Του Γιάννη Μανδαλίδη*
Η διαδικτυακή διαφήμιση στην Ευρώπη συνεχίζει να παρουσιάζει διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης και έχει αποφέρει ετησίως συνολικά έσοδα ύψους 41,9 δισεκ. ευρώ. Έχοντας ξεπεράσει το ύψος της τηλεοπτικής διαφημιστικής δαπάνης ήδη από το 2015, η διαφήμιση μέσω Διαδικτύου άνοιξε την ψαλίδα με την τηλεόραση κατά περισσότερα από 7 δισεκ. ευρώ. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τη μελέτη «AdEx Benchmark 2016» της ΙΑΒ Europe, που διεξάγεται τα τελευταία 11 χρόνια σε 27 χώρες της Ευρώπης.
Συνολικά οι 20 υπό μελέτη αγορές παρουσίασαν για τρίτο συνεχόμενο χρόνο διψήφια αύξηση του τζίρου της διαδικτυακής διαφήμισης και σε τρεις μάλιστα από αυτές κατεγράφη αύξηση άνω του 30%: Ρουμανία (36,9%), Σλοβενία (32,2%) και Ιρλανδία (31,4%). Η ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στις μικρότερες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Η διαδικτυακή διαφήμιση κατόρθωσε να πάρει ώθηση μετά τη «βουτιά» της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 2009 και έως το 2016 υπερκέρασε τις απώλειες των παραδοσιακών Μέσων ενημέρωσης κατά 1,2 δισεκ. ευρώ.
Η μελέτη κατατάσσει σε τρεις κατηγορίες τη διαδικτυακή διαφημιστική: τη διαφήμιση display, την «πληρωμένη αναζήτηση» και τις καταχωρήσεις μέσω αγγελιών και καταλόγων. Ο ρυθμός αύξησης της display διαφήμισης υπερέβη εκείνον των άλλων δύο κατηγοριών για τρίτη συνεχή χρονιά με ποσοστό 14,1% και κύκλο εργασιών 16 δισεκ. ευρώ. Η «πληρωμένη αναζήτηση» (paid-for-search) εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη κατηγορία από πλευράς εσόδων, με κύκλο εργασιών 19,1 δισεκ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε αύξηση 12,9%. Οι καταχωρήσεις μέσω αγγελιών και καταλόγων διευρύνθηκαν κατά 7,4%, σημειώνοντας συνολικές εισπράξεις 6,5 δισεκ. ευρώ.
Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι η αύξηση της διαφημιστικής προβολής όσον αφορά τις κινητές συσκευές κατά 52,9%, στα 5,4 δισεκ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 33,3% της display διαφημιστικής αγοράς (η συναφής έρευνα διεξήχθη σε 14 χώρες).
Τα online βίντεο, τέλος, καταλαμβάνουν μερίδιο 18,5% στη διαδικτυακή display αγορά και, σε συνδυασμό με τα κινητά, αποτελούν έναν από τους βασικούς τομείς ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα η διαφημιστική δαπάνη παρουσίασε το 2016 άνοδο 12,7% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, με τον κύκλο εργασιών να ανέρχεται στα 77,2 εκατ. ευρώ, έναντι 67 εκατ. ευρώ το 2015, σύμφωνα με την IAB Hellas. Η «AdEx Benchmark 2016», ωστόσο, περιορίζει το αντίστοιχο ποσοστό στο 11,5% και κατατάσσει τη χώρα στην 20ή θέση σε σύνολο 27. Η έρευνα δεν καλύπτει την Κύπρο.
Από τι κινδυνεύουν τα ΜΜΕ –
Σανίδα σωτηρίας τα βίντεο
Στην ερώτηση «ποιος είναι ο σημαντικότερος κίνδυνος για τη μελλοντική επιτυχία των οργανισμών ειδήσεων;» κλήθηκαν από την WAN-IFRA να απαντήσουν 235 στελέχη και διευθυντές μέσων ενημέρωσης από 68 χώρες. Η απάντηση των περισσοτέρων ήταν «απροθυμία για καινοτομία» (26%), ακολουθούμενη από την αδυναμία εξεύρεσης νέων οικονομικών πόρων και ενός βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου (24%). Το 15% θεωρεί κίνδυνο τα ανταγωνιστικά ΜΜΕ, το 12% την πολιτική αστάθεια, το 8% τη συρρίκνωση του καταναλωτικού κοινού και μόλις το 5% ανέφερε ως κίνδυνους για τα μέσα ενημέρωσης τη Google και το Facebook.
Περίπου τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι τα έσοδα των οργανισμών ενημέρωσης, όπου εργάζονται, μειώθηκαν το τελευταίο έτος και μόνο ένας στους τέσσερις ήταν τυχερός να εργάζεται σε μέσο τα έσοδα του οποίου αυξήθηκαν.
Κάποια από τα ερωτηθέντα στελέχη επιμένουν στο παραδοσιακό, κυρίως διαφημιστικό, μοντέλο εσόδων (8%). Οι περισσότεροι (56%) δήλωσαν ότι θέλουν να διατηρήσουν τις υπάρχουσες πηγές εισοδήματος, αλλά παράλληλα να κερδίσουν επιπλέον περίπου το ήμισυ του εισοδήματος των εταιρειών τους από νέες πηγές μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Μια τρίτη ομάδα δήλωσε ότι επιθυμεί οι εταιρείες της να εξασφαλίσουν περισσότερα από τα μισά έσοδά τους από άλλες πηγές, πέρα από τις διαφημίσεις και τις πωλήσεις περιεχομένου (36%).
Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο στοιχείο της έκθεσης είναι ότι, για να επιτευχθεί αυτό, η κορυφαία επιλογή επένδυσης των εκδοτών που ερωτήθηκαν είναι το βίντεο.
Τουρκία: Μία απέραντη φυλακή
Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης διέταξε την απελευθέρωση του δημοσιογράφου Καντρί Γκιουρσέλ στις 25 Σεπτεμβρίου. Ο Γκιουρσέλ ανήκει στην ομάδα των 17 δημοσιογράφων και στελεχών της αντιπολιτευόμενης τουρκικής Cumhuriyet που συνελήφθησαν από το καθεστώς Ερντογάν. Στη φυλακή παρέμεναν μέχρι και τις αρχές του Οκτωβρίου τέσσερις εργαζόμενοι της ίδιας εφημερίδας: ο δημοσιογράφος Μουράτ Σαμπουντζού, ο ερευνητικός ρεπόρτερ Αχμέτ Σικ, ο πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της εφημερίδας Ακίν Αταλάι και ο εργαζόμενος στο λογιστήριο της εταιρείας Εμρέ Ιπέρ.
Οι «17» της ιστορικής κεμαλικής εφημερίδας αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης από 7,5 έως και 43 χρόνων, κατηγορούμενοι για υποστήριξη του κινήματος του Φετχουλάχ Γκιουλέν (ο οποίος είναι ο ιθύνων νους, κατά την κυβέρνηση, του περυσινού πραξικοπήματος), παρά το γεγονός ότι η κεμαλική εφημερίδα ήταν θέσει επικριτική κατά του ισλαμικού τάγματος του εν λόγω ιεροκήρυκα, του κουρδικού ΡΚΚ και της ένοπλης αριστερής οργάνωσης DHKP/C. Και οι τρεις οργανώσεις χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές από την κυβέρνηση. Οι «Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα» (RSF) κάνουν λόγο για μία καφκική δίκη, στην οποία δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονται ως τρομοκράτες.
Η Τουρκία καταλαμβάνει φέτος την 155η θέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου της RSF. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος πέρυσι τον Ιουλίου έχει απαγορευθεί η λειτουργία περίπου 150 μέσων ενημέρωσης, στήθηκαν μαζικές δίκες και παραμένουν στη φυλακή περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι, αριθμός που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
Το internet δεν είναι για πάντα
Οι συνεχείς τεχνολογικές αναβαθμίσεις των sites, οι αλλαγές φορμά, το κόστος συντήρησης και ο ανασχεδιασμός τους αναδεικνύουν ως μείζον προβλήμα, για τα ΜΜΕ που μετρούν πλέον πολλά χρόνια παρουσίας στο διαδίκτυο, την ενσωμάτωση του παλαιού ογκώδους περιεχομένου τους στο νέο περιβάλλον. Πολλές από τις πρωτοποριακές για την εποχή τους δημοσιογραφικές δουλειές δεν υπάρχουν πλέον στο διαδίκτυο, διαψεύδοντας αυτό που πολλοί θεωρούσαν δεδομένο στα πρώιμα ψηφιακά χρόνια, δηλαδή πως ό,τι ανεβαίνει στο internet μένει για πάντα. Αντιθέτως, το παλιό χάρτινο αρχείο, συχνά ψηφιοποιημένο, μένει για πάντα. Η εξαιρετική δουλειά που είχε κάνει, για παράδειγμα, ο Guardian το 2009 γύρω από τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των δαπανών των βουλευτών δεν βρίσκεται πλέον στον δικτυακό τόπο της εφημερίδας. Το πρόβλημα γίνεται πιο περίπλοκο, όταν στην εξίσωση μπαίνουν και οι διάφορες εφαρμογές κινητών – και όχι μόνο – συσκευών. Συχνά ο μόνος τρόπος που απομένει για να ανασύρει ο ενδιαφερόμενος πληροφορίες είναι μέσω του backoffice, δηλαδή του διαχειριστικού συστήματος, αλλά σε αυτό δεν έχει πρόσβαση το κοινό. Η πρόκληση σε αυτές της περιπτώσεις είναι αφενός η σωστή και όσο το δυνατόν ευρύτερη μεταφορά του παλαιού περιεχομένου, το λεγόμενο migration, και αφετέρου η δημιουργία εργαλείων αυτοματισμού που θα διευκολύνουν τη διαχείριση του big data και της πληθώρας τεχνολογιών πίσω από αυτό. Προφανώς όμως το κόστος τέτοιων πρωτοβουλιών, σε συνθήκες κρίσης για τα ΜΜΕ, είναι για τους περισσότερους εκδότες απαγορευτικό. Μία διαφωτιστική καταγραφή του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος γύρω από το θέμα κάνει το Ίδρυμα Nieman στη διεύθυνση http://bit.ly/2yuOt1a.
Άσπονδοι φίλοι: Εκδότες και Facebook
Δύο νέες μελέτες έρχονται να καταρρίψουν τον ισχυρισμό ότι το Facebook στηρίζει τους εκδότες προσφέροντάς τους επισκεψιμότητα. Τα στοιχεία του Parse.ly επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη γνωρίζουν οι διαχειριστές των δικτυακών τόπων από τα νούμερα των analytics, ότι δηλαδή το Google ξεπερνά το κοινωνικό δίκτυο ως referral, ως πηγή δηλαδή προέλευσης επισκεπτών. Παράλληλα, στοιχεία της εταιρείας BuzzSumo δείχνουν ότι η συμμετοχή των εκδοτών και εμπορικών σημάτων στο Facebook μειώθηκε κατά 20% σε 880 εκατομμύρια δημοσιεύσεις από τον Ιανουάριο.
Την ώρα μάλιστα που οι εκδότες καλούνται να κάνουν περισσότερα προκειμένου να διατηρήσουν σε «αξιόμαχα» επίπεδα την παρουσία τους στο Facebook, η ίδια η πλατφόρμα από την πλευρά της προσφέρει πολύ λίγα ανταποδοτικά οφέλη, μόνο το 3% κατά μέσο όρο σε έσοδα, σύμφωνα με έρευνα της WAN-IFRA.
Η απροθυμία στην υποχρεωτική κατά τα άλλα σχέση των εκδοτών με το Facebook αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη συνεχή μεταβολή του αλγορίθμου με τον οποίο προβάλλονται οι αναρτήσεις, με στόχο να τους υποχρεώσει να πληρώνουν, και στον τρόπο προώθησης των βίντεο αποκλειστικά μέσα από τη δική του πλατφόρμα. Τα βίντεο προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού περισσότερο από ό,τι οι αναρτήσεις απλού κειμένου, ο τελικός χρήστης ωστόσο τα «καταναλώνει» εγκλωβισμένος στο Facebook, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα των εκδοτών να προσελκύσουν επισκέπτες για τους δικούς τους δικτυακούς τόπους. •
*Ο Γιάννης Μανδαλίδης είναι δημοσιογράφος, με πολυετή εμπειρία στα διαδικτυκά μέσα ως διευθυντής του Newsroom του ΔΟΛ, του parapolitika.gr και του in.gr