του Ήθαν Ζούκερμαν* | Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Στο πρόσφατο παρελθόν, μια τεχνολογική επανάσταση συνταράσσει την υδρόγειο. Νέες επιχειρήσεις αναδύονται και καταρρέουν, περιουσίες χτίζονται και εξανεμίζονται, οι πρακτικές μετάδοσης των ειδήσεων επανασχεδιάζονται, και η σχέση ανάμεσα στους ηγέτες και το κοινό αλλάζει ριζικά προς το καλύτερο, αλλά και προς το χειρότερο. Πρόκειται για τη χρονική περίοδο 1912-1927, και η τεχνολογική επανάσταση αφορά στο ραδιόφωνο.
Τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας ξεκινούν με τη μεταφορά κωδικοποιημένων πληροφοριών διαμέσου ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις. Ήδη από το 1900, ο ήχος μεταδιδόταν πειραματικά μέσω των ερτζιανών κυμάτων, αλλά το ραδιόφωνο στη μορφή που το ξέρουμε—μέσω του οποίου όλοι όσοι διαθέτουν κάποιον δέκτη αναλογικού σήματος μπορούν να συντονιστούν στη συχνότητα για να ακούσουν μουσική και ανθρώπινες φωνές—δεν ήταν λειτουργικό έως το 1912, όπου ομάδες ανά την υφήλιο ανακάλυψαν, ξεχωριστά, πώς να χρησιμοποιήσουν τον τρίοδο σωλήνα κενού ως ενισχυτή. Τα χρόνια που ακολούθησαν, τρεις χώρες—οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σοβιετική Ένωση—ανέπτυξαν τρία διαφορετικά μοντέλα εκμετάλλευσης της τεχνολογίας.
Στις ΗΠΑ, το ραδιόφωνο ξεκίνησε ως μία ελεύθερη αγορά, ανοικτή για όλους. Περισσότεροι από πεντακόσιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί ξεφύτρωσαν σε λιγότερο από μία δεκαετία, με σκοπό να εξερευνήσουν τις δυνατότη- τες του νέου μέσου. Κάποιοι ανήκαν σε κατασκευαστές ραδιοφώνων, οι οποίοι δημιουργούσαν ραδιοφωνικές εκπομπές προκειμένου να πουλήσουν ραδιοφωνικούς δέκτες· άλλοι ανήκαν σε δημοσιογραφικούς οργανι- σμούς, σε ξενοδοχεία, ή άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες αντιλαμβάνονταν το ραδιόφωνο ως μέσο προώθησης του κύριου προϊόντος τους. Ωστόσο, το 40% των σταθμών δεν ήταν εμπορικό: ανήκαν σε εκκλησίες, φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, πανεπιστήμια και ραδιοφωνικές λέσχες. Οι σταθμοί αυτοί εξερευνούσαν τις τεχνικές, κοινωνικές και προσηλυτιστικές δυνατότητες του ραδιοφώνου. Φτάσαμε, έτσι, στο 1926 και την ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας Ραδιοφωνίας (NBC) από την Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών της Αμερικής και, εν συνέχεια, το ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο CBS, το 1927. Οι συγκεκριμένοι φορείς, καθένας εκ των οποίων συνίστατο σε ένα δίκτυο από σταθμούς που συνδέονταν μεταξύ τους αναμεταδίδοντας περιεχόμενο τοπικής και εθνικής εμβέλειας με την υποστήριξη τοπικών αλλά και κρατικών διαφημίσεων, εξελίχθηκαν σε κυρίαρχους παίκτες. Ως αποτέλεσμα, οι ραδιοφωνικές συχνότητες μη εμπορικού χαρακτήρα έπαψαν να εκπέμπουν.
Εν τω μεταξύ, στη Σοβιετική Ένωση, η ιδεολογία εμπόδιζε την ανάπτυξη ιδιωτικών σταθμών και πολύ σύντομα οι ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις, που ελέγχονταν από το κράτος, κυριάρχησαν καθολικά. Οι ηγεμόνες των νέων σοσιαλιστικών δημοκρατιών αναγνώρισαν τη δύναμη της αναμετάδοσης πληροφοριών ως τη μέθοδο ευθυγράμμισης της πολιτικής σκέψης μιας αχανούς χώρας, η οποία απαρτίζεται, πρωτίστως, από αμόρφωτους αγρότες. Το ραδιόφωνο συνοδεύει την εκβιομηχάνιση: τη δεκαετία του 1920, καθώς οι εργάτες μετακινούνταν σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και αγροτικές κολεκτίβες, τους υποδέχονταν ηχητικά μηνύματα από μεγάφωνα εγκατεστημένα στους τοίχους των εργοστασίων και πανύψηλους στύλους στις πλατείες των πόλεων. Με την πρώτη, μάλιστα, εμφάνιση των ατομικών συσκευών, το «ασύρματο ραδιόφωνο» —στερεοφωνικό ηχείο που εξέπεμπε μία μόνο συχνότητα—συνέδεσε σχεδόν κάθε κτίριο στη χώρα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησε διαφορετική πορεία, αποφεύγοντας τις ακρότητες του ασύδοτου μερκαντιλισμού και της κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας. Σύμφωνα με το βρετανικό υπόδειγμα, ένας ενιαίος δημόσιος φορέας, η Βρετανική Εταιρεία Μεταδόσεων (BBC), είχε επισήμως την άδεια να μεταδίδει προγράμματα σε εθνικό επίπεδο. Κάθε πώληση ραδιοφωνικού δέκτη στο Ηνωμένο Βασίλειο απαιτούσε την αγορά ετήσιας αδείας, όπου μέρος των εσόδων χρηματοδοτούσε τον κρατικό φορέα, το BBC. Ο άνθρωπος που ανέλαβε τη διοίκηση του BBC, ο Τζων Ρέιθ, ήταν γιος καλβινιστή ιερέα και αντιλαμβανόταν τη διαχείριση του έργου του σχεδόν ως ένα θρησκευτικό λειτούργημα. Αποστολή του BBC, κατά τη γνώμη του, ήταν να γίνει ο «σύμβουλος, φιλόσοφος και φίλος» του Βρετανού πολίτη, όπως αναφέρει η Σάρλοτ Χίγκινς στο βιβλίο της This New Noise (2015) με θέμα το BBC. Υπό την ηγεσία του Ρέιθ, το BBC υπήρξε το φερέφωνο μιας αυτοκρατορίας που διεκδικούσε να κυριαρχήσει επί των τεραστίων μαζών σε ολόκληρη την υφήλιο, όπως, επίσης, υπήρξε συντηρητικό και δογματικό σε κοινωνικό επίπεδο, με τρόπο μάλλον ηθικολογικό και αδιάφορο. Επινόησε, ωστόσο, την κρατική υπηρεσία μέσων ενημέρωσης. Όταν ξέσπασε η γενική απεργία του 1926 και διακόπηκε η παραγωγή εφημερίδων στο Ηνωμένο Βασίλειο, η διοίκηση του BBC, ανήσυχη να διατηρήσει τη γραμμή ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου μέσου, κέρδισε αξιοπιστία παραχωρώντας ραδιοφωνικό χρόνο τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Στις δεκαετίες που επακολούθησαν, το BBC έχει δημιουργήσει μια τεράστια επιχείρηση συλλογής και διανομής ειδήσεων σε διεθνές επίπεδο, καθιστώντας το μία από τις πιο έγκυρες πηγές πληροφόρησης στον κόσμο.
Τα συγκεκριμένα μοντέλα, αλλά και ο τρόπος που διαμόρφωσαν τις κοινωνίες από τις οποίες αναδείχθηκαν, παρέχουν έναν χρήσιμο οδικό χάρτη, καθώς μελετούμε ακόμη μία τεχνολογική επανάσταση: την άνοδο του διαδικτυακού εμπορίου. Τριάντα χρόνια μετά την εφεύρεση του Παγκόσμιου Ιστού (WWW), γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο πως υπάρχουν σημαντικά μειονεκτήματα στο παγκόσμιο μοντέλο. Η επιφανής καθηγήτρια του Χάρβαρντ και ακτιβίστρια Σοσάνα Ζούμποφ, χαρακτηρίζει το μοντέλο αυτό «κατασκοπευτικό καπιταλισμό»· πρόκειται για ένα σύστημα, όπου οι ηλεκτρονικές κινήσεις και οι δραστηριότητες των συνδεδεμένων στο διαδίκτυο χρηστών παρακολουθούνται, και τα δεδομένα πωλούνται στους διαφημιστές. Όσο περισσότερο χρόνο καταναλώνει το κοινό στο διαδίκτυο, τόσο περισσότερο θησαυρίζουν οι εταιρείες, συνεπώς στρέφουν συνεχώς την προσοχή μας στις ψηφιακές οθόνες για να μας εποπτεύουν και να απομυζούν οικονομικά οφέλη.
Το Facebook και άλλες εταιρείες έχουν εγκαινιάσει καινοτόμες υπερσύγχρονες μεθόδους συλλογής δεδομένων, οι οποίες επιτρέπουν στις διαφημίσεις να στοχεύουν ακριβώς στις ατομικές καταναλωτικές συνήθειες και προτιμήσεις του κοινού. Αυτό το μοντέλο έχει μία ακούσια παρενέργεια: έχει μετατρέψει τα δίκτυα κοινωνικής ενημέρωσης σε, παραδόξως, δημοφιλείς—ορισμένοι ισχυρίζονται εθιστικές—πηγές ανεξέλεγκτης πληροφόρησης, οι οποίες εύκολα μετατρέπονται σε όπλο. Αναξιόπιστοι φορείς, από άτομα πολιτικώς υποκινούμενα μέχρι άτομα που κατεργάζονται κερδοσκοπική προπαγάνδα υπέρ της ρωσικής κυβέρνησης, μπορούν να χαλιναγωγούν με ευκολία τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να διασπείρουν πληροφορίες, επικίνδυνες και ψευδείς.
Σήμερα, η παραπληροφόρηση κυριαρχεί ευρέως στις μεγαλύτερες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σε απάντηση στην τρωτότητα και τον κίνδυνο που σχετίζονται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεγάλης κλίμακας, κινήματα όπως το Time Well Spent απαιτούν τον προσανατολισμό κυρίαρχων στελεχών και επενδυτών της βιομηχανίας τεχνολογίας προς επίρρωση της αποκαλούμενης «ανθρώπινης τεχνολογίας». Πράγματι, η τεχνολογία πρέπει να υπηρετεί την ανθρωπότητα, και όχι να επαπειλεί την ύπαρξή της. Ενώπιον, όμως, ενός τόσο μεγάλου προβλήματος, μήπως χρειαζόμαστε κάτι πιο δημιουργικό, πιο φιλόδοξο; Ας πούμε, κάτι σαν το ραδιόφωνο; Το ραδιόφωνο υπήρξε το πρώτο δημόσιο Μέσο επικοινωνίας, το οποίο εξακολουθεί να ευδοκιμεί και σήμερα. Ένα νέο κίνημα προς τα ψηφιακά δημόσια Μέσα ενημέρωσης ενδεχομένως να αποτελούσε αυτό που χρειαζόμαστε, προκειμένου να αντιταχθούμε στις καταχρήσεις και τις αποτυχίες του σημερινού διαδικτύου. Το δεσπόζον αφήγημα για την εξέλιξη του Παγκόσμιου Ιστού, την παραστατική, φιλική προς τους χρήστες εκδοχή του διαδικτύου που δημιούργησε ο Τιμ Μπέρνερς-Λι το 1989, είναι πως η επιτυχία του έχει εκτιναχτεί από την αδηφάγο κεφαλαιοκρατία της Σίλικον Βάλεϊ. Η αντίληψη που επικρατεί αυτή τη στιγμή είναι πως το διαδίκτυο οικοδομείται καλύτερα από επιχορηγούμενες νεοφυείς εταιρείες, οι οποίες ανταγωνίζονται στο να προσφέρουν υπηρεσίες παγκοσμίως μέσω μονοπωλίων ανά κατηγορία: η Amazon στην αγορά, η Google στην αναζήτηση, το Facebook στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι εν λόγω εταιρείες παρήγαγαν υπέρογκα κέρδη για τους δημιουργούς αλλά και τους πρώιμους επενδυτές, ωστόσο το επιχειρηματικό τους μοντέλο του «κατασκοπευτικού καπιταλισμού» έχει επιφέρει απρόβλεπτη ζημία. Οι συζητήσεις μας σε εθνικό επίπεδο αναφορικά με το κατά πόσον το YouTube ριζοσπαστικοποιεί τους θεατές, το Facebook διασπείρει παραπλανητικές πληροφορίες και το Twitter ευτελίζει τον πολιτικό διάλογο, οφείλουν να λαμβάνουν, επίσης, υπόψιν κατά πόσον εμείς χρησιμοποιούμε το σωστό επιχειρηματικό μοντέλο για να οικοδομήσουμε το σύγχρονο διαδίκτυο.
Όπως και στη ραδιοφωνία, το τωρινό μοντέλο του διαδικτύου δεν είναι δεδομένο. Παγκοσμίως, έχουμε παρατηρήσει να εμφανίζονται τουλάχιστον άλλα δύο δυνατά ενδεχόμενα. Το ένα εντοπίζεται στην Κίνα, όπου ο αχαλίνωτος καπιταλισμός του αμερικανικού διαδικτύου αναμιγνύεται με την αυστηρή εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους. Το αποτέλεσμα διαφέρει εντελώς από το αποστειρωμένο σοβιετικό ραδιόφωνο—οι συνομιλίες στο WeChat ή το Weibo είναι πολιτικές, ζωηρές και ένθερμες—αλλά και αυτές δεν γλιτώνουν από την συγκαλυμμένη λογοκρισία και επιτήρηση του κράτους. (Το διαδίκτυο της Ρωσίας είναι, εξίσου, ένα κρατικά ελεγχόμενο καπιταλιστικό σύστημα· πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως η LiveJournal και η VKontakte ανήκουν σήμερα σε προσκείμενους στον Πούτιν ολιγάρχες).
Δεύτερο εναλλακτικό μοντέλο αποτελεί εκείνο των δημόσιων Μέσων επικοινωνίας. Η Wikipedia, η αξιοπρόσεκτη συμμετοχική ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια ελεύθερου περιεχομένου, είναι ένας από τους δέκα ιστότοπους με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στον κόσμο. Το 2018, ο ετήσιος προϋπολογισμός της Wikimedia, μητρικού οργανισμού της Wikipedia, ανήλθε περίπου στα ογδόντα εκατομμύρια δολάρια με την ίδια, ωστόσο, να δαπανά μόλις το ένα τέταρτο του 1% που δαπάνησε το Facebook εκείνη τη χρονιά. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η περιουσία της Wikimedia προέρχεται από επιδόματα και χορηγίες, ο κύριος όγκος των οποίων αποτελείται από εκατομμύρια μικρές συνεισφορές, παρά μεγάλες επιχορηγήσεις. Επιπροσθέτως, το μοντέλο της Wikimedia κατέστη εφικτό χάρη στις εκατομμύρια δωρεάν εργατοώρες που διαθέτουν οι συνεργάτες, οι συντάκτες και οι διαχειριστές.
Εντούτοις, η επιτυχία της Wikipedia ήταν δύσκολο να επεκταθεί και πέρα από τις εγκυκλοπαιδικές αναφορές. Η Wikinews, μια επεξεργάσιμη ημερήσια εφημερίδα με τη συνεισφορά συνεργατών και υποστηρικτών, βρίσκεται συχνά να ανταγωνίζεται το μεγαλύτερο σε μέγεθος αδερφάκι της· τελευταίες ειδήσεις αλλά και έκτακτη επικαιρότητα δημοσιεύονται συχνά στη Wikipedia πριν ακόμα προλάβει να τα επεξεργαστεί η συντακτική ομάδα του Wikimedia. Το εγχείρημα του Wikibooks, ενός ψηφιακού αποθετηρίου εγχειριδίων ανοικτού περιεχομένου, καθώς και το Wikidata, το οποίο φιλοξενεί μια ελεύθερη και ανοικτή γνωσιακή βάση δεδομένων, είχαν μεγαλύτερη επιτυχία, αλλά δεν κυριαρχούν στην κατηγορία τους, εν αντιθέσει με τη Wikipedia. Στους εκατό κορυφαίους ιστότοπους παγκοσμίως, η Wikipedia είναι ο μοναδικός μη εμπορικός διαδικτυακός τόπος. Αν παρομοιάσουμε το σύγχρονο διαδίκτυο με πόλη, η Wikipedia είναι το μοναδικό δημόσιο πάρκο· όλοι οι υπόλοιποι δημόσιοι χώροι είναι εμπορικά κέντρα—ανοικτά στο ευρύ κοινό, που υπόκεινται, ωστόσο, στους κανόνες και τη λογική του εμπορίου.
Για πολλά χρόνια, οι καθηγητές συνιστούσαν στους μαθητές τους να μη χρησιμοποιούν παραθέματα από τη Wikipedia—οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν εκεί δεν προέρχονταν από αξιόπιστες επιστημονικές πηγές, αλλά το περιεχόμενό τους μπορούσε να συνταχθεί από τον οποιοδήποτε. Ενδεχομένως, δηλαδή, να επρόκειτο για παραπληροφόρηση. Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία συνέβη κάτι παράδοξο: η πολιτική της Wikipedia καθορισμού μιας γενικής συναίνεσης, επιτρέποντας σε όσους έχουν διαφορετική οπτική αντίληψη να προσθέτουν και να αφαιρούν τα λήμματα αναμεταξύ τους έως ότου επιτευχθεί μια «ουδέτερη άποψη», φάνηκε όλως παραδόξως να λειτουργεί. Το 2018, όταν το YouTube αναζητούσε αμερόληπτες πληροφορίες σχετικά με τις θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να προμηθευτεί υλικό για τα αμφιλεγόμενα βίντεο, συμπεριέλαβε αποσπάσματα προερχόμενα από άρθρα της Wikipedia. Την τελευταία δεκαετία, έχουμε περάσει από τη Wikipedia ως τον περίγελο του διαδικτύου όσον αφορά στην αξιοπιστία, στη Wikipedia ως έναν από τους καλύτερους ορισμούς συναινετικής πραγματικότητας που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή.
Μολονότι ισχύει πως τα δημόσια Μέσα ενημέρωσης, όπως η Wikipedia, είναι υποχρεωμένα να μοιράζονται το τοπίο με ολοένα και πιο εξελιγμένες εμπορικές εταιρείες, γεγονός είναι, επίσης, πως γεφυρώνουν το κενό στην αγορά. Το 1961, ο Newt Minow, ο οποίος μόλις είχε διοριστεί επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών, προκάλεσε τα μέλη της Εθνικής Ένωσης Ραδιοτηλεοπτικών Σταθμών να παρακολουθήσουν τα ανούσια και βαρετά προγράμματά τους για μια ολόκληρη ημέρα. «Σας διαβεβαιώνω πως αυτό που θα παρατηρήσετε είναι μια αχανής έρημος», δήλωσε. Αντί να μειώσει απλώς την ψυχαγωγία, ο Minow και οι διάδοχοί του επικεντρώθηκαν στην κάλυψη των ελλείψεων σε εκπαιδευτικά, ενημερωτικά και κοινωνικά προγράμματα—τομείς αδικημένους από την αγορά—και στις αρχές του 1970, η δημόσια υπηρεσία ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, όπως η Υπηρεσία Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (PBS) και το Δημόσιο Ραδιόφωνο (NPR), φέρνουν στο αμερικανικό κοινό την εκπαιδευτική εκπομπή Sesame Street και τη ναυαρχίδα των ραδιοφωνικών προγραμμάτων ενημέρωσης All Things Considered.
Ένα Δίκτυο κοινής ωφελείας μας προσκαλεί να φανταστούμε υπηρεσίες ανύπαρκτες σήμερα, επειδή δεν είναι εμπορικά βιώσιμες, επιβάλλεται, ωστόσο, να υπάρχουν για το δικό μας όφελος, για το όφελος των πολιτών σε μια δημοκρατία. Παρατηρούμε ένα κύμα καινοτομιών γύρω από εργαλεία που μας ψυχαγωγούν και αιχμαλωτίζουν την προσοχή μας προς μεταπώληση στους διαφημιστές, αλλά μια έλλειψη καινοτομίας γύρω από εργαλεία που μας επιμορφώνουν και μας προκαλούν να διευρύνουμε τη σφαίρα της δημοσιότητάς μας, ή ενισχύουν περιθωριοποιημένες φωνές. Τα ψηφιακά δημόσια μέσα ενημέρωσης θα μπορούσαν να καλύψουν τη μαύρη τρύπα της παραπληροφόρησης με επιμορφωτικό υλικό και έγκυρες ειδήσεις.
Προσφάτως, ο Πρόεδρος Τραμπ επικαλέστηκε μια ευρέως αναξιόπιστη μελέτη προκειμένου να ενισχύσει τον παράλογο ισχυρισμό πως η Google εκμεταλλεύτηκε τα αποτελέσματα από αναζητήσεις των χρηστών, με σκοπό να χειραγωγήσει τις προεδρικές εκλογές του 2016 υπέρ της Χίλαρι Κλίντον. Μολονότι οι ισχυρισμοί του Τραμπ είναι ανακριβείς (και κοινοποιήθηκαν ευρέως στο πλήθος ακολούθων του στο Twitter, καταδεικνύοντας την αναξιοπιστία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης), στηρίζονται σε ορισμένα ανησυχητικά στοιχεία. Έρευνα που διεξήγαγε το Facebook το 2013, έδειξε πως ίσως ήταν, πράγματι, εφικτό η πλατφόρμα να επηρεάσει το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές. Μόλις οι χρήστες του Facebook είδαν πως ήδη έξι από τους φίλους τους είχαν ψηφίσει, ήταν 0,39% πιο πιθανό να προσέλθουν και αυτοί στις κάλπες από εκείνους που δεν είχαν δει κανέναν να ψηφίζει. Παρότι η επίδραση είναι μικρή, ο Τζόναθαν Ζιτρέν, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, παρατήρησε πως ακόμη και αυτή η ασήμαντη ώθηση, θα μπορούσε να επηρεάσει τις εκλογές—το Facebook μπορούσε να κινητοποιήσει επιλεκτικά κάποιους ψηφοφόρους και όχι άλλους. Τα εκλογικά αποτελέσματα θα μπορούσαν, κάλλιστα, να επηρεαστούν εξίσου από το Facebook και την Google, αν αποκρύπτονταν πληροφορίες επιβλαβείς για κάποιον υποψήφιο ή αν προωθούνταν δυσανάλογα θετικές ειδήσεις προς όφελος κάποιου άλλου.
Τέτοιου είδους χειραγώγηση ήταν ακόμη πιο δύσκολο να εντοπιστεί έναντι της εκστρατείας παραπληροφόρησης της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών του 2016, διότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν απαρτίζονταν από ανακριβείς αναρτήσεις, αλλά ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις στην κατάταξη των αναρτήσεων, ανάμεσα σε εκατομμύρια χρηστών.
Επιπλέον, ενδεχομένως να είναι παράνομος ο έλεγχος συστημάτων προκειμένου να εξακριβωθεί αν υπήρξε οποιαδήποτε μεθόδευση. Ο καθηγητής Ψηφιακών Μέσων και Πληροφόρησης, Christian Sandvig, μαζί με μια ομάδα ακαδημαϊκών έχουν προσφύγει εναντίον του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το νόμιμο δικαίωμα διερεύνησης για τη διαπίστωση φυλετικών διακρίσεων στις διαδικτυακές πλατφόρμες. Η πράξη αυτή θα μπορούσε να αντιβαίνει στον Νόμο περί Απάτης και Κατάχρησης μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο οποίος επιβάλλει αυστηρές ποινές σε όποιον κριθεί ένοχος προσπέλασης σε λειτουργικά συστήματα του Facebook ή της Google, επί παραδείγματι, με τρόπο που «υπερβαίνει την εξουσιοδοτημένη πρόσβαση».
Ένας τρόπος για να αποφύγουμε έναν κόσμο, όπου η Google θα διοργανώνει τις προεδρικές μας εκλογές, είναι να επιτρέψουμε στους επιστήμονες ή τους κυβερνητικούς γραφειοκράτες να ελέγχουν τακτικά τη μηχανή αναζήτησης. Ένας δεύτερος τρόπος θα ήταν να δημιουργήσουμε μια μηχανή αναζήτησης δημοσίου συμφέροντος με προεγκατεστημένη ελεγκτική παρακολούθηση. Η σκέψη δεν είναι τόσο παράλογη όσο ακούγεται.
Από το 2005 έως το 2013, η γαλλική κυβέρνηση ηγήθηκε ενός συνεργατικού ερευνητικού προγράμματος με την ονομασία Quaero· πρόκειται για μία πολυμεσική μηχανή αναζήτησης σχεδιασμένη για την καταλογογράφηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Το φιλόδοξο εγχείρημα απέτυχε προτού εξελιχθεί σε αντίπαλο δέος πλατφορμών όπως η Google, ωστόσο, αν είχε συνεχιστεί, η ευρωπαϊκή νομοθεσία θα έπρεπε να επιδείξει υψηλό βαθμό διαφάνειας. Το 2015, η Wikimedia ξεκινά να σχεδιάζει μία νέα μηχανή αναζήτησης, την υπολογιστική μηχανή γνώσης του ιδρύματος Wikipedia, προκειμένου να ανταγωνιστεί συστήματα όπως το Wolfram Alpha και το Siri, τα οποία παρέχουν εμπεριστατωμένη ανάλυση δεδομένων απαντώντας σε ερωτήματα. Βασική επιδίωξη στον σχεδιασμό του προγράμματος ήταν η δυνατότητα ελέγχου. (Το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε όταν προκάλεσε διχογνωμίες και αντιδράσεις στο εσωτερικό της κοινότητας της Wikipedia).
Μπορούμε να φανταστούμε μια μηχανή αναζήτησης με περισσότερη διαφάνεια, για παράδειγμα, σχετικά με το γιατί κατατάσσει κάποιους ιστότοπους σε καλύτερη θέση έναντι άλλων στα αποτελέσματα αναζήτησης, με μια διεργασία που θα είναι σε θέση να αμφισβητεί την αξιοπιστία των κατατάξεων. Ωστόσο, θα ήταν εξόχως πιο ενδιαφέρον να φανταστούμε υπηρεσίες και εργαλεία, ανύπαρκτα μέχρι στιγμής, που δεν θα δημιουργηθούν ποτέ από κερδοσκοπικές εταιρείες.
Ας παρατηρήσουμε τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Η έρευνα υποδεικνύει πως οι κοινωνικές πλατφόρμες ενδέχεται να αυξάνουν την πολιτική πόλωση, να φθείρουν τους κοινωνικούς δεσμούς, και να μας προκαλούν άγχος και κατάθλιψη. Το Facebook επικρίνεται πως δημιουργεί φερέφωνα (echo chambers) και «φούσκες φίλτρων» (filter bubbles), στις οποίες οι χρήστες συναντούν αποκλειστικά περιεχόμενο—ενίοτε, μάλιστα, ανακριβές —το οποίο ενισχύει τις προκαταλήψεις τους. Η επακόλουθη παραπληροφόρηση αποτελεί, εν μέρει, υπαιτιότητα του οικονομικού του μοντέλου. Συμβαίνει, διότι η πλατφόρμα χρησιμοποιεί για τη βελτιστοποίηση της «δέσμευσης», τον καταμετρημένο χρόνο που δαπανάται στον ιστότοπο και τις αλληλεπιδράσεις με το περιεχόμενο, επομένως η εταιρεία έχει ένα αντικίνητρο για να προκαλέσει τους χρήστες με δυσνόητες ή δυσάρεστες πληροφορίες. Η βασική αιτία της ταχείας και ευρείας διασποράς της παραπληροφόρησης έγκειται στο ότι ο κόσμος αρέσκεται να την κοινοποιεί. Τα δημοσιεύματα που προσφέρονται περισσότερο για δέσμευση του κοινού—και επομένως οι ιστορίες που συνθέτει το Facebook για να κατευθύνει την προσοχή μας—είναι ιστορίες που ενισχύουν υπάρχουσες προκαταλήψεις και διεγείρει συναισθηματικές αντιδράσεις, ασχέτως αν είναι σωστές ή όχι.
Μπορούμε να φανταστούμε ένα κοινωνικό δίκτυο σχεδιασμένο διαφορετικά; Ένα δίκτυο που ενθαρρύνει την ανταλλαγή αμοιβαίας κατανόησης αντί της παραπληροφόρησης; Ένα κοινωνικό δίκτυο που μας ενθαρρύνει να αλληλοεπιδρούμε με ανθρώπους, με τους οποίους ενδεχομένως να έχουμε μια παραγωγική διαφωνία, ή με ανθρώπους στην κοινότητά μας, των οποίων τα βιώματα και οι εμπειρίες διαφέρουν κάθετα από τις δικές μας; Φανταστείτε ένα κοινωνικό δίκτυο σχεδιασμένο να επιτρέπει στους ψηφοφόρους μιας πόλης να λαμβάνουν μέρος σε συζητήσεις που αφορούν νομοσχέδια και προγράμματα τοπικής αυτοδιοίκησης προτού τα ψηφίσουν, ή να επιτρέπει σε πρόσφατους μετανάστες να επικοινωνήσουν με πιθανούς «συμμάχους». Αντί να προάγουν και να ενισχύουν την ακατέργαστη δέσμευση του κοινού, δίκτυα όπως αυτά θα μετρούσαν την επιτυχία με κριτήριο τις νέες επαφές, τις συνεχείς συζητήσεις, ή τις αναθεωρημένες απόψεις. Τα εν λόγω δίκτυα θα ήταν πιθανώς πιο ανθεκτικά έναντι της παραπληροφόρησης, διότι οι συμπεριφορές, απαραίτητες για τη διασπορά της παραπληροφόρησης—η άκριτη ανταλλαγή πληροφοριών χαμηλής ποιότητας—δεν επιβραβεύονται στα συγκεκριμένα δίκτυα με τον ίδιο τρόπο που επιβραβεύονται στις υπάρχουσες πλατφόρμες.
Τι μας εμποδίζει να οικοδομήσουμε τέτοιου είδους δίκτυα; Οι προφανείς αντιδράσεις είναι, πρώτον, ότι αυτά τα δίκτυα δεν θα ήταν εμπορικά βιώσιμα, και, δεύτερον, ότι δεν θα χρησιμοποιούνται ευρέως. Όσον αφορά το πρώτο, είναι σχεδόν μετά βεβαιότητας δεδομένο, όμως αυτός, ακριβώς, είναι και ο λόγος ύπαρξης των μοντέλων κοινής ωφελείας: να απαντούν στις αδυναμίες της αγοράς.
Το δεύτερο είναι πιο περίπλοκο. Τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια στην προώθηση νέων κοινωνικών δικτύων το 2019 είναι το Facebook και… το Facebook. Είναι δύσκολο να ξεκολλήσουμε τους χρήστες από μία πλατφόρμα, με την οποία είναι ήδη εξοικειωμένοι· εξάλλου, αν πράγματι αποκτήσουμε δυναμική με την εφαρμογή κάποιου νέου κοινωνικού δικτύου, είναι πολύ πιθανό να εξαγοραστεί από τη Facebook. Ενδεχομένως, η καθιέρωση ενός υποχρεωτικού πλαισίου διαλειτουργικότητας να διευκόλυνε. Αυτή τη στιγμή, τα κοινωνικά δίκτυα συναγωνίζονται να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μας, ζητώντας μας να εγκαταστήσουμε ειδικό λογισμικό στα κινητά μας για να αλληλοεπιδρούμε μέσω των δικτύων αυτών. Αλλά, όπως τα προγράμματα περιήγησης στο διαδίκτυο μας επιτρέπουν να αλληλοεπιδρούμε με οποιοδήποτε ιστότοπο μέσω της ίδιας αρχιτεκτονικής, η διαλειτουργικότητα σημαίνει πως μπορούμε να οικοδομήσουμε προγράμματα περιήγησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που εντάσσουν τα υπάρχοντα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και τα νέα, στο ίδιο πλαίσιο.
Το ερώτημα δεν έγκειται στο αν το δημόσιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης είναι βιώσιμο. Αλλά στο αν επιθυμούμε να είναι. Το ερώτημα έγκειται στο πώς επιδιώκουμε να το εκμεταλλευτούμε. Πρωτίστως, θα πρέπει να οραματιστούμε ψηφιακές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ωφέλιμες για την κοινωνία, παρά διαβρωτικές. Έχουμε εναρμονιστεί τόσο πολύ με την άποψη πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταστρέφουν τις δημοκρατίες μας, που αδυνατούμε να σκεφτούμε με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε καινούργια δίκτυα για να ενδυναμώσουμε τις κοινωνίες. Έχουμε ανάγκη από ένα κύμα καινοτομιών, την έμπνευση να οικοδομήσουμε εκείνα τα εργαλεία που στόχο δεν έχουν να αιχμαλωτίζουν την προσοχή μας ως καταναλωτές, αλλά να μας φέρνουν κοντά και να μας ενημερώνουν ως πολίτες.
* O Ήθαν Ζούκερμαν είναι διευθυντής του Κέντρου για τα Πολιτικά Μέσα στο MIT και αναπληρωτής καθηγητής του Media Lab του MIT στη Βοστώνη. Είναι ο συγγραφέας του Digital Cosmopolitans (2013) και συνδημιουργός της πλατφόρμας ανάλυσης δεδομένων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης MediaCloud.org