Του Gary Thomas*
Μετάφραση:Ανδρέας Παναγόπουλος
Επιµέλεια: Μαργαρίτα Κυριάκου
Ποια κυβερνητική υπηρεσία των ΗΠΑ πρόσφατα χαρακτηρίστηκε «δυσλειτουργική» από τον Γενικό Επιθεωρητή του Υπουργείου Εξωτερικών, και χρόνο με το χρόνο βαθμολογείται στις έρευνες των εργαζομένων ως η χειρότερη –είτε η σχεδόν χειρότερη– θέση εργασίας στην κυβέρνηση; Αν μαντέψατε πως είναι το Broadcasting Board of Governors (Κυβερνητικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο), που επιβλέπει τη Voice of America/Φωνή της Αμερικής, το Radio Marti, το Radio Free Europe, και τους υπόλοιπους φορείς ενημέρωσης της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, έχετε δίκιο. Το 2009 ο αρθρογράφος της Washington Post Joe Davidson έγραψε ότι το BBG κατέληξε να γίνει συνώνυμο με τον «πάτο του βαρελιού στην κυβέρνηση».
Το βασικό πρόβλημα του BBG και των επιμέρους φορέων του είναι η θεσμική σχιζοφρένεια. Είναι ταυτόχρονα ειδησεογραφικός οργανισμός, που προσπαθεί να γίνει κυβερνητικό πρακτορείο, και κυβερνητικό πρακτορείο που προσπαθεί να γίνει ειδησεογραφικός κόμβος. Από το 1942 η κυβέρνηση των ΗΠΑ μετέδιδε ειδήσεις –και τώρα στέλνει μηνύματα, «τουϊτάρει» και «ποστάρει» στο facebook– σε ολόκληρο τον κόσμο. Η VOA ήταν το πρώτο και παραμένει το πιο γνωστό κυβερνητικό ραδιοτηλεοπτικό μέσο. Στην πρώτη εκπομπή της (στα γερμανικά) ο εκφωνητής είπε: «Οι ειδήσεις μπορεί να είναι καλές ή κακές. Θα σας πούμε την αλήθεια».
Οι δημοσιογράφοι της VOA είχαν σαφή εντολή, βάσει του Ιδρυτικού Χάρτη που ο Πρόεδρος Gerald Ford κατέθεσε ως νόμο το 1976, να μεταδίδουν αμερόληπτα τις ειδήσεις στον κόσμο, και ειδικότερα στις χώρες που δεν δέχονταν τις λογοκριμένες ειδήσεις. Αλλά ο Χάρτης αναφέρει επίσης ότι η VOA «θα παρουσιάζει με τρόπο σαφή και αποτελεσματικό την εκάστοτε πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, και συγχρόνως θα τη σχολιάζει με υπεύθυνες συζητήσεις και απόψεις». Η σχιζοφρένεια λοιπόν ενσωματώθηκε εξαρχής στην εξίσωση.
Σήμερα ωστόσο το πρόβλημα των αντικρουόμενων αποστολών επιδεινώνεται από το γεγονός ότι το BBG–και ειδικότερα η VOA, όπου εργάστηκα ως ανταποκριτής και αναλυτής ειδήσεων επί 27 χρόνια– έχει αποτελματωθεί εξαιτίας της διογκωμένης γραφειοκρατίας, των άκαρπων προσπαθειών, τον πόλεμο αλληλοεξόντωσης μεταξύ των φορέων μετάδοσης και τις διακριτικές (αν κι όχι πάντα) προσπάθειες πολιτικοποίησης της είδησης. Το ανθρώπινο δυναμικό έχει διαφθαρεί και η αξιοπιστία των ειδήσεων έχει υποσκαφθεί. Τίθεται το ερώτημα αν, δεδομένου ότι οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν πλέον μια πρωτοφανή πρόσβαση σε ειδήσεις και πληροφορίες, εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε τη VOA και τους συναφείς φορείς να επιχειρούν αυτό τον αδέξιο χορό μεταξύ δημοσιογραφίας και δημόσιας διπλωματίας.
Όσοι χαράσσουν πολιτική, έχουν από καιρό κατατάξει την αμερικανική ραδιοτηλεόραση ως τμήμα της δημόσιας διπλωματίας. Στην ιστοσελίδα του Κέντρου Δημόσιας Διπλωματίας του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας σημειώνεται ότι ο όρος επινοήθηκε για να αποφεύγεται η υποτιμητική λέξη «προπαγάνδα». Το Κέντρο αναφέρει ότι «κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η δημόσια διπλωματία έχει ευρέως θεωρηθεί ως ο διαφανής τρόπος με τον οποίο μια κυρίαρχη χώρα επικοινωνεί με το κοινό σε άλλες χώρες, με στόχο την ενημέρωση και την επιρροή ακροατηρίων στο εξωτερικό για σκοπούς προώθησης του εθνικού συμφέροντος και των στόχων της εξωτερικής πολιτικής της [τονισμός με πλάγια από το συγγραφέα]».
Με άλλα λόγια η «δημόσια διπλωματία» είναι απλά οι δημόσιες υποθέσεις –δηλαδή η φημολογία, η προπαγάνδα, η αποστολή μηνυμάτων, πείτε το όπως θέλετε– με καινούργιο τίτλο και νέα συσκευασία για εξωτερική κατανάλωση. Η πρώην Υπουργός Εξωτερικών Hillary Clinton είπε πολλά πριν αποχωρήσει από το Υπουργικό Συμβούλιο του Obama. «Έχουμε εγκαταλείψει την αρένα της ραδιοτηλεόρασης», είπε ενώπιον του Κογκρέσου. «Έχουμε ιδιωτικούς σταθμούς, όπως το CNN, το Fox, το NBC, όλα αυτά. Υπάρχουν εκεί έξω, μεταφέρουν πληροφορίες. Αλλά δεν κάνουμε αυτό που κάναμε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Το BBG είναι ουσιαστικά νεκρό όσον αφορά την ικανότητα του να μεταδώσει ένα μήνυμα σε όλο τον κόσμο». Η VOA συχνά αποκαλείται πρακτορείο προπαγάνδας, αλλά δεν είναι έτσι. Έχει εκπληρώσει το ρόλο της δημόσιας διπλωματίας της, μεταδίδοντας ρεπορτάζ, τα οποία αναφέρονται ως επίσημες απόψεις της κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό, ο διαχωρισμός μεταξύ ειδήσεων και προπαγάνδας διατηρείται, τουλάχιστον στη θεωρία.
Οι ανταποκριτές της VOA ταξιδεύουν με κανονικά διαβατήρια (αν και οι μη δημοσιογράφοι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν «επίσημα» ή «διπλωματικά» διαβατήρια) και λαμβάνουν δημοσιογραφικές θεωρήσεις εισόδου (βίζα), για να ταξιδέψουν σε χώρες με υποχρέωση θεώρησης. Ωστόσο όταν τα στελέχη και η διοίκηση της VOA ή του BBG ταξιδεύουν στο εξωτερικό, χρησιμοποιούν επίσημα ή διπλωματικά διαβατήρια και λαμβάνουν υλικοτεχνική και άλλη βοήθεια από τις τοπικές πρεσβείες των ΗΠΑ. Δεν είναι παράξενο που οι κυβερνήσεις βρίσκονται σε σύγχυση σχετικά με το ρόλο της αμερικανικής διεθνούς ραδιοτηλεόρασης.
Η VOA κέρδισε παγκοσμίως την αξιοπιστία της στη βάση της τίμιας δημοσιογραφίας της, ακόμα κι όταν τα θέματά της συγκρούονταν με την αμερικανική πολιτική. «Κάποιοι θα υποστήριζαν ότι ως δίκτυο χρηματοδοτούμενο από την κυβέρνηση, η VOA θα έπρεπε να απεικονίζει πάντα την αμερικανική πολιτική ως σωστή κι επιτυχημένη», έγραψε ο πρώην διευθυντής της VOA Sanford Ungar στο περιοδικό Foreign Affairs το 2005. «Αλλά η εμπειρία αποδεικνύει ότι η VOA απολαμβάνει περισσότερη εκτίμηση και είναι πιο αποτελεσματική, όταν λειτουργεί ως το αμερικανικού τύπου πρότυπο ειδησεογραφικού οργανισμού, που παρουσιάζει μια ισορροπημένη άποψη των εγχώριων και διεθνών γεγονότων, δίνοντας το παράδειγμα για το πώς η ανεξάρτητη δημοσιογραφία μπορεί να ενισχύσει τη δημοκρατία».
Η VOA ήταν τμήμα της Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ (USIA), η οποία αποτελούσε έναν από τους βραχίονες του υπουργείου Εξωτερικών. Όμως η VOA, ειδικότερα η Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων, η οποία παρέχει περιεχόμενο σε 45 γλώσσες, αγωνίστηκε για να προστατεύσει τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία του οργανισμού απέναντι σε απόπειρες κυβερνητικών αξιωματούχων να επηρεάσουν την κάλυψη των ειδήσεων.
Κάποτε ένας Αναπληρωτής Επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής στο Πακιστάν απείλησε να με πετάξει έξω από τη χώρα, αν πήγαινα στο τότε κομμουνιστικό Αφγανιστάν χωρίς την άδεια της πρεσβείας. Στο άρθρο του στο Foreign Affairs ο Ungar παραθέτει περιπτώσεις από τις προσπάθειες ενός εκ των προκατόχων του, του David Jackson, να παραποιήσει την ειδησεογραφική κάλυψη προκειμένου να είναι ευνοϊκή για την κυβέρνηση Bush, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. (Διαψεύδοντας ο Jackson –Εκτελεστικός Διευθυντής Σύνταξης σήμερα στην The Washington Times– αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του Ungar, λέγοντας ότι το άρθρο του ήταν «γεμάτο με λάθη και ανυπόστατες κατηγορίες».)
Το 1994 το Κογκρέσο αναδιοργάνωσε τη λειτουργία της κυβερνητικής διεθνούς ραδιοτηλεόρασης με την ίδρυση του Κυβερνητικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΒΒG) εντός της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (USIA), ώστε να επιβλέπει όλους τους φορείς ραδιοτηλεόρασης. Η USIA στο σύνολό της καταργήθηκε πέντε χρόνια αργότερα, με όλες τις μη ραδιοτηλεοπτικές λειτουργίες (δημόσιες υποθέσεις πρεσβειών, βιβλιοθήκες, κ.λπ.) να περνούν υπό τον έλεγχο του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ το ΒΒG διατηρήθηκε ως ξεχωριστός οργανισμός. Το BBG επρόκειτο να λειτουργήσει ως ένα «τείχος προστασίας» ενάντια στις πολιτικές ή γραφειοκρατικές επιρροές στην ακεραιότητα των ειδήσεων. Όμως, αντί να αποτελέσει τη λύση, έγινε το πρόβλημα.
Το μερικής απασχόλησης, εννεαμελές, πολιτικά διορισμένο διοικητικό συμβούλιο –μισοί Δημοκρατικοί και μισοί Ρεπουμπλικάνοι, με τον υπουργό Εξωτερικών ως ex officio μέλος– άρχισε να μικροδιαχειρίζεται τις λειτουργίες μέσω της δημιουργίας ενός διοικητικού γραφείου, που ονομάστηκε Διεθνές Γραφείο Ραδιοτηλεόρασης.
Το Γραφείο ασχολείται με την καθημερινή λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών φορέων, αλλά με την πάροδο του χρόνου έχει επεκταθεί σε περιφερειακά προγράμματα, όπως η έρευνα κοινού και ο στρατηγικός σχεδιασμός – στην ουσία οτιδήποτε θέλει να του αναθέσει το διοικητικό συμβούλιο. Ο γερουσιαστής Richard Lugar έγραψε το 2010 στην Foreign Service Journal ότι «μετά από 15 χρόνια είναι σαφές ότι αντί να λειτουργεί ως ένα πολιτικό “τείχος προστασίας” το BBG συχνά γίνεται πολιτικό “μπαλάκι”, καθώς οι διορισμοί για το διοικητικό συμβούλιο εμπλέκονται στην κομματική πολιτική».
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της μικροδιαχείρησης είναι ότι η εμπορευματοποίηση έχει ριζώσει στη VOA, όπου το κυνήγι για τα νούμερα ακροαματικότητας έχει καταστεί πρωτίστης σημασίας και οι ειδήσεις έχουν ευτελιστεί στον ίδιο σχεδόν βαθμό όπως στα δίκτυα και στους σταθμούς ολόκληρης της χώρας.
Όπως το θέτει μια έκθεση τoυ McCormick-Tribune Foundation του 2007: «Κάποτε ήταν η κύρια δύναμη του αμερικανικού οπλοστασίου στον πόλεμο των ιδεών χάρη στο δηκτικό και στοχευμένο πρόγραμμά της, τα τελευταία χρόνια όμως η αμερικανική διεθνής ραδιοτηλεόραση είχε σκαμπανεβάσματα και κατέληξε ένας ακόμα ανταγωνιστής στο συνωστισμένο πεδίο των εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων, προσφέροντας ένα μενού από διασκέδαση, λαϊκή κουλτούρα και ειδήσεις».
Το BBG προσέλαβε στελέχη από την αγορά, πολλά απ’ αυτά πρώην διευθυντές του CNN, προκειμένου να επιτύχει τον εμπορικό της στόχο. Οι σκληρές ειδήσεις, «το ψωμοτύρι» της VOA από το ξεκίνημά της, έχουν υποβαθμιστεί κατά πολύ. Αυξήθηκε η πίεση για πιο ανάλαφρες ιστορίες, διάρκειας το πολύ δύο λεπτών, οι οποίες στη συνέχεια μεταφράζονται για χρήση από τις γλωσσικές υπηρεσίες. (Δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αγγλόφωνη τηλεοπτική εκπομπή, και οι αγγλόφωνες ραδιοφωνικές εκπομπές έχουν μειωθεί δραστικά, παρόλο που είναι το ισχυρότερο μέσο επικοινωνίας με τα απομακρυσμένα ακροατήρια που δεν διαθέτουν υπολογιστές ή τηλεοράσεις.)
Τα δημοσιογραφικά πρότυπα της VOA έχουν κλονιστεί λόγω αυτής της πίεσης, προς όφελος ενός εμπορικότερου προγράμματος. Για παράδειγμα, ίσχυε πάντα ο αυστηρός κανόνας των δυο πηγών: Τα βασικά στοιχεία όλων των θεμάτων έπρεπε να επαληθευτούν από δυο πηγές (συνήθως δυο πρακτορεία ειδήσεων) πριν από τη μετάδοση μιας είδησης. Η μοναδική εξαίρεση ήταν αν ένας ανταποκριτής της VOA υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος.
Όμως μερικές από τις γλωσσικές υπηρεσίες παραπονέθηκαν για καθυστερήσεις στην αποστολή ειδήσεων από τη Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων. Ο διευθυντής της VOA, David Ensor, και μια εσωτερική έκθεση για τη λειτουργία των ειδήσεων που ακολούθησε, πρότειναν να καταργηθεί ο προαπαιτούμενος κανόνας των δυο πηγών και να επιτρέπεται η μετάδοση των ειδήσεων με βάση μια αποδιδόμενη πηγή, συνήθως κάποιο πρακτορείο ειδήσεων.
Η Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων αντιστάθηκε στις προσπάθειες για υποβάθμιση της λειτουργίας των ειδήσεων, κι αυτό οδήγησε σε συγκρούσεις με τη διοίκηση. Η διοίκηση της VOA προσπάθησε να διαλύσει το Τμήμα, που στελεχώνεται από επαγγελματίες δημοσιογράφους, και να σκορπίσει τα μέλη του στις γλωσσικές υπηρεσίες. Παραδοσιακά το μεγαλύτερο μέρος των ειδήσεων της VOA παράγεται από τους δημοσιογράφους στην Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων και αποστέλλεται στις διάφορες γλωσσικές υπηρεσίες, όπου μεταφράζεται για το αντίστοιχο κοινό τους.
Εδώ κι αρκετό καιρό οι γλωσσικές υπηρεσίες είναι πρόθυμες να διευρύνουν τα καθήκοντά τους, και η ηγεσία του οργανισμού πιστεύει πλέον ότι ένας μεγάλος όγκος της δουλειάς που γίνεται από την Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων μπορεί να γίνεται από τις γλωσσικές υπηρεσίες. «Τώρα πρέπει να αγωνιζόμαστε κάθε μέρα για να καλύψουμε τις σημαντικές ειδήσεις», είπε ένας αρχισυντάκτης της VOA, που προτίμησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Το πολιτικά λανθασμένο μυστικό στη VOA είναι η παράφορα αντιφατική δημοσιογραφική διορατικότητα των γλωσσικών υπηρεσιών. Κάποιοι διαθέτουν μεγάλη δημοσιογραφική εμπειρία· άλλοι δυστυχώς όχι. Η ανομοιότητα αυτή εξηγείται από το απλό γεγονός ότι είναι δύσκολο να βρεθούν άνθρωποι, που να μιλούν άπταιστα μια δεδομένη γλώσσα και ταυτόχρονα να έχουν εμπειρία στο είδος της αυστηρής δημοσιογραφίας που παραδοσιακά απαιτεί η VOA.
Πολλοί, εδώ ή στη χώρα καταγωγής τους, είναι ακαδημαϊκοί αλλά δεν έχουν δημοσιογραφικό υπόβαθρο. Οι υπηρεσίες στρέφονται συχνά προς τις κοινότητες των μεταναστών για προσλήψεις κι αρκετοί από το προσωπικό προέρχονται από χώρες όπου οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί είναι πολιτικά προκατειλημμένοι ή φιλοκυβερνητικοί. Μερικές γλωσσικές υπηρεσίες –ειδικά εκείνη που εκπέμπει στη γλώσσα φαρσί στο Ιράν– έχουν επικριθεί στο Καπιτώλιο κι αλλού για υποτιθέμενη διαστρέβλωση στις εκπομπές τους, που προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό από βαθιές κομματικές διαφορές γύρω από τις εξελίξεις ή τα κινήματα στις χώρες όπου εκπέμπουν.
Αλλά οι αξιωματούχοι της VOA εξακολουθούν να αρνούνται ότι τίθεται θέμα ανομοιογένειας στη δημοσιογραφική εμπειρία. Σε μια πρόσφατη αναθεώρηση του προγράμματος της Κεντρικής Διεύθυνσης Ειδήσεων, ένας από τους αξιωματούχους που συμμετείχε δήλωσε: «Υπάρχουν ακόμα δυο κατηγορίες δημοσιογράφων σ’ αυτό το χώρο, οι αγγλόφωνοι δημοσιογράφοι και όλοι οι άλλοι, που είναι δημοσιογράφοι ή συνεργάτες. Και ορισμένοι από αυτούς τους δημοσιογράφους και συνεργάτες είναι εξίσου καλοί ή καλύτεροι στην καθομιλουμένη από τους αγγλόφωνους, και πιστεύουμε πως η Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων αδικεί τον ίδιο της τον εαυτό με το να μην επιτρέπει, να μην επωφελείται στην ουσία, από όλες τις πηγές ειδήσεων της VOA που καλύπτουν θέματα».
Κατά συνέπεια η Κεντρική Διεύθυνση Ειδήσεων δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τη δημοσιογραφική συνοχή της VOA. Πράγματι η VOA έχει πλέον 45 διαφορετικές ειδησεογραφικές λειτουργίες, που η καθεμιά έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τη δική της οπτική για την ίδια ιστορία. Αν εκδηλωθεί μια σύγκρουση, για παράδειγμα, στα σύνορα Ινδίας-Πακιστάν, η προσκείμενη στο Πακιστάν υπηρεσία μπορεί να μεταδώσει με πολύ διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα από την υπηρεσία που απευθύνεται στην Ινδία.
Το BBG προσπαθεί να πουλήσει στην Κυβέρνηση Obama και το Κογκρέσο ένα οργανωμένο σχέδιο συγχώνευσης όλων των ραδιοτηλεοπτικών φορέων σε κάτι που ονομάζεται Παγκόσμιο Δίκτυο Ειδήσεων, υπό την εξουσία ενός διεθνούς ραδιοτηλεοπτικού τσάρου.
Το στρατηγικό σχέδιο του BBG περιγράφει λεπτομερώς ένα μεγαλεπήβολο όραμα, «να γίνει το κορυφαίο πρακτορείο ειδήσεων στον κόσμο μέχρι το 2016». Υπάρχουν ενδείξεις ότι το σχέδιο αυτό μπορεί να μπει στο ράφι ή να επιβραδυνθεί προς το παρόν, λόγω του εύθραυστου δημοσιονομικού κλίματος. Ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός του BBG για το 2013 είναι 756 εκατομμύρια δολάρια –κουτσουρεμένη εκδοχή στον κυβερνητικό σχεδιασμό– και η προσπάθεια που οραματίζεται το BBG απαιτεί τεράστιες αυξήσεις για να γίνει σωστά.
Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός του 2014 ανέρχεται στα 732 εκατομμύρια δολάρια. Χωρίς μια σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού, κάτι για το οποίο δύσκολα θα έδινε έγκριση το Κογκρέσο, το Παγκόσμιο Δίκτυο Ειδήσεων δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα ανταγωνιστεί τους άλλους ειδησεογραφικούς φορείς.
Και παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, αν αυτό που θα προκύψει από τη συγχώνευση θα είναι πραγματικά ένας οργανισμός ειδήσεων. Το συμβούλιο και η διοίκηση της VOA λένε πως ο Ιδρυτικός Χάρτης της εξακολουθεί να ισχύει, αλλά μια δήλωση για τη νέα αποστολή στο στρατηγικό σχέδιο αναφέρει ότι στόχος είναι «να ενημερώνει, να εμπλέκει και να συνδέει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο για την υποστήριξη της ελευθερίας και της δημοκρατίας [τονισμός με πλάγια από το συγγραφέα]».
Αυτή η τελευταία φράση αποτελεί συνηγορία, όχι δημοσιογραφία. Καθεστώτα σε όλο τον κόσμο –ιδιαίτερα τα εχθρικά, όπως του Ιράν– θα τη διαβάσουν και θα αντιμετωπίσουν τη VOA ως όργανο της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που απεργάζεται την αλλαγή του καθεστώτος. Αυτή η διατύπωση όχι μόνο υποσκάπτει τη δημοσιογραφική αξιοπιστία της VOA, αλλά θέτει τους ανταποκριτές της σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι χρειάζεται.
[Δόθηκε η ευκαιρία στη VOA να σχολιάσει τα ζητήματα που θίγονται σ’ αυτό το άρθρο, ενώ τέθηκαν ερωτήματα στον οργανισμό προς απάντηση. Αρνήθηκαν να απαντήσουν σ’ οποιαδήποτε ερώτηση.] CJR
Ένας τεχνικός, στο στούντιο του Radio Free Europe στο Μόναχο της (Δυτικής, τότε) Γερµανίας το 1977, ελέγχει τα µαγνητόφωνα µε µποµπίνες σε διάφορες γλώσσες για την εκποµπή ειδήσεων προς την ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
*Ο Gary Thomas εργάστηκε επί 27 χρόνια στην Voice of America (VOA) µέχρι να πάρει σύνταξη το 2012. Ήταν ανώτερος ανταποκριτής και αναλυτής ειδήσεων, εξειδικευµένος σε θέµατα εθνικής ασφάλειας και υπηρεσιών πληροφοριών. Υπηρέτησε στο Ισλαµαµπάντ και στην Μπανγκόκ, και κάλυψε θέµατα σε όλη τη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία.