Μιλούν μισθωτοί από τους κλάδους εμπορίου, εστίασης, πολιτισμού και τουρισμού για τη νέα… κανονικότητα.
του Δημήτρη Κούλαλη*
Όταν την άνοιξη οι χώρες και στις δύο όχθες του Ατλαντικού άρχισαν η μία μετά την άλλη να βάζουν στον πάγο τις οικονομίες τους, λίγοι ήταν εκείνοι που δημόσια εξέφρασαν τη βεβαιότητα ότι το καλοκαίρι του 2020 η οικονομική ζωή θα επέστρεφε στην πρότερη, κανονική της κατάσταση. Όσοι το έκαναν – ή, ακόμη χειρότερα, βιάστηκαν να προχωρήσουν σε άνοιγμα της οικονομίας με όρους κανονικότητας – διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η νέα παγκόσμια απειλή της Covid-19.
Τρανό παράδειγμα ο με το ένα πόδι έξω από το οβάλ γραφείο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, που πληρώνει βαρύ πολιτικό τίμημα τόσο για την κακή υγειονομική διαχείριση της πανδημίας, όσο και για την οικονομική και, κατ’ επέκταση, κοινωνική κρίση που αυτή δημιούργησε. Η ανακοίνωση της παράτασης των κρατικών επιδομάτων (μειωμένων κατά 200 δολάρια /εβδομάδα) σε εργαζόμενους που βρίσκονται εκτός εργασίας δεν φαίνεται να έπεισε τους κυβερνήτες αρκετών Πολιτειών, οι οποίοι αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην εφαρμογή του σχεδίου, έπειτα από την απαίτηση του Λευκού Οίκου να μοιραστούν κι εκείνοι μέρος της δαπάνης. Πολύ περισσότερο, όμως, δεν έπεισε τον κόσμο της εργασίας, που καθημερινά έρχεται αντιμέτωπος με τη δύσκολη εξίσωση της αξιοπρεπούς διαβίωσης και τον κίνδυνο της ανεργίας. Της ανεργίας που φτάνει μέχρι και το 12% σε αναμερικανικό επίπεδο, σύμφωνα με τον Τζέισον Φέρμαν (Jason Furman), πρώην οικονομικό σύμβουλο του Μπαράκ Ομπάμα.
Στην ΕΕ των 27, πάλι, παρά το γεγονός ότι η ανεργία εμφανιζόταν τον Απρίλιο στο 6,6% και τώρα στο 7,1% – μικρό το κακό, δηλαδή, σε σχέση με τις ΗΠΑ – σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για θωράκιση της απασχόλησης μετά την άρση του lockdown.
Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλη την Ένωση – για την ακρίβεια το 1/3 του εργατικού δυναμικού – είτε επανήλθαν στην παραγωγή με μειωμένο ωράριο, άρα και λιγότερες αποδοχές, βασιζόμενοι στις κρατικές επιδοτήσεις για την κάλυψη της μισθοδοσίας τους, είτε επιδοτούνται από τις κυβερνήσεις, ενώ είναι σε αναστολή. Όπως σημειώθηκε πρόσφατα στους Financial Times, ακόμη και στη Γερμανία, μία από τις χώρες που έχουν πληγεί λιγότερο από τον ιό, 5,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι βρίσκονταν σε καθεστώς βραχυχρόνιας εργασίας τον Ιούλιο, βάσει των εκτιμήσεων του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει θέσει όριο στα προγράμματα προστατευτισμού των θέσεων εργασίας, ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να προχωρήσει στον τερματισμό τους τον Νοέμβριο. Στον αντίποδα βρίσκεται η κυβέρνηση Μακρόν στη Γαλλία, που εξέφρασε ισχυρή βούληση για επέκταση του σχεδίου προστασίας, όπως και αυτή της Ισπανίας, ενώ παρόμοιες κινήσεις εξετάζονται στη Γερμανία και την Ιταλία. Όμως, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει τους φόβους που διατύπωνε η Έκθεση της Allianz (δημοσιεύτηκε στο πρακτορείο Bloomberg), σύμφωνα με την οποία: ένας στους πέντε εργαζόμενους που είναι σε καθεστώς αναστολής σύμβασης στην Ευρώπη ενδέχεται να χάσει την θέση του, όταν τα προγράμματα προστασίας της εργασίας ολοκληρωθούν, «εξαιτίας», όπως αναφέρει η μελέτη, «της ασθενούς ανάκαμψης». Ιδιαιτέρως κινδυνεύουν οι εργαζόμενοι στους κλάδους της εστίασης, της διαμονής, της ψυχαγωγίας και του λιανεμπορίου. Αποφάσεις σαν αυτή της ελληνικής κυβέρνησης με το πρόγραμμα «Συν-εργασία» εντείνουν τους εν λόγω φόβους, καθώς, σύμφωνα με εκπροσώπους συνδικαλιστικών φορέων, η νέα κυβερνητική πολιτική στα εργασιακά άνοιξε μέσα στην πανδημία τον δρόμο σε απολύσεις εργαζόμενων μετά τη λήξη του προγράμματος ή σε αλλαγή της σύμβασης εργασίας, αφού η όποια προστασία για τον μισθωτό (αναφορικά με τις ώρες απασχόλησης και τις απολαβές του) περιορίζεται στο διάστημα που ισχύει το εν λόγω πρόγραμμα, ή και λίγο μετά την παύση της ισχύος του. Έπειτα…
Γαλέρα με μάσκα
«Μετά από δέκα χρόνια μνημονίων, δεν ήξερα τι είναι χειρότερο: Να πεθάνω από τον κορονοϊό σήμερα ή να πεθάνω από την πείνα την επόμενη μέρα;», λέει ο υπάλληλος στο λιανεμπόριο Κώστας Κουσαρίδας, καταθέτοντας στη «Δημοσιογραφία» τις πρώτες σκέψεις του μετά την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία εργάζεται. Πιστεύει ότι ήταν κρίσιμο να ληφθούν τα μέτρα αποτροπής διάδοσης του ιού και ότι καλώς ελήφθησαν. Όμως το κοκτέιλ αβεβαιότητας στην ιατρική κοινότητα, οριακής κατάστασης των συστημάτων Υγείας και εργασιακής επισφάλειας ήταν αδύνατο να μην οδηγήσει έναν εργαζόμενο στη σκέψη της επό- μενης μέρας. «Όσο περνούσε ο καιρός, δυστυχώς, τα πράγματα δεν βελτιωνόντουσαν, τόσο στο επίπεδο της δημόσιας υγείας, όσο και στην αντιμετώπιση των εργαζομένων και των πληγέντων (sic) επιχειρήσεων από την κυβέρνηση». «Θα μπορούσαμε να πούμε περισσότερα από όσα θα ήταν δυνατό για έναν αναγνώστη να αφομοιώσει», απαντά όταν τον ρωτώ τι έπρεπε να είχε γίνει. «Τα 534 ευρώ δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Κακώς ανησυχούσε ο υπουργός κ. Γεωργιάδης ότι θα γινόμασταν τριακόσια κιλά αν μας έδιναν παραπάνω λεφτά. Σε υποχρεώσεις, οφειλές και στην αγορά θα επέστρεφαν, για να κλείσουν τρύπες των προηγούμενων ετών». Ενώ, αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις έπειτα από την επαναλειτουργία της οικονομίας, νιώθει ότι έχουν γίνει ακόμη πιο απάνθρωπες σε σχέση με πριν. «Με την ανεργία να καλπάζει και μετά το φιάσκο του τουρισμού, οι αριθμοί θα εκτοξευτούν στην στρατόσφαιρα, κάνοντας τις εργασιακές σχέσεις γαλέρα με μάσκα», δηλώνει, περιγράφοντας γλαφυρά την, κατά την άποψή του, κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος της εργασίας. Ποια η λύση; Για τον Κώστα συμπυκνώνεται σε μία απλή λέξη: Προστατευτισμός. «Η κυβέρνηση πρέπει να προστατεύσει τις μικρές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους από την λαίλαπα των μεγάλων παικτών και των mini jobs. Κάθε προσπάθεια αποσταθεροποίησης της αγοράς με την πρόφαση της εξυγίανσης και του εκσυγχρονισμού, είναι ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο του λιανεμπορίου».
Δύσκολος χειμώνας
Για την Ειρήνη Μ., πρώην εργαζόμενη εποχική υπάλληλο σε μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα, ο χειμώνας που έρχεται θα είναι πολύ δύσκολος για τους εργαζόμενους στον τουρισμό. Το ξενοδοχείο που εργαζόταν άνοιξε τις πόρτες του στο τέλος του Αυγούστου και ενώ οι περιορισμοί είχαν αρθεί μήνες πριν. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι το ίδιο συνέβη και με πάρα πολλές μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας. «Όπως είναι φυσικό, κανείς δεν εργάστηκε κατευθείαν μετά το lockdown, και προσωπικά, στην αρχή, δεν έβρισκα δουλειά, παρά το γεγονός ότι δεν γινόταν να περιμένω να ζήσω από το επίδομα». Η Ειρήνη τελικά έπιασε δουλειά στην εστίαση με ανθρώπινες, όπως λέει, συνθήκες, πράγμα που πλέον σπανίζει, γιατί «όλοι κοιτάνε να σε εκμεταλλευτούν».
Τη ρωτώ τι πήγε λάθος με το άνοιγμα του τουρισμού. «Μεγάλη κουβέντα αυτή. Όταν είσαι κοντόφθαλμος και δεν σκέφτεσαι το αύριο, είναι δύσκολο να είσαι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσεις οτιδήποτε αναπάντεχο».
Δεν είμαστε οι «διασκεδαστές του βασιλιά»
Για τη γνωστή ηθοποιό Δώρα Χρυσικού, αν και οι εργαζόμενοι στον κλάδο της είναι συνηθισμένοι σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας, η πανδημία ήταν μια καινούρια συνθήκη, που έφερε αντιμέτωπους με το θολό εργασιακό τοπίο και την ανεργία τόσο τους προβεβλημένους συναδέλφους της με σταθερή δουλειά, όσο και κάποιους λιγότερο τυχερούς. Μια κατάσταση που δεν τερματίστηκε μετά την άρση των καθολικών περιορισμών.
«Ακόμα κι αν δεν πάμε σε ολικό lockdown, όπως τον Μάρτη, ακόμα και αν τα θέατρα και οι μουσικές σκηνές ανοίξουν, έστω και με αυτό το μειωμένο ποσοστό χωρητικότητας (που κακά τα ψέματα στις περιπτώσεις των μικρών χώρων δημιουργεί πρόβλημα βιωσιμότητάς τους πλέον), δεν πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που οκτώ ώρες στη δουλειά του θα φοράει μία μάσκα θα θελήσει και στη διασκέδασή του για άλλες δύο μίνιμουμ ώρες να εξακολουθήσει να τη φοράει». Πιστεύει ότι, παρά την υποστήριξη των αιτημάτων τους από ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της καραντίνας, χωρίς το εμβόλιο δεν είναι εύκολη η επιστροφή στην εργασία τους, τουλάχιστον με τους όρους και τη μορφή που τη γνώριζαν. «Και η πολιτεία;», ρωτώ εκ νέου. «Για τις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων οι άνθρωποι του πολιτισμού είναι σαν τους «διασκεδαστές του βασιλιά», δηλαδή χρήσιμοι και ορατοί για όσο βολεύουν το αφήγημα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας. Αλλά κανείς δε σκέφτεται ότι αυτοί οι άνθρωποι, αφενός, βιοπορίζονται από την τέχνη τους και, αφετέρου, κάνουν μια δουλειά όπου η συνύπαρξη είναι απαραίτητη». Η δουλειά τους, δηλαδή, δεν υφίσταται σε συνθήκες κινδύνου για τη δημόσια Υγεία. «Η πολιτεία για ακόμα μια φορά έδειξε την απαξία της στους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού και, αν δεν είχε υπάρξει το μαζικό κίνημα των Support Art Workers, ακόμα θα σφύριζε κλέφτικα». Τι ζητούν οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό; Ένα κράτος που να τους θεωρεί σημαντικό κομμάτι της παραγωγικής του αλυσίδας και να μην τους αντιμετωπίζει ως «άεργα ψώνια και παρίες».
Κερδισμένοι οι μεγάλοι «παίκτες»
Ο Γιάννη Μπάκος, εργαζόμενος στην εστίαση, με την επάνοδο του στη δουλειά βλέπει νέες απολύσεις, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι προστατεύει την απασχόληση, ιδίως μέσω του προγράμματος «Συν-εργασία». «Κανένας εργαζόμενος δεν διασφαλίζεται», λέει ο Γιάννης, αφού, μεταξύ άλλων, «οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την πανδημία μπορεί και να κλείσουν οριστικά, αν οφείλουν να διατηρήσουν το προσωπικό τους τη στιγμή που ο τζίρος τους έχει συρρικνωθεί ακόμα και στο 50%. Το μέτρο αυτό έχει επικοινωνιακό χαρακτήρα και θα ωφελήσει μακροπρόθεσμα μόνο τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες με πρόφαση την πανδημία θα μπορούν να παίζουν με τους δικούς τους όρους». Παράλληλα, επισημαίνει πως τα 534 ευρώ του νέου επιδόματος ειδικού σκοπού στους εργαζόμενους σε αναστολή αρκούν για την κάλυψη ελάχιστων βασικών αναγκών και «σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεώσεων των εργαζομένων, ακόμα κι αν δεχτούμε ως θετικό μέτρο την μείωση των ενοικίων».
*Απόφοιτος Τμήματος Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και ιστοσελίδες. Συγγραφέας του βιβλίου «Το χρονικό του αύριο».