Του Σπύρου Α.Βρετού*
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η δημοσιογραφία και η μυθοπλασία αλληλεπικαλύπτονται, υπό την έννοια ότι μοιράζονται αφενός αφηγηματικές τεχνικές, αφετέρου μέσα μετάδοσης και διάδοσης. Η συνέργεια τεχνικών και μεθόδων, μέσων έκφρασης και μέσων μετάδοσης, έχει οδηγήσει στη σύνθεση ενός υπερσυνόλου στο οποίο η πραγματικότητα και η φαντασία, η αλήθεια και το ψεύδος, η αντικειμενικότητα και η υποκειμενικότητα, η ενημέρωση και η προπαγάνδα συνυφαίνονται τόσο άψογα ώστε ο ανυποψίαστος αναγνώστης/ακροατής/θεατής να μην μπορεί να διακρίνει τις αδιόρατες διαφορές.
Οι Edward Herman και Noam Chomsky το έθεσαν περιληπτικά στην εισαγωγή της κλασικής τους ανάλυσης με τίτλο Κατασκευάζοντας τη συναίνεση: «Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης λειτουργούν ως σύστημα που στόχο έχει να περάσει μηνύματα και σύμβολα στο γενικό πληθυσμό.
Η λειτουργία τους είναι να διασκεδάσουν, να ψυχαγωγήσουν και να πληροφορήσουν, και να ενσταλάξουν στα άτομα αρχές, πεποιθήσεις και κώδικες συμπεριφοράς που θα συμβάλουν στην ενσωμάτωσή τους στις θεσμικές δομές της ευρύτερης κοινωνίας. Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από υπερσυγκέντρωση του πλούτου και από μείζονες συγκρούσεις ταξικού χαρακτήρα, η εκπλήρωση αυτού του ρόλου απαιτεί συστηματική προπαγάνδα».
Η πολιτική διάσταση της συναίρεσης ενημέρωσης και θεάματος συμπληρώνεται από μια οικονομική, όπως επισήμανε το 1967 ο Guy Debord στην Κοινωνία του Θεάματος: «Το θέαμα είναι η άλλη όψη του χρήματος: το αφηρημένο γενικό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων.
Αλλά αν το χρήμα εξουσίασε την κοινωνία σαν αναπαράσταση της κεντρικής ισοδυναμίας, δηλαδή του ανταλλάξιμου χαρακτήρα πλήθους αγαθών των οποίων η χρήση παρέμεινε μη συγκρίσιμη, το θέαμα αποτελεί το σύγχρονο αναπτυγμένο συμπλήρωμά του, όπου η ολότητα του εμπορευματικού κόσμου εμφανίζεται ενιαία, σαν μια γενική ισοδυναμία απέναντι σε αυτό που το σύνολο της κοινωνίας μπορεί να είναι και να κάνει.
Το θέαμα είναι το χρήμα το οποίοι κοιτάμε μόνο, γιατί, ήδη μέσα του, το σύνολο της χρήσης έχει ανταλλαγεί με το σύνολο της αφηρημένης αναπαράστασης. Το θέαμα δεν είναι μονάχα ο υπηρέτης της ψευδο-χρήσης, είναι ήδη, μέσα του, η ψευδο-χρήση της ζωής».
Η συναίρεση αυτή έχει καταστεί ακόμη πιο αποτελεσματική μέσω της σύγκλισης των τεχνολογιών. Η απρόσκοπτη μετάβαση ανάμεσα στα διάφορα media και τις τεχνολογίες που τα παράγουν και τα στηρίζουν –από την πατροπαράδοτη τυπογραφία έως το web και τα apps των tablets– έχει δημιουργήσει ένα «συνεχές» το οποίο είχε ήδη προβλέψει από το 1964 ο Marshall McLuhan: «Η επιτάχυνση από τη μηχανική στην στιγμιαία ηλεκτρική συνάρθρωση αντιστρέφει την έκρηξη [explosion] σε ένρηξη [implosion].
Στην παρούσα ηλεκτρική εποχή μας, οι ενρηγνυόμενες ή συστελλόμενες ενέργειες του κόσμου μας συγκρούονται πλέον με τα παλιά επεκτατικά και παραδοσιακά μοντέλα οργάνωσης. Μέχρι πρόσφατα, οι θεσμικές μας συγκροτήσεις και οι ταξινομήσεις μας, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές, μοιράζονταν ένα μονόπλευρο μοντέλο». Ο συγγραφέας επισήμαινε στη συνέχεια ότι «ακόμα και σήμερα» (αναφερόμενος στη δεκαετία του 1960) ο δυτικός άνθρωπος σκέπτεται με όρους «εκρηκτικής» «επέκτασης» – είτε σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό είτε αναφερόμενος στη γνώση. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμη περισσότερο στο δικό μας σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 2010.
Η διείσδυση της πολιτικής στη δημοσιογραφία έχει ενισχυθεί τόσο που να προκαλεί ανησυχίες, ενώ η χρήση των ΜΜΕ από τις κυρίαρχες τάξεις και ειδικότερα από την πολιτική εξουσία έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης και ολοκληρωτικής εικονικής πραγματικότητας, ενός περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ακόμα και ο υποψιασμένος αναγνώστης/ακροατής/θεατής δυσκολεύεται να διακρίνει την ψυχαγωγία από την πληροφόρηση και την πληροφορία από την προπαγάνδα.
Μυθοπλασία και δημοσιογραφία, συνεπώς, αλληλοτέμνονται: κάθε αφήγηση είναι δυνατόν να εμπεριέχει ταυτόχρονα αντικειμενικές πληροφορίες και υποκειμενικές εντυπώσεις, όπως επίσης κάθε αφήγηση ενδέχεται να αποτελεί συνειδητή ή όχι απόπειρα προσέλκυσης του κοινού και παρότρυνσής του να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη αντίληψη, ένα ιδεολόγημα, μια αισθητική, μια θέση.
Οι Tom Rosenstiel και Bill Kovach, στο διάσημο βιβλίο τους Στοιχεία Δημοσιογραφίας που είχε τεράστια επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται και αναλύεται η δημοσιογραφία, παρατηρούν ότι «αφήγηση και πληροφορία δεν είναι έννοιες αντιφατικές. Γίνονται καλύτερα αντιληπτές ως δύο σημεία στο συνεχές της επικοινωνίας. […] Το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφίας, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας, υπάρχει στο μέσον [του συνεχούς].
Έργο των δημοσιογράφων είναι να ανακαλύψουν τον τρόπο να κάνουν ενδιαφέρον το σημαντικό σε κάθε άρθρο και να εξεύρουν το σωστό μείγμα μεταξύ σοβαρού και λιγότερο σοβαρού το οποίο θα παράσχει την περιγραφή της κάθε μέρας. Ίσως να γίνεται καλύτερα κατανοητό ως εξής: η δημοσιογραφία είναι αφήγηση με συγκεκριμένη επιδίωξη. Η επιδίωξη αυτή είναι να προσφέρει στο κοινό τις πληροφορίες που αυτό έχει ανάγκη ώστε να καταλάβει τον κόσμο. Η πρωταρχική πρόκληση είναι να βρει κανείς τις πληροφορίες που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι για να ζήσουν τη ζωή τους. Η δεύτερη πρόκληση είναι να προσδώσει κανείς στις πληροφορίες σημασία, συνάφεια και σαγήνη».
Η Barbie Zelizer είχε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, επισημαίνοντας ότι «η δημοσιογραφία ως αφήγημα αποτελεί έναν άλλον τρόπο ερμηνείας της ευρύτατης διάδοσης της δημοσιογραφίας. Αποτελώντας δάνειο από τη μελέτη της λογοτεχνίας, αυτό το πλαίσιο κωδικοποιεί την ικανότητα μιας ομάδας να συσπειρώνεται γύρω από κώδικες της γνώσης εξετάζοντας ποια αφηγήματα προβάλλονται, επαναλαμβάνονται και διαφοροποιούνται. Από αυτή την άποψη, το αφήγημα μάς βοηθάει να κατασκευάσουμε τη δική μας θεώρηση του κόσμου επιτρέποντάς μας να μοιραζόμαστε ιστορίες μέσω πολιτισμικά και κοινωνικά πρόδηλων κωδικοποιήσεων του νοήματος».
Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, της πολυπολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης, οι γέφυρες μεταξύ δημοσιογραφίας και μυθοπλασίας είναι ακόμη πιο προφανείς από ό,τι στο παρελθόν. Γράφοντας σε μιαν άλλη εποχή, και αναφερόμενος σε «γλώσσες» με την παραδοσιακή έννοια του όρου, ο Μιχαήλ Μπαχτίν είχε διαπιστώσει ότι «η νέα πολιτισμική συνείδηση, που είναι και δημιουργός λογοτεχνικών κειμένων, ανθίζει μέσα σ’ έναν κόσμο ο οποίος έχει γίνει ενεργά πολυγλωσσικός μια για πάντα. […] Οι γλώσσες φωτίζονται αμοιβαία, γιατί μια γλώσσα δεν μπορεί να έχει συνείδηση του εαυτού της παρά μονάχα στο φως μιας άλλης».
Ο Tzvetan Todorov περιέγραφε την Ποιητική, (μια πραγμάτευση εστιασμένη στην λογοτεχνική γραφή η οποία, εντούτοις, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί εξίσου αποτελεσματικά τόσο στην ποιοτική δημοσιογραφική γραφή όσο και στην ακαδημαϊκή) ως προσέγγιση «ταυτόχρονα “αφηρημένη” και “εσωτερική”» διευκρινίζοντας ότι «αντικείμενο της ποιητικής δεν είναι το λογοτεχνικό έργο καθεαυτό» αφού «κάθε έργο δεν θεωρείται παρά ως εκδήλωση μιας αφηρημένης και γενικής δομής, της οποίας δεν είναι παρά μία από τις πιθανές πραγματοποιήσεις. Έτσι λοιπόν η επιστήμη αυτή δεν ασχολείται πια με την υπαρκτή λογοτεχνία, αλλά με την πιθανή λογοτεχνία».
Στο αφιέρωμα αυτό η Δημοσιογραφία συνέλεξε ρεπορτάζ, αναλύσεις, συνεντεύξεις και κριτικά κείμενα από ποικίλα τεύχη του Columbia Journalism Review με κοινό άξονα τη σχέση των δύο μορφών έκφρασης. Τα άρθρα, τα οποία εστιάζουν είτε στο συνεχές μεταξύ μυθοπλασίας και ρεπορτάζ είτε στον τρόπο με τον οποίο η δημοσιογραφία καλύπτει θέματα τέχνης, διαλέγονται με έργα τέχνης διαφόρων περιόδων, ενώ παράλληλα οι εικόνες σχολιάζονται από αποσπάσματα σημαντικών κειμένων.