Της Σοφίας Ιορδανίδου*
«Νομίζω πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας – χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πώς, γιατί κι από πού- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μία πραγματικότητα – μία για τον καθέναν και ποτέ την ίδια για όλους- που κάθε τόσο αποδεικνύεται μάταιη και φανταστική».
H καλλιτεχνική ψυχή του Πιραντέλλο διαμορφώνεται από τη σύνθεση δύο διαφορετικών πολιτισμικών ρευμάτων. Αν σκεφθεί κανείς τον Πιραντέλο μόνο ως έναν λαμπερό Σικελό θεατρικό συγγραφέα, τον αδικεί, γιατί είναι ταυτόχρονα και ένας σπουδαίος Eυρωπαίος διανοούμενος και πολιτικός στοχαστής. Είναι φορέας αυτών των διαφορετικών προσωπικοτήτων και προσπαθεί να τις συνενώσει σε ένα ενιαίο σύνολο. Αποτέλεσμα της γοητείας που του ασκεί η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η σύγχυση της φαντασίας με την πραγματικότητα.
Και τα κείμενά του το περιγράφουν με αποκαλυπτικό τρόπο: «Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται». Βάλτε έναν άνθρωπο μπροστά σε έναν καθρέφτη, παρακινεί ο Πιραντέλο. «Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μην δει τον εαυτό του ή, έξω φρενών, φτύνει την εικόνα του ή, οργισμένος, δίνει μία γροθιά για να την καταστρέψει». Κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας, τονίζει ο Σικελός συγγραφέας. Και αυτό το δυσάρεστο είναι η ουσία του θεάτρου του.
Το δυσάρεστο στο θεατρικό σύμπαν του Πιραντέλλο είναι η αποκάλυψη της αδυναμίας εξεύρεσης της αλήθειας και η συνακόλουθη σαδιστική βία που αυτή η αποκάλυψη προκαλεί. Το έργο του βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τις επιταγές που τίθενται σήμερα, άλλοτε από τις «προηγμένες» κοινωνίες σε σχέση με την αποδοχή και την ένταξη στα γενικά κοινωνικά πλαίσια «νεότερων» πρακτικών κι επιλογών συμπεριφοράς και άλλοτε από τις περισσότερο «παραδοσιακές» κοινωνίες, με το αίτημα να γίνονται σεβαστές οι δικές τους αξίες από το παγκόσμιο περιβάλλον. Και στην προσπάθεια επιβολής της «αλήθειας» και του εξ αυτής εκπορευόμενου «δικαίου», αμφότερες οι πλευρές δεν διστάζουν να μετέλθουν βία, σωματική ή ψυχολογική. Αυτού του είδους η βία, στην ουσία της απροκάλυπτα κυνική και ωμή, ενεργεί πάνω στον πόνο του άλλου, στην αδυναμία του και στη στιγμή που αυτή εκδηλώνεται. Η κατ’ επίφαση καλοσύνη του κοινωνικού περίγυρου, περιέργεια, φόβος, κίνδυνος.
Στο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», ο Πιραντέλλο τοποθετεί τη δράση σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν με τους κατοίκους να αισθάνονται ότι η κοινωνική τους πραγματικότητα απειλείται από την παρουσία του Πόντζα και της ιδιότυπης οικογένειάς του. Και αρχίζει ένας αγώνας για την εύρεση της αλήθειας, για την αποκατάσταση της «τάξης» και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής: οι «παρεκκλίνοντες» καλούνται από τους ανωτέρους τους να αποδώσουν τα «θεσμοθετημένα» δέοντα, τις επιβεβλημένες αβρότητες. Και όταν η «παρέκκλιση» μένει χωρίς εξηγήσεις, όταν η «αλήθεια» διακυβεύεται από προσωπικές επιλογές, τότε στήνεται παρουσία του Νομάρχη, εκπροσώπου της πολιτικής εξουσίας, ένα λαϊκό δικαστήριο, με κατ’ επίφαση στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας. Ή, έστω, μίας αλήθειας.
Αυτή η αντίληψη της υποκειμενικότητας και οι έννοιες της αλήθειας και του πραγματικού (γνώσεις που αποτελούν σημαντικές φιλοσοφικές αναζητήσεις από καταβολής κόσμου), βρίσκονται στο κέντρο της πιραντελλικής δραματουργίας, η οποία, εν προκειμένω, θέτει κάτω από το μικροσκόπιό της τη χωρίς όρια αδιακρισία, την αδηφάγα περιέργεια, την απροκάλυπτη ωμότητα, την ηδονική βία, με τις οποίες αντιμετωπίζε- ται η όποια διαφορετική συμπεριφορά. Ακόμη καλύτε- ρα, μάλιστα, αν ο «διαφορετικός» πονάει – τότε είναι το ιδανικό θήραμα της κοινής γνώμης. «Αρωγός» και «συμπαραστάτης» της κοινής γνώμης σήμερα, και οι βασικές πηγές ενημέρωσής της, τα ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, που επίσης ισχυρίζονται ότι κατέχουν την αλήθεια.
Τι είναι αληθινό όμως στην αφήγηση ενός γεγονότος; Πόσο αποδεσμευμένοι μπορούν να είναι οι αφηγητές από τις προκαταλήψεις, τα προσωπικά τους βιώματα, ή ακόμη-ακόμη και από πιέσεις που δέχονται από το περιβάλλον τους, όταν καλούνται να περιγράψουν ένα γεγονός; Έντονοι προβληματισμοί και περίπλοκοι οι δρόμοι της «αλήθειας» και της «αντικειμενικότητας», όταν πρέπει κάποιος να «διαχειριστεί» τις έννοιες αυτές και να τις «διοχετεύσει» στην κοινή γνώμη. Από τη στιγμή που οποιοσδήποτε από εμάς αποτολμήσει την ερμηνεία των γεγονότων, αρχίζει και ο κατακερματισμός της αλήθειας. Τότε, ο αφηγητής γίνεται τρεις Γιάννηδες, σύμφωνα με τον αφορισμό του Αμερικανού συγγραφέα Γουέντελ Χολμς, και αναπαράγει/μεταφέρει στο κοινό του τη δική του υποκειμενική ματιά-ερμη- νεία, και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν αυτό γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα. Έτσι, πομποί και δέκτες, εμφανίζονται κυριολεκτικά αδύναμοι να συλλάβουν, να επεξεργαστούν, να μεταφέρουν και να αποδεχθούν με σαφήνεια την πραγματικότητα.
Αυτή ακριβώς η αδυναμία σύλληψης και μεταφοράς της πραγματικότητας, που αποτελεί όχι μόνο το πλαίσιο, αλλά και τον πυρήνα του συνολικού πιραντελλικού έργου, αποκτά στο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» τη σημασία διακήρυξης περί του ανέφικτου της αντικειμενικότητας.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η αντικειμενικότητα είναι μία διαδικασία ανέφικτη και ότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί, παρά μόνο ως ανθρώπινο δημιούργημα, οδηγούμαστε ανεπιφύλακτα στο συμπέρασμα ότι η πραγματικότητα είναι μία κοινωνική κατασκευή, άρα υπάρχουν τόσες πραγματικότητες, όσες και οι προσεγγίσεις ξεχωριστά των υποκειμένων. Σαν να λέμε δηλαδή “non c’ e’ una realta’ vera. Ognuno di noi ha la sua realta”. Δεν υπάρχει μία πραγματική αλήθεια, ο καθένας από μας κουβαλάει τη δική του. Άλλη η αλή- θεια του Λαουντίζι, διαφορετική η αλήθεια της κυρίας Φρόλα, αλλιώτικη η αλήθεια του κυρίου Πόντζα. Αλλά το ζητούμενο ένα. Όπως το καταγράφει η πένα του ιδιοφυούς Πιραντέλλο:
Λαουντίζι: Ορίστε, κυρίες και κύριοι, πώς μιλάει η αλήθεια.
(Τους κοιτάζει ειρωνικά και προκλητικά) Ικανοποιηθήκατε;
Ένα «παιχνίδι ρόλων» αποτελεί το θεατρικό σύμπαν του Λουίτζι Πιραντέλλο. Ένα «παιχνίδι ρόλων» απο- τελεί και η συνολική ύπαρξη του ανθρώπου, ο οποίος στο νέο, γεμάτο προκλήσεις κι απαιτήσεις, παγκοσμι- οποιημένο περιβάλλον καλείται να αναλάβει ακόμη περισσότερους ρόλους, άρα να είναι ανοικτός σε ακόμη περισσότερους κινδύνους. Οι αντιστοιχίες πάμπολλες, αναγνωρίσιμες παντού γύρω μας. Γεγονός που ανταποκρίνεται σε αυτό που ανέκαθεν ευχόταν ο Πιραντέλλο: να προκαλέσει την αντίδραση του κοινού, είτε θετική είτε αρνητική, καθώς ταύτιζε την αντίδραση με τη συμμετοχή στη ζωή και κατ’ επέκταση με τη ζωή την ίδια.
*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και πρόεδρος του Advanced Media Institute
Πηγές:
Λουίτζι Πιραντέλλο, Θεατρικά έργα, εκδόσεις Γκόνη, Αθήνα 1966
Σοφία Ιορδανίδου, Το παιχνίδι των ρόλων, Η πρόσλη- ψη του Πιραντέλλο στην Ελλάδα, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2005
Σοφία Ιορδανίδου, «Μια ματιά στον Πιραντέλλο του ελληνικού θεάτρου», περ. Εκκύκλημα, τευχ. 20, Άνοι- ξη1989, σελ. 48
Franco Zeffirelli, «O διπρόσωπος Λουίτζι Πιραντέλο», εφημ. The Guardian και αναδημοσίευση εφημ. Καθημερινή, 22/6/2003