Της Ελένης Μαυρούλη, Δρ. Γενικού Τμήματος Δικαίου – Δημοσιογράφου
Είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας «θωρακισμένο» απέναντι στην δραματική περιπέτεια που λέγεται κορονοϊός; Η απάντηση των κυβερνώντων είναι «ναι» και ότι γίνεται και θα γίνει «ό,τι είναι απαραίτητο». Η απάντηση των «ηρώων της πρώτης γραμμής» (αυτών που καλούμαστε να χειροκροτήσουμε, πλην όχι να μονιμοποιήσουμε ή να προσλάβουμε) είναι όχι και δεν γίνεται «κανένα γενναίο βήμα» προς την κατεύθυνση αυτή. Στο επίκεντρο, πλέον λοιπόν, της δημόσιας συζήτησης, μετά από πολλά χρόνια αναλύσεων και επιχειρηματολογίας περί της θετικής επίδρασης του ιδιωτικού τομέα και στο ζήτημα της υγείας, βρίσκεται αποκλειστικά το Δημόσιο Σύστημα Υγείας (και όχι μόνο στην Ελλάδα). Γιατί το Δημόσιο Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι αυτό που, και στην Ελλάδα, καλείται να δώσει την τιτάνια μάχη απέναντι σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο ιό. Γι’ αυτό το Δημόσιο Εθνικό Σύστημα Υγείας καλούμαστε όλοι, με σειρά απαγορευτικών μέτρων, να «αγοράσουμε χρόνο», όπως μας λένε καθημερινά όλοι οι αρμόδιοι και ειδικοί. Και για τον λόγο αυτόν, αξίζει να ρίξουμε μια προσεκτικότερη ματιά στην κατάσταση που βρισκόταν προ πανδημίας κορονοϊού το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μετά από δέκα χρόνια μνημονιακών πολιτικών, προκειμένου ν’ αντιληφθούμε, τελικά, πόσο «χρόνο» χρειάζεται «ν’ αγοράσουμε», πώς μπορεί να γίνει αυτό και αν όντως το πράττουμε ή απλώς «τρώμε χρόνο».
Τι προέβλεπαν τα μνημόνια…
Στο πλαίσιο της εφαρμογής των Μνημονίων, στα οποία τέθηκαν συγκεκριμένοι όροι προκειμένου να εξασφαλίσει η χώρα ρευστότητα/δάνεια, περιλαμβανόταν η ρητή προϋπόθεση της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Μέσα σε αυτήν την περιστολή συγκαταλεγόταν και η υιοθέτηση ανώτατου ύψους δημοσίων δαπανών για την υγεία, τα φάρμακα και την ασφάλιση. Για τον τομέα της υγείας, η συνολική δαπάνη ορίστηκε στο 6% το ανώτερο του ΑΕΠ και η φαρμακευτική δαπάνη στο 1% του ΑΕΠ. Σε πλήρη εναρμόνιση με τη συνολική κυβερνητική επιλογή της λιτότητας, η πολιτική αυτή, επί της ουσίας, οδήγησε στην μεγαλύτερη ύφεση που έζησε ποτέ η οικονομία της υγείας στην Ελλάδα.
…και τι προκάλεσαν
Μέχρι την έναρξη της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, η Υγειονομική Περίθαλψη που παρείχαν τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης κάλυπτε περίπου το 40% των τρεχουσών δαπανών υγείας. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 30,1% το 2016, ποσοστό που αντιπροσωπεύει σχεδόν το μισό των δημοσίων δαπανών για την υγεία. Παράλληλα, η ζήτηση για παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας αυξήθηκε, καθώς οι επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία των δημόσιων νοσοκομείων, όπως και ο αριθμός των νοσηλειών σε αυτά, αυξήθηκαν κατά 2,3% και 10,5% αντίστοιχα μεταξύ 2010 και 2015, εξαιτίας της γιγάντωσης του ποσοστού ανεργίας και κατά συνέπεια της αναζήτησης βοήθειας στο δημόσιο Σύστημα Υγείας. Αυξήθηκε και η μέση μηνιαία φαρμακευτική δαπάνη των νοικοκυριών, καθώς και το μέσο ποσοστό συμμετοχής στην πληρωμή των φαρμάκων από πλευράς ασθενών-ασφαλισμένων από 9% που ήταν το 2009 σε 30% που ήταν το 2016.
Δημόσια Νοσοκομεία: ένας από τους μεγαλύτερους «χαμένους» της κρίσης
Ο συνολικός αριθμός κλινών στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) μειώθηκε σε 29.550 το 2016 από 38.115 το 2009. Ο αριθμός των ιατρικών τμημάτων και μονάδων μειώθηκε κατά 600 και το νοσοκομειακό προσωπικό κατά 15.000 άτομα, την ίδια χρονική περίοδο. Εκτός αυτού, 500 κλίνες σε δημόσια νοσοκομεία προορίζονται για χρήση κατά προτεραιότητα από τους πελάτες ιδιωτικών εταιρειών ασφάλισης.
Οι προμήθειες αντιπροσώπευαν το 68% των συνολικών λειτουργικών δαπανών των δημόσιων νοσοκομείων (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές η μισθοδοσία του προσωπικού). Οι δαπάνες αυτές υπέστησαν περικοπές μεγαλύτερες του 38% μεταξύ 2009-2011 διά της εφαρμογής «βελτιστοποιημένων» διαδικασιών προμηθειών, μεταρρυθμίσεων στη φαρμακευτική πολιτική και οριζόντιων περικοπών που εφαρμόστηκαν από το Υπουργείο Υγείας. Από την άλλη, τα λειτουργικά έξοδα (αναλώσιμα, έμμεσες δαπάνες, ασφάλεια, κλπ.) αυξήθηκαν σε αρκετά νοσοκομεία χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος, τουλάχιστον εκ πρώτης ματιάς. Επί της ουσίας, αυτό που συνέβη, με βάση ένα δείγμα 40 γενικών νοσοκομείων (από τα 90) των οποίων τα στοιχεία δαπανών ήταν διαθέσιμα για την περίοδο τριών ετών μεταξύ 2009-2011, αυξήθηκαν τα έξοδα για αναθέσεις σε εξωτερικούς συνεργάτες σειράς υπηρεσιών-outsourcing (νομικές υπηρεσίες, συμβουλευτικές υπηρεσίες, κλπ.) κατά 40% το 2010 (σε σύγκριση με το 2009) και κατά άλλο ένα 27% το 2011. Στα διαθέσιμα παραδείγματα, συγκαταλέγονται οι δαπάνες για ανάθεση σε εξωτερικούς συνεργάτες των υπηρεσιών της διανομής φαγητού-catering (αύξηση κατά 22% το 2010 και κατά άλλο ένα 12% το 2011, όσον αφορά στοιχεία από 19 νοσοκομεία για τα οποία είναι διαθέσιμα για αυτήν την τριετία), της καθαριότητας (16% αύξηση το 2010 και επιπλέον 24% αύξηση το 2011 για 50 νοσοκομεία) και της ασφάλειας (23% αύξηση το 2010 και επιπλέον 27% αύξηση το 2011 σε 34 νοσοκομεία). Λαμβάνοντας υπ΄όψιν τα προαναφερόμενα αποτελέσματα, είναι προφανές ότι η λύση της ανάθεσης υπηρεσιών σε εξωτερικούς συνεργάτες, η οποία επιλέχθηκε με την αιτιολογία ότι θα οδηγούσε σε μείωση των συνολικών δαπανών, απέτυχε παταγωδώς και προκάλεσε επιπλέον οικονομικά προβλήματα.
Πάνω από τα μισά από τα 283 νοσοκομεία της χώρας (που διαθέτουν το 35% του συνολικού δυναμικού των κλινών) είναι ιδιωτικά νοσοκομεία κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ενώ υπάρχουν και πάνω από 3.500 ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Οι υγειονομικές εγκαταστάσεις, το προσωπικό και ο ιατρικός εξοπλισμός είναι άνισα κατανεμημένα στη χώρα, με μεγαλύτερη συγκέντρωση στις αστικές περιοχές και ελλιπή εξυπηρέτηση των αγροτικών περιοχών, γεγονός που συμβάλλει σε υψηλό επίπεδο μη ικανοποιούμενων αναγκών για ιατρική περίθαλψη. Για παράδειγμα, ο αριθμός των νοσοκομειακών κλινών αυξημένης φροντίδας (ΜΑΦ) το 2015 (360 ανά 100.000 κατοίκους) δεν είναι μόνο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (418) αλλά καταδεικνύει επίσης τριπλάσια διαφορά ανάμεσα στον αριθμό των κλινών της μητροπολιτικής περιφέρειας Αττικής και των αγροτικών περιοχών της κεντρικής Ελλάδας.
Το πάγωμα των προσλήψεων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα που επιβλήθηκε το 2010 ανέκοψε τη σταθερή αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στην υγειονομική περίθαλψη, τάση η οποία χαρακτήριζε την περίοδο πριν από την κρίση. Οδήγησε σε μείωση κατά 15% του προσωπικού που απασχολείται σε νοσοκομεία. Παρά το γεγονός αυτό, η Ελλάδα, και μετά την κρίση, εξακολουθεί να καταγράφει μακράν την υψηλότερη αναλογία γιατρών σε σχέση με τον πληθυσμό (6,3 ανά 1.000) στην ΕΕ, αν και μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται χιλιάδες άνεργοι. Σε αντίθεση με τον αριθμό των γιατρών, η αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού προς τον πληθυσμό είναι μακράν η χαμηλότερη στην ΕΕ (3,2 έναντι 8,4 ανά 1.000).
Παρά τη συνολική υπερπροσφορά γιατρών, τα δημόσια νοσοκομεία και ορισμένες υπηρεσίες χαρακτηρίζονται από υποστελέχωση [1] ή λειτουργούν κάτω από το όριο της επιχειρησιακής τους ικανότητας [2]. Επιπλέον, με βάση εκτιμήσεις επαγγελματικών ενώσεων, σχεδόν το ένα τέταρτο των εγγεγραμμένων γιατρών είναι πλέον άνεργοι και 7.340 γιατροί εγκατέλειψαν την Ελλάδα μεταξύ 2009 και 2015. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιεστικότερο όσον αφορά το νοσηλευτικό προσωπικό.
Αρκετές επαγγελματικές ενώσεις είχαν αναδείξει το πρόβλημα των σοβαρότατων ελλείψεων πολύ πριν από την εμφάνιση του Covid19, τονίζοντας ότι τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία. Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2016, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) υπογράμμιζε ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) χρειάζεται επιπλέον 6.000 γιατρούς για να λειτουργεί αποτελεσματικά. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) ανέφερε τον Οκτώβριο του 2015 ότι υπήρχαν 26.347 κενές θέσεις στα νοσοκομεία (όπως αυτά αναδιοργανώθηκαν από την εφαρμογή της πολιτικής που επέβαλαν τα Μνημόνια). Επιπλέον, δεν υπήρχαν παρά μόνο 3,6 νοσοκόμοι ανά 1.000 κατοίκους, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που καταγράφει 8 νοσοκόμους ανά 1.000 κατοίκους.
Τον Μάρτιο του 2016, η ηγεσία του τότε υπουργείου Υγείας, υπό το βάρος και σχετικής ευρωπαϊκής έκθεσης, ανήγγειλε την άμεση και επείγουσα πρόσληψη 800 μόνιμων ιατρών και 700 ατόμων επικουρικού προσωπικού, καθώς και 2.500 νοσηλευτών. Η διαδικασία πρόσληψης καθυστέρησε πολύ, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ οριστικά και ούτως ή άλλως περιλάμβανε αρκετές θέσεις μη μόνιμου προσωπικού. Η νέα κυβέρνηση που εκλέχθηκε τον Ιούλιο του 2019 δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε μόνιμες προσλήψεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και ιδιαίτερα στα Δημόσια Νοσοκομεία, ωστόσο μέχρι και τα τέλη του Ιανουαρίου του 2020 δεν είχε γίνει τίποτε.
Τεράστιες οι ελλείψεις ιατρο-νοσηλευτικού προσωπικού
Όπως αναφέρει ο Ηλίας Σιώρας, αντιπρόεδρος της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών και Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) και καρδιολόγος στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της Ελλάδας, τον Ευαγγελισμό, προ μνημονίων η δημόσια και η ιδιωτική δαπάνη για υγεία ετησίως ήταν συνολικά 26 δισεκ. ευρώ και το 2019 δεν ξεπέρασε τα 14,7 δισεκ. ευρώ. Επικαλούμενος τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο κ. Σιώρας τονίζει ότι η δημόσια δαπάνη για την υγεία έχει μειωθεί κατά 43% μέσα σε μια οκταετία (2009-2017) από 15,4 δισεκ. στα 8,8 δισεκατομμύρια. Στα τέλη του 2019, οι κενές οργανικές θέσεις γιατρών στα νοσοκομεία κυμαίνονταν μεταξύ 6.500-7.000, ενώ η συνολική μείωση του ιατρικού προσωπικού από την έναρξη της κρίσης υπολογίζεται σε 15.000. Οι κενές θέσεις μη ιατρικού προσωπικού (νοσηλευτικού και διοικητικού-βοηθητικού άλλης φύσης) στα νοσοκομεία στα τέλη του 2019 ήταν μεταξύ 20.000-25.000. Ταυτόχρονα, έχει καταγραφεί αύξηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, καθώς αν και όποτε γίνουν προσλήψεις, αυτές είναι για ορισμένο χρονικό διάστημα και πριν προλάβουν οι προσληφθέντες να προσαρμοστούν και ν’ αναλάβουν ευθύνες, αποχωρούν περιμένοντας να πάνε, κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή, σε άλλο νοσοκομείο.
Ο προϋπολογισμός μάλιστα για το 2020, όπως τονίζει ο Η. Σιώρας, μειώνει περαιτέρω τις συνολικές δαπάνες υγείας κατά ακόμη 182 εκατ. ευρώ, ανεβάζοντας σε περίπου 700 εκατομμύρια τη μείωση τα τελευταία έξι χρόνια, ενώ συγκεκριμένα για τα δημόσια νοσοκομεία η μείωση είναι της τάξης των 37 εκατομμυρίων ευρώ.
Σε επιβεβαίωση των δηλώσεων του κ. Σιώρα, η ΠΟΕΔΗΝ, στις αρχές Νοεμβρίου του 2019, είχε καταγγείλει ότι 150 από τις συνολικά 450 κλίνες στις μονάδες εντατικές θεραπείας των Δημοσίων Νοσοκομείων (κυρίως στη Δυτική Ελλάδα) δεν μπορούν να λειτουργήσουν εξαιτίας ελλείψεων σε προσωπικό. Επιπλέον, στα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020, μια σειρά τμήματα και κλινικές σε Δημόσια Νοσοκομεία τέθηκαν εκτός λειτουργίας (ακόμη και χειρουργικές επεμβάσεις αναβλήθηκαν) λόγω έλλειψης ιατρικού προσωπικού.
Και επειδή ο αριθμός των κλινών ΜΕΘ, με βάση τις καθημερινές ενημερώσεις του υπουργείου Υγείας και τις σχεδόν καθημερινές απαντήσεις των αρμόδιων ενώσεων των γιατρών, τείνει να γίνει «μαγική εικόνα», ας έχουμε μια ιδέα των αναλογιών ΜΕΘ και πληθυσμού με γνώμονα στοιχεία ανανεωμένα το 2017:
Συνολικές δαπάνες για υγεία – Η Ελλάδα σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ
Η Ελλάδα υπολειπόταν ως προς τις συνολικές δαπάνες για την υγεία και προ μνημονίων, αλλά το χαρακτηριστικό εντάθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, αφήνοντας βαθύ αποτύπωμα στο Σύστημα Υγείας. Το 2010, η συνολική δημόσια χρηματοδότηση για την υγεία (από τη Γενική Κυβέρνηση και από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης) ήταν 14.920,8 εκατομμύρια ευρώ και η ιδιωτική χρηματοδότηση από ιδιωτικές πληρωμές και ιδιωτική ασφάλιση ήταν 6.614,6 εκατομμύρια ευρώ. Το 2015, η συνολική δημόσια χρηματοδότηση είχε μειωθεί στα 8.704,5 εκατομμύρια ευρώ και η ιδιωτική χρηματοδότηση στα 5.765,4 εκατομμύρια ευρώ. Η ιδιωτική δαπάνη ανέρχεται στο 40% της συνολικής χρηματοδότησης, ενώ η δημόσια δαπάνη στο 59%. Διαφορά μόλις 19%, όταν το 2010 ήταν 40%. (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, 2017). Αυτό σημαίνει πως μπορεί να οδεύουμε σε ένα σύστημα υγείας πλήρως ιδιωτικοποιημένο, με τεράστια ευθύνη του κράτους λόγω της συνειδητής επιλογής του.
Percentage Contribution per sector in funding health expenditure 2010 – 2016 – Source: Hellenic Statistical Authority, ELSTAT – Reference: Economou Ch. (2018)
Οι υψηλές ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία, κυρίως με τη μορφή άμεσων πληρωμών από τους ασθενείς, ήταν ανέκαθεν σημαντικό μελανό χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος υγείας και εξακολουθούν να αυξάνονται. Το 2015, οι άμεσες πληρωμές συνιστούσαν πάνω από το ένα τρίτο (35%) των συνολικών δαπανών για την υγεία, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου (15%) στην ΕΕ και το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών. Ο κύριος όγκος των άμεσων πληρωμών από τους ασθενείς (90%) αφορά την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών και όχι τη συμμετοχή στις πληρωμές.
Συνολικά, το 2017 στην Ελλάδα μόνο το 61 % των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προερχόταν από δημόσιες πηγές ενώ το 35 % χρηματοδοτήθηκε απευθείας από τα νοικοκυριά (το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ). Επιπλέον, οι άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα και τα εμπόδια πρόσβασης στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης (WHO, Regional Office for Europe, 2018).
Το 2017 η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αυτοναναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), αφού ένα στα δέκα νοικοκυριά ανέφερε ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3 % των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη.
Τα κράτη-μέλη με σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών υγείας είναι η Βουλγαρία (46% των συνολικών δαπανών υγείας), η Ελλάδα (πάνω από 41%), η Κύπρος (54%), η Λετονία (44%) και η Μάλτα (43%). Τα κράτη-μέλη με το μεγαλύτερο ποσοστό χρηματοδοτούμενων από το κράτος δαπανών υγείας είναι η Τσεχική Δημοκρατία (83%), η Δανία (84%), η Γερμανία (85%), το Λουξεμβούργο (83%), οι Κάτω Χώρες (81%) και η Σουηδία (84%).
Οι απότομες αλλαγές στους δείκτες απώλειας υγείας από το 2010 και μετά δείχνουν ότι τα μέτρα λιτότητας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο – τα Μνημόνια επιτάχυναν προϋπάρχοντα προβλήματα στον τομέα της υγείας από το 2000. Η καταστροφή της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην Ελλάδα συσχετίζεται με την μείωση της αξιολόγησης του επιπέδου υγείας [3] που κάνουν οι ίδιοι οι πολίτες για τον εαυτό τους μετά την έναρξη της εφαρμογής των προγραμμάτων λιτότητας των Μνημονίων.
Ένα διαλυμένο Δημόσιο σύστημα υγείας απέναντι στον Covid 19
Το σύστημα υγείας, που ήδη είχε πολλά προβλήματα (κατακερματισμός, ελείμματα κ.λπ.) απλώς έγινε πολύ χειρότερο μετά την εφαρμογή των Μνημονίων, δεδομένης και της αύξησης της ζήτησης για δημόσιες υπηρεσίες υγείας, λόγω της εκτίναξης της ανεργίας και της φτωχοποίησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Όλα τα μέτρα υλοποιήθηκαν χωρίς δομημένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και χωρίς καμία σοβαρή έρευνα πριν από την εφαρμογή τους, με αποτέλεσμα να καταλήξει όλο αυτό το «πείραμα» στη δημιουργία ενός ακόμη πιο δυσλειτουργικού Εθνικού Συστήματος Υγείας, που αποκλείει πολύ περισσότερο κόσμο, ενός Συστήματος πιο ακριβού και λιγότερο αποτελεσματικού που αυξάνει το βάρος που καλούνται να σηκώσουν μόνοι τους, όσον αφορά την φροντίδα της υγείας τους, οι πιο ευάλωτοι πολίτες, το οποίο με δυσκολία ανταποκρίνεται στις πολύ θεμελιώδεις ανάγκες περίθαλψης του πληθυσμού.
Αυτή ήταν η εικόνα του ΕΣΥ και ιδιαίτερα των δημόσιων νοσοκομείων την παραμονή της πανδημίας του κορονοϊού: με ελάχιστο προσωπικό (μεγαλύτερης ηλικίας κυρίως οι μόνιμοι), με νεότερο προσωπικό μόνο με συμβάσεις (εξαιρετικά περιορισμένου) ορισμένου χρόνου, με τεράστιες ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτικό υλικό, με ελάχιστες κλίνες ΜΕΘ και ΜΑΦ κατ’ αναλογία του πληθυσμού. Όσο η εικόνα αυτή δεν αλλάζει δραστικά, αποφασιστικά και γρήγορα, είναι σαφές ότι δεν «αγοράζουμε χρόνο», απλώς τον «ροκανίζουμε» και αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο δραματικών επιπτώσεων για τη δημόσια υγεία τόσο εν μέσω όσο και μετά το τέλος της μεγάλης περιπέτειας του κορονοϊού που ανέδειξε ότι η ύπαρξη ενός εύρωστου δημόσιου συστήματος υγείας είναι θέμα ζωής και θανάτου. Άλλωστε, όπως αναφέρει σε μία από τις τελευταίες οδηγίες του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, οι τρεις βασικές κατευθύνσεις τις οποίες πρέπει να ακολουθήσουν οι χώρες για να ελέγξουν την εξάπλωση του Covid 19 είναι:
- Πλήρως χρηματοδοτούμενη Δημόσια Υγεία σε όλους τους τομείς
- Ενίσχυση του Συστήματος Υγείας
- Άρση κάθε είδους οικονομικού εμποδίου στην πρόσβαση όλων στο σύστημα υγείας.
Ουσιαστικά προτείνει ακύρωση της βασικής μνημονιακής λογικής που εφαρμόστηκε και στον τομέα της Υγείας. Άρα, προς το παρόν, μάλλον «ροκανίζουμε χρόνο» και μόνο «Μένουμε Σπίτι».
Μια συνολική εικόνα για τον τομέα της Δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα μετά τα μνημόνια μπορείτε να βρείτε στην έρευνα με τίτλο Greece: Indebted Health που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος “Citizens for Financial Justice” (C4FF), το οποίο υλοποιήθηκε από το Advanced Media Institute (Debt Free), από όπου προέρχονται και τα στοιχεία που περιέχονται στο άρθρο, καθώς και η σχετική βιβλιογραφία.
[1] Ifanti, A.A. et al. (2013), “Financial Crisis and Austerity Measures in Greece: Their Impact on Health Promotion Policies and Public Health Care”, Health Policy, Vol. 113 (1–2), pp. 8-12
[2] Clarke, J., Houliaras, A. and Sotiropoulos, D. (2016), Austerity and the Third Sector in Greece, New York: Routledge.
[3] Filippidis, F.T., Gerovasili, V., Millett, C., Tountas, Y. (2017), Medium-term impact of the economic crisis on mortality, health-related behaviours and access to healthcare in Greece, Sci Rep; 7: 46423.