Του David Conrad*
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που είκοσι περίπου ειδησεογραφικοί οργανισμοί αποφάσισαν ποιες διεθνείς ειδήσεις όφειλαν να καλύπτουν για λογαριασμό του αμερικανικού κοινού. Αυτά τα Μέσα Επικοινωνίας, από τους New York Times και μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα μέχρι τοπικές ημερήσιες εφημερίδες, όπως η Miami Herald και η Boston Globe, διατηρούσαν γραφεία ανά τον κόσμο κι απασχολούσαν πλήθος πεπειραμένων ρεπόρτερ και συντακτών.
Σήμερα, κυριαρχούν δυο μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, το International Reporting Project (IRP) και το Pulitzer Center on Crisis Reporting (PCCR), λειτουργώντας ως διαμεσολαβητές. Παρόλο που και οι δυο μαζί έχουν στην υπηρεσία τους μόνο μια ντουζίνα ανθρώπους, διαθέτουν αξιοσημείωτο κύρος στο μεταλλασσόμενο τοπίο της διεθνούς ειδησεογραφίας στις ΗΠΑ.
Μιλάμε για ένα πρόβλημα, το οποίο μάλιστα παρουσιάζεται ως η λύση στην οπισθοχώρηση των αμερικανικών Μέσων Επικοινωνίας στο μέτωπο της κάλυψης των διεθνών ειδήσεων. Ο αριθμός των ξένων ανταποκριτών που απασχολούνταν στα Μέσα Επικοινωνίας των ΗΠΑ το 2003 έχει περικοπεί σχεδόν κατά το ένα τρίτο.
Σήμερα οι New York Times διαθέτουν μόνο τρεις ρεπόρτερ για την κάλυψη ολόκληρης της αφρικανικής ηπείρου· η Washington Post, οι Los Angeles Times και η Wall Street Journal έχουν από δύο η καθεμιά· και η USA Today δεν έχει πλέον κανέναν.
Τη θέση τους έχουν πάρει διάφοροι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι ποικίλων προδιαγραφών, που παίρνουν τους δρόμους για να καλύψουν διεθνείς κρίσεις, είτε τους υποστηρίζει κάποιο ίδρυμα είτε όχι. Γι’ αυτούς, το IRP και το PCCR αποτελούν συχνά τη μοναδική πηγή χρηματοδότησης. Από το 1998 που ιδρύθηκε, το IRP έχει χρηματοδοτήσει τα ρεπορτάζ περισσότερων από 420 ξένων ανταποκριτών.
Το PCCR, που συστάθηκε το 2006, μονάχα μέσα στο 2012 δαπάνησε περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια σε αναθέσεις δημοσιογραφικών αποστολών, από τις οποίες προέκυψαν 250 άρθρα και ραδιοφωνικές μεταδόσεις από περισσότερους από 100 δημοσιογράφους. Το κύριο μέρος της χρηματοδότησής των δυο οργανισμών προέρχεται από δωρητές, όπως τα ιδρύματα Bill & Melinda Gates, Henry Luce και Robert R. McCormick.
Και οι δυο οργανισμοί δημιουργήθηκαν για να υποστηρίξουν την κάλυψη των διεθνών ειδήσεων από τις τοπικές εφημερίδες, θεωρώντας δεδομένο ότι τα μεγάλα εθνικά Μέσα Επικοινωνίας θα συνέχιζαν να διαθέτουν πόρους για το διεθνές ρεπορτάζ. Ωστόσο, πολλές από τις τοπικές εφημερίδες δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα να παράγουν πρωτότυπο περιεχόμενο στην κάλυψη διεθνών ειδήσεων.
Τα εθνικά Μέσα εξακολουθούν να θέλουν τις διεθνείς ειδήσεις, αλλά έχουν διώξει πολλούς απ’ τους ανταποκριτές τους. Ως αποτέλεσμα, το εβδομήντα πέντε τοις εκατό των επιχορηγούμενων από το IRP και το PCCR το 2012 ήταν αυτοαπασχολούμενοι, που παρήγαγαν ειδήσεις για πολυάριθμα εθνικά Μέσα Επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των Times, της Christian Science Monitor, της Wall Street Journal, της PBS NewsHour και της Washington Post.
«Αυτό που κάνουμε έχει απείρως μεγαλύτερο αντίκτυπο απ’ ό,τι ονειρευόμουν πριν από έξι-εφτά χρόνια», λέει ο Jon Sawyer, ιδρυτής και διευθυντής του PCCR. «Πράγμα, βέβαια, καλό, αλλά που αντανακλά το βαθύτερο μετασχηματισμό, την κρίση της βιομηχανίας των ειδήσεων στο σύνολό της».
Η άνοδος της χρηματοδότησης από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ήταν με πολλούς τρόπους μια ανέλπιστη τύχη για την αμερικανική δημοσιογραφία. Συντηρεί τομείς της ειδησεογραφίας για τους οποίους δεν προβλέπονταν άλλοι πόροι. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στην κάλυψη των εσωτερικών ειδήσεων, όπως στην περίπτωση του μη κερδοσκοπικού ειδησεογραφικού οργανισμού ProPublica.org.
Όσον αφορά όμως το διεθνές ρεπορτάζ, το μοντέλο των επιχορηγήσεων, παρόλο που εμφορείται από τις καλύτερες των προθέσεων, είναι πιο προβληματικό. Συμβάλει στη διαιώνιση των χαμηλών μισθών των ρεπόρτερ, μπορεί να διαστρεβλώσει την έννοια του τι είναι άξιο δημοσίευσης και επιδεινώνει το πρόβλημα της ειδησεογραφικής κάλυψης που έχει αποσυνδεθεί από το κοινό που προοριζόταν να υπηρετήσει.
Οι ιδρυτές του PCCR και του IRP λένε πως οι οργανισμοί τους διαδραματίζουν ένα ζωτικό ρόλο ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στους ρεπόρτερ και τα ιδρύματα που χρηματοδοτούν τη δουλειά τους. Η διατήρηση αυτής της αυτονομίας, υποστηρίζουν, είναι κρίσιμη λόγω του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των διαδικασιών επιλογής. Το IRP χρηματοδότησε 55 ειδησεογραφικές αποστολές το 2012, αλλά έλαβε περίπου 600 αιτήσεις. Το PCCR ανέθεσε 85 αποστολές τον περασμένο χρόνο, λιγότερο από το ένα τέταρτο των αιτήσεων
Ενώ τα τοπικά ενδιαφέροντα των χρηματοδοτών τους (υγιεινή διαβίωση, φυλετικά ζητήματα, διατροφική ασφάλεια, μητρική θνησιμότητα, κλπ.) αντανακλώνται σε πολλές από τις επιχορηγήσεις που απονέμουν, ο Sawyer λέει ότι αυτό είναι λίγο παραπλανητικό: «Σχεδόν τα μισά από τα ετήσια έσοδά μας δεν υπόκεινται σε κανενός είδους περιορισμό. Έχουμε τη δυνατότητα να χρηματοδοτούμε δουλειές που αξίζουν, οποιαδήποτε κι αν είναι η θεματική τους».
Ωστόσο, τα επιτελεία του IRP και του PCCR έχουν διαφορετικό ρόλο από τους ανεξάρτητους εκδότες. Δεν ελέγχονται από τα συμφέροντα του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού ούτε είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την προσεκτική ανάλυση των ειδήσεων, όπως συμβαίνει στα μεγάλα γραφεία σύνταξης. Και όταν μικρές επιτροπές επιλογής –τέσσερα άτομα στο IRP και περίπου τρία στο PCCR– αποφασίζουν ποιες από τις διεθνείς ειδήσεις είναι άξιες δημοσίευσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος να περιοριστεί ακόμα περισσότερο η κάλυψη.
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την άποψη ορισμένων ότι η παραδοσιακή κάλυψη των διεθνών ειδήσεων προέκρινε κυρίως πολέμους και λιμούς, η αυξανόμενη επιρροή των μη κερδοσκοπικών οργανισμών –και των ίδρυμάτων πίσω από αυτούς– προσέφερε ένα αντιστάθμισμα.
Πλέον ο Τύπος παρουσιάζει περισσότερες ειδήσεις για την υγεία, το νερό και την υγιεινή, κι αυτό όχι επειδή το απαιτούν οι εκδότες, λέει η ανεξάρτητη δημοσιογράφος Jina Moore, λίγες μέρες προτού ταξιδέψει στη Ρουάντα με επιχορήγηση του IRP. (Η Moore, που συνεργάζεται με το Columbia Journalism Review, έχει λάβει κι άλλες τρεις επιχορηγήσεις από το PCCR.)
Και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί εύλογα κάνουν περισσότερα σε σχέση με τα παραδοσιακά Μέσα Επικοινωνίας, ώστε να ευαισθητοποιήσουν το κοινό γύρω από ζητήματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ως χορηγοί τη διοργάνωση ομιλιών σε σχολεία και πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα· την περασμένη χρονιά το PCCR διοργάνωσε περισσότερες από 250 δημόσιες εκδηλώσεις.
Ωστόσο, ο προγραμματισμός μιας ευρύτερης και πιο ανεξάρτητης ημερήσιας διάταξης στις διεθνείς ειδήσεις είναι αποφασιστικής σημασίας. «Παρουσιάζονται μόνο όσες διεθνείς ειδήσεις θέλουν οι εκδότες και όσα άρθρα, π.χ., για το Μπουρούντι, θα δημοσιεύσει μια εφημερίδα», λέει η Moore. «Έτσι, με ανησυχεί το γεγονός ότι τα θέματα που προωθούν τα ιδρύματα, μπορεί να παραγκωνίζουν άλλες ειδήσεις. Επιπλέον, αν τα περισσότερα ρεπορτάζ που παράγει αυτό το μοντέλο επικεντρώνονται σε βασανισμένους λαούς που χρήζουν “παρέμβασης”, φοβάμαι πως προκύπτει για τον τόπο μια εικόνα ιδιαιτέρως παραμορφωμένη».
Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι προτιμότερο να καθορίζουν την ατζέντα των ειδήσεων δημοσιογράφοι που ακολουθούν τον παλμό της ξένης ειδησεογραφίας συσσωρεύοντας με τον καιρό εμπειρίες, παρά τίποτα ουρανοκατέβατοι που κάνουν τη δουλειά με το ρολόι στο χέρι.
Ένας ξύπνιος ανεξάρτητος δημοσιογράφος μπορεί να παρακολουθεί online την τοπικη ειδησεογραφία και να βγάζει κι άλλα ρεπορτάζ, πέρα απ’ αυτά που του καλύπτει η αρχική χρηματοδότηση, αλλά όπως το θέτει ο Alan Boswell, ανταποκριτής στην ανατολική Αφρική για λογαριασμό του ομίλου McClatchy: «Συχνά έρχονται μ’ ένα έτοιμο πλάνο στο μυαλό τους για το τι πρόκειται να βρουν κι έπειτα, μόλις το βρουν, συνήθως φεύγουν. Αυτό είναι κάπως αντίθετο απ’ αυτό που εγώ θεωρώ ρεπορτάζ».
Ο Boswell, που κάνει ρεπορτάζ με την υποστήριξη του καλιφορνέζικου ιδρύματος Humanity United (το οποίο χρηματοδοτεί επίσης το IRP και το PCCR), αντιλαμβάνεται πως εύκολη λύση δεν υπάρχει. «Ωστόσο υπάρχει λόγος που οι εκδότες δεν τρελαίνονται για τις ειδήσεις των μη κυβερνητικών οργανώσεων», λέει, «κι είναι ο ίδιος λόγος που κανένας άνθρωπος μόλις ξυπνήσει, δεν τρέχει να διαβάσει άρθρα στην ιστοσελίδα του World Food Program. Κατά τη γνώμη μου, όλα καταλήγουν στο ερώτημα για ποιον γράφουμε».
Το 1995, η ανεξάρτητη δημοσιογράφος με έδρα στο Παρίσι, Deborah Baldwin, παραπονιόταν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη ζωή του ο ελεύθερος επαγγελματίας χωρίς ασφαλιστική κάλυψη υγείας ή δωρεάν αναλώσιμα είδη γραφείου. «Και για να κάνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα», έγραφε στο American Journal Review, «πολλά περιοδικά και εφημερίδες δεν έχουν κάνει αύξηση στις αμοιβές τους εδώ και 15 χρόνια· η San Francisco Chronicle, για παράδειγμα, αμοίβει την ανταποκρίτριά της στο Παρίσι, Alix Christie, με 200 δολάρια το άρθρο».
Δεκαοκτώ χρόνια μετά, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει. Παρά τις νέες ευκαιρίες που παρέχει η ψηφιακή εποχή στον τομέα της διεθνούς ειδησεογραφίας (η GlobalPost, οι ιστοσελίδες του Foreign Policy και του The Atlantic), τα περισσότερα αμερικανικά Μέσα Επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της Chronicle, πληρώνουν περίπου 250 δολάρια το κομμάτι.
Το IRP και το PCCR καλύπτουν τις τεχνικο-οργανωτικές δαπάνες των επιχορηγουμένων τους –πτήσεις, διαμονή, βίζες, κλπ.–, αλλά εξαρτάται από τα ίδια τα Μέσα Επικοινωνίας που αγοράζουν τη δουλειά τους, τι αμοιβή θα δώσουν στο δημοσιογράφο. Πράγματι, ο Jon Sawyer του PCCR λέει ότι δεν θεωρεί τον οργανισμό του φορέα επιδοτήσεων: «Λειτουργούμε περισσότερο όπως ένας ειδησεογραφικός οργανισμός, που επιδιώκει να καλύψει τα παγκόσμια συστημικά ζητήματα και να ευαισθητοποιήσει το κοινό σχετικά μ’ αυτά. Προσπαθούμε να διοχετεύσουμε τα κομμάτια στα μεγαλύτερα Μέσα Επικοινωνίας, αλλά το πρωταρχικό μας κίνητρο δεν είναι να επιχορηγούμε τα Μέσα ή τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους».
Εντάξει· έτσι όμως καταλήγουμε σ’ ένα μοντέλο εργασίας με το κομμάτι, που επωμίζεται ένα μέρος του κόστους για την κάλυψη των διεθνών ειδήσεων, αλλά δεν συμβάλει στην ανάπτυξη ενός συστήματος που να εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα ποιοτικές ανταποκρίσεις από τις ξένες χώρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι που δραστηριοποιούνται μέσω μη κερδοσκοπικών οργανισμών, κάνουν υποδειγματική δουλειά.
Ο φωτορεπόρτερ Micah Albert, για παράδειγμα, που πρόσφατα συνεργαστήκαμε σε μια αποστολή στην Κένυα με την υποστήριξη του PCCR, μόλις τιμήθηκε με το έγκριτο διεθνές βραβείο καλύτερης δημοσιογραφικής φωτογραφίας της χρονιάς για σύγχρονα ζητήματα, για τη δουλειά του σ’ αυτή την αποστολή. Αλλά οι περισσότεροι νέοι ρεπόρτερ δεν μπορούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους με αυτό το μοντέλο ούτε τυχαίνουν κάποιας καθοδήγησης, που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να εξελιχθούν ως ανταποκριτές.
O Samuel Loewenberg, ένας βετεράνος ανταποκριτής που έχει εργαστεί στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη με τη βοήθεια του PCCR, λέει πως το μοντέλο των επιχορηγήσεων από οργανισμούς είναι πλέον αποφασιστικής σημασίας για τη δουλειά του, αλλά δεν αναπληρώνει όλες τις απώλειες. «Έχουμε χάσει τόσο πολλούς συντάκτες και ρεπόρτερ, που συνεισέφεραν με τη βαθιά τους γνώση και το υψηλό επίπεδο της δουλειάς τους στο χώρο της ξένης ειδησεογραφίας», λέει. «Έγραψα μερικά από τα καλύτερα κομμάτια μου για τοπικές εφημερίδες, αλλά εκείνες οι μέρες έχουν παρέλθει».
Τα στελέχη του IRP και του PCCR έχουν συναίσθηση του προβλήματος. «Καλούμαστε να βρούμε έναν τρόπο να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα αυτού του μοντέλου και συγχρόνως, τα δημοσιογραφικά πρότυπα», λέει ο John Schidlovsky, ιδρυτής και διευθυντής του IRP, καθώς και πρώην ανταποκριτής της Baltimore Sun.
Ο Tom Hundley, που είναι πρώην ανταποκριτής της Chicago Tribune και λειτουργεί στο PCCR ως αρχισυντάκτης, μιλάει χωρίς περιστροφές: «Μια μεγάλη μάζα αυτοαπασχολούμενων, που εξαρτώνται από τις χορηγίες μας και λαμβάνουν εξευτελιστικές αμοιβές από τα επώνυμα Μέσα Επικοινωνίας – αυτό το πράγμα δεν οδηγεί πουθενά».
Η απάντηση στο ερώτημα πώς μπορεί να διασφαλιστεί το μέλλον του ποιοτικού ξένου ρεπορτάζ, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε προφανής. Ο Sawyer λέει ότι ο οργανισμός του είναι ένα μέρος αυτής της μεταβατικής περιόδου – προς τι, όμως, δεν είναι σίγουρος. «Ο ρόλος που μπορούμε να διαδραματίσουμε, είναι να δοκιμάζουμε μοντέλα, μέχρι να δούμε ποιο αποδίδει καλύτερα», λέει. «Αντιλαμβάνομαι τον πειρασμό να πει κανείς ότι αυτές οι προσπάθειες δεν επαρκούν, ότι δεν αντικαθιστούν τις θέσεις που χάνονται από περικοπές προσωπικού ούτε εγγυώνται ένα βιώσιμο εισόδημα στους αυτοαπασχολούμενους. Αν είχαμε περισσότερα δολάρια, σίγουρα θα κάναμε περισσότερα. Αξίζει όμως να αναγνωρίσουμε πόσα έχουμε καταφέρει ως τώρα».
Ο Sawyer, o Schidlovsky και οι συνάδελφοί τους επισημαίνουν ότι η ειδησεογραφία γύρω από τα διεθνή συστημικά ζητήματα ποτέ δεν απόφερε κέρδος· είναι μια κοινωφελής υπηρεσία, αλλά από μόνη της σπανίως βοηθάει στην άνοδο του διαφημιστικού τζίρου ή στην εξεύρεση νέων συνδρομητών. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν, η ξένη ειδησεογραφία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντα επιχορηγούνταν.
Το ανησυχητικό, όμως, δεν είναι τόσο η στέρηση της ξένης ειδησεογραφίας, αλλά η εξαφάνιση των ξένων ανταποκριτών στις ΗΠΑ ως επάγγελμα – των άνθρωπων που η δουλειά τους είναι να μας φέρνουν αυτές τις ειδήσεις. Το μοντέλο των επιχορηγήσεων, παρόλο που βοηθάει βραχυπρόθεσμα, ενδέχεται τελικά να υποσκάπτει την πίστη στην αναγκαιότητα της ξένης ειδησεογραφίας.
* Ο David Conrad εργάζεται ως ανεξάρτητος δηµοσιογράφος και συγχρόνως εκπονεί το διδακτορικό του στο Annenberg School for Communication του Πανεπιστηµίου της Πενσυλβάνια. Το Pulitzer Center on Crisis Reporting έχει υποστηρίξει ορισµένες από τις αποστολές του ως ξένος ανταποκριτής.