ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗ*
Έτσι που μπαίνουμε στην Ελλάδα στην τελική ευθεία μιας προεκλογικής περιόδου γεμάτης από εντάσεις και απορριπτικότητες – είχαμε το Μακεδονικό να επαναφέρει βαθύτερες διχαστικές μνήμες, πήγε να μας προκύψει κρίση σχέσεων με την Αλβανία, προστέθηκε η συμφωνία-που-δεν-ήταν-συμφωνία για τη διευθέτηση των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, τρέχει η πάντα συμβολοποιημένη συνταγματική αναθεώρηση, στο βάθος διαφαίνεται πίεση για διαδικασίες εκτόνωσης των ελληνοτουρκικών με ό,τι αυτό (το μόνο ουσιαστικό) μέτωπο συνήθως φέρνει στην επιφάνεια – έτσι, όμως και που στην Κύπρο ανοίγεται κατά τα φαινόμενα νέος γύρος προσέγγισης του Κυπριακού με τα μέτωπα των υδρογονανθράκων και την άγαρμπη τουρκική διεκδικητικότητα «μεριδίου» στην Ανατολική Μεσόγειο, η συζήτηση για το τι (και πώς, και πόσο) επηρεάζεται η κοινή γνώμη θα επανέλθει με ορμή στην πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης. Και όποιος λέει «κοινή γνώμη», όταν θα βρεθούμε αληθινά προ της κάλπης, ακόμη-ακόμη και πίσω από το παραβάν, όπου τα «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» και οι γκρίζες ζώνες ούτως ή άλλως κάνουν πίσω, θα εννοεί τι (και πώς, και πόσο) αυτή θα έχει επηρεάσει τον πολίτη/την εκλογική συμπεριφορά.
Ένα το κρατούμενο, αυτό. Επειδή όμως η μικρή, ευδαίμων κ.λπ. Ελλάς δεν πορεύεται χωριστά από τον υπόλοιπο κόσμο, επειδή τα όσα εκεί ωριμάζουν και εξελίσσονται και διαδραματίζονται θέλοντας/μη-θέλοντας μας επηρεάζουν, αξίζει να σταθούμε λίγο και να αναλογιστούμε τι έχει φέρει – και έχει εγκαταστήσει – στη δημόσια σκηνή η άνθηση της ιντερνετικής παρέμβασης. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου έχουμε αποφασίσει ότι «ανήκουμε», η συζήτηση αυτή δεν έχει προχωρήσει όσο π.χ. στις ΗΠΑ με τη διερεύνηση των πηγών της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ (σωστότερα: της πολύ βαθύτερης επιβολής νέου υποδείγματος πολιτικής συζήτησης, απ’ ό,τι η «απλή» νίκη Τραμπ) ή , πέραν της Μάγχης, των πηγών της δημιουργίας του ρεύματος και εν συνεχεία της επικράτησης του Brexit (ανεξαρτήτως αν τώρα πάει να προσαράξει στα αβαθή).
Όμως, όπως έδειξε ο σάλος περί της Cambridge Analytica και του (τραγικά επιτυχημένου) data mining της επί βάσεως Facebook, ή πάλιν όπως αναδεικνύει η μετατροπή της ίδιας της έννοιας «fake news» σε εμμονικό εργαλείο της Προεδρίας Τραμπ, οι μηχανισμοί επηρεασμού της πολιτικής συμπεριφοράς που έχουν διαμορφωθεί από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν έχουν απλώς εγκατασταθεί στο κεντρικό τραπέζι της πολιτικής – εκεί, π.χ., όπου άλλοτε φιλοξενούνταν με προτιμησιακή μεταχείριση οι δημοσκοπικές εταιρείες, ή πάλιν η διεισδυτικότητα του τηλεοπτικού φακού –, αλλά και γίνεται λίγο-πολύ δεκτό ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκλογική μάχη. Διστάζει κανείς να εσωτερικεύσει την αντίληψη ότι bots και trolls, πέραν του να δηλητηριάζουν και να οξύνουν, μπορούν και να δημιουργούν αποφασιστικά «ρεύμα». Άρα, να βγάζουν αποτέλεσμα. Όμως κρίνει κανείς από τα πρόσφατα recounts ψήφων σε Πολιτείες των ΗΠΑ, ή πάλι αν θυμηθεί την τελική ευθεία προς το Brexit, ότι η αποφασιστική επίδραση επί του τελικού αποτελέσματος «στο νήμα» δεν είναι εύκολο να παραγνωριστεί.
Ενώ και στην ακραία αλλαγή του πολιτικού χάρτη στην Ιταλία (η οποία πορεύεται σήμερα σε έναν παράδοξο δρόμο Ευρωαμφισβήτησης) ή και στην ανάδειξη νέων φαινομένων στη Γερμανία (από τα πλέον διαταρακτικά, όπως της AfD, έως τα σαφώς πιο δροσερά, όπως των Πρασίνων), η δυναμική διαδικτυακή παρέμβαση έπαιξε τον ρόλο της – και υπόσχεται ζωηρή συνέχεια, με τις ληθαργικές Ευρωεκλογές στο βάθος του ορίζοντα να επιζητούν κάποιο κέντρισμα.
Πιο κοντά σε μας δεν θα ήταν περιττό να αναλογιστεί κανείς πώς το ιδιότυπο εκείνο μόρφωμα που αποτέλεσαν οι ΑνΈλληνες του Πάνου Καμμένου ξεκίνησε – και πήγε κάποια στιγμή να διεκδικήσει σχεδόν 2/5 της δύναμης του όσο γίνεται πιο παραδοσιακού κόμματος της ελληνικής Δεξιάς, της Ν.Δ., στις εκλογές του 2012 – ξεκίνησε και «ανέβηκε» με ιντερνετική προπαντός διαδικασία. Ενώ και τώρα, ουκ ολίγοι από τους πολιτικούς μας αστέρες αυτοκαθορίζονται μέσα από την ιντερνετική τους ταυτότητα. Κυρίως, όμως, μέτωπα καυτής αντιπαράθεσης, όπως επί του Μακεδονικού – και περιμένετε τη συνέχεια… – έρχονται στο επίκεντρο της πολιτικής μέσω Facebook και Twitter.
Δεν θα μας έρθει γρήγορα στις ακτές μας μια βαριά αμφισβήτηση του ρόλου των social media, όπως ζήσαμε με το (εύλογο) κυνηγητό του Facebook και της όχι-ακριβώς-ειλικρινούς μεταμέλειας Ζούκεργκμπεργκ σε Κογκρέσο και σε παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση, ή πάλι με τη μαζική διαγραφή fake accounts από το διεισδυτικότερο των πάντων Twitter (αν και πρόσφατες έρευνες γύρω από τα trolls των 60 λεπτών/tweets προσγείωσαν με τον πιο πτωχοπροδρομικό τρόπο στα καθ’ ημάς την ευρωπαϊκή ή αμερικανική συζήτηση…). Όμως αληθινά αξίζει να ετοιμαζόμαστε για την ερώτηση ουσίας, αν δηλαδή η πρακτική της απαγόρευσης, όπως με τη διαγραφή accounts εν ονόματι της διαφύλαξης της «σωστής» πολιτικής λειτουργίας, αποδειχθεί κάποια στιγμή φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια.
Μην ξεχνούμε ότι, στην ωραία μας χώρα, έχουμε ζήσει ζωηρά επεισόδια, όπως του αναθέματος (στο Πεδίο του Άρεως, με ρίψη λίθων επί σωρού, χωροστατούντων Μητροπολιτών) κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. ή παλιν όπως του καψίματος εφημερίδων μπροστά στη Χρήστου Λαδά (μετά το «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος», αλλά και τις ημέρες της Αποστασίας).
Τι σχέση έχουν τα δυο αυτά σύμπαντα; Για ξανασκεφθείτε το!
*Δικηγόρος με ειδίκευση στα θέματα ΕΕ, δραπέτης από νωρίες στη δημοσιογραφία, σύμβουλος έκδοσης της «Δ».