Του Ellia Altman*
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Όταν ο Albert Camus έλεγε το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου 1957, «δεν έχω εκφράσει ακόμα την άποψή μου για την Αλγερία, αλλά θα το κάνω αν με ρωτήσετε», οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης ήταν αδύνατον να αρνηθούν την προσφορά του. Δυο μέρες νωρίτερα ο Camus είχε γίνει ο δεύτερος νεότερος αποδέκτης του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ η Αλγερία – το σκηνικό των παγκοσμίου φήμης μυθιστορημάτων του Ο ξένος και Η πανούκλα, αλλά και γενέθλια γη του – σπαρασσόταν από έναν αποικιοκρατικό πόλεμο.
Επιπλέον, το Φεβρουάριο του 1956 ο Camus είχε παραιτηθεί από τη θέση του αρχισυντάκτη στο περιοδικό L’ Express επιλέγοντας να τηρήσει μια στάση δημόσιας σιωπής σχετικά με τη σύρραξη, θεωρώντας πως είχε αποτύχει, είτε αρθρογραφώντας είτε μέσω απευθείας συναντήσεων, να πείσει τους Γάλλους αξιωματούχους και τα μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN) της Αλγερίας για τις αρετές του διαλόγου και την ανάγκη πολιτικής εκεχειρίας.
Έτσι, ακόμα κι αν εκείνο το βράδυ του Δεκεμβρίου δεν είχε ρωτήσει τον Camus ένας Αλγερινός γιατί παρέλειψε να υπογράψει υπέρ των Αλγερινών προσβάλλοντάς τον στη συνέχεια, η άποψη του συγγραφέα ήταν αναπόφευκτο να γίνει είδηση. Εν μέσω οχλαγωγίας, ο Camus δήλωσε «Είστε υπέρ της δημοκρατίας στην Αλγερία, παρακαλώ λοιπόν φερθείτε δημοκρατικά κι αφήστε με να μιλήσω… Επιτρέψτε μου να τελειώσω τη φράση μου, γιατί συχνά το νόημα μιας πρότασης γίνεται σαφές μονάχα όταν ολοκληρωθεί». Αφού αναφέρθηκε στα διαπιστευτήριά του ως δημοσιογράφου που κάποτε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλγερία επειδή υπερασπιζόταν τους μουσουλμάνους, και ξεκαθαρίζοντας πως αν και δεν κάνει δημοσίως δηλώσεις, ουδέποτε εγκατέλειψε την ενεργό του δράση, ο Camus τόνισε: «Ανέκαθεν καταδίκαζα την τρομοκρατία.
Και τώρα δεν μπορώ παρά να καταδικάσω την τυφλή τρομοκρατία που βλέπουμε στους δρόμους του Αλγερίου και που μια μέρα μπορεί να χτυπήσει τη μητέρα μου και την οικογένειά μου. Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου πριν από τη δικαιοσύνη». Ολοκληρώνοντας αυτή τη φράση ο Camus, δεν συνειδητοποιούσε ότι το νόημα της δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο, αλλά ούτε και ότι τα λόγια του πάνω σε αυτό το ζήτημα θα γίνονταν τόσο διάσημα, και για τον επιπλέον λόγο ότι στην πραγματικότητα έμελλε να είναι τα τελευταία του: Το 1960, καθώς επέστρεφε από το Λουρμαρέν της Προβηγκίας στο Παρίσι μαζί με το φίλο και εκδότη του MichelGallimard, πέθανε σε τροχαίο ατύχημα σε ηλικία 46 ετών.
Από τότε που η LeMonde δημοσίευσε τη μοναδική περιγραφή αυτής της στιχομυθίας, το συχνά αποκαλούμενο «περιβόητο» ή «αμφιλεγόμενο» σχόλιό του παρέμεινε ανοιχτό σε ερμηνείες. Άλλοι επέκριναν τη βαρύτητα που έδινε στη ζωή ενός μόνο ανθρώπου έναντι των πολλών ως μια δειλή στάση απέναντι στην αποικιοκρατία –τον συνέκριναν, μάλιστα, με το νεότερο αποδέκτη του βραβείου Νόμπελ, RudyardKipling– ενώ άλλοι τον υπερασπίζονταν ερμηνεύοντας το σχόλιό του ως μια ουμανιστική κριτική της τρομοκρατίας. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που το περιστατικό της Στοκχόλμης επανεξετάζεται σε δύο νέα βιβλία, στο Camus’ AlgerianChronicles, με επιμέλεια και επίμετρο της AliceKaplan και σε μετάφραση του ArthurGoldhammer, και στο ALifeWorthLiving: AlbertCamusandtheQuestforMeaning του RobertZaretsky.
Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι τόσο η Kaplan όσο και ο Zaretsky παρουσιάζουν μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων, η οποία έγινε αποδεκτή προσφάτως από τους επιμελητές της έκδοσης Camus’ CompleteWorks, με βάση και τη μαρτυρία του Σουηδού μεταφραστή του, ο οποίος ερμήνευσε με διαφορετικό τρόπο την αμφιλεγόμενη φράση: «Οι άνθρωποι βάζουν βόμβες αυτή τη στιγμή στα τραμ του Αλγερίου. Η μητέρα μου θα μπορούσε να είναι σε ένα από αυτά τα τραμ. Αν αυτό είναι δικαιοσύνη, τότε προτιμώ τη μητέρα μου». Η αποκατάσταση της αλήθειας ή καλύτερα, η ανασκευή ενός μονοδιάστατου ορισμού της δικαιοσύνης, δεν αποτελεί τη μοναδική ομοιότητα που μοιράζονται τα δυο βιβλία, που το ένα συμπληρώνει το άλλο αν διαβαστούν παράλληλα.
Η μεστή βιογραφία κάνει μια αναδρομή στη ζωή του Camus, εστιάζοντας στην περίοδο των δεκαεννιά ετών που καλύπτουν τα δοκίμιά του της Αλγερίας, κι αυτά τα ρεπορτάζ του στα Αλγερινά Χρονικά (AlgerianChronicles) παρέχουν ένα πολύ χρήσιμο πλαίσιο για τη στρατευμένη ζωή του. Για να συλλάβουμε το νόημα των λεγόμενων του Camus στη Στοκχόλμη, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε την πνευματική και ηθική του εξέλιξη, όπως αποτυπώνεται στις αναλύσεις του για την ελληνική τραγωδία αλλά και στα κείμενά του για την αντιστασιακή γαλλική εφημερίδα Combat κατά τη διάρκεια και ύστερα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπάρχει ένα παλαιότερο περιστατικό για τον Camus που δεν αναφέρεται σε κανένα από τα δυο βιβλία –μολονότι ο Zaretsky το σχολιάζει στο προηγούμενο έργο του, Albert Camus: Elements of a Life– το οποίο προϊδεάζει για τη στάση του στο ζήτημα της Αλγερίας. Αφού ανακάλεσε την υποστήριξή του στις εκκαθαρίσεις των συνεργατών των Ναζί στις μεταπολεμικές δίκες στη Γαλλία, που σε ορισμένες περιπτώσεις επέβαλαν τη θανατική ποινή, ο Camus συναντά έναν παλιό φίλο στα τέλη του 1946. Ο φίλος είχε μόλις προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο σήμαινε ανοχή στα γκουλάγκ του JosefStalin. Όπως έχει καταγραφεί στο σημειωματάριό του, ο Camus του είπε:
«Τότε, θα γίνεις δολοφόνος».
«Είμαι ήδη», αποκρίνεται ο φίλος.
«Κι εγώ. Αλλά δεν θέλω πια να είμαι».
«Πάντα με υποστήριζες».
Αυτό ήταν αλήθεια.
«Άκου, Tar. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: ό,τι κι αν γίνει, εγώ πάντα θα σε υπερασπίζομαι ενάντια στο εκτελεστικό απόσπασμα. Εσύ, όμως, θα υποχρεωθείς να εγκρίνεις την εκτέλεσή μου. Για σκέψου το».
Εάν αυτή η διατύπωση φαντάζει απλοϊκή, σαν να έχει βγει από κάποιο εισαγωγικό μάθημα περί Ηθικής, αυτό συμβαίνει επειδή πράγματι είναι απλή: Όταν ο Camus δεν εγκωμίαζε με ενθουσιασμό ή δεν σχολίαζε το έργο των πιο δυσνόητων στοχαστών, επεδείκνυε το χάρισμα (και την κατάρα) της απλότητας. Έτσι παρόλο που τα δυο βιβλία είναι επίκαιρα καθώς το 2013 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του Camus, και τα Αλγερινά Χρονικά –το τελευταίο βιβλίο του που μεταφράστηκε στα αγγλικά– προσφάτως επανήλθαν στο προσκήνιο λόγω της Αραβικής Άνοιξης, τα βιβλία είναι επίσης σημαντικά γιατί μας θυμίζουν μιαν απλή αλλά ουσιώδη θέση που ασπαζόταν ο Camus: Η ζωή μπορεί να διαμορφώνεται από την ιδεολογία, αλλά αυτοί που τη ζουν δεν είναι παρά άντρες και γυναίκες.
Κι είναι στην υπεράσπιση αυτών των μπερδεμένων, ατελών υπάρξεων που δίνει έμφαση ο Camus όταν μιλάει για το φίλο του Tar, και η αρθρογραφία του, μέσω της οποίας δημοσιοποίησε τις προσωπικές του απόψεις, καταγράφει τις αποφάσεις και τις αναθεωρήσεις που τον έκαναν να προτάσσει τη μετριοπάθεια έναντι του πολιτικού συμφέροντος. Καθώς τελείωνε ένας παγκόσμιος πόλεμος και άρχιζε ένας άλλος ψυχρός –δυο υπερδυνάμεις εξίσου έτοιμες να σκοτώσουν αλλά και να προσηλυτίσουν–, ο Camus διέδιδε τη ριζοσπαστική άποψη ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να θυσιάσει τη ζωή κάποιου άλλου για το γενικότερο καλό ή στο όνομα ενός καλύτερου αύριο και αμφισβητούσε όλους όσοι δήλωναν ότι το έπρατταν.
Εύκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έχει σύμμαχό του το Θεό ή την Ιστορία, και η ζωή συχνά ευτελίζεται όποιον κι αν έχεις στο πλευρό σου. Ο ίδιος ο Camus δεν είχε τραβήξει καμιά σκανδάλη κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών εκκαθαρίσεων στη Γαλλία, αλλά απαιτούσε να κρατούν τα τουφέκια γεμάτα – αυτό αρκούσε, καθώς είχε καταλήξει να πιστεύει ότι τα εύστοχα λόγια είναι εξίσου θανατηφόρα με τις σφαίρες, αλλά και η μόνη άμυνα εναντίον τους. Είχε πειστεί ότι αυτή η ύβρις δεν γινόταν να επαναληφθεί: με τόσο πολλά λάθη αυτού του διαμετρήματος, στο τέλος δεν θα έμενε κανείς να αποφασίσει ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο.
Προτού πιάσει την πένα του δημοσιογράφου, ο Camus στράφηκε στο σανίδι. Υποστήριξε τη διατριβή του στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου το 1936 και αποφοίτησε για να διευθύνει μια θεατρική ομάδα. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας του Camus στο Κομμουνιστικό Κόμμα, και το θέατρό του δώριζε τις εισπράξεις από την πώληση των εισιτηρίων στους ανέργους του Αλγερίου.
Στο πλαίσιο του θεατρικού προγραμματισμού του με γνώμονα τις ανάγκες του κοινού, ο Camus ανέβασε το 1937 την τραγωδία του Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης. Ο θεός, που παράκουσε το Δία και μοιράστηκε την πολύτιμη δύναμη της φωτιάς με τους θνητούς, είχε αναδειχθεί σε αναπόσπαστο μέρος της αριστερής μυθολογίας, τουλάχιστον από το 1841 που ο KarlMarx είχε ονομάσει τον Προμηθέα στη διδακτορική του διατριβή «τον πλέον εξέχοντα άγιο και μάρτυρα του φιλοσοφικού συναξαριού». Ο Camus απηχούσε αυτό το συναίσθημα: «Η επανάσταση πάντα στρέφεται ενάντια στους θεούς – από τον Προμηθέα και μετά».
Σύντομα ο Camus ήταν έτοιμος για το νέο του ρόλο, που θα του έδινε τη δυνατότητα να γράψει και να απελευθερώσει τις δικές του σκέψεις, κι εντάχθηκε στο νεαρό προσωπικό της Alger-Républicain. Η νεοσύστατη εφημερίδα του Αλγερίου ακολουθούσε τη γραμμή του κινήματος του Λαϊκού Μετώπου, που είχε επικεφαλής τον σοσιαλιστή LeónBlum, ο οποίος ήταν ο ένας εκ των δύο συντακτών της ανεπιτυχούς εισήγησης Blum-Violette, σύμφωνα με την οποία θα χορηγούνταν πολιτικά και εκλογικά δικαιώματα σε περισσότερους από 20.000 Αλγερινούς μουσουλμάνους.
Σε ένα από τα πρώτα ενυπόγραφα άρθρα του, ο Camus περιέγραψε την επίσκεψή του σε ένα ελλιμενισμένο πλοίο-φυλακή γεμάτο Άραβες: «Δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από τους ανθρώπους που έχουν χάσει την ανθρώπινη υπόστασή τους». Στο ίδιο πνεύμα, που ενέπνευσε τα καλύτερα γραπτά του, ξεκίνησε την άνοιξη του 1939 να γράφει μια σειρά από άρθρα για το λιμό στο βορρά, και το πρώτο από τα ρεπορτάζ του με τίτλο «Η αθλιότητα στην Καμπυλία» συμπεριλήφθηκε στα Αλγερινά Χρονικά.
Δεν πήρε πολύ χρόνο στον Camus για να διαπιστώσει ότι το πρόβλημα του λιμού ήταν οικονομικό και όχι οικολογικό κι ότι η λύση δεν ήταν η φιλανθρωπία με τη μορφή μερικών τόνων σιτηρών, αλλά η επανεξέταση της αποικιακής πολιτικής της Γαλλίας. Οι άνθρωποι πρέπει να εργαστούν για να αγοράσουν τρόφιμα, παραδεχόταν ο Camus, αλλά δεν μπορούν να εργαστούν όταν δεν τρώνε.
Απαντώντας στα συντηρητικά ανακλαστικά που διέγειραν οι ανταποκρίσεις του, έγραψε, «Στις μέρες μας φαίνεται πως δεν είσαι καλός Γάλλος όταν μιλάς για την αθλιότητα στη γαλλική επικράτεια. Ομολογώ ότι είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς σήμερα τι πρέπει να κάνει για να είναι καλός Γάλλος». Ο Camus προέτρεψε τους συμπατριώτες του να περιφρουρήσουν τα ιδανικά μιας δημοκρατίας που κάποτε είχε απορρίψει το θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων υπέρ της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Για τον ίδιο, η επιλογή ήταν ξεκάθαρη.
Λίγους μήνες αφότου δημοσιεύτηκε η τελευταία ανταπόκρισή του για το λιμό, η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραφαν το σύμφωνο Molotov–Ribbentrop και η είδηση για τα δεινά της αφρικανικής αποικίας έφυγε από τα πρωτοσέλιδα. Στις 7 Σεπτεμβρίου, με τα ναζιστικά στρατεύματα στην Πολωνία, ο Camus είδε γι’ άλλη μια φορά τον κόσμο να διαιρείται σε μαύρο και άσπρο ενόψει μιας σύρραξης. «Δεν μπορείς να πεις: “Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει”», έγραψε στο σημειωματάριό του. «Είτε πολεμάς είτε συνεργάζεσαι… Είναι συγχρόνως αδύνατο και ανήθικο να κρίνεις τα γεγονότα απέξω. Μόνο αν συμμετέχεις, έχεις το δικαίωμα να εκφράζεις τον αποτροπιασμό σου γι’ αυτή την παράλογη συμφορά».
Παρά το γεγονός ότι είχε ήδη εγκαινιάσει αυτό που επρόκειτο να χαρακτηριστεί ως μια πολυθεματική τριλογία του παραλόγου –το θεατρικό Καλιγούλας, το φιλοσοφικό δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου και το μυθιστόρημα Ο ξένος– ο Camus δεν μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος του παραλογισμού στον οποίο θα έφτανε ο επερχόμενος πόλεμος.
Για να ανακτήσει τις δυνάμεις του ύστερα από μια περίοδο υποτροπιάζουσας φυματίωσης, ο Camus εγκαταλείπει την Αλγερία το 1942 για ένα ορεινό χωριό στη Γαλλία και τον επόμενο χρόνο προσχωρεί στο προσωπικό της παράνομης εφημερίδας Combat. Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού τον Αύγουστο του 1944, η νέα του θέση στη διεύθυνση της εφημερίδας προϋπέθετε συνθετότερες υποχρεώσεις.
Χωρίς κοινό αντίπαλο να συσπειρώνει τις διάφορες παρατάξεις, οι αντιστασιακές συγγένειες ανάμεσα σε καθολικούς και κομμουνιστές, σοσιαλιστές και συντηρητικούς, γρήγορα εξασθένησαν· το γνωστό ζήτημα της εξουσίας, ποιος την ασκεί και πώς τη διαχειρίζεται, ήρθε ξανά στο προσκήνιο. Μείζον πρόβλημα αποτελούσαν οι δωσίλογοι: αξιωματούχοι του Βισύ, καιροσκόποι βιομήχανοι, δουλοπρεπείς δημοσιογράφοι (περίπου 32.000 Γάλλοι πολίτες φυλακίστηκαν για συνεργασία με τον εχθρό).
Μερικές μέρες μετά την απελευθέρωση, ο Camus γράφοντας στην Combat αρνήθηκε να κάνει διάκριση ανάμεσα στους δολοφόνους και τους συνεργούς τους και σύντομα κατέληξε να υποστηρίζει ότι «δεν έχει νόημα να αμφισβητούμε το τρομακτικό γεγονός πως είμαστε υποχρεωμένοι να αφανίσουμε ένα ζωντανό κομμάτι αυτής της χώρας, προκειμένου να σώσουμε την ψυχή της». Την ίδια εποχή βρισκόταν σε δημόσια διαμάχη μέσα από τις εφημερίδες με τον FrançoisMauriac. Ο καθολικός μυθιστοριογράφος και μελλοντικός κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας ανησυχούσε από την αρχή για την έλλειψη μέτρου που ενδεχομένως θα επεδείκνυε η μεταπολεμική Αντίσταση και πλέον επισήμαινε ότι «και η Ιερά Εξέταση έκαιγε τα σώματα στην πυρά προκειμένου να σώσει τις ψυχές».
Ο Camus έκανε αναλύσεις της τοπικής και ξένης ειδησεογραφίας –για το ρόλο της δημοσιογραφίας σε μια ελεύθερη Γαλλία, για την επανεκλογή του FranklinD. Roosevelt, για την Ισπανία του στρατηγού Franco–, όμως, η διαμάχη του με τον Mauriac τον ανάγκασε να ορίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια την αξίωσή του να μετέχει η ηθική στην πολιτική. Ο Camus απολάμβανε να εμπλέκει τους αναγνώστες του· τώρα είχε εμπλακεί και ο ίδιος.
Συχνά μόνο μέσω του διαλόγου αποκρυσταλλώνονται οι απόψεις και ο Camus υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τη λογική του μέχρι την αγχόνη. Όταν αναγγέλθηκε η πρώτη θανατική ποινή σε δωσίλογο, έγραψε με τον προσφιλή του τρόπο σε πρώτο πληθυντικό, «Και έχουμε επιλέξει να ενστερνιστούμε την ανθρώπινη δικαιοσύνη, με τις φοβερές της ατέλειες, επιζητώντας ταυτόχρονα εναγωνίως να τη διορθώσουμε, προσκολλημένοι με απόγνωση στην εντιμότητα».
Η θεία Δίκη μπορεί να επαρκούσε για έναν πιστό σαν τον Mauriac, όμως πολύ σύντομα η αιωνιότητα αποδείχτηκε ανεπαρκής για την πλειονότητα του κόσμου· η δικαιοσύνη όφειλε να είναι τρομερή και άμεση. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη θανατική ποινή απαγγέλθηκε σ’ ένα δημοσιογράφο και όχι, λόγου χάρη, στον στρατάρχη Petain, ο οποίος ηγείτο της κυβέρνησης του Βισύ, ή σε κάποιο μέλος της παραστρατιωτικής Μιλίτσιας (Milice) που είχε απελάσει Εβραίους, υποδήλωνε το ρόλο που έπαιζαν αυτές οι ατέλειες.
Παράλληλα, σε όλη αυτή την περίοδο η Αλγερία δεν απομακρύνθηκε από τη σκέψη του Camus. Έξι μέρες μετά την παράδοση της Γερμανίας, δημοσίευσε στην Combat το πρώτο από μια σειρά έξι άρθρων που προέκυψαν ύστερα από μια επίσκεψη τριών εβδομάδων στην πατρίδα του. Ήταν δύσκολη η συγκυρία για να παροτρύνει τους αναγνώστες να κινητοποιηθούν για έναν άλλο λιμό στο εξωτερικό, αλλά ο Camus επέμεινε, δημοσιεύοντας τα κείμενά του στην πρώτη σελίδα. «Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μαζί», έγραψε. Στείλτε δικαιοσύνη, σιτηρά και χρήματα.
Ενημέρωνε τους συμπατριώτες του ότι εκατοντάδες χιλιάδες Αλγερινοί Άραβες είχαν πρόσφατα αγωνιστεί κάτω από την ίδια τρίχρωμη σημαία και δεδομένου πως η Γαλλία είχε αποτύχει να αφομοιώσει ή να πολιτογραφήσει αυτούς τους Άραβες στο παρελθόν μέσω της μετριοπαθούς πρότασης Blum-Violette, δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή που η αποικία θα εγκατέλειπε τη Γαλλία. Η πραγματικότητα του λιμού μπορεί να μην αλλάζει, σημείωνε ο Camus, οι επιπτώσεις του όμως μπορούν να αλλάξουν. Η απόγνωση άρχισε να χρωματίζει ένα μεγάλο μέρος των γραπτών του Camus. «Ο κόσμος είναι αυτός που είναι – ένα τίποτα».
Έτσι ξεκινάει το κύριο άρθρο του της 8ης Αυγούστου 1945, που δημοσιεύτηκε δύο μέρες αφότου οι ΗΠΑ έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Μια από τις ελάχιστες καταδίκες στο γαλλικό Τύπο ήταν κι αυτή του FrançoisMauriac και δεν ήταν πια το μόνο θέμα για το οποίο οι δυο άντρες μοιράζονταν την ίδια άποψη. Ο Camus θεωρούσε πλέον τη μεταπολεμική εκκαθάριση ένα φιάσκο: «Φαίνεται πως η δικαιοσύνη δυσκολεύεται να πάρει τον ίσιο δρόμο ανάμεσα στις κραυγές του μίσους από τη μια πλευρά και τις ικεσίες των ένοχων συνειδήσεων από την άλλη». Το μαύρο και το άσπρο είχαν γίνει γκρίζο.
Η προσέγγιση του Mauriac ήταν ορθή, όχι επειδή οι αξίες που διακήρυσσε, η ευσπλαχνία και η μετριοπάθεια, ήταν χριστιανικές αρετές, αλλά επειδή είχαν την ικανότητα να ελέγχουν το άσβεστο πάθος του ανθρώπου να αξιώνει το δίκαιο με το μέρος του. Οι κίνδυνοι αυτού του πάθους απασχολούσαν ολοένα και περισσότερο τον Camus – το γεγονός ότι η καθολική υπεράσπιση της δικαιοφροσύνης του ατόμου μπορούσε να υπονομεύσει, ακόμη και να καταστρέψει την ίδια την αρχή που εγγυόταν εξαρχής την ορθότητά της.
Και έτσι, στα τέλη του 1946, λίγο πριν από το διάλογό του με τον Tar, ο Camus κράτησε σημειώσεις από μια άλλη συνάντηση: μια βραδιά στο σπίτι του André Malraux, παρέα με τον Jean- PaulSartre, τον ArthurKoestler και τον ManésSperber, όπου το θέμα της συζήτησης περιστρεφόταν γύρω από την ηθική και την πολιτική. Ο Koestler είχε μιλήσει για την αναγκαιότητα «ενός στοιχειώδους κώδικα πολιτικής ηθικής».
Ο Malraux διερωτόταν αν η μοίρα του προλεταριάτου έπρεπε να είναι πάντα το πρωταρχικό μέλημα. Ο Camus αναρωτιόταν μήπως η απαρχή της ελπίδας βρισκόταν στην παραδοχή ότι, ανεξάρτητα αν προέρχονταν από τη σχολή του Nietzsche ή του Marx, όλοι τους είχαν σφάλει αποκηρύσσοντας τις ηθικές αξίες· και ο Sartre αρνούνταν να καταγγείλει αποκλειστικά και μόνο την ΕΣΣΔ, παραλληλίζοντας την εκτόπιση των Ρώσων με το λιντσάρισμα των Αφροαμερικανών. («Μάλιστα, κλπ., κλπ.», φαίνεται πως ήταν τα μόνα λόγια που κατάφερε να αρθρώσει ο καημένος Sperber.) «Και όλη αυτή την ώρα», γράφει ο Camus συνοψίζοντας τη βραδιά, «αδυνατούμε να διαπιστώσουμε το βαθμό του φόβου ή της αλήθειας που υπεισέρχεται στα λεγόμενα του καθενός μας».
Οι καιροί είχαν αλλάξει και το άλλοτε ενωμένο μέτωπο ήταν τώρα μια διασπασμένη Αριστερά. Καθένας από τους πρώην συμμάχους επρόκειτο να συνεχίσει να διαπλάθει τη δική του θέση σε σχέση με το σοβιετικό κομμουνισμό. Ο Malraux υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως υπουργός Πολιτισμού υπό τον CharlesdeGaulle, ο Sartre διαμόρφωσε το προσωπικό του στίγμα στρατευμένου Μαρξισμού και αντι-αποικιοκρατίας και ο Camus κατέφυγε στον ανθρωπισμό, τη μόνη άμυνα που διέβλεπε ενάντια στον ολοκληρωτισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Στα τελευταία σημαντικά γραπτά του στην Combat, μια σειρά δοκιμίων με τίτλο Ούτε δήμιοι ούτε θύματα (NeitherVictimsnorExecutioners), ο Camus καταπιάνεται με αυτό το πρόβλημα του φόβου, της αλήθειας και του διχασμού: «Ζούμε μέσα στον τρόμο, γιατί η πειθώ έχει χάσει τη δύναμή της, γιατί ο άνθρωπος παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην Ιστορία και δεν μπορεί πλέον να στραφεί προς εκείνη την πλευρά του εαυτού του, το ίδιο αληθινή όπως και η ιστορική πλευρά, την οποία ξαναβρίσκει όταν αντικρίζει την ομορφιά του κόσμου και των προσώπων».
Εδώ ο Camus βρίσκεται στο στοιχείο του: δεν έχει άδικο, είναι απλώς ροκοκό. Σε κάθε πρόσωπο, είτε αυτό ήταν του Sartre στο Παρίσι είτε του Αλγερινού στη Στοκχόλμη, ο Camus ήλπιζε να ανακαλύψει αυτό που είχαν κοινό· πίστευε πως υπήρχε πάντα κάτι και πως ό,τι κι αν ήταν αυτό, θα επικρατούσε του τίποτα. Είχε δει ανθρώπους να διαφωνούν κι όμως να συνασπίζονται για να πολεμήσουν τους Ναζί, και τώρα τόσο ο κομμουνισμός της ΕΣΣΔ όσο και ο καπιταλισμός των ΗΠΑ κατέληγαν σε αναλύσεις κόστους-οφέλους που θεωρούσαν αυτή την αλήθεια, την ομορφιά και το διάλογο πράγματα αναλώσιμα. Τι θα μπορούσε όμως να αντικαταστήσει αυτά τα συστήματα; Αυτό είναι πάντα το ερώτημα. Ο Camus πρότεινε συνταγές –όπως το διεθνισμό–, ήταν όμως περισσότερο αποτελεσματικός στη διάγνωση και επέστρεψε στον Έλληνα θεό για να περιγράψει την εμβέλεια της νόσου: «Ο άνθρωπος σήμερα πιστεύει ότι πρέπει πρωτίστως να απελευθερώσουμε το σώμα μας, έστω κι αν ο νους πρέπει να υποστεί προσωρινό θάνατο. Αλλά μπορεί ο νους να νεκρώσει προσωρινά; Πράγματι, αν εμφανιζόταν εκ νέου ο Προμηθέας, ο σύγχρονος άνθρωπος θα του φερόταν όπως ακριβώς οι θεοί αιώνες πριν: θα τον κάρφωνε σ’ ένα βράχο στο όνομα του ίδιου του ανθρωπισμού που αυτός πρώτος συμβόλισε». Ιδού το νέο αφεντικό, ολόιδιο με το παλιό.
Ο Zaretsky, στον πρόλογο του ALifeWorthLiving, όπως και ο Goldhammer στη σημείωση του μεταφραστή στα Αλγερινά Χρονικά, κατατάσσουν τον Camus στους ηθικολόγους, αλλά αιτιολογούν και οι δυο την άποψή τους, γνωρίζοντας πως οι Αμερικανοί βιάζονται να κατηγορήσουν για έπαρση και ξιπασιά όποιον φέρει αυτή την ταμπέλα. Ενώ ο πραγματικός ηθικολόγος επιδιώκει να υπενθυμίζει στον άνθρωπο τι είναι και τι μπορεί να γίνει, είναι επίσης αλήθεια πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν το χρόνο να τους υπενθυμίσουν τίποτε από τα δυο.
Είναι επίσης δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είμαστε κι αυτό που θα μπορούσαμε να γίνουμε με ένα απλό άγγιγμα –όταν γράφεις κάτι αιώνιο, θέλει βαρύ χέρι– κι αυτός είναι ο λόγος που τα μυθιστορήματα του Camus μερικές φορές δημιουργούν την αίσθηση ότι κινούνται σε δύο διαστάσεις. Στις καλύτερες στιγμές του, στα μυθιστορήματα και τα δοκίμιά του, ο Camus βάζει τον άνθρωπο σε μια κατάσταση, παράλογη ή όχι, και προσπαθεί να δείξει πώς μπορεί να βρει κανείς τη σωτηρία του, χωρίς το Θεό ή χωρίς πίστη στην εξελισσόμενη ροή της Ιστορίας. Η κρίση της Αλγερίας τοποθέτησε τον ίδιο τον Camus σε μια παρόμοια κατάσταση. Η σταδιοδρομία του στην εφημερίδα είχε ξεκινήσει με το ερώτημα τι μπορούσε να καταφέρει, και τερματίστηκε επίσης με την ίδια απορία. Η μετριοπάθειά του έμελλε να δοκιμαστεί.
Στο Ούτε δήμιοι ούτε θύματα είχε υποστηρίξει πως υπήρχε «μόνο μία έντιμη επιλογή: να στοιχηματίσεις τα πάντα στην πίστη ότι στο τέλος οι λέξεις θα αποδειχθούν ισχυρότερες από τις σφαίρες». Το στοίχημα ήταν τολμηρό. Καθώς το FLN και η γαλλική κυβέρνηση υιοθετούσαν όλο και πιο πολύ τις πιο πρόχειρες μεθόδους –το πρώτο διενεργώντας στοχευμένες τρομοκρατικές επιθέσεις, η δεύτερη απαντώντας με δυσανάλογη και ενίοτε τυφλή βία, συμπεριλαμβανομένων των βασανιστηρίων– ο Camus ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην L’ Express το 1955, καταδικάζοντας τις τακτικές και των δυο.
Γι’ άλλη μια φορά, είχε βρεθεί στη μέση. Ταξίδεψε στο Αλγέρι και συναντήθηκε με τους μετριοπαθείς προσπαθώντας να ενθαρρύνει την πολιτική εκεχειρία και να τους υπενθυμίσει ότι «δεν θα πρέπει ούτε να χρησιμοποιούν αλλά ούτε και να υποκύψουν στην τρομοκρατία». Πλήθος Αλγερινών έξω από την αίθουσα πετούσαν πέτρες στα παράθυρα. Είναι αδιευκρίνιστο κατά πόσο η ζωή τροφοδοτεί την τέχνη ή η τέχνη τη ζωή, ούτε καν αν είναι χρήσιμος ένας τέτοιος διαχωρισμός, αλλά αυτό που έγραψε ο Camus στο «OntheFutureofTragedy», το κείμενο της διάλεξης που έδωσε την ίδια χρονιά στην Αθήνα, εξέφραζε τα αντικρουόμενα συναισθήματά του για την Αλγερία.
Ο Προμηθέας είναι εξίσου δίκαιος όσο και άδικος, και ο Δίας που τον καταπιέζει ανελέητα έχει κι αυτός το δίκιο του. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει το μελόδραμα λέγοντας ότι «Μόνο η μια πλευρά είναι δίκαιη και δικαιολογημένη», ενώ η τέλεια τραγική φόρμουλα θα ήταν: «Όλοι είναι δικαιολογημένοι και κανείς δεν είναι δίκαιος». Αυτός είναι ο λόγος που στις κλασικές τραγωδίες ο χορός γενικά συνιστά σωφροσύνη. Γιατί ο χορός γνωρίζει ότι μέχρις ενός σημείου όλοι έχουν δίκιο και πως εκείνος που από τύφλωση ή πάθος παραβιάζει αυτό το όριο, οδεύει προς την καταστροφή αν εμμείνει στην επιθυμία του να επιβάλει το δίκιο που θεωρεί ότι μόνο εκείνος έχει με το μέρος του.
Στον τελευταίο του ρόλο, ο Camus προσχώρησε στο χορό. Αυτός είναι ο λόγος που στη Στοκχόλμη απέρριψε κάθε μορφή δικαιοσύνης που επιτρέπει τη δολοφονία αμάχων άλλα και σε μια επιστολή του στη LeMonde έγραψε ότι ο Αλγερινός που τον είχε προκαλέσει «ήξερε για τι πράγμα μιλούσε και στο πρόσωπό του δεν αντικατοπτριζόταν το μίσος, αλλά η δυστυχία και η απόγνωση. Συμμερίζομαι αυτή τη δυστυχία. Είναι το πρόσωπο της χώρας μου». Ήταν σ’ αυτή την ενωμένη χώρα που ο Camus παρέμεινε πάντοτε πιστός, κι ακόμα και κατά τη διάρκεια της δημόσιας σιωπής του δρούσε στο παρασκήνιο καταγγέλλοντας με επιστολές του τις περίπου 150 θανατικές καταδίκες που επέβαλε η γαλλική κυβέρνηση στους Αλγερινούς μαχητές της ελευθερίας. Δημοσίευσε τα Αλγερινά Χρονικά το 1958, έξι μήνες αφότου τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Εκείνη την περίοδο κανείς από τους σημαντικούς διεθνείς παίκτες δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα να ακούσει την έκκλησή του για σωφροσύνη. Ο Camus θα πρέπει να γνώριζε πως κι αυτό επίσης συνηθίζεται στις κλασικές τραγωδίες. Οι λέξεις δεν φάνηκαν ισάξιες με τις σφαίρες. CJR
«Το παράδοξο είναι ότι παντού όπου, στα µυθιστορήµατά του και στις περιγραφές του, ο Camus αναφέρεται σε αυτήν, η γαλλική παρουσία στην Αλγερία παρουσιάζεται είτε ως ένα εξωγενές αφηγηµατικό θέµα, µια ουσία η οποία εκφεύγει χρονικού προσδιορισµού και ερµηνείας, είτε ως η µοναδική ιστορία η οποία αξίζει να την αφηγηθούν ως επίσηµη ιστορία».
Edward W. Said, «Albert Camus, ou l’inconscient colonial», Le Monde diplomatique, Νοέµβριος 2000
Η κατάκτηση της Αλγερίας από τους Γάλλους ξεκίνησε το 1830 µε την κατάληψη του Αλγερίου και τελείωσε το 1847 µε την απόφαση του αρχηγού των αλγερινών δυνάµεων Αµπντ αλ-Καντίρ να καταθέσει τα όπλα. Η Μάχη της Σµάλα (16 Μαΐου 1843), νίκη των Γάλλων, ήταν µια από τις πιο προβεβληµένες του πολέµου εκείνου. Η Αλγερία απέκτησε την ανεξαρτησία της µετά από ακόµα έναν πόλεµο, 1958-1962.
Εικόνα: Horace Vernet (1789-1863), Prise de la Smalah d’Abd-el-Kader (1844), Musée de l’Histoire de la France, Βερσαλίες