Από την εποχή του Μικρασιατικού Πολέμου ο Έλληνας είναι στην Τουρκία η κατ’ εξοχήν προσωποποίηση του «άλλου», του «απέναντι». Στην πραγματικότητα η σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε ως απότοκο ενός πολέμου με τους Έλληνες.
του Γιάννη Μανδαλίδη*
Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης είναι εν γένει ένα πεδίο άγνωστο στην Ελλάδα. Διεθνολόγοι, διπλωμάτες, ιστορικοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι που ασχολούνται με τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα γνωρίζουν ελάχιστα για τα δομικά χαρακτηριστικά του τουρκικού Τύπου, το ιδιοκτησιακό του καθεστώς και τις σχέσεις του με την εξουσία.
Συχνά τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου κρίνονται στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες ελληνικές αναλογίες, γίνεται προβολή στην ελληνική πραγματικότητα, με φυσικό επακόλουθο να εξάγονται λάθος συμπεράσματα και να δημιουργείται μία στρεβλή εικόνα για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Τουρκία και αυτή με τη σειρά της να εντείνει τα αδιέξοδα στις σχέσεις των δύο χωρών.
Η έκπληξη που θα αισθανθεί ο ανυποψίαστος Έλληνας αναγνώστης ή τηλεθεατής, αν ως εκ θαύματος άρχιζε ξαφνικά να καταλαβαίνει την τουρκική γλώσσα, θα ήταν πράγματι μεγάλη. Το ίδιο ισχύει φυσικά -και ίσως σε πιο έντονο βαθμό- και στην άλλη πλευρά των συνόρων. Και στην Τουρκία, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης είναι άγνωστα και πολλές φορές, όταν αναπαράγονται ελληνικά δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο, η ερμηνεία τους κάθε άλλο παρά αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.
Η εικόνα του «άλλου» στον τουρκικό Τύπο
Ο κυρίαρχος Τύπος σε μία χώρα, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις μπορεί να έχει το κάθε μέσο ανάλογα με την πολιτική του γραμμή, αποτυπώνει συνήθως μία κοινή αντίληψη, την ελάχιστη συναίνεση, που λειτουργεί ως συνεκτικό υλικό μεταξύ των ατόμων που απαρτίζουν την πλειονότητα ενός λαού ή ενός έθνους. Σε προέκταση αυτής της διεργασίας, ο Τύπος έρχεται να διαμορφώσει και την εικόνα όσων δεν χωρούν σε αυτό το πλαίσιο της ελάχιστης συναίνεσης, του εθνικού μύθου, την κυρίαρχη εικόνα δηλαδή που προσδίδει ένας λαός στον «άλλον» που συχνά είναι και ο «εχθρός».
Τα τελευταία 100 χρόνια, από την εποχή δηλαδή του Μικρασιατικού Πολέμου, ο Έλληνας είναι στην Τουρκία η κατ’ εξοχήν προσωποποίηση του «άλλου», του «απέναντι». Στην πραγματικότητα η σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε ως απότοκο ενός πολέμου με τους Έλληνες πριν από 100 χρόνια (όπως και η Ελλάδα ιδρύθηκε πριν από 200 χρόνια έπειτα από έναν πόλεμο με τους Τούρκους).
Ο τουρκικός Τύπος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν ανήκουν στα κυρίαρχα ΜΜΕ, συμβάλλει στην καλλιέργεια αυτής της εικόνας του «άλλου» για τον Έλληνα. Τον περιβάλλουν με μία σειρά από στερεότυπα, τα οποία ανάλογα με το κλίμα στα ελληνοτουρκικά, άλλοτε σε περισσότερο και άλλοτε σε λιγότερο βαθμό, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για την «πηγή του κακού» (συνήθως χρησιμοποιούν τη λέξη «fesat»), για έναν δολοπλόκο που θα χτυπήσει πισώπλατα, είναι άτιμος (kahpe), που όμως δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον Τούρκο και τελικά θα φάει το «χαστούκι» που του αξίζει.
Οι σχέσεις με το κράτος
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του τουρκικού Τύπου είναι η ύπαρξη μέσων ενημέρωσης που εκφράζουν τα συμφέροντα του Κράτους, ανεξαρτήτως του ποιος βρίσκεται στην εξουσία και ποια πολιτική γραμμή -αριστερή, κεντρώα, συντηρητική, ισλαμιστική, μιλιταριστική κ.ο.κ.- ακολουθεί. Στην Τουρκία αυτό ονομάζεται «devlet gazeteciligi», σε ελεύθερη απόδοση «καθοδηγούμενη από το κράτος δημοσιογραφία». Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε επί χρόνια η εφημερίδα Hurriyet.
Οι ρίζες του φαινομένου φτάνουν στις απαρχές του κεμαλικού κράτους, τη δεκαετία του 1920, με δημοσιογράφους που βρίσκονταν στον στενό κύκλο του Κεμάλ, όπως ο Γιουνούς Ναντί, η Χαλιντέ Εντίπ και ο Χακί Μπεχίτς, που εμψύχωναν το εθνικιστικό κίνημα με πύρινα δημοσιεύματα μέσα από τις σελίδες της Cumhuriyet και της Hakimiyet-i Milliye. Την ίδια μάλιστα εποχή και στο ίδιο μοτίβο εκδόθηκε από τους εθνικιστικές της Άγκυρας και η εφημερίδα Anadolu’da Ortodoksluk Sadasi (Η Φωνή της Ορθοδοξίας στην Ανατολία), που εκδιδόταν στα Καραμανλίδικα, γραμμένη δηλαδή με ελληνικό αλφάβητο στα τουρκικά, και απευθυνόταν στους τουρκόφωνους ορθοδόξους της Καππαδοκίας, μέχρι που ως αντάλλαξιμοι σύντομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους.
Το φαινόμενο αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα της Hurriyet και της Istanbul Ekspres το 1955, που συνέβαλαν τα μέγιστα στο ξέσπασμα των Σεπτεμβριανών, του πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Τουρκίας.
Ανάλογη ήταν η στάση της Hurriyet, αλλά και των υπόλοιπων εφημερίδων, στα γεγονότα της Κύπρου τα χρόνια που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα την εισβολή του 1974.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή από τη δεκαετία του 1950 και μετά, στο κάδρο του «άλλου» μπήκαν και παρέμειναν μέχρι και τη δεκαετία του ’90 και οι κομμουνιστές και γενικότερα οι αριστεροί, με τα τουρκικά μέσα να είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ευθυγραμμισμένα προς την επίσημη κρατική γραμμή.
Αυτό που παρατηρείται στον τουρκικό Τύπο είναι το γεγονός ότι, αφού περάσει ικανός χρόνος από ανάλογα στοχευμένα δημοσιεύματα, τα οποία εκ των υστέρων συχνά αποδεικνύεται ότι είναι ενταγμένα σε κάποιο επιχειρησιακό σχεδιασμό κρατικών υπηρεσιών, αυτά τα ίδια μέσα ενημέρωσης ή τα διάδοχά τους έρχονται να αποδεχτούν τον ρόλο τους στο παρελθόν – δεν αποκλείεται μέσα από την αρθρογραφία τους να ζητήσουν και συγγνώμη, να εκφράσουν τη συμπάθειά τους για τα θύματα των πολιτικών διώξεων που υπηρέτησαν. Την ίδια ώρα, όμως, αυτά τα ίδια μέσα ενημέρωσης και πάλι σε άλλα δημοσιεύματά τους ή σε άλλες εκπομπές τους ανακαλύπτουν νέους εχθρούς, στοχεύουν κάποιες άλλες κοινωνικές, πολιτικές, εθνικές ομάδες, στο ίδιο μοτίβο με νέους πρωταγωνιστές στο ρόλο του θύματος και του θύτη, παρά το γεγονός ότι εκφράζουν σήμερα μετάνοια για την ίδια συμπεριφορά τους στο παρελθόν.
Η ιδιοσυγκρασία αυτή του τουρκικού Τύπου και άρα της πλειονότητας των Τούρκων δημοσιογράφων, πλην μιας ανυπότακτης μειοψηφίας, που διακατέχεται πράγματι από επαγγελματικά ιδανικά και μία καθαρή αντίληψη περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεν δικαιολογείται μόνο από τις πιέσεις που ασκούνται άνωθεν ή τα οικονομικά συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από συγκεκριμένους ομίλους μέσων ενημέρωσης.
Είναι έκφραση της κυρίαρχης αντίληψης που υπάρχει ευρύτερα στην τουρκική κοινωνία για τις σχέσεις του πολίτη με το κράτος. Σε αντίθεση με τις ώριμες δυτικές αστικές δημοκρατίες, όπου το κράτος – από θέση αρχής τουλάχιστον – υπάρχει για να εξυπηρετεί του πολίτες, στην Τουρκία το πολιτικό σύστημα είναι δομημένο αντίστροφα, δηλαδή ο πολίτης υπάρχει για το κράτος.
Ως κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, ο τουρκικός Τύπος και οι Τούρκοι δημοσιογράφοι λειτουργούν σε αυτή τη βάση.
Σε αντιδιαστολή, στην Ελλάδα, οι Έλληνες δημοσιογράφοι λειτουργούν με κομματικά, και όχι, όπως οι Τούρκοι συνάδελφοί τους, με «κρατικά κριτήρια». Χαρακτηριστικό για να αντιληφθούμε τη διαφορά αντίληψης μεταξύ των μέσων ενημέρωσης των δύο χωρών είναι το δημοσίευμα στο πρώτο φύλλο του Βήματος, το μακρινό 1922, μιας εφημερίδας που υπήρξε επί χρόνια η πλέον «θεσμική» της χώρας. Στο πρώτο αυτό δημοσίευμα η εφημερίδα διακήρυττε ότι θα εξυπηρετεί το Κόμμα των Φιλελευθέρων.
Με δεδομένο ότι πολλά δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου αναπαράγονται από τα ελληνικά ΜΜΕ, η ουσιαστική αυτή διαφορά στον τρόπο άσκησης δημοσιογραφίας στις δύο χώρες είναι η αιτία που η ανάγνωση των τουρκικών δημοσιευμάτων στην Ελλάδα οδηγεί σε μία προβολή της ελληνικής πραγματικότητας στην Τουρκία και χάνεται στη «μετάφραση» η τουρκική πραγματικότητα. Εξ ου και συχνές «λανθασμένες» αναλύσεις, που συναντάμε στα ελληνικά ΜΜΕ σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση, ότι δηλαδή η τουρκική κυβέρνηση επιλέγει να κλιμακώσει την ένταση για εσωτερική κατανάλωση, επειδή βρίσκεται σε δύσκολη θέση, δεν την ευνοούν οι δημοσκοπήσεις κ.ο.κ.
Συνοπτικός χάρτης των τουρκικών ΜΜΕ
Οι ισχυρότεροι όμιλοι μέσων ενημέρωσης της Τουρκίας στηρίζουν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι όποιες διαφοροποιήσεις υπάρχουν μεταξύ τους έχουν κυρίως να κάνουν όχι με τον τρόπο άσκησης πολιτικής, αλλά με τα πολιτικά και κυρίως τα κέντρα οικονομικών συμφερόντων που εκπροσωπούν.
Σε αντίθεση με την αντίληψη που υπάρχει στην Ελλάδα, το λεγόμενο «σύστημα Ερντογάν» δεν είναι ενιαίο και αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στα τουρκικά ΜΜΕ.
Οι μεγάλοι όμιλοι φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία συνδέονται στενά είτε με την ίδια οικογένεια Ερντογάν είτε με κυβερνητικά στελέχη είναι:
Turkuvaz Medya: Ο επιχειρηματίας Αχμέτ Τσαλίκ, ιδιοκτήτης του ομίλου Çalık Holding, αγόρασε την Turkuvaz Medya από το κράτος, και συγκεκριμένα από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (TMSF), έναντι 1,1 δισ. δολαρίων, μετά τη χρεοκοπία της Ciner Holding, της προηγούμενης ιδιοκτησίας.
Τα 750 εκατ. δολάρια του ποσού αυτού χορηγήθηκαν ως δάνειο από τις κρατικές τράπεζες Halkbank και Vakıfbank.
Επικεφαλής του ομίλου μετά την εξαγορά του τοποθετήθηκε ο αδελφός του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρού του Ερντογάν, Σερχάτ. Την περίοδο εκείνη ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ ήταν διευθύνων σύμβουλος της Çalık Holding.
Ο όμιλος ελέγχει τη γνωστή την Τουρκία δεξαμενή σκέψης «Bosphorus Global Group», γνωστή και ως Ομάδα Pelikan (επειδή στεγάζεται στο ομώνυμο μέγαρο στις ακτές του Βοσπόρου). Η ομάδα αυτή θεωρείται ότι λειτουργεί ως ομάδα πίεσης για να προωθήσει τις πολιτικές φιλοδοξίες του Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Στον όμιλο ανήκουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί: ΑΤV, ATV Avrupa, Yeni Asır TV.
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί: Radyo Turkuvaz, Romantik Radyo.
Οι εφημερίδες: Sabah, Takvim, Yeni Asır, Fotomaç.
Δικτυακοί τόποι: Τα αντίστοιχα sites των παραπάνω ΜΜΕ συν teknokulis.com, aktuel.com.tr, turkuvazradyolar.com.
Albayrak Medya: Ανήκει στον όμιλο Albayrak Holding του Αχμέτ Αλμπαϊράκ και πέντε αδελφών του.
Ο όμιλος δραστηριοποιείται κυρίως στους τομείς των κατασκευών, ΜΜΕ, παραγωγής τρακτέρ, κατασκευής μηχανών, χάρτου, έτοιμου ενδύματος, διαχείρισης λιμανιών, μέσων μαζικής μεταφοράς, ενοικίασης οχημάτων, καθαριότητας, κοινωνικών υπηρεσιών. Τα ετήσια έσοδα του ομίλου αγγίζουν το 1 δισ. δολάρια.
Στον όμιλο ανήκουν οι εφημερίδα Yeni Şafak και ο τηλεοπτικός σταθμός TVNET.
Τα δύο μέσα στηρίζουν φανατικά τον Ερντογάν και εκφράζουν ακραία συντηρητικές θέσεις, διαδραματίζοντας έναν ρόλο ιδεολογικού γεφυροποιού μεταξύ των ισλαμιστών του κυβερνώντος Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης (ΑΚΡ) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης των ακροδεξιών Γκρίζων Λύκων. Η γραμμή τους είναι έντονα αντιαμερικανική και αντιευρωπαϊκή. Στο στόχαστρο της εφημερίδας βρίσκονται συχνά η Ελλάδα και το Ισραήλ. Τα δημοσιεύματά στοχεύουν κυρίως στη συσπείρωση του ακροατηρίου των δύο κομμάτων. Ωστόσο, συχνά θέσεις που χαρακτηρίστηκαν ακραίες και αφορούσαν στην εξωτερική πολιτική της χώρας, εμφανίστηκαν στη συνέχεια ως επίσημη πολιτική. Παράδειγμα τέτοιων περιπτώσεων είναι, μεταξύ άλλων, η τουρκική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, οι «Γκρίζες Ζώνες» στο Αιγαίο, η τουρκική εμπλοκή στον πόλεμο της Συρίας, το Παλαιστινιακό, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ κ.ο.κ.
Demirören Medya: Ανήκει στον τουρκικό κολοσσό «Demirören Group». Ο όμιλος έχει μερίδιο περίπου 9% στην τουρκική αγορά διανομής φυσικού αερίου και είναι η ιδιοκτήτρια εταιρεία του Demirören İstiklal Mall, του μεγάλου εμπορικού κέντρου στην «καρδιά» της Κωνσταντινούπολης, στο Πέρα. Τα έσοδα του ομίλου φτάνουν τα 3 δισ. δολάρια το χρόνο.
Ο όμιλος ελέγχει το δίκτυο των τηλεοπτικών σταθμών της Warner Media στην Τουρκία: Cartoon Network, Boomerang και CNNTurk.
Toν Μάιο του 2011 o όμιλος εξαγόρασε τις εφημερίδες Milliyet και Vatan.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 η οικογένεια του επιχειρηματία Αϊντίν Ντογάν αποσύρθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, πουλώντας το 2018 την εφημερίδα Hürriyet, τον τηλεοπτικό σταθμό Kanal D και όλα τα υπόλοιπα ΜΜΕ που κατείχε στον όμιλο Demirören.
Ειδικά για τη Hurriyet, είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι πρόκειται για έντυπο που ιστορικά ανήκε στην οικογένεια Σιμαβί, η οποία ακολουθούσε μια γραμμή απόλυτης ταύτισης με το τουρκικό κράτος, ασκώντας ένα είδος δημοσιογραφίας που στην Τουρκία είναι γνωστή ως «κρατική δημοσιογραφία». Ο ρόλος της Hurriyet στο πογκρόμ των Σεπτεμβριανών κατά των Ελλήνων της Πόλης το 1955 στο Κυπριακό και τα Ίμια, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί «ειδικός».
Ciner Medya: Ιδρύθηκε το 2007 tarihinde ως τμήμα του Ομίλου Ciner. Κατέχει πληθώρα μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών, διαδικτυακών τόπων και περιοδικών. Δραστηριοποιείται στους τομείς παραγωγής και διανομής ενέργειας, υαλουργίας, ορυχείων, χημικών, ναυτιλίας, αερομεταφορών, αθλητισμού, ασφαλίσεων, ξενοδοχείων, κ.λπ. Στον χώρο των ΜΜΕ κατέχει πληθώρα μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών, διαδικτυακών τόπων και περιοδικών και δραστηριοποιείται, επίσης, στη διανομή Τύπου και στον τομέα των τηλεοπτικών παραγωγών.
Τηλεόραση: Show TV, Show Türk, Show Max, Habertürk TV, Bloomberg
Διαδίκτυο: Haberturk.com, bloomberght.com, businessht.com.tr
Περιοδικά: Newsweek, FHM, Marie Claire Maison, Marie Claire, Food and Travel, GEO, Mother and Baby
Ihlas Medya: Στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ εντάσσεται και ο όμιλος Ihlas. Ναυαρχίδα του είναι η ισλαμιστική – συντηρητική εφημερίδα Turkiye.
Στους κόλπους του ομίλου δραστηριοποιούνται επίσης οι τηλεοπτικοί σταθμοί TGRT Haber, TGRT Belgesel ve TGRT EU, ο ραδιοφωνικός σταθμός TGRT FM και το πρακτορείο ειδήσεων İhlas (ΙΗΑ).
Πολύ μικρότερα σε μέγεθος και οικονομική ισχύ είναι τα μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση.
Από αυτά τα κυριότερα είναι:
Karar και Karar TV: Ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στην εφημερίδα Karar είναι: «Φιλελεύθερο μετριοπαθές AKP». Γύρω από την εφημερίδα συσπειρώνονται οι δυσαρεστημένοι, πρώην μέλη και υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος. Συντηρητική εφημερίδα που εκφράζει θέσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών και πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου.
Yenicag: Ακροδεξιά, συντηρητική, εθνικιστική εφημερίδα. Ανήκει στον χώρο των Γκρίζων Λύκων.
Milat και Akit: Μικρότερες ακραίες θεοκρατικές εφημερίδες, με δυναμική όμως παρουσία και επιρροή στον χώρο του πολιτικού Ισλάμ. Φανατικά αντικεμαλικές.
Cumhuriyet: Η σημαντικότερη και αρχαιότερη κεμαλική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1924 από τον Γιουνούς Ναντί, με εντολή του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ο πρώην διευθυντής της Τζαν Ντουντάρ βρίσκεται εξόριστος στη Γερμανία, καθώς στην Τουρκία διώκεται, επειδή το 2015 δημοσίευσε στην εφημερίδα φωτογραφίες με φορτηγά των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών που μετέφεραν παράνομα όπλα στους τζιχαντιστές της Συρίας, προκαλώντας την οργή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Μεταξύ των αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης, ιδιαίτερα δυναμική είναι επίσης η παρουσία της εφημερίδας Sozcu και του τηλεοπτικού σταθμού Oda TV. Οι θέσεις τους είναι κεμαλικές και έντονα εθνικιστικές.
*Δημοσιογράφος με εμπειρία στα διαδικτυακά Mέσα, διευθυντής CNN Greece