Το τρίγωνο Λευκωσίας, Αθήνας και Άγκυρας, η διεθνής κοινότητα και οι εθνοκεντρικές οπτικές των αντιπαραθέσεων
του Στέλιου Στυλιανού*
Συμπληρώθηκαν ήδη τρία χρόνια από το τελευταίο ναυάγιο στις συνομιλίες για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, με την κατάσταση να επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο από την ενεργειακή διελκυστίνδα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η διαιώνιση του προβλήματος και η μη πρόοδος στα ελληνοτουρκικά θέματα, πόσο μάλλον η εκτράχυνσή τους και η απειλή για κάποιο θερμό επεισόδιο, αποτελούν τροχοπέδη για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή μας. Όσο κι αν φαντάζει σήμερα απομακρυσμένη μια θετική εξέλιξη, η λύση του Κυπριακού και η συνεννόηση Αθήνας και Άγκυρας είναι ίσως οι μόνες ρεαλιστικές προϋποθέσεις ενός πιο ελπιδοφόρου μέλλοντος για τους λαούς των τριών χωρών.
Μονομερείς ενέργειες και εντάσεις
Μετά το καλοκαίρι του 2017 και το άδοξο τέλος μιας ακόμα διεθνούς πρωτοβουλίας για διευθέτηση του Κυπριακού, η Τουρκία προχώρησε σε τέσσερις τουλάχιστον γεωτρήσεις στα διεθνή ύδατα νοτίως και νοτιοδυτικά του νησιού, συνοδευόμενες πάντα από την ανάλογη ναυτική και διπλωματική ισχύ. Το αποτέλεσμα ήταν η αδειοδοτημένη από τις Κυπριακές αρχές ιταλική εταιρεία ENIC να διακόψει τις έρευνές της σε παραπλήσιες περιοχές, με το ευρύτερο ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να μπαίνει ουσιαστικά στο «ψυγείο». Ζοφερό διαγράφεται και το μέλλον του υπό μελέτη αγωγού East Med, ενώ στα αρνητικά προστίθεται και η επιμονή τουρκικών και τουρκοκυπριακών κύκλων για «άνοιγμα» της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση, σε αντίθεση με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η ερευνητική δραστηριότητα της Τουρκίας στις θαλάσσιες περιοχές που διεκδικούνται προς εκμετάλλευση και από την Ελλάδα επιβαρύνει περισσότερο το κλίμα και έχει ήδη προκαλέσει την ανακοίνωση ορισμένων κυρώσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, οι διαφορές αυτές είναι ουσιαστικά απότοκο της διαχρονικής αδυναμίας των δύο κρατών να επιλύσουν τα ζητήματα που τους αφορούν, στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διαθέσιμων οργάνων του, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το τουρκολιβυκό και ακολούθως το ελληνοαιγυπτιακό μνημόνιο προς καθορισμό «θαλάσσιων συνόρων» ανάμεσα στα συμβαλλόμενα κράτη, μαζί με τις διμερείς και τις τριμερείς συνομολογήσεις που προηγήθηκαν ανάμεσα σε Κύπρο και Ελλάδα και χώρες όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, το μόνο που επιτυγχάνουν στο τέλος της ημέρας είναι να προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις, που δυναμιτίζουν το κλίμα και απομακρύνουν την αναγκαία συνεννόηση.
Η κατάθεση συντεταγμένων Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης από μια κυβέρνηση ή μια ομάδα κυβερνήσεων έναντι των θέσεων άλλων κρατών, δεν αποτελούν προϋποθέσεις αναγνώρισης και κατοχύρωσης από το διεθνές δίκαιο. Αντίθετα, η διεθνής διπλωματία προτρέπει σε συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων και τους καλεί να μπουν σε απευθείας διάλογο. Οι παραινέσεις και οι ενέργειες ευρωπαϊκών κέντρων και ιδιαίτερα της Γερμανίας κατάφεραν να αποφορτίσουν προς στιγμήν την ένταση που δημιουργήθηκε στα τέλη Ιουλίου ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Ανεξάρτητα από την τύχη της γερμανικής πρωτοβουλίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και τη διάθεση των δύο χωρών να εμπλακούν σε συνομιλίες στο αμέσως επόμενο διάστημα, αποκλιμακώνοντας την έκρυθμη κατάσταση, η ασφαλέστερη υπόθεση είναι πως θα ωφεληθούν περισσότερο, αν αντικρίσουν τις διαφορές τους με συναίνεση και με το βλέμμα στραμμένο στην ειρήνη και τη σταθερότητα.
Το ψυχροπολεμικό κλίμα και οι εθνοκεντρικές εξηγήσεις
Είναι κάτι περισσότερο από εμφανής η τάση των ελληνόφωνων μήντια να εξηγούν τη διαιώνιση του διχοτομικού status quo στην Κύπρο και τις τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την «αδιαλλαξία» και την «προκλητικότητα» της Άγκυρας ή την «παράκρουση» και τον «νέο-οθωμανισμό» του «σουλτάνου» Ερντογάν (Εrdogan). Οι εύπεπτες και ιδεοληπτικές αυτές παρουσιάσεις των γεγονότων, για εσωτερική κυρίως κατανάλωση, δεν λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση που γίνεται από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και τις κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών. Ως εκ τούτου, αδυνατούν να συμβάλουν σε μια αντικειμενική και σφαιρική ανάλυση των δεδομένων και δεν βοηθούν στην κατανόηση των συνθηκών αλλά και των επιλογών που θα πρέπει να εξετάζονται.
Η μη συμφωνία για λύση του Κυπριακού το 2017 και με το ευνοϊκότερο, ίσως, πλαίσιο έως τώρα, επιτρέπει στην Άγκυρα να σχεδιάζει και να ενεργεί κατά βούληση χωρίς ιδιαίτερο κόστος ή την επιβολή σημαντικών διεθνών κυρώσεων. Άλλωστε, η ευθύνη για την κατάρρευση της διαδικασίας βαραίνει αποκλειστικά τις δύο κοινότητες, σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με τις εγγυήτριες δυνάμεις να δέχονται τα εύσημα για την εποικοδομητική τους στάση κατά τη διάρκεια των τελευταίων αυτών εντατικών συνομιλιών.
Καίτοι σε πολλές περιπτώσεις οι εκτιμήσεις και οι παραινέσεις της διεθνούς κοινότητας δακτυλοδείχνουν την ελληνοκυπριακή πλευρά για τη στασιμότητα και τα αδιέξοδα στο Κυπριακό, οι ενδείξεις αυτές δεν διαπερνούν το εθνοκεντρικό πέπλο λογοκρισίας και μετατόπισης των ευθυνών στους «άλλους». Ανάλογη είναι η προδιάθεση των ελληνόφωνων μήντια και σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Οι χάρτες που παρουσιάζονται, αλλά και οι επιλεκτικές παρουσιάσεις των διεθνών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις των δύο χωρών σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, δεν επιτρέπουν τη ψύχραιμη ανάγνωση των συνθηκών και προετοιμάζουν τις κοινωνίες για τη σύγκρουση αντί για το αντίθετο.
Η λύση του Κυπριακού ως κλειδί για τη σταθερότητα και την ασφάλεια
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα αναγνωριστεί από την Τουρκία, χωρίς την επίλυση του προβλήματος και την επανένωση του λαού και του τόπου. Ουσιαστικά δεν μπορεί να υπάρξει μια κυπριακή ΑΟΖ, χωρίς να προηγηθεί η λύση και να συμφωνηθεί ο διαχωρισμός των διεθνών υδάτων που αφορούν τις δύο χώρες. Ανάλογες προϋποθέσεις ισχύουν και για την οριοθέτηση των ζωνών ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα. Καμιά αποδεκτή οριοθέτηση και εκμετάλλευση δεν θα είναι δυνατή, αν δεν συνομολογηθούν συμφωνίες ανάμεσα στα δύο μέρη, που θα αντιμετωπίζουν με συμβιβαστικό και κοινά αποδεκτό τρόπο τις διαφορές. Ως εκ τούτου, οι λογικές που θέλουν Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία να σχηματίζουν μέτωπο ενάντια στην Άγκυρα, ενισχύοντάς το ενίοτε με ευκαιριακούς συμμάχους που δείχνουν να επωφελούνται από τον περιορισμό της τουρκικής επιρροής, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, είναι μάλλον κοντόφθαλμες και στερούνται μακροπρόθεσμης αντίληψης και στρατηγικής.
Η λύση του Κυπριακού θα μπορούσε να απελευθερώσει δυναμικές ανάπτυξης και συνεργασίας στην περιοχή μας και να επιτρέψει συνέργειες και συμμαχίες σε όλα τα επίπεδα, διευκολύνοντας παράλληλα την Ευρωπαϊκή Ένωση στη χάραξη μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την περιοχή μας. Το βασικό ζητούμενο σε αυτή τη φάση, όπου τα περιθώρια για μια διευθέτηση φαίνονται να ελαχιστοποιούνται, είναι να αναλογιστούν οι πολιτικές ηγεσίες πού θα οδηγήσει η παγίωση των τετελεσμένων και η αντιπαράθεση της ελληνοκυπριακής κοινότητας με την Τουρκία σε όλη την γραμμή αντιπαράταξης, στον αέρα και τη θάλασσα που περιβάλλει το νησί.
Τέλος, σημασία θα πρέπει να αποδίδεται όχι μόνο στις θέσεις και τη στάση της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, αλλά και στη βούληση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να εργαστεί για μια συμφωνία που να εμπεριέχει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων. Η συνεννόηση με την Τουρκία είναι μονόδρομος, τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα. Και το κλειδί για μια μεταστροφή του κλίματος και τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις τρεις χώρες, δεν βρίσκεται μόνο στην Άγκυρα.
*Απόφοιτος Μεταπτυχιακού προγράμματος Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου στην Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία