Μια πρωτοποριακή σύλληψη του νέου Γενικού Κανονισμού (GDPR) στρέφεται ενάντια στην αρχειακή λειτουργία του Τύπου και στα «αιώνια αρχεία». Καθένας έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή των δεδομένων που τον αφορούν!
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ*
Κοσμογονία με παρελθόν και μέλλον
Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαΐκής Ένωσης, τους τελευταίους μήνες έχει ξεσπάσει ένα τεράστιο ρυθμιστικό ζήτημα. Από τις 25.5.2018 τίθεται σε εφαρμογή ένα νέο ευρωπαϊκό νομοθέτημα που φιλοδοξεί να επαναπροσδιορίσει ριζικά και σε βάθος χρόνου τη ροή των προσωπικών πληροφοριών.
Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων είναι το νέο παλίμψηστο, στο οποίο η Ε.Ε. κατέγραψε το σύνολο των κεντρικών αποφάσεων που λάμβανε σε βάθος εικοσαετίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων, με μια νέα στόχευση: να επιβάλλει αυτούς τους κανόνες απευθείας στα κράτη-μέλη της, αλλά, το κυριότερο, να υποχρεώσει εμμέσως οποιοδήποτε κράτος ανταλλάσσει προσωπικά δεδομένα με την Ευρώπη, να εφαρμόζει τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το θέμα λοιπόν παίρνει διαστάσεις που διαπερνούν τα, ούτως ή άλλως, εκτεταμένα ευρωπαϊκά σύνορα και διεγείρει τον σχετικό διάλογο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπως και στον νέο μεγάλο κόσμο που ετοιμάζεται να κατακτήσει εμπορικά τον 21ο αιώνα: την Ασία και κυρίως την Κίνα. Οι νέες ρυθμίσεις δεν περιορίζονται στις εμπορικές συναλλαγές, αλλά καταλαμβάνουν ένα τεράστιο εύρος δραστηριοτήτων, ανάμεσα στα οποία είναι και η δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφία στην ευρύτατη πρόσληψή της: τα μεγάλα, ιστορικά συγκροτήματα Τύπου και λοιπών ΜΜΕ, τα τοπικά, περιφερειακά και εθνικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και τις νέες μορφές διάχυσης της πληροφορίας που φθάνουν μέχρι και τον ενεργό πολίτη – δημοσιογράφο – χρήστη τυποποιημένων εφαρμογών για να πληροφορήσει και να πληροφορηθεί. Πρόκειται για μια κοσμογονία που είναι βέβαιο ότι δεν θα αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο.
Μετάθεση του ελέγχου
Η μεγάλη αλλαγή βρίσκεται στη «μετάθεση» του ελέγχου της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Μέχρι τώρα, η αρχιτεκτονική της προστασίας προσωπικών δεδομένων πρόβλεπε δικαιώματα και υποχρεώσεις για όσους διαχειρίζονται προσωπικές πληροφορίες, αλλά ανέθετε σε έναν αποκλειστικά εξωτερικό ελεγκτή, την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, την αρμοδιότητα της εποπτείας για την ορθή εφαρμογή. Είχαμε, δηλαδή, επί είκοσι και πλέον χρόνια τον κάθετο διαχωρισμό ανάμεσα σε ελεγχόμενο και ελεγκτή.
Τα Μέσα ενημέρωσης, έχοντας την αποστολή της πληροφόρησης του κοινού, αλλά και παλεύοντας για οικονομική επικράτηση (αν όχι επιβίωση), επεξεργάζονται μεταξύ άλλων και προσωπικές ή, τέλος πάντων, ονομαστικές πληροφορίες. Αλλοτε εύλογα, έντιμα και ορθά, άλλοτε με παραβιάσεις. Η διαπίστωση της παραβίασης στο παλαιό μοντέλο ήταν αποκλειστική ευθύνη του κράτους: είτε με την επιβολή προστίμων από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, είτε με την εκδίκαση σχετικών υποθέσεων από τα Δικαστήρια. Αυτό το μοντέλο όμως θεωρήθηκε ήδη πεπαλαιωμένο. Στη σύγχρονη ροή της πληροφορίας, με την ένταση και τον διεθνή αντίκτυπο της διάδοσής της στο Διαδίκτυο, καθένας αντιλαμβάνεται ότι η δουλειά των κρατικών θεσμών ενεργεί πυροσβεστικά, αν όχι συμβολικά ή ακόμη και διακοσμητικά. Η κρατική γραφειοκρατία δεν μπορεί να εγγυηθεί και πολλά πράγματα, οπότε ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι πρέπει να εμπλέξει στην αρχιτεκτονική της προστασίας προσωπικών δεδομένων και την ίδια την αγορά.
Θεσμικό μαντρόσκυλο
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, και η δημοσιογραφία έχει από τη φύση της ελεγκτικό ρόλο στη σύγχρονη δημοκρατία. Πέρα από τον κυνισμό της λειτουργίας των πολυεθνικών συγκροτημάτων ηλεκτρονικών και παραδοσιακών Μέσων ενημέρωσης, που είναι υποχρεωμένα να δρουν με όρους αγοράς, ο ρόλος του Τύπου αναγνωρίζεται ως μια «τέταρτη» μορφή εξουσίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατ’ επανάληψη χαρακτηρίζει τον Τύπο με τον όρο “public watchdog”, δηλαδή θεσμικό μαντρόσκυλο που, αποκαλύπτοντας, διαχέοντας στοιχεία και κρίνοντας τις άλλες μορφές εξουσίας, επιτελεί αποστολές κομβικές για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας και την καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα: στην πολιτική σφαίρα, στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και στη διαπλοκή των δύο τους, σε τοπικό αλλά και σε διεθνές γεωπολιτικό επίπεδο. Η ανάπτυξη της δημοσιογραφικής δεοντολογίας μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια ακολούθησε τη λογική της αυτορρύθμισης: εκδότες και συντάκτες οργανώνονται για να περιφρουρήσουν τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να κινούνται με ασφάλεια, προκειμένου κατ’ αρχήν να αποσείσουν θεμιτούς κινδύνους (όπως είναι οι νομικές ενέργειες εναντίον τους), να αποφύγουν τις αθέμιτες επιθέσεις (όπως σε συνθήκες ολοκληρωτικών καθεστώτων), κυρίως όμως να διασφαλίσουν ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ τους θα διατηρηθεί σε επίπεδα που μπορούν όλοι να αντεπεξέλθουν. Η δημοσιογραφία έχει ούτως ή άλλως από τη φύση της ελεγκτικό ρόλο, τον οποίο θα πρέπει να συγκεράσει με τη νέα ανάθεση που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε οποιονδήποτε επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα. Το ερώτημα είναι πόση ενέργεια πρέπει να αφιερώσει η δημοσιογραφία σε αυτήν τη νέα αποστολή που της επιβάλλεται δεσμευτικά και πόσο κεντρικός είναι ο ρόλος της σε έναν αυτοέλεγχο που μπορεί να έρθει σε ένταση με την πρωταρχική αποστολή της.
* Δικηγόρος