Του Μιχάλη Παναγιωτάκη*
Οι φετινές προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ ήταν ένα παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικό θρίλερ. Οι συγκρούσεις που οδήγησαν στο αναπάντεχο αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, περιλαμβανομένης και της «εξέγερσης» του Μπέρνι Σάντερς και της συντριβής των ισχυρότερων Ρεπουμπλικανών πολιτικών από τον «άξεστο» πολυεκατομμυριούχο Τραμπ στον δρόμο του προς τον Λευκό Οίκο, έχουν επιπτώσεις και συνέπειες πολύ πέραν των ΗΠΑ και της άμεσης συγκυρίας και σηματοδοτούν μια καμπή στο παγκόσμιο σύστημα. Η απρόσμενη, τουλάχιστον από τα περισσότερα ΜΜΕ των ΗΠΑ (και την επαναλαμβανόμενη ηχώ τους στον ελληνικό τύπο), νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον, έδωσε το έναυσμα για μια συστηματική αναζήτηση των αιτιών της, αλλά και της υστέρησης των ΜΜΕ τόσο στην πρόγνωση του φαινομένου, όσο και στην έγκαιρη περιγραφή του. Ακολουθούν μερικές επισημάνσεις σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές, τη σύσταση της αμερικανικής ψήφου υπέρ του Τραμπ και την πολιτική συγκυρία.
- Η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε άνετα τις περισσότερες ψήφους στις εκλογές αυτές. Ο Τραμπ κέρδισε όμως περισσότερους εκλέκτορες στις πολιτείες, οπότε με βάση το ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ κέρδισε και την Προεδρία. Η διαφορά με την οποία θα κερδίσει στο άθροισμα ψήφων η Κλίντον σε εθνικό επίπεδο φαίνεται πως θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη με την οποία είχαν εκλεγεί πρόεδροι ο Τζον Κένεντι και ο Ρίτσαρντ Νίξον.
- Οι πανεθνικές δημοσκοπήσεις δεν έπεσαν και πολύ έξω: Αν και τα τελικά αποτελέσματα δεν είναι ακόμα γνωστά, ο εκλογολόγος των Τάιμς της Νέας ΥόρκηςΝάθαν Κον προβλέπει πως τελικά η Κλίντον θα κερδίσει την ψήφο στις ΗΠΑ με διαφορά 1-1,5%. Οι προβλέψεις της έδιναν +3% πλεονέκτημα με στατιστική αβεβαιότητα ~3,5%. Συγκριτικά, το 2012, οι περισσότερες πανεθνικές δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ λίγο πριν τις εκλογές έδειχναν τον Ομπάμα είτε «ισόπαλο» με τον Μιτ Ρόμνεϊ ή με προβάδισμα μικρότερο του 1% και με λιγότερο από το 50% των ψήφων: τελικά κέρδισε με 3,2% διαφορά και με 51,1% των ψήφων.
- Οι δημοσκοπήσεις δεν έπεσαν πολύ έξω ούτε στις περισσότερες πολιτείες, τουλάχιστον ποιοτικά. Ο Τραμπ κέρδισε δύο από τις τέσσερις θεωρούμενες ως οριακές και αμφιταλαντευόμενες βάσει των δημοσκοπήσεων πολιτείες: τη Φλόριντα και τη Β.Καρολίνα. Έχασε το Νιου Χαμσάιρ και τη Νεβάδα. Αν η εκλογή πράγματι κρινόταν στις πολιτείες αυτές, θα την είχε χάσει. Αντ’ αυτού κέρδισε, επειδή στις μεσοδυτικές πολιτείες η ψήφος της Κλίντον σημείωσε πτώση συγκριτικά με την ψήφο στον Ομπάμα το 2012 κατά 10-20%, και του Τραμπ αντίστοιχη άνοδο συγκριτικά με την ψήφο στον Ρόμνεϊ το 2012. Έτσι, πολιτείες, οι οποίες είχαν προεξοφληθεί βάσει δημοσκοπήσεων υπέρ της Κλίντον, βρέθηκαν να δίνουν την πλειοψηφία και τους εκλέκτορες στον Τραμπ.
- Η συγκεκριμένη εξέλιξη είχε προβλεφθεί με εκπληκτική ακρίβεια από τον Αμερικανό σκηνοθέτη και ακτιβιστή Μάικλ Μουρ, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στον ιστοχώρο της Huffington Post το καλοκαίρι με τίτλο: «5 λόγοι για τους οποίους ο Τραμπ θα κερδίσει». Εκεί επισήμαινε πως η ελκυστικότητα του Τραμπ οφειλόταν στον οικονομικό προστατευτισμό που διακήρυττε, δηλ. την κατάργηση των εμπορικών συμφωνιών που είναι ήδη εν ισχύ (π.χ. τη NAFTA, που εφάρμοσε με καταστροφικά για την περιοχή αποτελέσματα ο σύζυγος της Κλίντον, ή την TPP) και την ακύρωση ανάλογων σχεδιαζόμενων συμφωνιών με την Ευρώπη. Ο εν λόγω προστατευτισμός ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν να ακούσουν οι κάτοικοι της αποβιομηχανισμένης περιοχής, πρώην προπύργιου της αμερικανικής βιομηχανίας και σε μόνιμη κρίση από τη δεκαετία του 1980. Ήταν σαφές στον Μουρ πως ο Τραμπ δεν είχε παρά να κερδίσει αυτές τις 4 πολιτείες, Οχάιο, Πενσυλβάνια, Μίσιγκαν και Ουισκόνσιν (και προέβλεπε πως θα τις κέρδιζε παρά τις περί του αντιθέτου μετρήσεις στις δημοσκοπήσεις) και τις σταθερά ρεπουμπλικανικές πολιτείες του 2012 για να κερδίσει τις εκλογές. Έτσι και έγινε.
- Η τελική μορφή του χάρτη της κομματικής επικράτησης ανά κομητεία, είναι η ίδια πάνω-κάτω με εκείνη του 2012: μια θάλασσα μικρών και μεσαίων κωμοπόλεων της αμερικανικής επαρχίας, όπου κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικανοί, κυρίως στη «μέση Αμερική», με λίγες διάσπαρτες νησίδες Δημοκρατικής κυριαρχίας σε όλες τις μεγάλες πόλεις και Δημοκρατική επικράτηση στις δύο ακτές.
- Η καταμέτρηση των ψήφων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αλλά τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (20/11/2016), έχουν ήδη καταμετρηθεί περισσότεροι ψήφοι σε αυτές τις εκλογές από όσες είχαν καταμετρηθεί στο αντίστοιχο διάστημα στις εκλογές του 2012. Η εκτίμηση του Μάικλ Μακ Ντόναλντ, Καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα, είναι πως ο τελικός αριθμός θα ξεπεράσει τους 134,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους, από κάτι παραπάνω από 129 εκατομμύρια το 2012. Η συμμετοχή ως ποσοστό, όμως, θα είναι μάλλον οριακά μειωμένη (58,1% έναντι 58,6% το 2012), καθώς οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι ήταν φέτος 6% περισσότεροι από το 2012. Ιστορικά, η συμμετοχή σε αυτές τις προεδρικές εκλογές είναι κοντά στον μεταπολεμικό μέσο όρο. Παρόλα αυτά αξίζει να σημειωθεί πως περίπου 100 εκατομμύρια Αμερικανοί μεταξύ των οποίων εκπροσωπούνται δυσανάλογα πολύ τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού δεν ψηφίζουν καθόλου. Με μία έννοια είναι οι μόνιμα κρίνοντες τις εκλογές.
- Τα βασικά δημογραφικά στοιχεία των εκλογών είναι ποιοτικά τα ίδια με εκείνα του 2012: Η υποψήφια των Δημοκρατικών κέρδισε την ψήφο των μειονοτήτων, των νέων κάτω των 40, όπως και ο Ομπάμα το 2012, και των γυναικών (όχι όμως των λευκών γυναικών που ψήφισαν κατά πλειοψηφία Τραμπ). Σε όλες αυτές τις δημογραφικές κατηγορίες, η Κλίντον κέρδισε με μικρότερη διαφορά από ό,τι ο Ομπάμα το 2012. Αντίθετα με τον Ομπάμα το 2012, η Κλίντον έχασε την πλειοψηφία στα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, αλλά κέρδισε στους αποφοίτους πανεπιστημίων. Η ψήφος ανά εισόδημα είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική: τα exit polls και οι μετεκλογικές έρευνες δείχνουν πως, ενώ η Κλίντον διατήρησε το προβάδισμα στους ψηφοφόρους με εισόδημα κάτω του αμερικανικού διάμεσου εισοδήματος (~50 χιλιάδες δολάρια), τα ποσοστά της ήταν πολύ μειωμένα. Έτσι, ενώ ο Ομπάμα είχε επικρατήσει του αντιπάλου του το 2012 στο φτωχότερο στρώμα (πολίτες με εισόδημα κάτω από 30 χιλιάδες δολάρια τον χρόνο) με 28 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά, το 2016 η Κλίντον κέρδισε στο ίδιο εισοδηματικό στρώμα με μόλις 12. Αντίθετα, η Κλίντον τα πήγε πολύ καλύτερα από τον Ομπάμα στα κοινωνικά εκείνα στρώματα που κερδίζουν περισσότερα από 100.000 δολάρια (αν και ηττήθηκε σε αυτά από τον Τραμπ).
- Αν και γενικά ισχύει πως οι φτωχοί ψηφίζουν Δημοκρατικούς και οι πλούσιοι Ρεπουμπλικανούς έστω και πιο οριακά φέτος με Κλίντον – Τραμπ από ότι συνέβη με Ομπάμα – Ρόμνεϊ, αυτό δεν ισχύει για τον «λευκό» πληθυσμό: εκεί η κατανομή είναι αντίστροφη. Κατ’ αρχάς, στους λευκούς ψηφοφόρους κυριαρχεί ο Τραμπ με 62%, κυριαρχία που επεκτείνεται σε όλες τις υποομάδες των λευκών, ανεξαρτήτως φύλου ή εισοδήματος. Δεύτερον, η πυραμίδα ψήφου σε σχέση με τη στήριξη αντιστρέφεται: οι φτωχοί λευκοί ψηφίζουν Τραμπ σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι οι πλουσιότεροι λευκοί (στους οποίους η Κλίντον τα πηγαίνει καλύτερα από ό,τι τα είχε πάει ο Ομπάμα).
- Αφού οι μετατοπίσεις ψήφων ήταν συνεπώς, όπως αναφέρθηκε, σχετικά μικρές και η εκλογική συμπεριφορά συνέχεια εκείνης της προηγούμενης εκλογής του 2012, τότε το μείζον θέμα που προκύπτει σαν ζητούμενο δεν είναι οι λόγοι κάποιας μαζικής μεταστροφής προς τον Τραμπ, αλλά μάλλον το φαινομενικά «μη-παράδοξο» οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι να ξαναψηφίζουν τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο. «Φαινομενικά» επειδή ο Τραμπ δεν ήταν ένας «κανονικός» Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Δεν είναι μόνο η ανοιχτά και αθυρόστομα εκφρασμένη μισαλλοδοξία του, οι ακρότητές του, η στήριξη από την πιο σκληρή ρατσιστική, αντεπιστημονική και θρησκόληπτη αμερικανική ακροδεξιά. Είναι οι διαφοροποιήσεις του από τη γνώριμη οικονομική, εμπορική, εξωτερική και αμυντική πολιτική των Ρεπουμπλικανών. Όλα τα μεγάλα ονόματα του κόμματος του οποίου υπήρξε υποψήφιος στράφηκαν εναντίον του, ενώ ανώτατα στελέχη του δήλωσαν πως δεν θα τον ψηφίσουν ή ακόμα πως θα ψήφιζαν την Κλίντον. Παρόλα αυτά η ενότητα της ρεπουμπλικανικής βάσης δεν διερράγη σημαντικά. Ο Τραμπ πήρε τις ψήφους του Ρόμνεϊ με το ίδιο περίπου δημογραφικό προφίλ ψηφοφόρων – και λίγες ακόμα.
- Το γεγονός αυτό είναι μείζον γιατί λέει κάτι για τον χαρακτήρα και τη βάση του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η ακρότητα του Τραμπ ήταν συγκρίσιμη, παρότι ίσως πιο οξυμένη με εκείνη των περισσότερων συνυποψηφίων του για το χρίσμα του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ο Τεντ Κρουζ, γερουσιαστής από το Τέξας και ο κυριότερος αντίπαλός του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, ήταν ένας άνθρωπος με ακόμα πιο ακραίες θέσεις από τον Τραμπ σε πολλά ζητήματα και επιπλέον χριστιανός φονταμενταλιστής. Το πάνελ με τους υποψηφίους των Ρεπουμπλικανών ήταν ένας φριχτός θίασος από εξωφρενικούς ακροδεξιούς που συναγωνίζονταν στα μεταξύ τους ντιμπέιτ για το ποιος θα υποσχεθεί το πιο αποτρόπαιο έγκλημα πολέμου και ποιος θα παραβιάσει περισσότερο τα θεμελιωδέστερα ανθρώπινα δικαιώματα. Τούτου δοθέντος δεν προκαλεί τελικά εντύπωση που ο Τραμπ δεν θεωρήθηκε απαγορευτικά ακραίος από τη ρεπουμπλικανική βάση.
- Άρα το πρόβλημα στις ΗΠΑ είναι δευτερογενώς ο Τραμπ και πρωτογενώς η βάση και ο οργανισμός του ρεπουμπλικανικού κόμματος, που έχει καθοδηγηθεί από αλλεπάλληλους πολιτικούς του σε ολοένα και πιο ακραίες θέσεις, σε όλη την γκάμα των πιθανών θεμάτων. Ο μηχανισμός αυτός έχει τροφοδοτηθεί και εξωθηθεί προς την άκρα δεξιά από το κίνημα του Tea Party που συνδύαζε τις πιο ακραία αναρχοφιλελεύθερες και ελευθεριακές καπιταλιστικές φαντασιώσεις με την πιο συντηρητική, ρατσιστική και θρησκόληπτη ακροδεξιά στις ΗΠΑ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν διπλό: νομιμοποιήθηκε ο ασύλληπτα ακραίος λόγος κάθε είδους και το ρεπουμπλικανικό κόμμα εξελίχθηκε κατά τον Νόαμ Τσόμσκι σε «μια από τις πιο επικίνδυνες οργανώσεις στην ανθρώπινη ιστορία». Ο Τραμπ είναι εκείνος που ευφυώς έλαβε αυτή την «έτοιμη» βάση, κατήγγειλε όλα όσα έχουν υποστεί οι οικονομικά ασθενείς και οι μεσαίου εισοδήματος/μεσαίας τάξης λευκοί από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, την κρίση του 2007, τις εμπορικές συμφωνίες και την αδυναμία προστασίας της πρώτης κατοικίας από την κυβέρνηση Ομπάμα, και μοιάζει να σπρώχνει την ισχυρότερη χώρα στην ιστορία του κόσμου σε ένα χαρμάνι οικονομικού απομονωτισμού με εθνικιστικό και φυλετιστικό πρόσημο (δεν είναι τυχαία η στήριξή του από την Κου Κλουξ Κλαν) και αδιευκρίνιστη εξωτερική πολιτική, που πάντως δύσκολα θα είναι φιλειρηνική, κρίνοντας από τα ονόματα των υποψηφίων Υπουργών Αμύνης και Εξωτερικών που κυκλοφορούν.
- Από την πλευρά των Δημοκρατικών το εκλογικό φιάσκο ήταν κοσμοϊστορικό. Λίγοι αμφιβάλλουν πως, αν η ηγεσία του Δημοκρατικού κόμματος δεν είχε πολεμήσει την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς, σήμερα ο Σάντερς θα ήταν Πρόεδρος των ΗΠΑ. Σε μια εκλογή με έντονα αντισυστημικά χαρακτηριστικά, με την οικονομία να μην έχει ανακάμψει από την κρίση του 2007 – 2008, με τον κοινωνικό ιστό να έχει διαρραγεί σε όλους τους αρμούς του, οι Δημοκρατικοί προτίμησαν μια από τους γνωστότερους παράγοντες του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου. Και η Κλίντον δεν έκανε την παραμικρή χειρονομία προς τα αριστερά, θεωρώντας τους εξ αριστερών του Δημοκρατικού κόμματος δεδομένους. Οι υποστηρικτές του Μπέρνι όντως ψήφισαν τη Χίλαρι σε μεγάλα ποσοστά. Αυτοί που δεν την ψήφισαν όμως, στην Πενσυλβάνια και το Μίσιγκαν και αλλού, της στοίχισαν την εκλογή της.Μαζί με την ήττα της Κλίντον μοιάζει να κλείνει μια μακρά περίοδος ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), και να αποδεικνύεται η εκλογική ανημποριά του νεοφιλελεύθερου, «ακραίου», κέντρου απέναντι στην ακροδεξιά, ή για την ακρίβεια η αιτιακή σχέση των πολιτικών του ακραίου κέντρου με την άνοδο της ακροδεξιάς. Εφεξής το δημοκρατικό κόμμα έχει την επιλογή να ακολουθήσει τον δρόμο του Μπέρνι Σάντερς ή να συνεχίσει την πορεία του πως την πολιτική και κοινωνική του αποδυνάμωση και τον αφανισμό.
- Το παγκόσμιο πλαίσιο αυτής της εκλογής προκαλεί ανατριχίλα. Είναι μεγάλη η συζήτηση για τους λόγους που συμβαίνει σήμερα η επικράτηση της εθνικιστικής (ακρο-)δεξιάς από το Δελχί και το Τόκυο μέχρι τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον, αλλά και το Λονδίνο και (σύντομα;) το Παρίσι και τη Βιέννη. Είναι σαφές πως οι εξελίξεις αυτές είναι αλληλοτροφοδοτούμενες και τροφοδοτούμενες από την, πιθανώς ανυπέρβλητη, κρίση του νεοφιλελεύθερου παγκόσμιου συστήματος μετά το 2007. Δεν είναι σαφές πού οδηγούν και αν πρόκειται για κάποια ευσταθή λύση, μια νέα παγκόσμια κυριαρχία, για προπομπό πολέμων και παγκόσμιας αστάθειας ή για πρόδρομα φαινόμενα της εγκατάστασης ενός νέου παγκόσμιου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού συστήματος,
- Αντί κατακλείδας, ένα απόσπασμα από άρθρο του Αφροαμερικανού ακτιβιστή και φιλόσοφου Κορνέλ Γουέστ για τις εκλογές και την ιστορική τους σημασία:
«Η εποχή του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ έληξε με μια νεοφασιστική έκρηξη. Ο πολιτικός θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ θρυμμάτισε τα κατεστημένα στο Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, και τα δυο λογοδοσμένα στην κυριαρχία του Μεγάλου Χρήματος και μιας φανταχτερής αλλά άχρηστης πολιτικής.
Οι δυναστείες του Μπους και του Κλίντον καταστράφηκαν από την κορεσμένη από τα μίντια ελκυστικότητα του ψευδο-λαϊκιστή δισεκατομμυριούχου με ναρκισιστικές ευαισθησίες και άσχημες, φασιστικές τάσεις. Η μνημειώδης εκλογή Τραμπ ήταν μια απελπισμένη και ξενοφοβική κραυγή των ανθρώπων που επιθυμούσαν από καρδιάς μια έξοδο διαφυγής από την καταστροφή μιας αποσυντιθέμενης νεοφιλελεύθερης τάξης – μια νοσταλγική επιστροφή σε ένα φανταστικό παρελθόν μεγαλείου.
Οι λευκοί συμπολίτες μας της εργατικής και της μεσαίας τάξης – από οργή και αγωνία – απέρριψαν την οικονομική εγκατάλειψη της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και την αυτάρεσκη αλαζονεία των ελίτ. Και παρ’ όλα αυτά οι ίδιοι αυτοί πολίτες στήριξαν έναν υποψήφιο που εμφανίστηκε να κατηγορεί τις μειονότητες για την κοινωνική τους μιζέρια και αποξένωσε και δημιούργησε εχθρότητα με τους Μεξικανούς μετανάστες, τους μουσουλμάνους, τους μαύρους, τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τις γυναίκες και την Κίνα στην πορεία».
*Ο Μιχάλης Παναγιωτάκης είναι αναλυτής διαδικτύου και δημοσιογράφος.
Figure 1: 2012: Ομπάμα (μπλε) – Ρόμνεϊ (κόκκινο) By M. E. J. Newman
Figure 2: 2016: Κλίντον (μπλε) – Τραμπ (κόκκινο) By Ali Zifan – This file was derived from: USA Counties.svg, CC BY-SA 4.0