Της Κέιτλιν Λ. Τσάντλερ* | Μτφρ. Θάλεια Παύλου
Ο Ταμάμ Αλουντάτ είναι εξοικειωμένος με τις επιδημικές εξάρσεις. Ως γιατρός της Εκστρατείας για την Πρόσβαση σε Βασικά Φάρμακα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, εργάζεται για να αποκτήσουν πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τον εμβολιασμό περιοχές του κόσμου, οι οποίες μαστίζονται από ασθένειες ευρέως ξεχασμένες στις εύπορες χώρες: φυματίωση, ηπατίτιδα C, καλά αζάρ και την ασθένεια του ύπνου (αφρικανική τρυπανοσωμίαση), μεταξύ άλλων. Τον προηγούμενο μήνα, ο Αλουντάτ, διάβαζε τις τελευταίες ειδήσεις για τον νέο κορονοϊό στο γραφείο του στη Γενεύη της Ελβετίας, όταν έπεσε πάνω στο tweet κάποιου ιστορικού, ο οποίος συνιστούσε στους πολίτες να αρχίσουν να καταγράφουν τις ζωές τους.
Η σκέψη φώλιασε στα όνειρά του. Το επόμενο πρωί της 14ης Μαρτίου, ξύπνησε και δημιούργησε στο Facebook την ομάδα: «Η ιστορία του λαού της πανδημίας του κορονοϊού». Ο Αλουντάτ προσκάλεσε μερικούς συναδέλφους του στο χώρο της υγείας, από όλο τον κόσμο, με τη σκέψη πως θα ενδιαφέρονταν ενδεχομένως να καταγράψουν τις προσωπικές τους εμπειρίες στις διάφορες χώρες. Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, η ομάδα απαρτιζόταν από 1.000 μέλη· αυτή τη στιγμή, φιλοξενεί περισσότερα από 5.500, και εκτείνεται σε όλες τις ηλικίες, τα γεωγραφικά πλάτη και τα επαγγέλματα. «Συνηθίζω να διαβάζω κάθε ιστορία που αφορά τη δημόσια υγεία», δηλώνει ο Αλουντάτ μέσω Skype από το διαμέρισμά του στη Γενεύη, όπου εργάζεται πλέον εξ αποστάσεως, πλάι στη σύζυγό του και τα δίδυμα μωρά τους. Πίσω του, σε εμφανές σημείο της βιβλιοθήκης, φιγουράρει το βιβλίο του Αμερικανού ιστορικού Χάουαρντ Ζιν, Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών. «Οι περισσότερες, όμως, καταλήγουν να διαστρεβλώνονται καθώς εξαρτώνται από κρατικά αρχεία. Με ενδιέφερε να ανακαλύψω τι αξία θα είχε η δημιουργία ενός συλλογικού αρχείου. Θα προσέφερε μια διαφορετική άποψη από την επίσημη».
Ο COVID-19 είναι η πρώτη παγκόσμια πανδημία που καταγράφεται εκτεταμένα στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παράγοντας πλούτο πληροφόρησης (και παραπληροφόρησης). Σύμφωνα με τον ερευνητή των Μέσων κοινωνικών δικτύωσης, Ρέιμοντ Σεράτο, το Facebook φιλοξενεί τουλάχιστον 208 δημόσιες ομάδες με θέμα τον COVID-19, με συνολικά 6,5 εκατομμύρια μέλη. (Ο πραγματικός αριθμός πιθανολογείται πως είναι υψηλότερος· ο Σεράτο αναζήτησε δημόσιες ομάδες που περιείχαν στον τίτλο τους τον όρο «κορονοϊός», «πανδημία» ή «COVID», λαμβάνοντας υπόψη μόνο όσες είχαν πάνω από 1.000 μέλη). Μέχρι στιγμής, η ιδιωτική ομάδα «Η λαϊκή ιστορία της πανδημίας του κορονοϊού» είναι η μοναδική που ζητά από τους πολίτες να καταγράψουν τις ζωές τους, με σκοπό την έναρξη ενός εν εξελίξει ιστορικού αρχείου.
Το φάσμα των αναρτήσεων της ομάδας περιλαμβάνει από τις πολιτικές – πρόσφατο ερώτημα από την Ουάσινγκτον λέει: «ιδέες για να κινητοποιήσουμε μια αποτελεσματική διαμαρτυρία, ενώ βρισκόμαστε σε καραντίνα;» – μέχρι τις βαθιά προσωπικές: υπάρχουν καλλιτεχνικές δημιουργίες, τραγούδια και κινούμενα σχέδια, καθώς και προσφορές για διαδικτυακές κουβεντούλες προς αποτροπή της μοναξιάς που συνοδεύει τον εγκλεισμό. Οι άνθρωποι μοιράζονται τους φόβους, τις ανησυχίες, τις λύπες και τις στιγμές ευτυχίας τους. Η Κέλυ Γκρόουτ, μια 53χρονη συγγραφέας από τη Μασαχουσέτη, γράφει το πρωινό της 31ης Μαρτίου:
Ξυπνώντας τις μέρες του κορονοϊού: ο πεθερός ενός συμφοιτητή μου από το κολέγιο μόλις πέθανε από τον κορονοϊό στις μεσοδυτικές πολιτείες· κάποιος φίλος στην πόλη της Νέας Υόρκης αναφέρει πως ένα φορτηγό ψυγείο βρίσκεται στον διπλανό δρόμο από το σπίτι του, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των νεκρών· ένας άλλος φίλος, από την ίδια περιοχή, έχασε τρεις γνωστούς του από τον ιό, την προηγούμενη εβδομάδα· συμπλήρωσα ένα έντυπο για δωρεά γαντιών σε κάποιο τοπικό νοσοκομείο όπου εξαντλούνται οι ιατρικές προμήθειες ενώ δίνει μάχη με τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των κρουσμάτων. Ο ήλιος λάμπει, ύστερα από δύο βροχερές μέρες, οι καρδερίνες στην αυλή αποκτούν πάλι το όμορφο καλοκαιρινό τους φτέρωμα, και εγώ πασχίζω να βρω τις ισορροπίες μου.
Άλλα μέλη αναρτούν δημοσιεύματα από χώρες εκτός Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες πιθανώς να χτυπηθούν στο εγγύς μέλλον, ωστόσο ελάχιστα ασχολούνται με αυτές τα διεθνή Μέσα ενημέρωσης, καθώς το κλείσιμο των συνόρων, η απαγόρευση κυκλοφορίας σε ολόκληρες πόλεις, και οι υποχρεωτικές καραντίνες έχουν διακόψει προσωρινά τις μετακινήσεις των δημοσιογράφων εντός και μεταξύ των χωρών.
Η Σκόβια, μια 33χρονη μαία από την Καμπάλα της Ουγκάντας (η οποία ζήτησε να μην αποκαλυφθεί το πλήρες όνομά της), γράφει στις 2 Απριλίου: «Αρχικά, [η κυβέρνηση] απαγόρευσε την κυκλοφορία όλων των μέσων μαζικής μεταφοράς, αλλά δεν ενοχληθήκαμε ιδιαίτερα, γιατί οι λιγοστοί, που μπορούσαν να οδηγήσουν, μετέφεραν τους υπολοίπους με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα. Ο κόσμος άρχισε να περπατά πάνω από δέκα χιλιόμετρα για να φθάσει στην εργασία του… οφείλω να επισημάνω πως οι συγγενείς μου ζουν από εποχικές εργασίες, στην κυριολεξία μεροδούλι-μεροφάι… [Λίγες] ημέρες αργότερα, απαγορεύθηκαν και τα ΙΧ αυτοκίνητα. Ασθενείς δεν επιτρέπεται να διακομιστούν για νοσηλεία, αλλά ούτε κι εμείς, το υγειονομικό προσωπικό, να μεταβούμε για εργασία στο νοσοκομείο. Οι κακόμοιρες μητέρες θα πεθάνουν στο σπίτι, λόγω επιπλοκών στη γέννα».
Καθώς ο ιός εξαπλώνεται, ίσως σύντομα υπάρξουν περιοχές στον πλανήτη, από τις οποίες θα πάψουμε να μαθαίνουμε νέα. Ορισμένες κυβερνήσεις επιθυμούν να διατηρούν τον έλεγχο του επίσημου αφηγήματος· ήδη είναι δύσκολο να λάβουμε πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις του ιού στη Ρωσία και το Ιράν (αλλά και οι φωνές από αυτές τις χώρες απουσιάζουν αισθητά από την «Λαϊκή Ιστορία»). Δύο Κινέζοι πολίτες-δημοσιογράφοι, οι οποίοι μεταδίδουν ειδήσεις από την Ουχάν – ο Φανγκ Μπιν, πρώην επιχειρηματίας, και ο Τσεν Κιουσί, εικονολήπτης και πρώην δικηγόρος – αγνοούνται, ενώ δημοσιογράφοι σε άλλες χώρες έχουν τεθεί υπό κράτηση για τα ρεπορτάζ τους, όπως ο Γιαγεσιού Σιμέλις στην Αιθιοπία. Στις 3 Απριλίου, ο Αλουντάτ ανάρτησε μήνυμα με το οποίο ζητούσε από τα μέλη της ομάδας να «προσκαλέσουμε ανθρώπους, κάπως ή τελείως διαφορετικούς από εμάς».
Συγκεκριμένα, ο Αλουντάτ ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο οι συλλογικές μαρτυρίες μπορούν να αντισταθμίσουν τα κενά στην παρουσίαση και τις εδραιωμένες προκαταλήψεις των παραδοσιακών Μέσων ενημέρωσης, που συνόδεψαν την κάλυψη προηγούμενων επιδημιών, όπως ο Έμπολα. Ο Ζαν-Ζακ Μουγιέμπε, γιατρός από το Κονγκό, ανταποκρινόμενος στο πρώτο ξέσπασμα του Έμπολα το 1976, πήρε δείγμα αίματος από ασθενή στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ) και το έστειλε στο Βέλγιο για ανάλυση. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, η «ανακάλυψη του Έμπολα» αποδίδεται, από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, σε Βέλγους επιστήμονες.
Ο 44χρονος Βαέλ στην Αρμπίλ του Ιράκ, αναρτά στις 22 Μαρτίου: «Καλημέρα σε όλους, ένα σχόλιο από τη δική μου εμπειρία εδώ… στην πρωτεύουσα του ιρακινού Κουρδιστάν (Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση, KRG)… η περιοχή βρίσκεται υπό ολική απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 14 Μαρτίου, με τις ίδιες εξαιρέσεις που ισχύουν σχεδόν παντού. Οι αρχές διανέμουν τρόφιμα και βασικές προμήθειες σε οικογένειες που έχουν ανάγκη… φέτος τον Μάρτιο, ο κουρδικός πληθυσμός αναγκάστηκε να απουσιάσει από τους εορταστικές εκδηλώσεις του Νεβρόζ, που γιορτάζεται κάθε χρόνο την άνοιξη. Εχθές, παρά τον εγκλεισμό και την καταρρακτώδη βροχή, κάτοικοι της περιοχής μου έπαιξαν τον κουρδικό ύμνο και άλλα τραγούδια, και ο εκπατρισμένος πληθυσμός άναψε κεριά, σε μια ένδειξη αλληλεγγύης και ευγνωμοσύνης».
Καθώς η πανδημία εξαπλώνεται σε κάθε γωνιά του κόσμου, τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξακολουθούν να παίζουν τον ρόλο των αγωγών διακίνησης γεγονότων που καταγράφονται από τους πολίτες, όμοιων με αυτούς που χρησιμοποιούνται για την κοινοποίηση ειδήσεων από τοποθεσίες μη προσβάσιμες στην πλειονότητα των δημοσιογράφων ή κρίσιμων καταστάσεων, οι οποίες έπαψαν απλώς να καλύπτονται από τα μήντια. Μολονότι, όμως, οι πλατφόρμες διευκολύνουν τη μαζική συλλογή μαρτυριών, δεν έχουν σχεδιαστεί ως ιστορικά αρχεία. Στο σημείο αυτό, το έργο των ομάδων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το Συριακό Αρχείο, μπορεί να αποβεί διδακτικό όσον αφορά τον τρόπο ανάπτυξης καταλόγων για την ταξινόμηση περιεχομένου και δράσεων, ώστε οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να αλλάξουν τους κανόνες, που ενδέχεται ακούσια να διαγράφουν πληροφορίες.
Αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για τις σημερινές, αλλά και τις μελλοντικές γενιές, να γνωρίζουν πώς ο COVID-19 επηρέασε τις ζωές μας: τους ανθρώπους που χάσαμε από τη νόσο, εκείνους που έχασαν τα προς το ζην και τον τρόπο ζωής τους, εκείνους που χωρίστηκαν από τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μονάχα μέσα από τις ακριβείς καταγραφές και τις μνήμες αυτής της περιόδου, θα μπορέσουμε να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για να αποφύγουμε νέες πανδημίες, ενισχύοντας τις υγειονομικές υπηρεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο και βελτιώνοντας τη χωρητικότητα και την υποδομή των εθνικών συστημάτων υγείας. Θα θέλουμε να θυμόμαστε τα πάντα.
Ο Αλουντάτ έχει να δει τον πατέρα του δέκα ολόκληρα χρόνια, από τότε που ο πόλεμος στη Συρία κατέστησε ανέφικτη γι’ αυτόν την επιστροφή στη Δαμασκό. Για τον Αλουντάτ, ο κορονοϊός δεν αποτελεί τον «μεγάλο ισοπεδωτή», όπως τον χαρακτηρίζουν ορισμένοι στον Τύπο. «Όταν εξαπλώνεται σε αδύναμα συστήματα υγείας, ο αντίκτυπος στον κόσμο αναμένεται δυσανάλογος, αλλά ακόμη κι όταν εξαπλώνεται σε [χώρες με] ισχυρό σύστημα υγείας, οι πολίτες που διαθέτουν πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα ή δυνατότητα να διατηρήσουν σωστά τα μέτρα της καραντίνας, έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν», ισχυρίζεται. «Ωστόσο, πρόκειται για μια ασθένεια που θέτει άπαντες σε κίνδυνο, συνεπώς, δεν υπάρχει κανείς που να μη φοβάται». Στην «Λαίκή Ιστορία» μπορεί κάποιος να δει μέλη να μοιράζονται δωρεάν συμβουλές και να παρέχουν κοινωνική υποστήριξη σε αγνώστους, ορισμένοι εκ των οποίων, όπως δηλώνουν, δεν έχουν πού αλλού να καταφύγουν.
«Πώς, όμως, να διηγηθώ την ιστορία τους / αν δεν ήμουν εκεί;», διερωτάται ο Χιλιανός-Αργεντινός συγγραφέας Άριελ Ντόρφμαν στο ποίημά του «Λεξικό». Όπως ήδη συμβαίνει όποτε υπάρχει κάποιο είδος κοινωνικής ή πολιτικής κατάρρευσης, οι κοινωνίες – και όχι τα επίσημα Μέσα ενημέρωσης – είναι αυτές που, πρωτίστως, θα καταγράψουν και θα κομίσουν μαρτυρίες.
*Η Κέιτλιν Λ. Τσάντλερ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος με έδρα το Βερολίνο. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά New York Review of Books’ The Daily, The Nation, και Guernica. Είναι αποδέκτης επιχορήγησης του Διεθνούς Ιδρύματος για τις Γυναίκες στα ΜΜΕ (WMF) για γυναίκες δημοσιογράφους.