Ο Mike Hudson πίστευε ότι απλώς καταγγέλλει την αδικία, αλλά την ίδια στιγµή αποκάλυπτε τις ρίζες
της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης.
Του Dean Starkman
Μετάφραση: Αλέξανδρος Χέντον
Ο Mike Hudson ξεκίνησε να κάνει ρεπορτάζ στον τομέα των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν αποτελούσαν μια περιθωριακή, ακόμη και ηθικά αμφισβητήσιμη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Εστιάζοντας το ρεπορτάζ του σε καθημερινούς ανθρώπους, κατάφερε, αντίθετα από το συμβατικό οικονομικό Τύπο, να διαγνώσει τις διαστρεβλώσεις και τις ασυμμετρίες της αγοράς. Η δουλειά του, όμως, αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό, κυρίως επειδή παρουσιάστηκε σε εκδόσεις μικρού βεληνεκούς.
Ο Hudson επέκτεινε την έρευνά του σε πανεθνικό επίπεδο, κάνοντας νέες αποκαλύψεις στο βιβλίο του Οι έμποροι της δυστυχίας [Merchants of Misery]· έγραψε ένα εξίσου αποκαλυπτικό άρθρο δέκα χιλιάδων λέξεων με θέμα τη Citigroup ως βιομηχανία παραγωγής ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, χάρη στο οποίο το περιοδικό Southern Exposure τιμήθηκε το 2004 με το δημοσιογραφικό βραβείο Τζόρτζ Πολκ· αλλά και δημοσίευσε το 2005 στους Los Angeles Times μια σειρά άρθρων για την Ameriquest, τον «ηγέτη» των επισφαλών δανείων.
Συνέχισε να κυνηγάει το ίδιο θέμα καθώς το 2008 πραγματοποιούσε μετάσταση ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης – από την εφημερίδα The Wall Street Journal για σύντομο χρονικό διάστημα, και πλέον στον ειδησεογραφικό οργανισμό Center for Public Integrity (CPI). Το 2010 δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Το τέρας [The Monster, Times Books, 2010] και υπότιτλο Πώς μια συμμορία αρπακτικών δανειστών και τραπεζιτών της Ουόλ Στριτ έγδαραν την Αμερική – και γέννησαν μια παγκόσμια κρίση.
Ο πενηντάχρονος σήμερα Hudson είναι γιος ενός πρώην πεζοναύτη, που υπήρξε επίσης ο θρυλικός προπονητής της τοπικής ομάδας μπάσκετ. Ξεκίνησε να γράφει σε επαρχιακά, δεκαπενθήμερα έντυπα, καλύπτοντας τοπικούς διαγωνισμούς για την ανάδειξη της νοστιμότερης ντομάτας και του καλύτερου ψαρά, ενώ ανέλαβε ακόμη και μια στήλη με συνταγές μαγειρικής. Αλλά από τη θέση του ρεπόρτερ των The Roanoke Times στράφηκε στην ερευνητική δημοσιογραφία, κι από τότε δεν παρέκλινε ποτέ από την πορεία του.
Στα ίχνη των πρώην εργαζομένων
Έκανα στους Roanoke Times ένα ρεπορτάζ για τη φτώχεια, όταν κάποιος από τους δικηγόρους της περιοχής, μου είπε, «Το πρόβλημα δεν είναι μόνο να μην έχεις χρήματα, αλλά και τι παθαίνεις προσπαθώντας να ξεφύγεις απ’ τη φτώχεια». Έλεγε πως υπήρχαν τρεις οδοί διαφυγής: Είτε αγοράζεις σπίτι γιατί έτσι νιώθεις ότι αποκαθιστάς τη δικαιοσύνη· είτε αγοράζεις αυτοκίνητο, επειδή αποκτάς μεγαλύτερη ευελιξία· είτε ξαναγυρνάς στα θρανία, προκειμένου να αποκτήσεις τα εφόδια για να διεκδικήσεις καμιά καλύτερη δουλειά. Και είχε πολλά παραδείγματα ανθρώπων, που επειδή έκαναν αυτές ακριβώς τις επιλογές, είχαν βυθιστεί ακόμη περισσότερο στη φτώχεια κι είχαν παγιδευτεί σε απίστευτα χρέη.
Οι πελάτες του συχνά προέρχονταν από σχολές επαγγελματικής κατάρτισης – σχολές οδήγησης φορτηγού που σύντομα έβαζαν λουκέτο, σχολές νοσηλευτών που κανείς δεν προσλάμβανε για εργασία. Και συχνά κατέληγαν με ένα χρέος τεσσάρων, πέντε ή κι οκτώ χιλιάδων δολαρίων, που δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν, κι όπως ήταν φυσικό, δεν γινόταν να ξαναγυρίσουν στο σχολείο, αφού δεν ήταν σε θέση να πάρουν νέο σπουδαστικό δάνειο. Κι έτσι άρχισα να διερευνώ και να γνωρίζω τη βιομηχανία της φτώχειας.
To 1991 έκανα αίτηση στο Alicia Patterson Foundation να επιχορηγήσει τη δημοσιογραφική μου έρευνα γύρω από τις εταιρείες εξαργύρωσης επιταγών, τα ενεχυροδανειστήρια και τα ενυπόθηκα δάνεια (ακόμη δεν υπήρχε ο όρος «subprime»). Έπεσα πάνω σε μια ιστορία, το λεγόμενο «σκάνδαλο δεύτερης υποθήκης της Βοστώνης» και βρήκα κάποιον που με προμήθευσε με ένα πάκο αποκόμματα εφημερίδων. Ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Η Boston Globe και άλλοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, είχαν ξεσηκώσει σάλο γύρω από τους δανειστές και τους μεσίτες ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, αλλά και τους εμπλεκόμενους δικηγόρους.
Προσπαθούσα να διευρύνω την ιστορία από τοπικό σε πανεθνικό επίπεδο. Ήδη διερευνούσα κάποιες τοπικές υποθέσεις, ανάμεσα στις οποίες κι εκείνη της Associates First Capital Corp (τότε θυγατρικής της Ford Motor Company). Βασικά αποδείχτηκε ότι η Ford, η παλιά γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία, ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου της χώρας. Υπήρχαν ξεκάθαρες αποδείξεις ότι προσπαθούσαν να ελκύσουν πελάτες με αθέμιτες τεχνικές πωλήσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις, τους εξαπατούσαν κανονικά, μια τάση που, όπως είδαμε στη συνέχεια, κυριάρχησε στην αγορά των ενυπόθηκων δανείων. Κατάλαβα ότι είχα στα χέρια μου μια μεγάλη ιστορία – αληθινό λαβράκι! Αργότερα, οι έρευνες και οι ακροάσεις του Κογκρέσου επιβεβαίωσαν αυτό που ανακάλυπτα ήδη από το 1994 έως το 1996. Τώρα πλέον μοιάζει αυτονόητο, αλλά τότε πρωτοέμαθα ότι οι απολυμένοι συχνά σου ανοίγουν ένα «παράθυρο» σε ό,τι πραγματικά συμβαίνει στο εσωτερικό της πρώην εταιρείας τους. Το πρόβλημα πάντα είναι να τους εντοπίσεις και να τους κάνεις να μιλήσουν.
Η επικράτηση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου
Το φθινόπωρο του 2002 η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου ανακοίνωσε έναν βαρυσήμαντο διακανονισμό με τη Citigroup, γεγονός που αρχικά θεώρησα ως μια θετική εξέλιξη, κάπως σαν να είχαν πιάσει στα πράσα το δράστη. Ξεκίνησα να γράφω ένα κομμάτι χιλίων λέξεων ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος, αλλά στην πορεία άρχισα να ακούω από διάφορες μεριές ότι ουσιαστικά επρόκειτο για άφεση αμαρτιών, αφού για τα στάνταρ της Citigroup ισοδυναμούσε με μια μάλλον χαλαρή ρύθμιση. Και το άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι τα Μέσα Επικοινωνίας αντιμετώπιζαν το όλο γεγονός λες και η Citigroup είχε επιλύσει τα προβλήματα που της είχαν κληροδοτήσει, τη στιγμή που και η ίδια δεν πήγαινε πίσω από προβλήματα. Κάποιο περιοδικό αφιέρωσε ένα μεγάλο θέμα στον «Sandy» –τον πρόεδρο της Citigroup, Sanford I. Weill–, του τύπου «Η επιστροφή του Sandy». Όταν το είδα, είπα από μέσα μου, «Να ένα τρανταχτό παράδειγμα της επικράτησης των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου».
Κάθισα κι έγραψα ένα άρθρο γι’ αυτού του είδους τους διακανονισμούς, που δεν είναι αυτό που δείχνουν, και οι περισσότεροι μου το απέρριψαν. Τελικά επικοινώνησα με τον διευθυντή της Southern Exposure, τον Gary Ashwill, που μου είπε, «Σπουδαία ιστορία, θα την κάνουμε πρωτοσέλιδο». Κι εγώ τον ρώτησα «πόσο χώρο μου δίνεις;», και μου απάντησε, «Πόσο χώρο χρειάζεσαι;». Εκείνα τα χρόνια δεν άκουγες συχνά τέτοια λόγια στη δημοσιογραφία.
Πήρα εκατόν πενήντα συνεντεύξεις, κυρίως από δανειολήπτες, δικηγόρους, εμπειρογνώμονες κι ανθρώπους του χώρου, αλλά αυτό που απογείωσε την ιστορία ήταν οι μαρτυρίες των πρώην εργαζομένων. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν μόλις απολυθεί, επειδή παραπονούνταν στις εταιρείες τους. Αυτό που τους είχε ενοχλήσει περισσότερο ήταν το πώς εξελισσόταν η κατάσταση – εν μέρει, ο τρόπος με τον οποίο τους φερόταν η εταιρεία τους, αλλά κυρίως οι πιέσεις που δέχονταν τόσο οι ίδιοι όσο και οι συνεργάτες τους, να εξαπατήσουν τους πελάτες τους.
Χάρη στο θέμα που έκανα για την Citigroup, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από έναν κινηματογραφιστή, τον James Scurlock, ο οποίος ετοίμαζε ένα ντοκιμαντέρ (που αργότερα κυκλοφόρησε με τίτλο Maxed Out), σχετικά με τις πιστωτικές κάρτες, τα σπουδαστικά δάνεια, και τα σχετικά. Με ρώτησε αν θα μπορούσα να ξανασυναντήσω μερικούς από τους ανθρώπους που μου είχαν μιλήσει, ενώ ο ίδιος θα με κατέγραφε με την κάμερα. Έτσι, κανόνισα συναντήσεις στις αγροτικές περιοχές του Μισισίπι, στο Μπρούκλιν, το Κουίνς και το Πίτσμπεργκ. Παντού οι άνθρωποι σου έλεγαν τα ίδια, για τα κακά δάνεια που πήραν. Αλλά και για την πίεση που αισθάνονταν. Θυμάμαι έναν τύπο στο Μπρούκλιν, όχι πολύ μακριά από κει που ζω σήμερα, που έκανε μια παύση κι ύστερα μου είπε περίπου το εξής: «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά πραγματικά μου πέρασε από το μυαλό να αυτοκτονήσω». Παντού οι άνθρωποι έλεγαν πόσο άσχημα ένιωθαν που είχαν μπλέξει σ’ αυτή την ιστορία. Πολύ συχνά, δεν συνειδητοποιούσαν καν ότι είχαν πέσει θύματα επιτήδειων πωλητών, που τους είχαν παρασύρει να πάρουν ασύμφορα δάνεια.
Αν έρθει μόνο ένας και σου πει αυτή την ιστορία, λες «εντάξει, μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί και όχι». Όταν όμως έχεις μια γυναίκα στο Σαν Φρανσίσκο να λέει, «με εξαπάτησαν, και να πώς μου είπαν ψέματα», και από την άλλη μεριά, την υπεύθυνη δανείων της ίδιας εταιρείας στα προάστια του Κάνσας, να σου λέει, «πράγματι, αυτό κάναμε στους ανθρώπους»· κι ακούς τα ίδια και από έναν άλλο υπεύθυνο δανείων στη Φλόριντα, και κάποιον άλλον που πήρε δάνειο σε μιαν άλλη πολιτεία – στο τέλος, αρχίζεις και καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί το σύστημα.
Οι άνθρωποι πάντα ζητούν κάποιο τρανταχτό στατιστικό στοιχείο που να αποδεικνύει τις περιπτώσεις συστημικής απάτης, αλλά είναι πολύ, πολύ δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο. Και τα στατιστικά δεδομένα δεν μας λένε πάντα τι πραγματικά συνέβη. Αν ρίχναμε μια ματιά στα εντυπωσιακά νούμερα της χρυσής εποχής των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, θα πιστεύαμε ότι όλα πήγαιναν καλά, κι αυτό επειδή απλώς τροφοδοτούσαν ασταμάτητα με χρήμα τον κόσμο. Αυτό που συνέβαινε, ουσιαστικά θυμίζει το «σχέδιο Πόνζι [Ponzi Scheme], μια «πυραμίδα» επενδυτών, που έκρυβε κάτω από το χαλί το πρόβλημα. Εγώ όμως δεν μιλούσα με αναλυτές. Δεν μιλούσα με πρωτοκλασάτα στελέχη εταιρειών. Δεν μιλούσα με τους ειδικούς. Μιλούσα με ανθρώπους που βρίσκονταν στη χαμηλότερη βαθμίδα της ιεραρχίας – απλούς υπαλλήλους ή στελέχη υποκαταστημάτων. Μιλούσα με δανειολήπτες. Και το έκανα σε όλη τη χώρα και σε μεγάλους αριθμούς. Και όταν λιώνεις τις σόλες των παπουτσιών σου στο ρεπορτάζ, αποκτάς μια πολύ διαφορετική εικόνα από αυτή που σου προσφέρουν οι υψηλόβαθμοι δημοσιοσχεσίτες.
Μια μέρα, ο Rich Lord (που είχε πρόσφατα δημοσιεύσει την αποκαλυπτική έρευνά του Αμερικανικός εφιάλτης: Ο ληστρικός δανεισμός και η υποθήκευση του Αμερικανικού Ονείρου [American Nightmare: Predatory Lending and the Foreclosure of the American Dream, Common Courage Press, 2004]) και εγώ, καθόμασταν στο γραφείο του. Ο Lord είχε αφιερώσει πολλά άρθρα του στη Household International, τη μητρική εταιρεία της Household Finance, κι εγώ στη Citigroup. Η Household International ήταν άλλοτε η νούμερο εταιρεία παροχής ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, ενώ πλέον την είχε διαδεχθεί η Citigroup. Αυτό συνέβαινε το φθινόπωρο του 2004. Κι αναρωτιόμασταν τότε ποιος θα είναι ο επόμενος πρωταγωνιστής. Ο Rich θεωρούσε ότι θα είναι η Ameriquest.
Επέστρεψα στο σπίτι μου στο Ρόανοουκ, μπήκα στην ιστοσελίδα του pacer.gov [διαδικτυακό αρχείο δικαστικών υποθέσεων] κι άρχισα να ψάχνω περιπτώσεις στις οποίες εμπλεκόταν η Ameriquest: ανακάλυψα πολλές που αφορούσαν αγωγές δανειοληπτών και απολυμένων υπαλλήλων. Σε μία ειδικά περίπτωση, είχαν απολύσει έναν υπάλληλο επειδή παραπονέθηκε ότι η επιχειρηματική ηθική της Ameriquest ήταν φρικτή. Αυτόν ακριβώς αναζήτησα στον τηλεφωνικό κατάλογο, τον εντόπισα στο Κάνσας Σίτυ και μου διηγήθηκε μια πραγματικά συγκλονιστική ιστορία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν με ρώτησε αν έχω δει μια ταινία με τίτλο Boiler Room (του 2000, για μια ανήθικη χρηματομεσιτική εταιρεία, που εξαπατούσε τον κόσμο μέσω της τεχνητής αύξησης της αξίας των μετοχών).
Όταν πλέον είχα βρει γύρω στους δέκα απολυμένους υπαλλήλους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πρόθυμοι να καταγραφεί η μαρτυρία τους, σκέφτηκα: αυτή η υπόθεση είναι καυτή, είναι σημαντική. Κατά μία έννοια, νιώθω ότι τους βοήθησα πώς να «σφυρίξουν» το μυστικό τους, γιατί μέχρι τότε δεν είχαν την παραμικρή ιδέα πώς και τι να κάνουν. Την ίδια εποχή, η Ameriquest εξελισσόταν στο μεγαλύτερο δανειστή ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου. Έτσι, άρχισα να βάζω στο χαρτί την ιστορία. Και παρόλο που ήδη δούλευα στους Roanoke Times, θεώρησα ότι ήταν σημαντικό να παρουσιαστεί από το κατάλληλο Μέσο.
Το ρεπορτάζ μου άρεσε στους Los Angeles Times, μας έβαλαν στην ίδια ομάδα με τον Scott Reckard και δουλέψαμε μαζί από το φθινόπωρο του 2004 μέχρι τις αρχές του 2005. Είχαμε συγκεντρώσει τριάντα περίπου περιπτώσεις απολυμένων εργαζόμενων, και όλοι τους σχεδόν ήταν μάρτυρες σε ανάρμοστες, παράνομες και αθέμιτες πρακτικές, ενώ ορισμένοι απ’ αυτούς παραδέχονταν ότι τις είχαν εφαρμόσει και οι ίδιοι: δόλιες τεχνικές πωλήσεων, παραποίηση του πραγματικού εισοδήματος για την εξασφάλιση δανειοδότησης, παραπλανητικές αξιολογήσεις, ακόμη και αλλοιωμένες φορολογικές δηλώσεις ή πλαστογραφημένες επιστροφές φόρου. Ήταν το επονομαζόμενο «τμήμα των καλλιτεχνών» – καλλιτέχνες στην κατάφορη πλαστογράφηση και την παραποίηση των εγγράφων. Αν μη τι άλλο, αυτή η ιστορία σου άνοιγε τα μάτια σε μια νέα πραγματικότητα. Μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς είχαν παρακολουθήσει την ταινία Boiler Room – αλλά ως εκπαιδευτική ταινία! Το άλλο σημαντικό στοιχείο της ιστορίας ήταν ότι οι πολιτικοί και τα media θεωρούσαν την Ameriquest λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση, μια εταιρεία που καθαρίζει το τοπίο στην αγορά και ανατρέπει τις παλιές κακές πρακτικές. Κατά τη γνώμη μου, επρόκειτο απλώς για ένα θρίαμβο των δημοσίων σχέσεων.
Αφήνοντας το Ρόανοουκ
Μέτραγα ήδη είκοσι χρόνια ως ρεπόρτερ στο Ρόανοουκ και είχε έρθει η ώρα να προχωρήσω. Παραιτήθηκα από τους Roanoke Times και κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2005 εργαζόμουν αποκλειστικά ως ελεύθερος επαγγελματίας. Ουσιαστικά δεν έβγαλα καθόλου λεφτά εκείνη τη χρονιά, αλλά το ρεπορτάζ για την Ameriquest, μου άνοιξε το δρόμο για το επόμενο βήμα. Έδωσα συνέντευξη στη The Wall Street Journal και με προσέλαβαν για να καλύπτω την αγορά ομολόγων. Φυσικά, ανέλαβα δράση στοχεύοντας σε περιπτώσεις που συνδέονταν με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου κι έβγαζαν καλές ιστορίες. Θα μπορούσα να το είχα προτείνει εξαρχής στην εφημερίδα πιο επιτακτικά, αλλά δεν ήθελα να καθιερωθώ με αυτό τον τρόπο ούτε και να κάνω βιαστικές κινήσεις.
Η καθημερινή κάλυψη της αγοράς των ομολόγων είναι το ψωμοτύρι τους, μια δουλειά που πρέπει να γίνει πάση θυσία. Κι εγώ προσπάθησα να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου. Αναμφίβολα, ένιωθα σαν να κάνω επίθεση ενώ έπαιζα στην άμυνα. Έκανα ό,τι μπορούσα για το καλό της ομάδας, αλλά από τη θέση που βρισκόμουν, δεν μπορούσα να αξιοποιήσω τα ταλέντα και τις ικανότητές μου στο έπακρο.
Ήθελα να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο (το οποίο τελικά έγραψα και κυκλοφόρησε με τίτλο Το τέρας. Πώς μια συμμορία αρπακτικών δανειστών και τραπεζιτών της Ουόλ Στριτ έγδαραν την Αμερική – και γέννησαν μια παγκόσμια κρίση). Αισθανόμουν ότι είχα στα χέρια μου ένα τεράστιο υλικό, πάρα πολλές πληροφορίες που έπρεπε να ειπωθούν, ενώ ήξερα ότι πολλοί άλλοι δημοσιογράφοι δεν τις είχαν. Και την ίδια στιγμή έβλεπα ότι μεγάλο μέρος των ρεπορτάζ επικεντρωνόταν περισσότερο σε μερικούς κακοπληρωτές δανειολήπτες που απέκρυπταν το πραγματικό τους εισόδημα παρά στο τι συνέβαινε στ’ αλήθεια.
Μέσα από τις έρευνές μου, είχα μάθει δυο πράγματα: γνώριζα ότι σε ολόκληρο τον κλάδο των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου υπήρχαν πάμπολλα αρπακτικά και αθέμιτες πρακτικές. Δεν επρόκειτο για απομονωμένους θύλακες, δεν επρόκειτο για μερικούς αγύρτες δανειστές, δεν επρόκειτο για κάποιους μασκαράδες εργαζόμενους. Το πρόβλημα ήταν ενδογενές. Γνώριζα επίσης ότι η Ουόλ Στριτ διαδραμάτιζε έναν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την υπόθεση, και ότι η Ουόλ Στριτ καθοδηγούσε ή έκανε τα στραβά μάτια, ή/και επωφελούνταν από πολλές από αυτές τις πρακτικές. Συνειδητοποίησα ότι οι εταιρείες παροχής ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, όπως η Ameriquest ή ακόμη και η Countrywide, ήταν δημιουργήματα της Ουόλ Στριτ. Η Ουόλ Στριτ δάνειζε χρήματα σε αυτές τις εταιρείες· αυτές, στη συνέχεια, έκαναν νέα δάνεια· επέστρεφαν τα δάνεια στην Ουόλ Στριτ· και η Ουόλ Στριτ τα ξαναπουλούσε (υπό τη μορφή ομολογιών σε επενδυτές). Ήταν απλώς ένας μαγικός κύκλος χρήματος που έρεε. Το μόνο που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν όλη αυτή η φανταχτερή οικονομική αλχημεία, με τα χρηματοοικονομικά παράγωγα προϊόντα (swaps), που λειτουργούσαν ως τα αναβολικά στεροειδή του κλάδου.
Είναι σαφές ότι οι υπάλληλοι των εταιρειών –ένας, δύο ή και τρεις άνθρωποι– μπορούν να διαπράξουν μιαν απάτη και να τη γλυτώσουν, κατά περίπτωση, όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν καταβάλει η εταιρεία. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτά τα φαινόμενα μπορούν να πάρουν μεγάλη έκταση όταν οι εταιρείες διαθέτουν τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου και συμμόρφωσης. Ο καλύτερος τρόπος για να συνδέσεις τις ανήθικες πρακτικές στη βάση μιας εταιρείας με τους ανθρώπους στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας, είναι να έχεις τον κατάλληλο ελεγκτικό μηχανισμό. Το ερώτημα είναι, εφόσον είχαν τους κατάλληλους ανθρώπους, έκαναν σωστά τη δουλειά τους; Κι αν ναι, τότε τι τους συνέβη;
Στα τέλη του 2010, στο Center for Public Integrity, μου έδωσαν μια πληροφορία σχετικά με μια υπόθεση καταγγελιών, στην οποία εμπλεκόταν κι ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Countrywide. Ήταν η Eileen Foster, εκτελεστική αντιπρόεδρος και ταυτόχρονα, η κορυφαία ερευνήτρια οικονομικών εγκλημάτων της Countrywide. Είχε καταγγείλει στον OSHA [ο ομοσπονδιακός Οργανισμός για την Ασφάλεια και Υγεία στην Εργασία] ότι την απέλυσαν επειδή είχε κάνει αναφορά για ένα εκτεταμένο κύκλωμα απάτης, αλλά και γιατί προσπάθησε να προστατεύσει κι άλλους πληροφοριοδότες εντός της εταιρείας, που είχαν κι εκείνοι κάνει ανάλογες καταγγελίες σε τοπικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο.
Το ενδιαφέρον είναι ότι κανείς από την κυβέρνηση δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει ποτέ μαζί της! (Ώσπου, στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου του 2011, το CPI δημοσιοποίησε μια από τις πιο πολυδιαβασμένες ιστορίες της χρονιάς, με τίτλο «Πρώην εργαζόμενοι δηλώνουν ότι η Countrywide καλύπτει δράστες οικονομικών εγκλημάτων, εξαναγκάζοντας πληροφοριοδότες να σιωπήσουν» [Countrywide Protected Fraudsters by Silencing Whistleblowers, say Former Employees]· ακολούθησε στις 14 Δεκεμβρίου του 2011 η συνέντευξη της Foster στην τηλεοπτική εκπομπή του CBS, 60 Minutes, με τίτλο: «Καταγγέλλοντας την Ουόλ Στριτ».) Ήταν πολύ συναρπαστικό. Δουλέψαμε πολύ σκληρά με νέα ρεπορτάζ για να μην κλείσει η υπόθεση. Στη συνέχεια έκανα άλλα οκτώ θέματα, πολλά από αυτά για την General Electric, πρωταγωνιστή στο χώρο των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Ανακαλύψαμε οκτώ πρώην εργαζόμενους του κλάδου, που είχαν επιχειρήσει να προειδοποιήσουν για περιπτώσεις κατάχρησης και που η διοίκηση τους είχε κάνει πέρα.
Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ερευνητική δημοσιογραφία και ειδικότερα περισσότερα ερευνητικά ρεπορτάζ – για τα προβλήματα του σήμερα παρά νεκροψίες ή χρονολογικές καταγραφές οικονομικών καταστροφών, κραχ και χρεωκοπιών που έχουν ήδη συμβεί. Κι αυτό είναι δύσκολο να γίνει. Είναι αναγκαία η αληθινή δέσμευση του ειδησεογραφικού οργανισμού, που θα επενδύσει μακροπρόθεσμα με επιδεξιότητα και κρίση στο ερευνητικό ρεπορτάζ, ενώ οι πρωταγωνιστές του επιχειρηματικού κόσμου για τους οποίους γράφεις θα σκούζουν και θα ωρύονται, και θα σου βάζουν τρικλοποδιές. Όμως έχουμε ανάγκη από μια δημοσιογραφία που θα μας προειδοποιεί εγκαίρως. Ο Τύπος είναι κι αυτός μέρος της μεγάλης εικόνας. CJR