Του Ιάκωβου Τσαγγάρη*
Το ζήτημα της αποχής των πολιτών από την ψηφοφορία απασχόλησε πολύ τα πολιτικά κόμματα κατά την εκστρατεία των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών του Μαΐου του 2016 στην Κύπρο, ειδικά μετά τα αποτελέσματα όλων των δημοσκοπήσεων που έδειχναν μια τάση για ιδιαίτερα ψηλά επίπεδα αποχής. Τελικά, παρά τις πάμπολλες εκκλήσεις των κομμάτων, και όχι μόνο, η αποχή από τις εκλογές έφτασε σε πραγματικά πρωτόγνωρα επίπεδα για τα κυπριακά δεδομένα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Υπηρεσίας Εκλογών , η αποχή στις βουλευτικές εκλογές του 2016 έφτασε στο 33,26%, αφού 180.645 από τους 543.186 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους δεν προσήλθαν στις κάλπες για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Ρίχνοντας μια ματιά στις τρεις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις για ανάδειξη των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αποχή αυξάνεται σταθερά.
Συγκεκριμένα, από 8.25% που ήταν το ποσοστό της το 2001 ανήλθε στο 11% το 2006 και στο 21,3% το 2011. Ο πιο κάτω πίνακας αποτυπώνει την κατάσταση όσον αφορά την αποχή από τις τέσσερις τελευταίες αναμετρήσεις για ανάδειξη μελών του κοινοβουλίου.
Ανάμεσα στους προφανείς λόγους για την αποχή θα μπορούσαν να συγκαταλεχθούν οι εξής:
1) η δυσαρέσκεια του κόσμου προς τους πολιτικούς και τα κόμματα λόγω της αδυναμίας τους να προβλέψουν και να αναχαιτίσουν την οικονομική κρίση και το παγκοσμίως πρωτόγνωρο φαινόμενο του κουρέματος των καταθέσεων
2) η αδυναμία ή απροθυμία επιβολής τιμωρίας σε όσους το περί δικαίου αίσθημα του λαού θεωρεί ως ένοχους για την κρίση αυτή
3) η μη επιβολή κυρώσεων σε όσους δεν ψηφίζουν, ειδικά μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004, παρά το γεγονός ότι η ψηφοφορία συνεχίζει να είναι υποχρεωτική
4) οι κατά καιρούς συγκυριακές συνεργασίες μεταξύ κομμάτων για διάφορα πολιτειακά αξιώματα, όπως για παράδειγμα αυτό του Προέδρου της Βουλής, που θεωρείται ότι αποβλέπουν σε μελλοντικό όφελος ανταπόδοσης εκ μέρους του κόμματος που ευεργετείται αρχικώς από τη συνεργασία αυτή
5) τα οικονομικά σκάνδαλα και τα φαινόμενα διαφθοράς που εμφανίζονται όλο και συχνότερα το τελευταίο χρονικό διάστημα και
6) η επικράτηση του φαινομένου του ατομικισμού που θεωρείται βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας.
Αποχή από την ψηφοφορία
Όμως, μπορεί η αποχή από την ψηφοφορία να συμβάλει στη λύση των προαναφερθεισών άκρως προβληματικών καταστάσεων ή μήπως φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα καταλήγοντας στην αύξηση της σήψης και της διαφθοράς στην κοινωνία και στους θεσμούς της; Ή από την άλλη, είναι άραγε αρκετή η προσέλευση στην κάλπη μόνο κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις για να θεωρείται ότι έχει πράξει κάποιος στο ακέραιο το καθήκον του που πηγάζει από την ιδιότητα του πολίτη ή μήπως χρειάζεται συνεχής ενασχόληση με τα κοινά, ενημέρωση και ενεργός δράση;
Πρώτα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολίτες σαφώς και έχουν δίκαιο να δυσανασχετούν με τους πολιτικούς και τη συμπεριφορά τους. Η μη παραδοχή της διάπραξης σοβαρών και εγκληματικών λαθών και η επιμονή τους να μένουν προσκολλημένοι στις καρέκλες τους χωρίς να αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη των πράξεών τους παραιτούμενοι αποτελεί την μεγαλύτερη, ίσως, αδυναμία των Κυπρίων πολιτικών, εκτός βεβαίως ελαχίστων εξαιρέσεων.
Με την αποχή από την ψηφοφορία, όμως, δεν αλλάζει η κατάσταση και δεν τιμωρούνται οι πολιτικοί που δεν επιδεικνύουν το απαραίτητο πολιτικό θάρρος αναγνώρισης των λαθών τους και υποβολής παραίτησης. Η αποχή από τις εκλογές και την πολιτική ουδόλως λύνει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία.
Αντίθετα μάλιστα, μάλλον το οξύνει, αφού η αδιαφορία των πολιτών πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα την επανεκλογή πολιτικών που δεν έχουν την απαραίτητη ευθιξία να παραιτηθούν και όσων εμπλέκονται σε αξιόποινες πράξεις χρηματισμού, διαφθοράς και ρουσφετιού ή με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους υποβοηθούν τέτοια φαινόμενα.
Εξάλλου, για να δικαιούται κάποιος να φέρει τον τίτλο του «πολίτη» και να θεωρείται οργανικό μέλος μιας κοινωνίας πρέπει τα ενδιαφέροντά του να μην στρέφονται αποκλειστικά γύρω από το ατομικό του συμφέρον, αλλά να γνοιάζεται για το κοινωνικό σύνολο γενικά.
Και αυτό πρέπει να το κάνει όχι μόνο μια φορά κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια όταν υπάρχουν εκλογές, αλλά φροντίζοντας να είναι διαρκώς ενήμερος για τα κοινά, να συμμετέχει όσο και όπως μπορεί σε διάφορες εθελοντικές ή άλλες οργανώσεις και να προσπαθεί να συνεισφέρει με ιδέες και προτάσεις που μπορεί να έχει.
Η αποχή από την ψηφοφορία και η αδιαφορία σε μια ημικατεχόμενη χώρα όπως η Κύπρος δεν είναι απλώς απαράδεκτη αλλά και εγκληματική. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει το επιχείρημα ότι οι βουλευτικές εκλογές αφορούν μόνο την ανάδειξη μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και δεν έχουν καμία σχέση με την κατοχή και το Κυπριακό.
Όμως δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι τα κόμματα που καταφέρνουν να έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση καλούνται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συμμετέχουν στο Εθνικό Συμβούλιο, ένα σώμα που συστάθηκε ειδικά για να συμβουλεύει τον εκάστοτε Πρόεδρο σε θέματα που αφορούν τις συνομιλίες για το Κυπριακό.
Επομένως, τα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν την ευκαιρία να λαμβάνουν ενημέρωση από πρώτο χέρι για τα τεκταινόμενα στο Κυπριακό και να υποβάλλουν προτάσεις και εισηγήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Επιπλέον, θεωρείται ότι το ψηλό ποσοστό της αποχής από τις εκλογές του 2016 είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στη Βουλή ενός κόμματος ρατσιστικού και φασιστικού, το οποίο δικαιωματικά διεκδικεί την εκπροσώπησή του και στο Εθνικό Συμβούλιο. Ο επηρεασμός των εξελίξεων από ένα τέτοιο κόμμα, όσο μικρή και αν είναι η επιρροή που μπορεί να έχει, μόνο ενθαρρυντική εξέλιξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Αφήνοντας κατά μέρος τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη λύση του προβλήματος (όπως για παράδειγμα η βούληση της Τουρκίας, οι διεθνείς εξελίξεις κλπ), το γεγονός και μόνο ότι ο κυπριακός λαός με την ψήφο του έβαλε στη Βουλή ένα τέτοιο κόμμα πλήττει σοβαρά την εικόνα της ελληνοκυπριακής κοινότητας και δίδει ένα ακόμα επιχείρημα σε όσους ισχυρίζονται ότι «οι Ελληνοκύπριοι δεν επιθυμούν λύση του Κυπριακού και δεν θέλουν να συμβιώσουν με τους Τουρκοκύπριους».
Το γεγονός ότι παρόμοια ρατσιστικά, φασιστικά και ξενοφοβικά κινήματα ενισχύονται και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία ούτε και αφορμή για εφησυχασμό. Η Κύπρος μπορεί να είναι μέλος της ΕΕ, αλλά οι συνθήκες που επικρατούν στο νησί είναι ιδιόμορφες και ιδιαίτερες.
Επομένως, η αποχή από τις εκλογές και κυρίως η αδιαφορία για τα κοινά δεν αποτελούν διαμαρτυρία κατά του κατεστημένου, όπως κατά κόρον λέγεται, αλλά συνενοχή στα εγκληματικά λάθη που διαπράχθηκαν κατά του λαού και έγκριση σε πιθανά μελλοντικά λάθη και εγκλήματα.