Της Λένας Αργύρη*
Το ερώτημα που προέκυψε από τις πρώτες, αναμφίβολα ιστορικές, στιγμές της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και το έθεσε η Washington Post αμέσως μόλις διαφάνηκε το αποτέλεσμα, είναι εάν προτίθεται να εφαρμόσει στην πράξη όλα όσα με δυναμισμό εξήγγειλε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του.
Αναλυτές εκτιμούν ότι, εάν επιχειρήσει να διαφοροποιήσει τα σημερινά δεδομένα και τις σταθερές της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, τότε θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια στροφή, που όμοιά της δεν θα έχει ξαναβιώσει η Αμερική. Υπάρχουν και αυτοί όμως που εκτιμούν ότι, από τη στιγμή που έπεσε η αυλαία της προεκλογικής περιόδου, ήρθε η ώρα της πραγματικής πολιτικής στην οποία δεν χωρούν εντυπωσιασμοί, μεγάλα λόγια και ανεδαφικές υποσχέσεις.
Δεν είναι εύκολο λοιπόν να προβλέψει κάποιος το είδος της εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθήσει ο επόμενος Πρόεδρος γιατί, αφενός δεν έχει δώσει δείγματα γραφής και αφετέρου όλες οι σχετικές αναφορές του έως σήμερα ήταν ασαφείς, αντιφατικές ή υπεραπλουστευτικές. Το Atlantic σχολιάζει ότι «καθώς ο Τραμπ στελεχώνει την κυβέρνησή του, λίγα στοιχεία γνωρίζουμε για την αινιγματική προσέγγισή του στον κόσμο των διεθνών σχέσεων».
Κρίνοντας από τον πρώτο διορισμό στο καίριο πόστο του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, όπου επέλεξε τον αντιστράτηγο εν αποστρατεία Μάικλ Φλιν, σφοδρό επικριτή της εξωτερικής πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα, μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι ο άνθρωπος που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της νέας αμερικανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, θα θελήσει να βάλει την δική του σφραγίδα. Το ίδιο ισχύει σύμφωνα με αναλυτές και για τον υποψήφιο για την θέση του επικεφαλής της CIA Μάικ Πομπέο.
Η Ρωσία, η Τουρκία και το ΝΑΤΟ
Κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει σε τι βαθμό θα φθάσει η προσέγγιση της Ρωσίας, πόσο θα ενισχυθούν οι σχέσεις με την Τουρκία, πώς θα αξιολογηθεί ο αμερικανικός ρόλος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και στα ανοιχτά διεθνή μέτωπα, τι θα συμβεί στον πόλεμο στην Συρία, πώς ακριβώς θα αντιμετωπιστεί ο ISIS, τι θα συμβεί με την Κίνα και πώς θα διαμορφωθούν οι υφιστάμενες διεθνείς συμμαχίες και ισορροπίες.
Ανάλογη ασάφεια επικρατεί και στο εσωτερικό μέτωπο, όπου ναι μεν ο νέος Πρόεδρος ελέγχει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου και θα ελέγξει και το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν διαθέτει όμως τις 60 έδρες στη Γερουσία που θα του έδιναν «λευκή επιταγή». Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει διακηρύξει ότι θα αποδομήσει τα επιτεύγματα της θητείας Ομπάμα, από το Οbamacare έως τη συμφωνία-τομή του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Έως σήμερα, ωστόσο, οι εναλλακτικές προτάσεις, που το επιτελείο του έχει καταθέσει στο τραπέζι για μια σειρά θεμάτων, απέχουν από το να χαρακτηριστούν συγκροτημένες, συνεκτικές και εφαρμόσιμες. Όσο βεβαίως πλησιάζουμε προς την ανάληψη των καθηκόντων, αυτό εκτιμάται ότι θα αλλάξει και θα αρχίσει να διαμορφώνεται και να διαφαίνεται η πολιτική της επόμενης κυβέρνησης.
Άγνωστο παραμένει, αν θα μειώσει τους φόρους στα υψηλότερα οικονομικά στρώματα, όπως έχει υποσχεθεί, κάτι που θα σημάνει τη φορολογική επιβάρυνση άλλων πληθυσμιακών ομάδων. Επιπλέον, η πολιτική του εμπορικού προστατευτισμού που έχει εξαγγείλει, θα σημάνει αύξηση τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υψηλότεροι φόροι δηλαδή, σε συνδυασμό με υψηλότερες τιμές, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συντριβή τη μεσαία και χαμηλότερη τάξη, βασικές δεξαμενές των ψηφοφόρων του.
Η στροφή που μπορεί να κάνει η χώρα σε μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων, όπως είναι οι αμβλώσεις, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, η οπλοκατοχή και η μετανάστευση, προκαλούν προβληματισμό, αν και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ θα ακολουθήσει πολύ πιο κεντρώα και μετριοπαθή πολιτική από ό,τι αναμένεται. Διότι, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, άλλο η προεκλογική ρητορική και άλλο ο προεδρικός λόγος, η συμπεριφορά και οι τελικές αποφάσεις του ηγέτη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παράπλευρες απώλειες μιας μακράς προεκλογικής περιόδου
Η νομιμοποίηση του ακραίου πολιτικού λόγου και η ανεκτικότητα απέναντι στον ανορθολογισμό είναι ίσως δύο από τις σημαντικότερες παράπλευρες απώλειες, που προέκυψαν από αυτή την προεκλογική εκστρατεία. Το κακό προηγούμενο, που εδραιώθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου τους τελευταίους μήνες, δημιουργεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διεξαχθούν και οι εκστρατείες του μέλλοντος. Δημιουργεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο ενδεχομένως να διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος από εδώ και στο εξής. Όλα επιτρέπονται πλέον. Δεν υπάρχουν συνέπειες, ούτε αναστολές. Οι ψηφοφόροι έχουν πάψει να σοκάρονται. Κάποιοι μάλιστα μπορεί και να έχουν εθιστεί σε αυτή τη σκληρή ρητορική.
Ο κυνισμός είναι πια στοιχείο της mainstream πραγματικότητας. Αυτή η πραγματικότητα είναι η εποχή των λεγόμενων post-truth politics, όπως έγραψε ο Economist, παραθέτοντας αναλυτικά τα εξόφθαλμα ψεύδη που ειπώθηκαν κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε, απλώς δεν έχει γίνει ακόμη απολύτως κατανοητό από το σύνολο των πολιτών, διότι βιώνουμε ακόμη τη μετάβαση. Νέοι όροι μπήκαν στην ζωή μας και η πολιτική ορθότητα δέχθηκε γροθιά στο στομάχι. Ο πολιτικός καθωσπρεπισμός αποτελεί παρελθόν. Ο λαϊκίστικος λόγος μπορεί και να είναι ο λόγος του μέλλοντος, αυτός που πουλάει, πείθει και τελικά αναδεικνύει ηγέτες.
Η απόλυτη απαξίωση των ΜΜΕ
Μια εξίσου σημαντική παράπλευρη απώλεια ή ευκαιρία για αυτοκριτική, είναι η απόλυτη απαξίωση του πανίσχυρου μηντιακού συστήματος της Αμερικής. Το Forbes γράφει αναλυτικό άρθρο για το πώς τα μήντια μπορούν να κερδίσουν και πάλι την αξιοπιστία τους μετά τη νίκη του Τραμπ. Γιατί είναι πια γεγονός ότι η αξιοπιστία τους έχει δεχθεί πλήγμα.
Το μηντιακό σύστημα πολέμησε τον Ντόναλντ Τράμπ, σχεδόν όπως δεν έχει πολεμήσει ποτέ κανέναν. Στάθηκε απέναντί του αρχικά με καχυποψία και στη συνέχεια με όλα τα δημοσιογραφικά όπλα παρατεταγμένα και ενεργά. Έβαλλε ανελέητα εναντίον του καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση μίσους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν δίστασε να κάνει εχθρούς αυτούς που οι πάντες θέλουν να έχουν φίλους. Έκτισε την προεκλογική του εκστρατεία αποδομώντας το ίδιο το σύστημα και τους εκφραστές του. Μίλησε απαξιωτικά σχεδόν για το σύνολο του δημοσιογραφικού κόσμου. Ακόμη και το πιο φιλικό προς αυτόν δίκτυο FOX, το χαρακτήρισε ως «τελείως αηδιαστικό». Χωρίς αναστολές και εξαρτήσεις, κατηγόρησε το μηντιακό σύστημα ότι είναι πουλημένο και στρατευμένο. Το χαρακτήρισε αποκρουστικό. Υπαινίχθηκε ότι το έχει εξαγοράσει η Χίλαρι και τα συμφέροντα που την εκπροσωπούν.
Και το σύστημα των ΜΜΕ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τον κτύπησε ανελέητα από την πρώτη στιγμή, με αμέτρητα σαρκαστικά πρωτοσέλιδα, op-eds δηλητηριώδη, αποκαλύψεις πότε αληθινές, πότε αμφιβόλου προέλευσης (που όμως εξυπηρετούσαν συστηματικά τον βασικό στόχο), εικονογράφηση στα όρια του εξευτελισμού και κριτική που έσπαγε κόκκαλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Το μηντιακό σύστημα αυτή τη σκληρή μάχη την έχασε. Εξήλθε με απώλειες, πληγωμένο κύρος και τραυματισμένη αξιοπιστία. Και τώρα στέκει αιφνιδιασμένο και παρακολουθεί τα γεγονότα με αμηχανία, αδυνατώντας τουλάχιστον την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές να υιοθετήσει υπεύθυνη στάση απέναντι στις εξελίξεις που καθορίζουν την ιστορία της χώρας. Χαρακτηριστικό το δημοσίευμα της Huffington Post με τίτλο «η Αμερική έκανε τελικά αυτό που έμοιαζε αδιανόητο, εξέλεξε τον Τραμπ Πρόεδρο. Αυτό που θα συμβεί από αύριο είναι ασαφές.»
Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετώπισε με προκλητικότητα και αναίδεια ακόμη και το ίδιο του το κόμμα και απέδειξε ότι τελικά δεν το είχε ανάγκη. Μίλησε απαξιωτικά για τον πανίσχυρο Πρόεδρο της Βουλής Πολ Ραιαν, λέγοντας το καλοκαίρι ότι «δεν σκοπεύω να στηρίξω την υποψηφιότητα του στις εκλογές του Νοεμβρίου.» Ειρωνεύτηκε τον βετεράνο πολέμου και πρώην προεδρικό υποψήφιο Τζον Μακ Κέιν ο οποίος πέρασε πεντέμιση χρόνια σε φυλακή του Βορείου Βιετνάμ. Αμφισβήτησε ότι είναι ήρωας πολέμου και πραγματικός πατριώτης διότι όπως δήλωσε σε συνέντευξη του «προτιμώ τους ανθρώπους που καταφέρνουν και δεν αιχμαλωτίζονται από τον εχθρό». Από το ίδιο του το κόμμα εκτιμάται από αναλυτές ότι θα επιχειρήσει να αρχίσει και τη λεγόμενη διαδικασία κάθαρσης του παλαιού συστήματος, μια μάχη που, σύμφωνα με αναλυτές, αναμένεται αμείλικτη.
Πολύ σκληρός για να πεθάνει
Ο Ντόναλντ Τραμπ διέψευσε κάθε πρόβλεψη. Αποδείχθηκε πολύ σκληρός για να πεθάνει. Έπαιξε στα δάχτυλα του ενός χεριού τους πάντες και τα πάντα. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ ξύλινο λόγο, δεν αξιοποίησε τις συμβουλές των επικοινωνιολόγων του εκστομίζοντας πάντα αυτό ακριβώς που σκεφτόταν, χωρίς ωραιοποιήσεις. Δεν προσποιήθηκε ότι είναι κάτι άλλο από τον πραγματικό του εαυτό. Αυτή η εικόνα που όλοι νόμιζαν ότι θα γίνει η ταφόπλακα του, έγινε ακριβώς το εργαλείο που τον οδήγησε στον θρίαμβο.
«Ήταν η συμπεριφορά του που του έδωσε τη νίκη» έγραψε το Time προσθέτοντας ότι «κάθε φορά που έλεγε κάτι που οι λεγόμενοι σοβαροί ψηφοφόροι, το έβρισκαν εξωφρενικό, μια μεγάλη μερίδα πολιτών το έβρισκε πολύ ειλικρινές». Όσοι πίστευαν ότι όσο εκτίθεται τόσο απομακρύνεται από τον Λευκό Οίκο δεν είχαν υπολογίσει σωστά την αντίδραση του εκλογικού σώματος. Δεν είχαν εκτιμήσει ορθά την αδυναμία των ψηφοφόρων να κατανοήσουν τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο.
Οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ πίστεψαν ότι το χρέος μπορεί πράγματι να μειωθεί τυπώνοντας νέο χρήμα ή προβαίνοντας σε εκ νέου διαπραγμάτευση με τους διεθνείς πιστωτές της χώρας. Ότι το τείχος με το Μεξικό – το οποίο τώρα αρχίζει και μετονομάζεται σε φράχτη – μπορεί να οικοδομηθεί για να προστατευθούν από τους εγκληματίες και τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας και ότι η κατασκευή του μπορεί μάλιστα να πληρωθεί εξ ολοκλήρου από τη γειτονική χώρα.
Πίστεψαν ότι ο ISIS μπορεί να εξολοθρευθεί εν μία νυκτί και ότι οι σημερινοί επιτελείς του Πενταγώνου «δεν έχουν ιδέα πώς να το κάνουν», όπως είπε από το βήμα της δεύτερης τηλεμαχίας. Ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη από την Κίνα χωρίς συνέπειες. Ότι αρκεί μια απόφαση για να απαγορευθεί η είσοδος των μουσουλμάνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι έτσι θα επιλυθούν πολλά προβλήματα ασφάλειας. Δεν αμφισβήτησαν ποτέ αυτές τις υποσχέσεις. Θεώρησαν ότι έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα, αλλά οι διεθνείς συνωμοσίες και οι συνωμοσίες των μεγάλων συμφερόντων απέτρεπαν μέχρι τώρα κάθε αλλαγή που θα έκανε τη χώρα μεγάλη ξανά.
Ο σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων του Τραμπ πίστεψε και πιστεύει ότι η Αμερική βρίσκεται υπό επίθεση: «οι δουλειές, οι αξίες, οι ζωές των Αμερικανών είναι θύματα επίθεσης, λέει ο Τραμπ, χρησιμοποιώντας μια ρητορική που συσπειρώνει το ρεπουμπλικανικό κόμμα», όπως προσθέτει ο Economist.
Η Αμερική που δεν γνωρίζαμε
Η Αμερική που δεν γνωρίζαμε είναι η Αμερική του 2016. Όπως γράφουν οι New York Times ζούμε στις «δύο Αμερικές του 2016». Μια διχασμένη, πολωμένη και θυμωμένη χώρα. Δεν είναι δημιούργημα όμως του Ντόναλντ Τραμπ, αυτή χώρα. Αυτός απλώς την εντόπισε και της έτεινε το χέρι για να βγει από τη φωλιά που ήταν καλά κρυμμένη. Αυτή η Αμερική ήταν πάντα εκεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ την αφουγκράστηκε, την οσφρίστηκε σαν λαγωνικό και την εκμεταλλεύθηκε για να ανέλθει στην εξουσία. Της έδωσε λόγο και βήμα. Και αυτή η Αμερική του το ανταπέδωσε, διότι κανείς έως σήμερα δεν είχε ασχοληθεί μαζί της.
Αυτή η Αμερική όμως, όπως σχολιάζει το Politico σε άρθρο με τίτλο «Τι θέλουν τώρα οι ψηφοφόροι του Τραμπ», είναι ανυπόμονη να δει αλλαγές και αν αυτές οι αλλαγές δεν έλθουν, τότε, όπως γράφει ο συντάκτης Μάικλ Κρουζ, στις επόμενες εκλογές δεν θα του δώσουν δεύτερη ευκαιρία. Και η Washington Post σχολιάζει: «στους ψηφοφόρους του Τραμπ δεν θα αρέσει η επόμενη ημέρα.»
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η Αμερική απολαμβάνει τον ρατσιστικό, ξενοφοβικό και σεξιστικό λόγο. Απορρίπτει την ενσωμάτωση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε και μεγαλούργησε η χώρα και αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Ενδεχομένως και να ζει σε μια πλάνη, αν πιστεύει ότι το σύστημα, και ειδικότερα το σύστημα της Ουάσιγκτον, θα καταρρεύσει και θα δημιουργηθεί μέσα από τα χαλάσματά του ένα νέο, στο επίκεντρο του οποίου θα είναι ο απλός πολίτης.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά το Fortune «η προσπάθεια του Τραμπ να καθαρίσει τον βάλτο της Ουάσιγκτον δεν θα είναι τόσο απλή.» Η Αμερική του Τραμπ φαντασιώνεται τον εαυτό της «great again», αλλά δυσκολεύεται να προσδιορίσει πώς ακριβώς μπορεί αυτό να γίνει πράξη. Θέλει να είναι η ελίτ του κόσμου, την ώρα που απορρίπτει την έννοια της ελίτ γενικά.
Η εξέγερση απέναντι στις ελίτ και την αλαζονεία της εξουσίας, όμως, είναι φαινόμενο παγκόσμιο, όχι μόνο αμερικανικό. Και η τάση του εθνικού απομονωτισμού, της λογικής δηλαδή «ας κλειστούμε στο καβούκι μας, δεν θα λύσουμε εμείς τα προβλήματα του κόσμου» είναι πια η κυρίαρχη τάση σε διεθνές επίπεδο. Τροφοδοτείται μεταξύ άλλων από την πρωτοφανή προσφυγική κρίση και την οικονομική ανισότητα. Ειδικότερα για τους ψηφοφόρους του Τραμπ ισχύει αυτό που αναφέρει ο Economist, ότι δηλαδή «η αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων, σε συνδυασμό με την τεχνολογική πρόοδο και τον ανταγωνισμό από την Κίνα, έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή συρρίκνωση μισθών και θέσεων εργασίας».
Η αντιπρόταση του Τραμπ είναι ότι θα επαναδιαπραγματευθεί ή θα καταργήσει τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες και θα φέρει πίσω τα εργοστάσια και τις δουλειές που έχουν κλέψει οι ξένοι. Η διεθνής αντιπρόταση όμως, απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, μια πρόταση που πρέπει να είναι πειστική, δεν έχει κατατεθεί από κανέναν πουθενά και το απέναντι στρατόπεδο παρακολουθεί τις εξελίξεις μουδιασμένο και αμήχανο.
Η Αμερική του 2016 έφερε στην εξουσία τον υποψήφιο που αρχικά δίστασε να αποκηρύξει την Κου Κλουξ Κλαν. Κόντρα στην Αμερική του 2008, που έφερε στην εξουσία τον πρώτο μαύρο Πρόεδρο. Κινήσεις αντιφατικές, που καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή τρόπο τη σύγχυση και την αδυναμία εντοπισμού κατεύθυνσης που χαρακτηρίζουν τη χώρα.
Η λεγόμενη «βουβή ψήφος», όπως την χαρακτήρισε η Wall Street Journal, που σόκαρε τελικά τους δημοσκόπους και ανέτρεψε όλα τα προγνωστικά, εμπεριέχει ενοχή και γι’ αυτόν τον λόγο έμεινε καλά κρυμμένη έως την ημέρα της κάλπης. Και όταν άνοιξαν οι κάλπες και αποκαλύφθηκε το αποτέλεσμα, η μισή Αμερική πάγωσε. Οι μεγάλες πόλεις σοκαρίστηκαν και οι λεγόμενοι πολίτες του κόσμου βρέθηκαν τις πρώτες ώρες σε κατάσταση άρνησης. Οι αγροτικές περιοχές, οι απομακρυσμένες πόλεις και οι αποκαλούμενες πολιτείες fly-over, στις οποίες ο Αμερικανός της προόδου δεν προσγειώνεται ποτέ, ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Η καχυποψία των μεν για τους δε βγήκε για πρώτη φορά τόσο έντονα στην επιφάνεια. Οι δύο διαφορετικές «Αμερικές» για πρώτη φορά κοιτάχθηκαν κατάματα.
Το Twitter
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής μάχης, το κίνημα της εναλλακτικής δεξιάς (alt right) έδωσε τα ρέστα του, κραυγάζοντας στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης με εμπρηστικά meme – δηλαδή κοφτές ατάκες που βασίζονται σε ένα αληθινό, πλην συνήθως ατυχές περιστατικό, και η μετατροπή του μέσω του διαδικτύου σε πραγματικό γεγονός – και έναν πρωτοφανή λόγο εναντίον όποιου τολμούσε να διαφωνήσει. Ο πόλεμος του διαδικτύου ήταν πρωτόγνωρος και αδυσώπητος.
Οι ίδιοι οι υποψήφιοι χρησιμοποίησαν το Twitter σαν να ήταν το βήμα προεκλογικής συγκέντρωσης. Εξέφρασαν τις απόψεις τους και διασταύρωσαν τα ξίφη τους επανειλημμένως μέσα από αυτό, σαν ήταν η νέα νόρμα. Οι εξυπνακίστικες ατάκες, οι προσβολές και οι ακραίοι χαρακτηρισμοί έπεφταν βροχή και οι χρήστες έμεναν άγρυπνοι νύχτες ολόκληρες, περιμένοντας να δουν πώς θα επιτεθεί ο ένας υποψήφιος στον άλλον.
Τα παραδείγματα δεκάδες, με ίσως πιο χαρακτηριστικό τον διάλογο που αφορούσε στην πρώην Miss Universe Αλίσια Μακάντο, την οποία επικαλέστηκε η Χίλαρι για να αποδείξει τον σεξισμό και τον μισογυνισμό με τον οποίο ο Τραμπ αντιμετωπίζει το γυναικείο φύλο. Έγραψε λοιπόν σχολιάζοντας τα προσβλητικά tweet του αντιπάλου της «τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που μένει ξύπνιος την νύχτα για να κατηγορήσει με ψεύδη μια γυναίκα.»
Ο Τραμπ απάντησε «για όσους με κατηγορούν ότι γράφω tweet στις τρεις τα ξημερώματα, τουλάχιστον τώρα γνωρίζουν ότι είμαι ξύπνιος για να σηκώνω το τηλέφωνο». Επρόκειτο για μια ευθεία βολή κατά του χειρισμού της Χίλαρι στην υπόθεση της Βεγγάζης. Οι απαντήσεις ουσίας αντικαταστάθηκαν με ευκολία από επιχειρήματα των 140 χαρακτήρων.
Όσοι ζητούσαν πειστικές απαντήσεις για τα πραγματικά προβλήματα της χώρας δεν τις έλαβαν ποτέ. Γιατί πειστικές απαντήσεις δεν επιχείρησε κανείς από τους δύο υποψηφίους να δώσει, αφού το προεκλογικό παιχνίδι περιορίστηκε σε έναν επιφανειακό δημόσιο λόγο. Η προτεραιότητα των δύο ήταν η αποδόμηση του αντιπάλου και όχι η ανάδειξη των ουσιαστικών ζητημάτων που μονοπωλούν το ενδιαφέρον του μέσου ψηφοφόρου.
Πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια αυτής της ατελείωτης και σκοτεινής προεκλογικής περιόδου, η λογική παραμερίστηκε αμήχανα από την παράνοια και άνοιξε τον δρόμο σε φαινόμενα που αυτή η χώρα δεν είχε ξαναζήσει. Η τελική επιλογή που είχαν οι ψηφοφόροι, ανάμεσα δηλαδή στον Ντόναλντ Τραμπ και τη Χίλαρι Κλίντον, ήταν μια επιλογή ανάγκης. Κανείς δεν έπεισε, κανείς δεν ενέπνευσε, κανείς δεν είχε όραμα.
Τι σημαίνει η εκλογή Τραμπ για την Ελλάδα
Είναι πολύ πρόωρο να εκτιμήσει κάποιος τι μπορεί να σημάνει το αποτέλεσμα των εκλογών για την Ελλάδα, γεωστρατηγικά και οικονομικά, και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εξαχθούν βιαστικά συμπεράσματα, παρά τις πρώτες τοποθετήσεις αξιωματούχων που αρχίζουν και δίνουν το στίγμα της πολιτικής. Επίσης δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ισχύς της λεγόμενης αμερικανικής γραφειοκρατίας σε Υπουργεία όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η στήριξη που είχε προσφέρει στη χώρα μας η κυβέρνηση Ομπάμα για το θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους και οι συνεχείς παρεμβάσεις προς τις Βρυξέλλες δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι θα συνεχιστούν. Ο νέος Πρόεδρος, αν κρίνουμε από τα όσα είχε πει πριν από λίγους μήνες, δεν προτίθεται να εμπλακεί δυναμικά στην προάσπιση των ελληνικών οικονομικών συμφερόντων. «Εμείς δεν έχουμε καμία δουλειά με την Ελλάδα, ας αφήσουμε τη Γερμανία να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, που το γνωρίζει και καλύτερα άλλωστε», είχε πει μιλώντας στο Fox και την Μαρία Μπαρτιρόμο τον Ιούλιο.
Γεωστρατηγικά, διαφαίνεται μια τάση ενίσχυσης των σχέσεων με την Τουρκία, την οποία συνεργάτες του Τραμπ -και κυρίως ο νέος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάικλ Φλιν-έχουν δηλώσει ότι θεωρούν σύμμαχο κρίσιμης σημασίας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο νέος Πρόεδρος αποφασίσει να κινηθεί πιο δυναμικά εναντίον των τζιχαντιστών στη Συρία και το Ιράκ, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η ενίσχυση των σχέσεων με την Άγκυρα.
Στο προσφυγικό ζήτημα μάλλον δεν θα πρέπει να περιμένουμε πολλά, διότι η τάση του νέου Προέδρου να ασχοληθεί με τα θέματα που αφορούν πρωτίστως τη χώρα του φαίνεται πως θα είναι κυρίαρχη. Και, όπως έχει πει επανειλημμένως, δεν θεωρεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι αυτές που θα λύσουν το προσφυγικό πρόβλημα όλου του κόσμου, αντιθέτως κάθε μία χώρα θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της.