Του Danny Funt*
| Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Λίγο πριν παραλάβει τα βιβλία, ο Adam Gopnik, σε μια προσπάθεια να φανεί ευγενικός, κόντεψε να αντικρούσει την ουσιαστικότερη επίγνωση της ζωής του. Δοκιμιογράφος, κριτικός και ρεπόρτερ στο περιοδικό The New Yorker τα τελευταία τριάντα ένα χρόνια, ερωτήθηκε εάν υπάρχει επιτακτική ανάγκη για τους πολυάσχολους, φιλόδοξους δημοσιογράφους να διαβάζουν βιβλία επιμελώς — ιδιαίτερα όταν η δημοσιογραφία, και όχι μόνο οι ανταποκρίσεις από τον Λευκό Οίκο, σε μεγάλο βαθμό διακυβεύεται αυτή την περίοδο — όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώθυρας του διαμερίσματός του, που βρισκόταν ένα οικοδομικό τετράγωνο ανατολικά του Central Park. Επέστρεψε κρατώντας το πακέτο και δήλωσε: «Θα ήταν», κάνοντας μια παύση για να σκεφτεί και να αναζητήσει την κατάλληλη λέξη, «βάναυσα αγενές και ανεδαφικό να πω, Ω, όλοι σας πρέπει να διαβάζετε Σταντάλ. Θα γίνετε καλύτεροι BuzzFeeders». Στο τμήμα της δήλωσής του που αφορούσε τον Γάλλο μυθιστοριογράφο του 19ου αιώνα, άλλαξε αίφνης την εκ φύσεως λεπτή και διακριτική φωνή του σε αυτή του γελοίου, φαινομενικά φιλομαθούς, βαρυτόνου.
Κατόπιν, ενόσω άνοιγε το πακέτο που περιείχε δύο χαρτόδετα μη λογοτεχνικά πεζογραφήματα (το ένα, μια δυσνόητη εργασία για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ• το δεύτερο, μια νέα έκδοση για τον Άνταμ Σμιθ, με θέμα ένα παλιό δοκίμιο) και στεκόταν μπροστά από μια βιβλιοθήκη που απλωνόταν στον τοίχο απ’ άκρη σ’ άκρη, η οποία διέθετε και ενσωματωμένη σκάλα, στο θεσπέσιο, κατάλευκο σαλόνι του, ο Gopnik πήρε πίσω τη δήλωσή του. Ενστικτωδώς απέφυγε να κάνει κήρυγμα για τα βιβλία, ιδιαίτερα σε συναδέλφους με εξουθενωτικό φόρτο εργασίας, διότι ο χρόνος για διάβασμα θεωρείται πολυτέλεια στη δουλειά του. Μολαταύτα τον δρόμο για να επιτύχει μια αξιοθαύμαστα πολυγραφότατη, παραγωγική ζωή, η αλήθεια είναι ότι του τον έδειξε το διάβασμα.
Συνομίλησα με καμιά ντουζίνα καταξιωμένους δημοσιογράφους διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι καταφέρνουν να εκτελούν τα καθήκοντα της δουλειάς τους διαβάζοντας παράλληλα έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό βιβλίων, σχετικών με την τελευταία τους δουλειά, αλλά και πέραν αυτής. Με την έντονη δυσαρέσκεια εναντίον των δημοσιογράφων μετά τις περυσινές εκλογές για την εκλαμβανόμενη ως ελιτίστικη αποστασιοποίησή τους, πιθανώς να έμοιαζε παράδοξη αντίδραση να είμαι πεισματικά ανένδοτος σε κάτι τόσο μοναχικό όπως το διάβασμα — εκτός κι αν κάποιος βλέπει τα βιβλία ως το μοναδικό μέσον για να αντιλαμβάνεται πλήρως τον κόσμο.
Το 1980, ο εικοσιτριάχρονος Gopnik και η Martha Parker, που σύντομα θα γίνονταν ανδρόγυνο, επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο από το Μοντρεάλ για το Μανχάτταν και μετακόμισαν σε μια μικρή υπόγεια γκαρσονιέρα — δυο βήματα κι έναν κόσμο μακριά από την τωρινή τους κατοικία — όπου άνοιγαν έναν καναπέ-κρεβάτι και διάβαζαν ο ένας στον άλλον τα βράδια. Παρότι ο Gopnik αρχικώς ασχολήθηκε με το διδακτορικό του στην ιστορία της τέχνης, από μικρός φαντασιωνόταν ότι αρθρογραφούσε για το περιοδικό The New Yorker.
Επί σειρά ετών έριχνε τις ιστορίες του κάτω από την πόρτα του γραφείου του περιοδικού Midtown, για να τις βρίσκει πάντα να επιστρέφουν στο γραμματοκιβώτιό του, όμως το 1986 προσλήφθηκε και αρθρογράφησε εκατοντάδες ανυπόγραφα «Θέματα της Ημέρας», αφιερώματα «εκκεντρικών και εκκεντρικοτήτων» της Νέας Υόρκης, σπαταλώντας ώρες ατέλειωτες στη δημοτική βιβλιοθήκη, «ενισχύοντας» τα άρθρα του.
Ήρωες της δημοσιογραφίας του ήταν «άνδρες και γυναίκες τεράστιας ενστικτώδους και αυτοδίδακτης ευρυμάθειας», όπως ο Murray Kempton, συντάκτης τοπικών ειδήσεων της Newsday του Λονγκ Άιλαντ, «ο πιο εγγράμματος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ», ή ο εκλιπών συγγραφέας του The New Yorker, A. j. Liebling, ο οποίος «ήταν δεινός γνώστης της γαλλικής και της αγγλικής λογοτεχνίας, και έπαιζε στα δάκτυλα τον Σταντάλ, εν τούτοις υπήρξε ένας από τους πρώτους ρεπόρτερ στην Παραλία Όμαχα (Νορμανδία, 1944)».
Σύντομα, το εύρημα του Gopnik έγινε το δυνατό του σημείο. Ο εκδότης του περιοδικού, David Remnick, λάμπει από ικανοποίηση στο κοινό όταν περιγράφει την ευρεία θεματολογία του πανεπιστήμονα συντάκτη του. Ο Gopnik γράφει με βαθιά επίγνωση και οξυδέρκεια για, παραδείγματος χάριν, τις τέχνες, την πολιτική και την ιστορία της Γαλλίας, του Καναδά, και των Ηνωμένων Πολιτειών, επιπλέον δε, για τον Σαίξπηρ, τους Μπητλς, την πολεοδομία τον περιορισμό της οπλοκατοχής, τη Μέση Γη, τις μαζικές φυλακίσεις, τις καλές τέχνες, τον Δαρβινισμό, τον φιλελευθερισμό, τον ρατσισμό, τη τζαζ, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μαγεία και τη μαγειρική. Όπως και ο Liebling, αρθρογραφεί για το The New Yorker από το Παρίσι.
Για ένα άρθρο, η απαραίτητη μελέτη πιθανώς να περιλαμβάνει είκοσι βιβλία. Ξεκινά το γράψιμο με τον πρωινό του καφέ από τις 9:00 και διαβάζει μετά το δείπνο μέχρι τις 23:00, συνήθως επί τέσσερις ώρες το καθένα. «Ανακάλυψα ότι το διάβασμα είναι μία από τις δεξιότητες η οποία αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, όσο περισσότερο διαβάζεις, και δεν παύει ποτέ να βελτιώνεται όσο μεγαλώνεις, γεγονός ενθαρρυντικό», μου είπε. Για τη δουλειά του, σήμερα διαβάζει ένα μεσαίου μεγέθους βιβλίο, κατά προτίμηση υπό τους ήχους του Μότσαρτ ή του Χάιντν, σε μιάμιση, ίσως δύο ώρες.
Υπήρχε η εντύπωση ότι οι δημοσιογράφοι διακατέχονται από επαγγελματική υπευθυνότητα, πιθανώς ακόμη και δημόσιο καθήκον, να αυτοεκπαιδεύονται με μεγαλύτερη μεθόδευση και ένταση — για να γίνουν Σοβαροί Αναγνώστες. Η ισόβια άσκηση των δημοσιογράφων από τους οποίους πήρα συνέντευξη στηριζόταν στην πεποίθηση, όπως αναφέρει ο Gopnik, ότι «τα βιβλία περιέχουν ουσιαστικά όλες τις πληροφορίες του κόσμου και για οποιοδήποτε θέμα βάζει ο νους του ανθρώπου. Αποτελούν, συνεπώς, την πιο αποτελεσματική τεχνολογία του πλανήτη».
Γι’ αυτό τον λόγο αντιστάθηκε στην έντονη επιθυμία εκείνο το απόγευμα να απολογηθεί για τις μοναδικές χαρές και τα οφέλη της ανάγνωσης ενός βιβλίου διαθέσιμου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, στο παράδειγμά του, στους ανερχόμενους δημοσιογράφους στο BuzzFeed «που παράγουν posts σε γελοίους ρυθμούς», ή οποιονδήποτε, πραγματικά.
«Θα ήταν βάναυσα αγενές και ανεδαφικό να πω, Ω, όλοι εσείς πρέπει να διαβάζετε Σταντάλ. Θα γίνετε καλύτεροι BuzzFeeders», είχε πει. «Από την άλλη όμως μεριά, αυτό ισχύει πράγματι, και πιστεύω ότι ολόκληρη η ιστορία της σπουδαίας αμερικανικής δημοσιογραφίας το επιβεβαιώνει περίτρανα».
Το να είσαι άψογα καταρτισμένος, επειδή έχεις διαβάσει πολύ, αποτελεί εξαιρετικό επίτευγμα, όμοιο με αυτό του να προπονείσαι για να τρέξεις 26,2 μίλια κι έπειτα να εμφανίζεσαι στον μαραθώνιο της Νέας Υόρκης και να συναντάς εκεί άλλους 50.000 ανθρώπους. Είναι υπεράνθρωπο και κοινότοπο συνάμα. Το ρεπορτάζ μου δεσμευόταν να ερευνήσει ευφυέστατους, αξιέπαινους αναγνώστες, αλλά για να αναγνωρίσω ποιοι δημοσιογράφοι αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα Σοβαρού Αναγνώστη, ήταν χρήσιμο να παρακολουθήσω τις αλυσίδες των θαυμαστών.
Ο Ta-Nehisi Coates του The Atlantic, από τους πιο ευυπόληπτους συντάκτες περιοδικών στις μέρες μας, τόσο για την αιχμηρότητα της πένας του όσο και για την ένταση του οπλοστασίου του, έγραψε κάποτε, «Η νοητική ικανότητα είναι σαν τους μύες• θέλει εξάσκηση». Υπάρχουν πολλά όργανα γυμναστικής μέσα σ’ ένα γυμναστήριο — χωρίς να είμαι ειδικός, ενδεχομένως σπαταλάς μία ώρα κάνοντας μερικές ασκήσεις ενδυνάμωσης και στη συνέχεια αναπηδάς γύρω-γύρω πάνω σε μια μπάλα ισορροπίας. Η ισορροπία στην είδηση και στην ευρύτερη πληροφόρηση είναι ασφαλώς επιθυμητή, αλλά η βέλτιστη συμμετρία μπορεί να είναι δυσδιάκριτη.
Δεν συνάντησα φανατικά εργασιομανείς σαν τον Αριστοτέλη, ο οποίος διάβαζε με μία ορειχάλκινη σφαίρα ανά χείρας ούτως ώστε αν λαγοκοιμόταν και χαλάρωνε τη γροθιά του, ο γδούπος στο έδαφος να τον επαναφέρει στην εργασία του. Κανείς δεν ήταν τόσο εργατικός όσο ο εκλιπών συγγραφέας David Foster Wallace, ο οποίος συνιστούσε τη μελέτη ενός χρηστικού λεξικού στο αποχωρητήριο. Αλλά ούτε ποτέ πήρα συνέντευξη από εντυπωσιακούς αναγνώστες όπως ο A. J. Jacobs του Esquire, ο οποίος επιδόθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο στην εντατική μελέτη της εγκυκλοπαίδειας Britannica από το Α έως το Ω, 44 εκατ. λήμματα συνολικά.
Κάνα-δυο χρόνια πριν τον θάνατό του το 2008, ο κριτικός-θρύλος, John Leonard, υπολόγισε χονδρικά ότι είχε διαβάσει 13.000 βιβλία για τη δουλειά του. Όπως εξήγησε κάποτε, «Ξοδεύω μισή από την ημέρα μου γράφοντας για την τηλεόραση, και την υπόλοιπη μισή γράφοντας για βιβλία, και διαβάζω αντί να κοιμάμαι». Κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι Σοβαροί Αναγνώστες πρέπει να υπερνικήσουν ένα βασικό εμπόδιο: οι ώρες της ημέρας είναι μόνον 24.
Ιδίως στην εποχή του Τραμπ, απλώς και μόνον να προφθαίνεις την επικαιρότητα μπορεί να είναι ασφυκτικό. Κάθε πρωί στις 7:00 ο πολιτικός αναλυτής της New York, Jonathan Chait, ξυπνά στην κατοικία του στην Ουάσιγκτον και κάνει μια ανασκόπηση των βραδινών tweets, τα οποία έπονται των πολιτικών ειδήσεων και των άρθρων γνώμης (op-eds) στους New York Times, την Washington Post και την Wall Street Journal. Από τις 8:00 και μετά, με ένα διάλειμμα για να μαγειρέψει και να δειπνήσει με την οικογένειά του, συνδέεται με τον υπολογιστή για να παρακολουθήσει τις ειδήσεις, κάνοντας μικρές παύσεις για να γράψει όταν τον επισκέπτεται η έμπνευση.
«Έχω στραγγίξει το μακροπρόθεσμο κεφάλαιό μου, γιατί η χρησιμότητα της ανάγνωσης βιβλίων είναι ανεκτίμητη, έστω κι αν το κέρδος έρχεται με καθυστέρηση», δηλώνει ο Chait. «Παίρνω διαρκώς ιδέες από τις ειδήσεις, αλλά χρειάζεται εμβάθυνση από αλλού».
«Δεν μπορείς να ζεις έτσι για πάντα».
Η Rebecca Traister πιθανώς να διδάχθηκε το μυστικό των βιβλίων πριν καλά-καλά διαβάσει κάποιο: Υπάρχει πάντα κάποιο άλλο που περιμένει να ανοιχτεί. Για να το αντιληφθεί αυτό, το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να ρίξει μια ματιά γύρω της. Στην κατοικία όπου μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια, «τα βιβλία αποτελούσαν την επίπλωση». Με μητέρα, καθηγήτρια αγγλικής, και πατέρα, συλλέκτη σπάνιων βιβλίων και βιβλιοθηκάριο, ο κατάλογος της οικογένειας ανερχόταν στα 40.000 βιβλία, διπλάσιος αριθμός κατά προσέγγιση από εκείνον που συναντά κανείς σε ένα ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο.
Γνωστικό της αντικείμενο: γυναίκες στην πολιτική• όταν συνομιλήσαμε, κάλυπτε ένα αφιέρωμα για το New York με θέμα τη ζωή της Χίλαρι Κλίντον μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Μπορεί να μην υπάρχουν εισαγωγικές εξετάσεις για τους δημοσιογράφους, υπάρχει όμως μια αφετηρία απαραίτητη για να αποκτήσει κανείς αξιοπιστία στην κάλυψη ενός θέματος — κάποιος αριθμός βιβλίων που πρέπει να διαβαστούν ή κάποιου είδους εξοικείωση με θέματα; Σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο, ασφαλώς, αλλά και πάλι αυτό δεν αντηχεί τη διδακτική εμπειρία των παιδικών χρόνων της Traister.
«Ονομάτισε κάτι στο οποίο θεωρείς ότι είσαι ειδήμονας και ενδέχεται να υπάρχει κάποια γωνία του για την οποία έχεις κάνει μοναχά μια ρηχή ανάγνωση», υποστηρίζει η Traister. «Αυτό συμβαίνει πάντοτε σ’ όλους μας».
Ως πολιτικός αρθογράφος στην Washington Post και σχολιαστής στα NPR, PBS, και MSNBC, ο E. J. Dionne Jr. φρόντιζε διαρκώς να πλέει σε «αχανείς ωκεανούς γνώσης. Πώς αλλιώς αποφεύγεις να βγάζεις συμπεράσματα από ένστικτο και όχι από πληροφόρηση;». Οι ημερήσιες εφημερίδες είναι ένα ξεκίνημα — Post, New York Times, Wall Street Journal, Financial Times— εν συνεχεία περιοδικά, η μεγάλη του απόλαυση. Διαβάζει («καιροσκοπικά» ομολογουμένως) The Nation, National Review, The New Republic, Democracy, Dissent, Commentary, The American Prospect, The Weekly Standard, The New Yorker, New York, Foreign Affairs, The Atlantic, Harper’s, The Economist, New Statesman, The National Interest, The American Interest, και περιοδικά που σχετίζονται με τις θρησκευτικές κοινότητες: First Things (διαθρησκευτική), Moment (εβραϊκή), Commonweal (καθολική) και America (ιησουιτική).
Κάνει παύση ενός λεπτού για να σκεφτεί. «Α, και το Time!»
Αλλά, πολλά βράδια μετά τη δουλειά, το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί να κάνει ο Dionne είναι να ανοίξει κάτι «βαρύ». Αντ’ αυτού προτιμά να διαβάσει αστυνομικά μυθιστορήματα, το πάθος του από τότε που ανακάλυψε τη σειρά μυθιστορημάτων μυστηρίου για εφήβους The Hardy Boys σε ηλικία οκτώ ετών. Η εκλιπούσα μητέρα του, βιβλιοθηκάριος, πίστευε πως η καλύτερη μέθοδος για να αναπτύξουν τα παιδιά τη συνήθεια του διαβάσματος ήταν να επιλέγουν οτιδήποτε έβρισκαν πιο απολαυστικό. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τους ενήλικες.
Η εκλογή ενός προέδρου με μηδενικό προφανές ενδιαφέρον για τα βιβλία φαίνεται πως έχει εμπνεύσει ένα κύμα ανάγνωσης βιβλίων σε εθνική κλίμακα.
Μακριά, σε μια ήσυχη περιοχή που στεγάζονται τα καινούργια γραφεία της Washington Post στο κτήριο One Franklin Square, σε αρκετή απόσταση από το ιερό του άγχους της αίθουσας σύνταξης — μια γιγαντιαία οθόνη που δείχνει μέχρις δευτερολέπτου το διαδικτυακό αναγνωστικό κοινό — βρίσκεται το γραφείο του βιβλιοκριτικού μη λογοτεχνικού πεζογραφήματος της εφημερίδας, Carlos Lozada. Τις περισσότερες ημέρες, διαβάζει για καμιά ωρίτσα, ξεκινώντας από τις 5:30, προτού ξυπνήσουν τα τρία μικρά παιδιά του, και στριμώχνει καμιά δωδεκαριά σελίδες και βάλε στη διαδρομή του με το τρένο για τη δουλειά. Καθισμένος στην πολυθρόνα με τα πόδια πάνω στο γραφείο του, θα επιχειρήσει να διαβάσει καμιά πενηνταριά σελίδες μονομιάς, δίχως να ελέγξει τα email ή το tweeter. Πίσω στο σπίτι, ίσως να προσθέσει άλλη μία ώρα διαβάσματος στο κρεβάτι. Αυτός ο ρυθμός του επέτρεψε να διαβάσει πάνω από εκατό βιβλία τον πρώτο χρόνο ως βιβλιοκριτικός, το 2015, και σχεδόν ογδόντα τον περασμένο χρόνο. Βρίσκει την ενασχόληση απολαυστική, μολονότι λυπάται που δεν του αφήνει καθόλου χρόνο για ψυχαγωγική ανάγνωση, εκτός από το να διαβάζει στα πιτσιρίκια του.
Όταν τον επισκέφθηκα, είχε μόλις γράψει την κριτική του για τις 1.472 σελίδες της βιογραφίας του Μπαράκ Ομπάμα από τον David Garrow. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα, ως προετοιμασία, διάβαζε εκατό σελίδες ημερησίως από διάφορες άλλες βιογραφίες του Ομπάμα. Όταν έφθασε το νέο βιβλίο, απαιτείτο να διαβάζει 225 σελίδες την ημέρα επί μία εβδομάδα. Στο κάθε βιβλίο που ασκεί κριτική, ο Lozada κάνει τρία περάσματα: Αρχικώς, υπογραμμίζει και σημειώνει πρόχειρα στο περιθώριο• κατόπιν, επισημαίνει τα υπογραμμισμένα σημεία που κεντρίζουν το ενδιαφέρον• και, τέλος, αντιγράφει το πιο αξιόλογο υπογραμμισμένο υλικό. Εν ολίγοις, «αυτό είναι απείρως χρονοβόρο».
Προς έκπληξή του, η εκλογή ενός προέδρου με μηδενικό προφανές ενδιαφέρον για τα βιβλία φαίνεται πως έχει εμπνεύσει ένα κύμα ανάγνωσης βιβλίων σε εθνική κλίμακα. Πρόκειται για καλά νέα, αναμφισβήτητα. «Ωστόσο», μου είπε, «εάν απαιτούνται βάναυσα διχαστικές εκλογές και προβληματισμοί περί αμερικανικού απολυταρχισμού για να αρχίσει κανείς το διάβασμα, ίσως θα έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει νωρίτερα».
Οι αϋπνίες ήταν ευλογία εφ’ όρου ζωής για την Jia Tolentino. Από τα μεσάνυχτα έως τις 2:00 — από τις εκλογές και μετά, ενίοτε και έως τις 4:30 — κάθεται στον καναπέ αγκαλιά με μια λούτρινη φάλαινα και τον σαράντα κιλών σκύλο της, τη Luna, κοντά της, και διαβάζει. Διαβάζει για άλλη μία ώρα μόλις ξυπνήσει, γύρω στις 8:30 και τα κενά διαστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. «Δεν είμαι σε θέση να πω κατά πόσον πρόκειται για αίτιο ή επακόλουθο», δηλώνει, «αλλά γνωρίζω καλά πως όταν η ζωή μου είναι σε τάξη, διαβάζω πολύ». Στον πιο υγιή ρυθμό της, τελειώνει ένα βιβλίο κάθε δύο ημέρες.
Γράφει δύο με τρεις φορές την εβδομάδα για την ιστοσελίδα του The New Yorker από το διαμέρισμά της στο Μπρούκλιν. Με το πρόγραμμά της, δηλώνει, «Αυτή τη στιγμή έχω επίγνωση ότι είμαι ικανή να διαβάσω περισσότερο απ’ όσο ενδεχομένως θα κάνω σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο της ζωής μου». (Σε μια πρόσφατη εκδήλωση, ο David Remmick δήλωσε πως ο ρυθμός δημοσιεύσεων της Torentino θα προκαλούσε σε προηγούμενες γενιές αρθρογράφων του New Yorker «καρδιακή προσβολή»). Δύο χρόνια νωρίτερα, υπήρξε αναπληρώτρια σύνταξης στο blog Jezebel, θέση που απαιτούσε συνεχή προσοχή στις ειδήσεις. «Ορισμένες φορές διάβαζα έτσι, για αποθεραπεία, εάν έπιανα τον εαυτό μου να χάνει το μυαλό του. Έκλεινα το τηλέφωνο, διάβαζα ποίηση, και ύστερα έπεφτα για ύπνο».
Πρόσφατα ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων γνωστοποίησε στο Twitter την απόφασή του να διαβάζει λιγότερο online και περισσότερο βιβλία
Όταν «πιπιλίζει το Twitter» όλη μέρα , διαπιστώνει πως η διάρκεια συγκέντρωσής της περιορίζεται. Αυτές τις μέρες δεν απέφυγε το διαδίκτυο, το κρατάει όμως σε απόσταση: Δεν λαμβάνει προωθήσεις κοινοποιήσεων, αποφεύγει τις συνομιλίες στο Gchat και σπανίως ελέγχει τις αναφορές στο Twitter. (Όταν η συντάκτρια της βιβλιοκριτικής των New York Times, Pamela Paul, διαβάζει στο σπίτι, δηλώνει πως οι συσκευές πρέπει να βρίσκονται σε χωριστό δωμάτιο).
«Δεν είμαι ψευδευλαβής αναγνώστης», ισχυρίζεται, «αλλά πιστεύω ότι υπάρχει μια σωρευτική ομορφιά που επιτυγχάνει κανείς με τα βιβλία, την οποία δεν θα καταφέρει πραγματικά να εισπράξει στο διαδίκτυο».
Το πρόγραμμα της Martin δεν αφήνει ελεύθερο χρόνο για διάβασμα προς ευχαρίστηση. Η ταχύτητά της τη βοηθά να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο. Στην τρισήμιση ωρών διαδρομή με το τρένο για το κέντρο της Νέας Υόρκης, συνήθως έχει τη δυνατότητα να αρχίσει και να τελειώσει ένα ολόκληρο βιβλίο. Τα μυθιστορήματα παραμένουν σε διαθεσιμότητα για τη θερινή σεζόν, μολονότι «δεν είναι σπάνιο να προγραμματίσει έναν κύκλο εκπομπών όπου μπορεί κανείς να πάρει μια μυρωδιά».
«Ελπίζω οι γυναίκες συνάδελφοι-δημοσιογράφοι να μη με μισήσουν γι’ αυτό, αλλά για μένα το μεγαλύτερο εμπόδιο στο διάβασμα είναι τα νεογέννητα», δηλώνει. «Έχω δύο». Εντούτοις, αυτές υπήρξαν οι μοναδικές περίοδοι που προλάβαινε τις προθεσμίες για τα τεύχη του New Yorker. «Νιώθεις αυτή την αίσθηση της εκπλήρωσης: Το μυαλό μου δουλεύει ακόμη. Δεν είμαι μόνο κρεμούλες και εμετούς».
Όσον αφορά τα είδη του διαβάσματος, η Martin δηλώνει ότι «τα “πρέπει” δεν είναι δική της αρμοδιότητα». Από την άλλη μεριά, προσθέτει, «Οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν τραγική άγνοια της ιστορίας. Θεωρώ ότι οι πολίτες πρέπει να αναλάβουν οι ίδιοι να γνωρίσουν τη χώρα στην οποία ζουν». Προτείνει το βιβλίο της Isabel Wilkerson The Warmth of Other Suns, το οποίο εξιστορεί τον μεγάλο διωγμό των Αφροαμερικανών από τις πολιτείες του Νότου. «Εξαίσια δουλειά 600 σελίδων, και μια ιστορία που πρέπει όλοι να γνωρίζουν».
Στη Β’ Δημοτικού, η τάξη μας εκπαιδευόταν στη διατροφική πυραμίδα, μια απεικόνιση διατροφικών οδηγιών με κατηγορίες τροφίμων που πρέπει να καταναλώνονται καθημερινά για μια ισορροπημένη διατροφή. Θα μπορούσαμε άραγε να επεξεργαστούμε μια τέτοιου είδους πυραμίδα και για το μυαλό, καταρτίζοντας έναν κατάλογο με τις ιδανικές ημερήσιες μερίδες, παραδείγματος χάριν, ειδήσεων, σχολίων, κριτικής, επιστήμης, ιστορίας, ποίησης, και πεζογραφίας; Ενδεχομένως θα έπρεπε να ενημερώνεται περιοδικά ανά θέμα —τις σωστές ισορροπίες που θα πρέπει κάθε υπεύθυνος πολίτης να γνωρίζει αναφορικά με το φύλο, τη φυλή, τις κοινωνικές τάξεις, τον πόλεμο, την πίστη και ούτω καθ’ εξής. Ως έφηβος, ο Christopher Hitchens υπήρξε μανιώδης αλλά άνευ προσανατολισμού φιλαναγνώστης, ο οποίος θυμάται αργότερα, «Ήμουν πολύ αδύναμος για να αποφασίσω ανάμεσα σε τόσες πιθανές λιχουδιές». Αν όμως είχε στη διάθεσή του την Πυραμίδα του Σοβαρού Αναγνώστη;
Η πλειονότητα των δημοσιογράφων με αξιοζήλευτη ρουτίνα διαβάσματος ουδέποτε δεν θα ονειρευόταν να ακολουθήσει ένα τέτοιο μοντέλο. Ο Adam Gopnik λατρεύει να διαβάζει βιβλία μαγειρικής, συλλογές από αλληλογραφίες και μυθιστορήματα του Τζέιμς Μποντ — απολαύσεις, όχι όμως ένοχες. «Εάν μπορείς να ανεχθείς μια συμβουλή», δηλώνει, «αυτή είναι να μη διαχωρίζεις τη μεγάλη αδιάσπαστη αλληλουχία της ανάγνωσης».
Υπάρχουν μόνο 24 ώρες σε μια μέρα, αλλά ο πιο κοινός ελιγμός για τους πιστούς φιλαναγνώστες είναι παραδόξως κοινότοπος. «Δεν έχω συναντήσει μέχρι σήμερα έναν σπουδαίο δημοσιογράφο που να μην είναι καλά και ευρύτατα διαβασμένος», μου είπε ο Tom Lutz, συντάκτης του Los Angeles Review of Books. «Στη ζωή μου, ο μόνος τρόπος για να το πετύχεις αυτό, είναι να κουβαλάς ένα βιβλίο πάντοτε μαζί σου και να εκμεταλλεύεσαι τις περίσσειες στιγμές που προσφέρει η ζωή για να διαβάσεις».
Λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, ένας εντυπωσιακός αριθμός δημοσιογράφων στο Twitter γνωστοποίησε την απόφασή του να διαβάζει λιγότερο online και περισσότερο βιβλία. Αρκετοί από εμάς πιθανώς γνωρίζουν ότι θα ήταν καλύτερο. Για να ξεπεράσουμε τα δύσκολα, η συμβουλή από τους άψογα καταρτισμένους δημοσιογράφους αντηχεί ό,τι ισχυριζόταν ο William James για τη θρησκεία: Βρες τον τρόπο να κάνεις την αρχή, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η πίστη θα ακολουθεί πάντα. •