον οποίο έχουν ευθύνες και υποχρεώσεις. Δεν είναι δε πάντα σωστές οι επιλογές τους.
Η υπόθεση με τη μασκοφορία είναι ενδεικτική: ο ΠΟΥ την άνοιξη του 2020 ισχυρίστηκε, και ο Σωτήρης Τσιόδρας ως εκπρόσωπος του ΕΟΔΥ και της επιτροπής αναπαρήγαγε τη σύσταση, πως οι μάσκες δεν πρέπει να φοριούνται γατί όχι μόνο δεν αποτρέπουν τη μόλυνση, αλλά μπορεί, έλεγαν, και να τη διευκολύνουν. Είναι βέβαιο πως η σύσταση αυτή είχε επίκεντρο την ανησυχία και του ΠΟΥ και όλων των κυβερνήσεων για την παγκόσμια έλλειψη προστατευτικού υλικού, που τη στιγμή εκείνη δεν έφτανε ούτε για τους νοσοκομειακούς. Όμως αυτό το «στρατηγικό» ψέμα, είναι υπεύθυνο όσο καμία άλλη εξέλιξη για την παράνοια της αντιμασκοφορίας, τη γέννηση θεωριών συνωμοσίας και στηνχώρα μας και αλλού. Αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα αντιπαραγωγική.
Εν κατακλείδι να παρατηρήσουμε και το εξής, που αφορά την μεταχείριση των επιστημόνων και όχι της επιστήμης: τα ΜΜΕ στην Ελλάδα εξύμνησαν τους γιατρούς και τους νοσοκόμους στην πρώτη φάση της πανδημίες, με χειροκροτήματα στα μπαλκόνια. Δεν τους παραστάθηκαν όταν απαίτησαν βελτίωση του συστήματος υγείας και περισσότερες επενδύσεις στις υποδομές του ΕΣΥ. Η κάλυψη της τεράστιας προσπάθειάς τους στις ΜΕΘ και στα νοσοκομεία, εξαρτιόταν από πολιτικούς υπολογισμούς. Αυτή τη στιγμή, καθώς ξεπερνάμε την ώρα που γράφω τους 9000 νεκρούς από COVID-19, η κάλυψη του δράματος που εκτυλίσσεται μέσα στα νοσοκομεία, η αποτελεσματικότερη μέθοδος αποτροπής για επικίνδυνες πρακτικές μεταξύ των πολιτών, απουσιάζει. Η εικόνα που έχουμε στην Ελλάδα για το τι γίνεται μέσα στις ΜΕΘ των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, είναι πολύ αναλυτικότερη από εκείνη που είχαμε εδώ για το δράμα της Βόρειας Ελλάδας στα τέλη του 2020, και το δράμα που ζει η Αττική την άνοιξη του 2021. Καταλαβαίνουμε όλοι τους λόγους που επιλέγεται μια τέτοια στάση, είναι όμως η αντίθεση της δημοσιογραφίας και κατά βάση ανήθικη.
*Αναλυτής διαδικτύου και δημοσιογράφος
[1] “WHO strategic communications framework for effective communications”, 2017, ΠΟΥ. Στη διεύθυνση: https://cdn.who.int/media/docs/default-source/documents/communication-framework.pdf
[2] https://imedd.org/el/
[3] iMEdD: Οι θάνατοι από την πανδημία φαίνεται πως είναι περισσότεροι από αυτούς που γνωρίζουμε, https://is.gd/OGNmwd
[4] iMEdD: Τα δεδομένα των θανάτων εντός και εκτός ΜΕΘ στο δεύτερο «κύμα» της πανδημίας, https://is.gd/PiGfwJ