Της Ελένης Μαυρούλη*
Η Angela Merkel ετοιμάζεται για την τέταρτη συνεχόμενη θητεία της στη γερμανική Καγκελαρία. Καμία έκπληξη. Η εντυπωσιακή έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας του SPD – του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος – με υποψήφιο τον Martin Schulz δεν κράτησε παρά λίγο καιρό. Μόλις έναν χρόνο νωρίτερα, δεν ήταν καθόλου σαφές εάν η Σιδηρά Κυρία της γερμανικής πολιτικής σκηνής θα έθετε εκ νέου υποψηφιότητα.
Έναν χρόνο μετά και μετά τα αποτελέσματα της κάλπης της 24ης Σεπτεμβρίου, το ερώτημα είναι διαφορετικό και έχει δύο σκέλη: πώς θα χειριστεί η Καγκελάριος τον κυβερνητικό συνασπισμό που προδιαγράφεται και πώς θα αντιδράσει υπό την πίεση απρόβλεπτων εξελίξεων, όπως τονίζει μιλώντας στη Δημοσιογραφία η Judith Dellheim, Οικονομολόγος και σύμβουλος Αλληλέγγυας Οικονομίας στο Ινστιτούτο Rosa Luxemburg.
«Είναι εύκολο και ταυτόχρονα πολύπλοκο: Από τη μία είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη Merkel εδώ και περισσότερο από 10 χρόνια και από την άλλη αυτή η θητεία της στην Καγκελαρία θα είναι και η τελευταία. Μπορέσαμε να δούμε ότι η Merkel δεν έχει συγκεκριμένους στόχους, που να απορρέουν από κάποια ουσιαστική πολιτική ιδέα. Είναι μια στρατηγική οπορτουνίστρια και προτιμά να εμφανίζεται ως διαμεσολαβητής μεταξύ ανταγωνιστικών πλευρών», υποστηρίζει μιλώντας στη Δημοσιογραφία η Judith Dellheim.
«Έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένο αίσθημα ως προς το πώς θα διατηρήσει και ακόμη περισσότερο θα διευρύνει τη βάση ισχύος της και την ίδια στιγμή είναι ικανή να εκπλήξει με τις ενέργειές της, αν βρεθεί υπό πίεση (π.χ. στο προσφυγικό ζήτημα ή σε αυτό της σταδιακής κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας). Αν λάβει τέτοιου είδους αποφάσεις, στη συνέχεια θα επιδιώξει να κάνει συμβιβασμούς και στην προσπάθειά της αυτή θα περιορίσει κατ’ αρχήν τη δική της αρχική θέση, προσεγγίζοντας αυτές των αντιπάλων της μέσα στο ίδιο της το κόμμα (δηλ. το αδελφό κόμμα CSU) ή αυτές των εταίρων που επιθυμεί σε μια κυβερνητική συνεργασία», συνεχίζει.
Συμπληρώνει όμως ότι αυτή η θητεία μπορεί να είναι διαφορετική, γιατί δεν θα έχει μπροστά της μια νέα υποψηφιότητα για την Καγκελαρία. «Ίσως θελήσει να τελειώσει την καριέρα της ως μια ισχυρή, δυνατή γυναίκα σιδερένιων αρχών», εκτιμά.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, εκτός του ότι έσπασαν το μεταπολεμικό ταμπού της εισόδου ενός ακροδεξιού κόμματος με ναζιστικές πλευρές στο κοινοβούλιο, κάνουν τη ζωή της Καγκελαρίου δύσκολη. Ο κλασικός γερμανικός δικομματισμός κατέρρευσε, με το κόμμα της CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση) και το αδελφό κόμμα CSU (Ένωση Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας) να διασφαλίζουν πύρρειο νίκη με 33% και έχοντας χάσει 8,5% των ψηφοφόρων τους.
Οι μέχρι τώρα εταίροι της στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό SPD (Σοσιαλδημοκράτες) κατέγραψαν το χαμηλότερο ποσοστό τους εδώ και δεκαετίες (20,5%), έχοντας χάσει 5,2 ποσοστιαίες μονάδες, και διαπίστωσαν με επώδυνο τρόπο ότι η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση, όπου παρέμεναν πάντα το δεύτερο σε ισχύ συνθετικό στοιχείο, έχει σημαντικό κόστος.
Το AfD φέρνει εσωστρέφεια
Τα δύο αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό με το εκλογικό ποσοστό του ακροδεξιού AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), που έφθασε το 12,6%, αφήνουν την Angela Merkel αποδυναμωμένη, κάτι που προφανώς θα έχει επίδραση τόσο εντός όσο και εκτός των γερμανικών συνόρων. Αν και η ΕΕ βρίσκεται σε δύσκολη φάση (Brexit, οικονομική κρίση ευρωζώνης, φυγόκεντρες δυνάμεις με αιχμή την ακροδεξιά σε μια σειρά από χώρες σε διαρκή άνοδο, προσφυγική κρίση, σχέσεις ΕΕ – ΗΠΑ σε μια μάλλον αμήχανη περίοδο λόγω της εκλογής και της επεισοδιακής, μέχρι στιγμής, προεδρίας Trump) η Merkel, παρά την ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη, δεν αποκλείεται να επιλέξει την εσωστρέφεια στην προσπάθειά της να «απαντήσει» στα ζητήματα και τις δυσαρέσκειες που έδωσαν ψήφο στην ακροδεξιά.
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που μετέδωσε η γερμανική τηλεόραση, το AfD πήρε σαφώς περισσότερους ψήφους στην πρώην Ανατολική Γερμανία (21,5%) από ό,τι στη Δυτική (11%) και «έπεισε» 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους των CDU/CSU, μισό εκατομμύριο ψηφοφόρους του SPD, αλλά κυρίως επιπλέον 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους που δεν πήγαιναν να ψηφίσουν παλιότερα, δηλαδή ανθρώπους που θεωρούσαν ότι βρίσκονται στο περιθώριο, ότι είναι παραμελημένοι από τα κόμματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Μια από τις κυρίαρχες εκτιμήσεις ως προς τη «συνταγή» επιτυχίας του AfD (του οποίου η είσοδος στη Βουλή προδιαγραφόταν βέβαιη εδώ και πολλούς μήνες και μάλιστα με μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι τελικά συγκέντρωσε, με τις απώλειες να οφείλονται κυρίως σε εσωκομματικές διαφωνίες, όπως είχε γράψει και η Δημοσιογραφία) είναι η αίσθηση που καλλιέργησε στους πολίτες ότι τους θέτει σε προτεραιότητα. Προέταξε, δηλαδή, ένα σιωπηλό αλλά σταθερό «Πρώτα οι Γερμανοί», κατ’ αντιστοιχία με το «Εθνικό Μέτωπο» στη Γαλλία και την ακροδεξιά στην Ολλανδία, στο πλαίσιο αυτού που ερευνητές και αναλυτές ονομάζουν «νέα ακροδεξιά» στην Ευρώπη.
Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η γραφειοκρατία της ΕΕ και η ανικανότητά της να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση, πολύ δε περισσότερο να στηρίξει και να αναζωογονήσει τις οικονομίες των χωρών μελών της ενέτειναν τη δυσφορία για τις Βρυξέλλες και μια τάση εσωστρέφειας και εχθρότητας απέναντι σε καθετί που εκλαμβάνεται ως «ξένο». Αυτά εκμεταλλεύθηκαν τα ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη, καλλιεργώντας τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, και την ισλαμοφοβία, με αφορμή και τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε ευρωπαϊκές χώρες.
Το «Πρώτα οι Γερμανοί» στοιχειοθετήθηκε κατ’ αρχήν στο επίπεδο των αντιδράσεων που πυροδότησε η πολιτική της Merkel στο προσφυγικό (γνωστή και ως Willkommenspolitik), στη βάση πάντα της λογικής ότι «δεν λήφθηκαν υπ’ όψη οι ανησυχίες των Γερμανών πολιτών». Ωστόσο, πίσω από αυτό το πρώτο επίπεδο βρίσκεται μια πραγματικότητα ετών εντός της Γερμανίας, την οποία ελάχιστα έθιξαν, σε σύγκριση με άλλα ζητήματα, τα κόμματα προεκλογικά.
Η πραγματικότητα πίσω από τη «μαγική εικόνα»
Η γερμανική οικονομία, από το 2005 και μετά που η Angela Merkel βρίσκεται στην Καγκελαρία, καταγράφει μερικούς πολύ εντυπωσιακούς δείκτες: η ανεργία έχει μειωθεί, τα έσοδα έχουν σταθερή αύξηση από το 2013 και μετά, το δημόσιο χρέος βρίσκεται στα επίπεδα του 2005, ενώ έχει επιτευχθεί πλεόνασμα 64% στο εμπορικό ισοζύγιο μέσα σε 11 χρόνια. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι δείκτες, οι οποίοι σχετίζονται με την πραγματική ζωή: μέσα σε δέκα χρόνια η φτώχεια έχει αυξηθεί κατά 54%, οι εργαζόμενοι που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας έχουν διπλασιαστεί, οι εργαζόμενοι που κάνουν δύο δουλειές για να επιβιώσουν έχουν αυξηθεί κατά 80,7% και οι φτωχοί συνταξιούχοι κατά 30%.
Το 2003, εφαρμόστηκαν στη Γερμανία ριζικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, στο όνομα της αντιμετώπισης της ανεργίας. Πρόκειται για την περίφημη «Ατζέντα 2010» που προτάθηκε και πρωτοεφαρμόστηκε επί Καγκελαρίας του Σοσιαλδημοκράτη Schroeder και συνεχίστηκε επί Merkel. Βασικές αρχές των μεταρρυθμίσεων ήταν η ευελιξία και η απελευθέρωση των όρων εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα, επιτράπηκε στις μικρότερες επιχειρήσεις να απολύουν ευκολότερα, προωθήθηκαν η μερική απασχόληση και η εποχιακή εργασία, ενώ ταυτόχρονα το ομοσπονδιακό επίδομα ανεργίας συγχωνεύθηκε με το δημοτικό επίδομα κοινωνικής ασφάλισης, συμπιέζοντας το τελικό ποσό προς τα κάτω. Επίσης, περιορίστηκε σε έναν χρόνο η χορήγηση του επιδόματος ανεργίας (18 μήνες για τους μεγαλυτέρους των 55 ετών) και αυστηροποιήθηκαν οι όροι συμμετοχής στις λίστες των γραφείων εύρεσης εργασίας. Ταυτόχρονα «πάγωσαν» ή μειώθηκαν οι μισθοί σχεδόν σε όλους τους κλάδους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο γενικός δείκτης ανεργίας να μειωθεί σημαντικά. Ταυτόχρονα, όμως, αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων που δεν μπορούν να ζήσουν με τα ελάχιστα χρήματα που παίρνουν και των συνταξιούχων που δεν τα βγάζουν πέρα. Κοινώς αυξήθηκε ο αριθμός των φτωχών.
Στο πλαίσιο της λογικής αυτής, υιοθετήθηκε και η μορφή των mini-jobs, τα οποία είναι συμβόλαια για εργασία που δεν υπερβαίνουν τις 30 ώρες εβδομαδιαίως και δεν προβλέπουν αμοιβή μεγαλύτερη των 450 ευρώ το μήνα (κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που αμείβονται με λιγότερα από 450 ευρώ). Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι στη Γερμανία απασχολούνται αποκλειστικά σε mini-jobs. Μπορεί να μην καταγράφονται ως άνεργοι, όμως καταγράφονται ως απόλυτα φτωχοί.
Στη χώρα – οικονομική «ατμομηχανή» της ΕΕ, εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται 40 ή και 50 ώρες την εβδομάδα, αλλά δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Υπάρχουν εκατομμύρια συνταξιούχοι των 351 ευρώ το μήνα, οι οποίοι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε καν το ενοίκιό τους.
«Η γερμανική οικονομία αυξάνεται σταθερά εδώ και δεκαετίες, αλλά ένας τεράστιος αριθμός πολιτών, περίπου το 40% για την ακρίβεια, δεν απολαμβάνει τίποτε από όλα αυτά. Η κοινωνική-οικονομική ανισότητα και η φτώχεια αυξάνονται», με βάση τα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης για την κατανομή του πλούτου στη χώρα, που έδωσε στη δημοσιότητα το Ίδρυμα Bertelsmann.
Στη Γερμανία λειτουργούν 930 τράπεζες τροφίμων συνδεδεμένες μεταξύ τους σε ομοσπονδιακό επίπεδο και δεκάδες άλλες, των οποίων ο ακριβής αριθμός δεν είναι γνωστός, που λειτουργούν ανεξάρτητα. Οι πρώτες μόνο, εξυπηρετούν τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους καθημερινά και, σύμφωνα με έρευνα του 2016, η ζήτηση αυξάνεται κάθε μέρα, καθώς ολοένα και περισσότερος κόσμος δεν μπορεί να καλύψει με τα χρήματα που παίρνει ως μερικά απασχολούμενος ή ως συνταξιούχος τις διατροφικές του ανάγκες. Ενδεικτικό της εντεινόμενης ανισότητας είναι ότι στην περιφέρεια της Βαυαρίας, όπου βρίσκονται 6 από τις 10 πλουσιότερες περιοχές της Γερμανίας, λειτουργούν 18 τράπεζες τροφίμων.
Αν και είναι προφανές ότι η ανισότητα και η φτώχεια αποτελούν μείζονα ζητήματα της καθημερινότητας των πολιτών, είναι από τα θέματα που δεν συζητήθηκαν σχεδόν καθόλου προεκλογικά. Ενδεικτική είναι η αντίδραση της Angela Merkel όταν, τον Αύγουστο, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης με συμμετοχή του κοινού, που μεταδιδόταν ζωντανά στο YouTube, σε ερώτηση για το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας, απάντησε μιλώντας για τον χαμηλό δείκτη ανεργίας.
Όσο για το φαινόμενο της φτώχειας των συνταξιούχων, πάλι σε ζωντανή μετάδοση, από ανοικτή συζήτηση με το κοινό σε ένα δημαρχείο, συμβούλεψε την καθαρίστρια που τη ρώτησε, να απευθυνθεί σε ιδιωτική εταιρεία ασφάλισης για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, αναγκάζοντας τη γυναίκα να της «θυμίσει» ότι τα εξαιρετικά χαμηλά της εισοδήματα δεν της επιτρέπουν να τραφεί, όχι να πληρώνει και ιδιωτική ασφάλιση.
Για το ίδιο θέμα, ο Schulz είχε παραδεχθεί, προεκλογικά, ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Τα περιθώρια, όμως, να γίνει πιστευτός, όταν το κόμμα του εισήγαγε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις το 2003 και συγκυβέρνησε με την Merkel όλα τα τελευταία χρόνια, ήταν πολύ περιορισμένα. Από την πλευρά του, το AfD έστρεψε την οργή προς τους «ξένους» (πρόσφυγες, ο νότος της Ευρώπης κ.λπ.), ακολουθώντας την πεπατημένη όλης της «νέας» ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Η ισορροπίστρια Merkel
«Η Merkel αναγκαστικά θα ασχοληθεί με μια σειρά από ζητήματα στο εσωτερικό της χώρας: με τα σκάνδαλα της αυτοκινητοβιομηχανίας, τα σκάνδαλα των τροφίμων, με ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και το προσφυγικό που η ίδια ήδη περιόρισε, ενώ αρχικά είχε υπερεκμεταλλευθεί με τους δικούς της ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους. Θα ασχοληθεί με αναπόφευκτες οικολογικές μεταρρυθμίσεις, με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και του εκπαιδευτικού συστήματος, με τις συντάξεις, με την ενσωμάτωση εθνικών και πολιτιστικών μειονοτήτων, με τις δεσμεύσεις της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, με τη θέση της Γερμανίας στις συνεχιζόμενες διεθνείς συρράξεις.
Σε όλα αυτά η Merkel», εκτιμά η Judith Dellheim μιλώντας στη Δημοσιογραφία, «θα ακολουθήσει την προσφιλή της τακτική. Θα αφήσει, δηλαδή, πρώτα τους άλλους να δράσουν και να πάρουν θέση και μετά θα παρέμβει για να ισορροπήσει τις διαφωνίες αυτές προς όφελός της. Δεν θα αναλάβει ενεργό ρόλο. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν αυτοί οι άλλοι».
Την άποψη ότι η Merkel θα συνεχίσει να αποφεύγει τις πολωτικές πολιτικές επιλογές και θα επιδιώξει συναινέσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή υποστήριξε και ο Niklas Potrafke, Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και Διευθυντής του Κέντρου Δημοσίων Οικονομικών και Πολιτικής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας του Πανεπιστημίου – Ifo, μιλώντας στη Δημοσιογραφία.
Σημειώνει, δε, ότι η στάση αυτή τηρήθηκε μέχρι τις εκλογές στο πλαίσιο του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού, παρά το γεγονός ότι είχαν προκύψει σοβαρές διαφωνίες με το SPD, που εκφράστηκαν σε επίπεδο κρατιδίων, με ενδεικτικότερες το θέμα της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων και των μεταβιβάσεων ακινήτων, όπως και το δικαίωμα της αστυνομίας να διεξάγει ελέγχους σε άτομα για τα οποία δεν υπάρχει καμία υποψία σε βάρος τους.
Εκτός συνόρων, κατ’ αρχήν, μεγάλος «χαμένος» των γερμανικών εκλογών είναι η πρόταση του Emmanuel Macron για προϋπολογισμό σε επίπεδο ευρωζώνης, για διορισμό ενός υπουργού Οικονομικών στην ευρωζώνη, για ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου κ.λπ. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες – FDP, που θα εισέλθουν, εκτός σοβαρότατου απροόπτου, στην κυβέρνηση, πιθανότατα ελέγχοντας το υπουργείο Οικονομικώνxvi δεν αναμένεται να υπαναχωρήσουν ως προς την αυστηρή εφαρμογή της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ευρωζώνη, ούτε στις αντιρρήσεις για οποιαδήποτε μορφή απομείωσης χρέους στους κόλπους της, για ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ή για κάποια θετικότερη στάση απέναντι στο ελληνικό χρέος, καθώς αυτά είναι και τα βασικά σημεία διαγκωνισμού με το AfD. Δεν αποκλείεται να εμφανιστούν διαλλακτικότεροι ως προς την ίδρυση Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, εφόσον αυτό δεν προϋποθέτει δέσμευση κεφαλαίων.
«Και στο επίπεδο της ΕΕ, η Merkel θα αναλάβει πρωτοβουλίες και θα εγκαταλείψει τη στάση “εξισορρόπησης” μόνο αν συντρέχουν πολύ σοβαροί λόγοι να το κάνει και αν αυτοί σχετίζονται με κάποιο ειδικό συμφέρον της Γερμανίας», εκτιμά η Judith Dellheim. Και συμπληρώνει ότι η Καγκελάριος δεν έχει κάποια πραγματική στρατηγική ιδέα και κατά συνέπεια προτιμά την τακτική του να ασχολείται με κάτι μόνο όταν «σκοντάφτει» πάνω σε αυτό. Αναπάντεχα γεγονότα, όμως, επισημαίνει, μπορούν πάντα να συμβούν, π.χ. ένα νέο κύμα όξυνσης της οικονομικής κρίσης, κάτι που μοιάζει ιδιαίτερα πιθανό και σε αυτό έχει συμβάλλει και η πολιτική που ασκεί μέχρι σήμερα η Γερμανία υπό την ηγεσία της Merkel.
Για την J.Dellheim, «η Merkel δεν πρόκειται να πάρει καμία πρωτοβουλία στρατηγικής δράσης ούτε εντός Γερμανίας ούτε ως προς την ΕΕ. Το ερώτημα είναι μόνο πώς θα αντιδράσει σε αναπάντεχα γεγονότα και σε στρατηγικές δράσεις άλλων παραγόντων. Η ίδια δεν πρόκειται να οξύνει συγκρούσεις, αλλά δεν θα επιτρέψει σε καμία περίπτωση να συμβεί οτιδήποτε θα μείωνε τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ και της ίδιας στη γερμανική πολιτική σκηνή». Ο Niklas Potrafke, από την πλευρά του, δηλώνει λακωνικά στη Δημοσιογραφία ότι η Merkel, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα συνεχίσει έτσι ακριβώς όπως πορεύτηκε μέχρι σήμερα, χωρίς καμία αλλαγή ή διαφορά.
Είναι γεγονός ότι οι λεπτές ισορροπίες επί των οποίων καλείται να σχηματιστεί ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός (CDU-CSU με Φιλελεύθερους και Πρασίνους), εκτός από χρονοβόρο να επιτευχθούν, είναι βέβαιο ότι δεν προδιαθέτουν για «εκπλήξεις» όσον αφορά την πολιτική που θα ακολουθηθεί.
Η άνοδος του AfD έχει μεγαλύτερη βαρύτητα ως προς το πλαίσιο που έθεσε για την επίλυση ζητημάτων, παρά ως γεγονός αυτό καθ’ εαυτό. Και το πλαίσιο αυτό, όπως έχει γίνει ήδη στη Γαλλία, μετατοπίζει το κέντρο βάρους σε συντηρητικότερες βάσεις, καθιστώντας τον ακροδεξιό λόγο κανόνα και όχι εξαίρεση. Μια τακτική που ακολουθείται ευρέως στην ΕΕ από τις ακροδεξιές δυνάμεις, οι οποίες αξιοποιούν τις συνέπειες της κυρίαρχης πολιτικής. Μια τακτική που αποφέρει καρπούς, καθώς τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, προσπαθώντας ν’ απαντήσουν στην απαξίωσή τους στα μάτια των πολιτών, «υιοθετούν» απόψεις και λογικές της ακροδεξιάς, κανονικοποιώντας με τον τρόπο αυτόν την παρουσία της στην κεντρική πολιτική σκηνή.xviii Δεδομένο, με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, είναι ότι κανείς εκ των πρωταγωνιστών της γερμανικής πολιτικής σκηνής δεν φαίνεται διατεθειμένος να ασχοληθεί σοβαρά με τα κοινωνικο-οικονομικά αίτια της δυσφορίας που εκφράστηκε διά του AfD. Και αυτό από μόνο του δεν είναι ευοίωνο.
*Η Ελένη Μαυρούλη είναι διδάκτορας του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου και δημοσιογράφος στο ToPeriodiko.gr
εικονογραφηση: ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΙΖΗΛΟΣ