του Λεωνίδα Βατικιώτη
Απαθής και ασυγκίνητη παρακολουθεί η οικονομική και πολιτική ηγεσία το ντόμινο καταρρεύσεων που πυροδότησε η άνοδος των επιτοκίων! Στο ερώτημα δε που αυθόρμητα προκύπτει αν οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού, τώρα που έγιναν ορατές οι καταστρεπτικές, υφεσιακές επιπτώσεις τους η απάντηση είναι αρνητική. Η άνοδος των επιτοκίων θα συνεχιστεί!
Το πολύ – πολύ με ένα μικρότερο ρυθμό ή με χαμηλότερη ένταση όπως για παράδειγμα έκανε η αμερικανική κεντρική τράπεζα στις 2 Φεβρουαρίου και στις 22 Μαρτίου αυξάνοντας τα επιτόκια κάθε φορά μόνον κατά 0,25% για να φτάσουν στο 4,75%-5% που είναι το υψηλότερο σημείο τους από τον Οκτώβριο του 2007. Πριν δηλαδή ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων που στη συνέχεια γενικεύτηκε για να εξελιχθεί στην ευρωζώνη σε κρίση του ευρώ και στην Ελλάδα σε δημοσιονομική κρίση.
Είμαστε μόνο στην αρχή
Η αποφασιστικότητα των κεντρικών τραπεζών να συνεχίσουν την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, αδιαφορώντας για το οικονομικό και πολιτικό κόστος, υπογραμμίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Από κοινού επιβεβαιώνουν ότι είμαστε μάρτυρες μιας κρίσης που θα κρατήσει χρόνια. Εντελώς ενδεικτικά:
- Την δήλωση του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Χοακίμ Νάγκελ στις 24 Μαρτίου (αφού δηλαδή η μετοχή της Ντόιτσε Μπανκ είχε πέσει κατά 14%) ότι όχι μόνο πρέπει να συνεχιστούν οι αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, αλλά πρέπει επίσης να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, η άνοδος να διατηρηθεί κι όχι να ακολουθήσει μια ραγδαία πτώση.
- Την κριτική του ισχυρού άνδρα της JPMorgan προς τον επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, Τζ. Πάουελ, κι ενώ μάλιστα σε 11 ημέρες είχαν καταρρεύσει 4 τράπεζες στις ΗΠΑ (Silicon Valley Bank, Signature Bank, Credit Suisse και First Republique), «με όλο τον σεβασμό, αλλά η κατάσταση με τον πληθωρισμό έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του»…
- Την προτροπή του ΟΟΣΑ προς τις κεντρικές τράπεζες, στις 17 Μαρτίου μια μέρα δηλαδή μετά την αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 0,5% στο 3,5%, να μην παρεκκλίνουν από την αύξηση των επιτοκίων που έχουν αποφασίσει, μέχρι να τιθασευθεί και ο δομικός πληθωρισμός.
- Τέλος, τις προβλέψεις που διατυπώνονται και συντείνουν ότι η τρέχουσα αναστάτωση θα διαρκέσει τουλάχιστον 12 ως 18 μήνες. Ο ΟΟΣΑ για παράδειγμα εκτιμά ότι τα επιτόκια δεν θα μειωθούν πριν το 2024. Το ίδιο «ψήφισαν» κατά 53% και άνθρωποι της αγοράς στους οποίους απευθύνθηκε το πρακτορείο Bloomberg.
Ο λόγος για τον οποίο όλες οι κεντρικές τράπεζες επιστρέφουν σιγά – σιγά στα επιτόκια δανεισμού που υπήρχαν πριν την κρίση του 2008 είναι η τιθάσευση του πληθωρισμού ή η μονεταριστική ορθοδοξία, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ, στην Ευρωζώνη και σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο τα επίπεδα του πληθωρισμού τα τελευταία δύο χρόνια είναι πρωτοφανή για τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι αυξήσεις μάλιστα των επιτοκίων, που ξεκίνησαν το 2022, όπως και τα συνοδευτικά μέτρα περιορισμού της ρευστότητας μέσω της σταδιακής αναίρεσης των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, έχουν μέχρι τώρα επιδράσει θετικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός δηλαδή οριακά μεν, αλλά μειώθηκε. Ως αποτέλεσμα η αργή, αλλά ορατή πορεία επανόδου του πληθωρισμού στα προγενέστερα επίπεδα λειτουργεί κι ως πράσινο φως για τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής ώστε να συνεχίσουν την αύξηση των επιτοκίων, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.
Μια πιο προσεκτική ματιά ωστόσο στις πηγές προέλευσης του πληθωρισμού δείχνει ότι κυρίως στη ευρωζώνη (στο αριστερό διάγραμμα) η άνοδος των τιμών προήλθε από την αύξηση στις τιμές της ενέργειας (κίτρινο χρώμα στα διαγράμματα), αρχής γενομένης από το 2021. Όταν συγκεκριμένα η ΕΕ εξήγγειλε ένα νέο πακέτο επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης, υπό τον γενικό τίτλο «προσαρμογή στο 55%» που περιλαμβάνει πλήθος νεοφιλελεύθερων και αντιλαϊκών μέτρων για την μείωση των εκπομπών επικίνδυνων αερίων του θερμοκηπίου κατά 55%. Στη συνέχεια οι κυρώσεις στη Ρωσία οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση των τιμών ενέργειας. Μιλώντας ωστόσο για την ευρωζώνη αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού ξεκινάει από την ενέργεια, ενώ (προς επίρρωση του προηγούμενου συμπεράσματος) ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε δευτερογενώς ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών στην ενέργεια, όταν οι επιπτώσεις τους άρχισαν να διαχέονται σε όλη την οικονομία παράγοντας νέα κύματα ανατιμήσεων.
Κατά συνέπεια, αν κυβερνήσεις και οργανισμοί πράγματι ήθελαν να μειώσουν τον πληθωρισμό σε ευρωζώνη, ΗΠΑ, Αγγλία κ.λπ. θα έπρεπε να αναιρέσουν τις αιτίες που τον δημιούργησαν, δηλαδή να τιθασεύσουν τις τιμές στην ενέργεια αλλάζοντας τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κι ανακαλώντας τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Στο απυρόβλητο οι αιτίες του πληθωρισμού
Αντίθετα, η ακολουθούμενη οδός, αύξηση του κόστους του χρήματος μέσω της αύξησης των επιτοκίων που επιλέγουν Fed, ΕΚΤ και λοιποί μπορεί να κριθεί στο τέλος, πχ το 2024, αποτελεσματική, στο ενδιάμεσο όμως θα έχει προκαλέσει αλλεπάλληλες δραματικές αλλαγές στην οικονομία. Η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των στεγαστικών και άλλων δανείων από εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι η πρώτη συνέπεια και ισοδυναμεί με φτωχοποίηση. Επίσης, ισοδυναμεί με μεταφορά πλούτου από εργαζόμενους, αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαίους προς τους τραπεζίτες που θα επωφεληθούν με την είσπραξη επιπλέον τόκων για κεφάλαια τα οποία έχουν εδώ και καιρό καταβάλει.
Υπάρχουν ωστόσο και ζημιές για τους τραπεζίτες κι είναι αυτές ακριβώς οι ζημιές που οδήγησαν στις τραπεζικές καταρρεύσεις και τις απώλειες των τραπεζικών μετοχών την προτελευταία εβδομάδα του Μαρτίου. Η άνοδος των επιτοκίων προκαλεί απώλειες στα ομόλογα σταθερού επιτοκίου όσο εκδίδονται νέα ομόλογα με υψηλότερες αποδόσεις, που παίρνουν υπόψη τους το νέο επίπεδο των επιτοκίων. Για να μπορέσουν οι τράπεζες να ανταποκριθούν στις τρέχουσες υποχρεώσεις του, πχ αναλήψεις που μάλιστα θα είναι σημαντικά αυξημένες στο εξής επειδή ειδικά οι επιχειρήσεις όλο και περισσότερο θα χρησιμοποιούν τα αποθεματικά τους για επενδύσεις αντί του σχεδόν δωρεάν τραπεζικού χρήματος του παρελθόντος, είναι αναγκασμένες να ρευστοποιούν ομόλογα σταθερού εισοδήματος με ζημιά. Σε αυτό το πλαίσιο πίσω από τις ειδήσεις για αυξημένες αναλήψεις, όπως πχ συνέβη στις ΗΠΑ όπου οι καταθέσεις πραγματοποίησαν την μεγαλύτερη πτώση εδώ κι ένα χρόνο, κατά 98,4 δισ. ευρώ φτάνοντας στα 17,5 τρισ. δολ., σημασία έχουν οι ζημιές που αναλαμβάνουν οι τράπεζες πουλώντας ομόλογα για να καλύψουν τις αυξημένες αναλήψεις. Αυτή ακριβώς είναι η εστία των κλυδωνισμών που ταράσσουν τις τράπεζες, εδώ και λίγες εβδομάδες.
Κατά συνέπεια, οι εφησυχαστικές υποτίθεται διαβεβαιώσεις του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς για τα κέρδη της Ντόιτσε Μπανκ ή ακόμη και των Ελλήνων πολιτικών για την ισχυρή κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών είναι από παντελώς άσχετες έως εντελώς παραπλανητικές. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι ριψοκίνδυνες τραπεζικές τοποθετήσεις, που παραπλανούσαν ρυθμιστές αρχές και πελάτες στο πλαίσιο ενός απορυθμισμένου χρηματοπιστωτικού τοπίου γενικευμένης ασυδοσίας, όπως συνέβαινε με τα δομημένα ομόλογα την πρώτη δεκαετία του 21ο αιώνα. Το πρόβλημα τον Μάρτιο του 2023 έγκειται στις πιο «καθαρές» και συνηθισμένες επενδύσεις, σε βαθμό κοινοτοπίας, που κάνουν οι τράπεζες: τις επενδύσεις σε ομόλογα.
Olaf Scholz dismisses fears over Deutsche Bank https://t.co/uX4OGd1k1L
— Financial Times (@FT) March 24, 2023
Αυτές οι επενδύσεις είναι που επέφεραν απώλειες της τάξης του 14% όχι μόνο στην Ντόιτσε Μπανκ (υπόδειγμα διεφθαρμένης τράπεζας που έχει εμπλακεί στα κορυφαία σκάνδαλα των ημερών μας· από πορνεία και παιδοφιλία της παγκόσμιας ελίτ μέχρι μαζικό ξέπλυμα βρόμικου χρήματος) αλλά και σε όλες σχεδόν τις τράπεζες: από την γερμανική Commerzbank και την γαλλική Societe General που οι μετοχές τους έχασαν την Παρασκευή 24/3 αντίστοιχα 5,4% και 3,7%, μέχρι όλες τις ελληνικές συστημικές. Η διαφορά με τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι λόγω των διαφημίσεων που αφειδώς μοιράζουν σε ιστοσελίδες και εφημερίδες ελάχιστα γίνονται γνωστές οι απώλειες τους. Μόνο λοιπόν την Παρασκευή 24 Μαρτίου οι ελληνικές τράπεζες – ζόμπι (που δεν έχουν χρεοκοπήσει επειδή πρώτο, δεν πληρώνουν φόρους εδώ και 10 χρόνια και δεύτερο τις έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει 4 φορές) έχασαν: Alpha: -6%, Eurobank: -6%, Εθνική: -6% και Τράπεζα Πειραιώς: -5%.
Πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι επικαλούνται και μια δεύτερη γραμμή άμυνας για να καθησυχάσουν τους πολίτες, που αποδεικνύεται εξίσου πορώδη με την επίκληση στην ισχυρή κεφαλαιακή βάση ή τη ρευστότητα των τραπεζών: Το κεφάλαιο έκτακτης ανάγκης που έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ΕΚΤ από εισφορές των ίδιων των ευρωπαϊκών τραπεζών για να λειτουργήσει σαν σωσίβιο στην περίπτωση νέων τραπεζικών χρεοκοπιών. Ξεχνούν ωστόσο να πουν ότι η αξία του ανέρχεται μόλις σε 66 δισ. ευρώ! Το ποσό είναι σταγόνα στον ωκεανό. Οι αργυρώνητοι Έλληνες τραπεζίτες, που έχουν στραγγίσει την ελληνική οικονομία το έχουν για …κολατσιό. Η άνοδος των επιτοκίων εγκυμονεί τον κίνδυνο να απαιτηθούν επομένως πολλές δεκάδες δισ. ευρώ σε όλη την ευρωζώνη για να σωθούν οι τράπεζες που θα εγγράφουν συνεχώς ζημιές από την ρευστοποίηση ομολόγων με ζημιά.
Ακόμη ωστόσο κι αυτό το κόστος ο καπιταλισμός προθυμοποιείται ανεπιφύλακτα και χωρίς δεύτερης σκέψη να το αναλάβει για να πετύχει κάτι πολύ πιο σημαντικό: Την διασφάλιση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ως σύνολο, συλλογικά. Σε αυτό το βωμό μπορεί να θυσιάσει όχι μόνο την Silicon Valley Bank αλλά ακόμη και την εμβληματική Credit Swiss που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας κι έχει μια ιστορία 167 ετών!
Μόνο τυχαία δεν ήταν η σύμπτωση της ανάδυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, την δεκαετία του ’80 ακόμη, με την μέχρι εσχάτων και νικηφόρα μάχη κατά του πληθωρισμού που έδωσε ο πρώιμος νεοφιλελευθερισμός, οδηγώντας στα ύψη τα επιτόκια και στα Τάρταρα τους μισθούς μαζί με κάθε έννοια σταθερότητας στην εργασία. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι αν η μετεωρική άνοδος των επιτοκίων (ακόμη και στο επίπεδο του 20% το 1980) την περίοδο 1979 – 1982, που έμεινε γνωστή ως σοκ Βόλκερ από το όνομα του τότε επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, προκάλεσε κρίση χρέους και αλλεπάλληλες κρατικές χρεοκοπίες σε όλον τον κόσμο, σήμερα το κόστος το πληρώνει κυρίως η Δύση, μόνη της, «τρώγοντας» αποκλειστικά και μόνο τα παιδιά της.
Η σταθερότητα των τιμών, ακόμη κι αν σημαίνει ύφεση, αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επέλαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που θα μπορεί να δίνει την μάχη για τις αποδόσεις στα εταιρικά και κρατικά ομόλογα σταθερού και μη εισοδήματος, τις μετοχές, τα νομίσματα, τα παράγωγα, κοκ, χωρίς να κατατρώγει τις αποδόσεις και τις προσδοκίες ο πληθωρισμός. Το πάγωμα των τιμών έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για το ευρώ, όπως δείχνει κι η φαινομενικά δογματική προσήλωση της ΕΚΤ στον στόχο του 2%, κι αυτό αποδείχτηκε με την άνοδο της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου από το Οκτώβριο μέχρι σήμερα, οπότε και κατάφερε να διαβεί το ψυχολογικό όριο της 1 προς 1 ισοτιμίας. Τα αυξημένα επιτόκια επομένως βοήθησαν το ευρώ να ανακτήσει το στάτους του ως επενδυτικό προϊόν. Κι όσο για τους δανειολήπτες που πρέπει να πληρώνουν 100 ευρώ κάθε μήνα επιπλέον ποιος τους λογαριάζει…
Η πολιτική απόφαση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να επιδεινωθούν οι συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας προκαλώντας πτώση του ΑΕΠ, εταιρικές χρεοκοπίες και ανεργία, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα ως σύνολο δεν θα ήταν τόσο οδυνηρή για τους λαούς αν ταυτόχρονα δεν επανέφεραν σε λειτουργία τις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» της λιτότητας. Η συμφωνία επιστροφής στο Σύμφωνο Σταθερότητας από 1/1/2024 με τα συμπαρομαρτούντα, όπως για παράδειγμα η δέσμευση μείωσης του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% κατά 5% ετησίως, επιβάλλεται σε μια περίοδο ραγδαίας και πρωτοφανούς αύξησης του δημόσιου χρέους ως αποτέλεσμα των δαπανών που καταβλήθηκαν για την διαχείριση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε το 2020 στο 256% από 227% το 2019. Ούτε την χρονιά της πρώτης κρίσης του 21ου αιώνα, το 2008, δεν καταγράφηκε τέτοια αύξηση του δημόσιου χρέους παρότι ούτε και τότε δεν τσιγκουνεύτηκαν δημοσιονομικών δαπανών οι κυβερνήσεις για να διαχειριστούν την κρίση. Το 2021 και 2022, παρότι δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα συγκεντρωτικά στοιχεία, η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η δε, αύξηση του χρέους το 2020 αποκλειστικά και μόνο στις προηγμένες οικονομικά χώρες ήταν ακόμη μεγαλύτερη από την παγκόσμια αύξηση που αποτυπώνεται στο κάτωθι διάγραμμα κι έφτασε το 300% του ΑΕΠ!
Η επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία, όπως συμφωνήθηκε στο πρόσφατο συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, με πρώτο θύμα τις κρατικές επιδοτήσεις στην ενέργεια, ισοδυναμεί με νέες μειώσεις δημοσίων δαπανών και επιπλέον φτώχεια για τους λαούς. Ή, με νέα Τέμπη και θυσία του δημόσιου συστήματος υγείας στο βωμό των κερδών…