Της Λήδας Τσενέ*
Όλοι έχουμε μια ιστορία να πούμε. Και είναι αλήθεια. Οι ιστορίες είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη φύση και, όπως υποστηρίζει ο Dr. Fischer, αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τη ζωή σαν μια σειρά από συνεχόμενες αφηγήσεις, που περιλαμβάνουν διαμάχες, χαρακτήρες και πλοκή με αρχή, μέση και τέλος.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, όπως έχει αποδειχθεί και επιστημονικά, είναι προγραμματισμένος να συγκρατεί και να επεξεργάζεται μια πληροφορία πολύ πιο εύκολα, όταν αυτή τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο. Αν επιχειρήσουμε να αποδομήσουμε μια ιστορία και να τη δούμε στην πιο απλή της μορφή, δεν είναι τίποτε άλλο από μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Και αυτή ακριβώς η αιτιακή σχέση είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε.
Γιατί όμως οι ιστορίες και η αφήγηση είναι τόσο σημαντικές; Μέσα από την αφηγηματική διαδικασία επεξεργαζόμαστε πιο σύνθετες έννοιες, κατανοούμε τις εμπειρίες μας, σχετιζόμαστε με άλλους ανθρώπους, συνδεόμαστε, κινητοποιούμαστε, συνεργαζόμαστε. Μέσα από τις ιστορίες κατανοούμε καλύτερα τον κόσμο μας και συνθέτουμε τη δική μας αλήθεια, καθώς – όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Hannah Arendt – οι αφηγήσεις αποκαλύπτουν το νόημα, χωρίς να κάνουν το λάθος να το προσδιορίζουν.
Οι ιστορίες έχουν τη δύναμη όχι μόνο να μας επιτρέπουν να κατανοούμε και να θυμόμαστε πιο εύκολα πληροφορίες, αλλά επίσης να τις διαβιβάζουμε/μεταδίδουμε πολύ πιο εύκολα στο ακροατήριό μας. Άλλωστε, όπως λέει και ο Jonathan Gottschall στο βιβλίο του The Storytelling Animal, οι ιστορίες μπορούν να λειτουργήσουν σαν δούρειος ίππος, μέσα στον οποίο μπορεί κάποιος να κρύψει οποιοδήποτε μήνυμα.
Σήμερα το storytelling είναι της μόδας. Όλοι χρησιμοποιούν την αφήγηση, από τους εκπαιδευτικούς μέχρι τους marketeers και από τους πολιτικούς μέχρι τους δημοσιογράφους. Παράλληλα, συν δημιουργούμε, τα νέα Μέσα και οι ψηφιακές πλατφόρμες μας επιτρέπουν να παράγουμε πιο διαδραστικές αφηγήσεις, να τις μοιραζόμαστε με μεγαλύτερα ακροατήρια, που σταδιακά μετατρέπονται σε κοινότητες..
Μπορεί λοιπόν η αφήγηση να παίξει καταλυτικό ρόλο για μια πιο συμπαγή και πιο συμμετοχική κοινωνία; Ο Gottschall υποστηρίζει ότι οι ιστορίες ενθαρρύνουν την κοινωνική συμπεριφορά, καθώς «φέρουν περίπου τα ίδια λειτουργικά χαρακτηριστικά με αυτά των θρησκευτικών κινημάτων: διαμορφώνουν ομάδες, συντονίζουν συμπεριφορές και προάγουν τη συνεργασία». Δείτε, για παράδειγμα, τις κοινότητες που χτίζονται γύρω από επικές ιστορίες, όπως Star Wars, Lord of the Rings κ.λπ.
Το παραπάνω επιβεβαιώνεται και επιστημονικά. Οι ιστορίες έχουν μια τρομερή ικανότητα να προάγουν την ενσυναίσθηση και να εμπνέουν τα άτομα να συνεργάζονται μεταξύ τους. Ποιο όμως είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει αυτό το πλεονέκτημα της αφήγησης; Μια ορμόνη που ονομάζεται οξυτοκίνη.
Σύμφωνα με τον νευροεπιστήμονα Paul Zak, η οξυτοκίνη παράγεται όταν νιώθουμε ότι κάποιος μας εμπιστεύεται ή ότι μας συμπεριφέρεται με καλοσύνη/ευγένεια και κινητοποιεί το συνεργατικό μας πνεύμα. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή νιώθουμε συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάστασή του (αυτό που ονομάζεται ενσυναίσθηση ή empathy στα αγγλικά).
Η έννοια της συνεργασίας σήμερα ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τα κοινωνικά δίκτυα. Η παραγωγή και η διάδοση ιστοριών γίνεται πολύ πιο εύκολα και με τη συνεργασία πολλαπλών αφηγητών.
Οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν έναν νέο καμβά για την αφήγηση και το ξεδίπλωμα συνεργατικών ιστοριών. Η ψηφιακή αφήγηση είναι ένα νέο είδος, που περιλαμβάνει αφηγήσεις οι οποίες δημιουργούνται με τη χρήση οποιασδήποτε ψηφιακής συσκευής και μιας συνεχώς εξελισσόμενης εργαλειοθήκης. Απευθύνονται σε μεγάλο ακροατήριο και οι δημιουργοί τους μπορεί να είναι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες. Οι ιστορίες μπορεί να είναι αυστηρά προσωπικές ή πιο οικουμενικές, φανταστικές ή ρεαλιστικές, σύντομες ή ολόκληρα έπη, παρουσιασμένες είτε σε ένα μέσο, είτε σε πολλά διαφορετικά.
Παράλληλα με την ψηφιακή αφήγηση, αναπτύσσεται ένα ακόμα είδος, η διαμεσική αφήγηση (transmedia). Σύμφωνα με τον Henry Jenkins (2006), η διαμεσική αφήγηση είναι μια διαδικασία κατά την οποία στοιχεία μιας ιστορίας διαχέονται συστηματικά μέσω διαφορετικών καναλιών με στόχο την παραγωγή μιας ενιαίας, συντονισμένης εμπειρίας. Ιδανικά, κάθε κανάλι-μέσο έχει τη δική του συνεισφορά στο ξεδίπλωμα της ιστορίας”.
Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η έρευνα του Latitude (2012), The Future of Storytelling, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει τις προσδοκίες των ακροατηρίων από τις εν λόγω διαμεσικές ιστορίες:
(α) απορρόφηση (immersion): Μπορώ να μπω πιο βαθιά στον κόσμο της ιστορίας, μαθαίνοντας περισσότερα ή κάνοντας την εμπειρία μου πιο ολοκληρωμένη;
(β) διάδραση (interactivity): Μπορώ να αλλάξω ή να επηρεάσω στοιχεία της ιστορίας; Μπορώ να αλληλεπιδράσω με άλλα άτομα με αφορμή την ιστορία;
(γ) ολοκλήρωση/ενσωμάτωση (integration): Η ιστορία που χτίζεται σε όλες τις πλατφόρμες έχει συνοχή;
(δ) αντίκτυπος (impact): Η ιστορία με εμπνέει να κάνω μια αλλαγή στη ζωή μου;
Με βάση όλα τα παραπάνω μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι η αφήγηση είναι το new black. O Seth Godin, γκουρού του marketing, υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι δεν αγοράζουν πια προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά σχέσεις και ιστορίες. Η αφήγηση στην επικοινωνία, τη διαφήμιση και το marketing είναι πλέον η αιχμή του δόρατός τους. Το “περιεχόμενο είναι ο βασιλιάς” (content is the king) και όλοι μάχονται για το ποιος θα πει και θα χτίσει την καλύτερη ιστορία γύρω από το προϊόν του. Ωστόσο, ενώ τα επιτυχημένα brands είναι αφηγητές ιστοριών (storytellers), τα ακόμα πιο επιτυχημένα είναι δημιουργοί ιστοριών (storydoers) και τις περισσότερες φορές αυτές οι ιστορίες συνδημιουργούνται.
Μια άλλη εφαρμογή της αφήγησης είναι σίγουρα η δημοσιογραφία. Ο δημοσιογράφος πάντα ήταν ένας αφηγητής. Υπό το πρίσμα της ψηφιακής εποχής όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Πέρα από την ανάγκη προσαρμογής στις απαιτήσεις της αγοράς και των καταναλωτών, η δυνατότητα συνεργασίας πολιτών και δημοσιογράφων για τη δημιουργία μιας αφήγησης μπορεί να συμβάλει στην προσπάθεια ανάκτησης της αξιοπιστίας των Μέσων. Ο Jeff Jarvis υποστηρίζει ότι ο δημοσιογράφος σήμερα δεν είναι ο μοναδικός storyteller.
Όπως εξηγεί, “σήμερα υπάρχουν τόσες πολλές μορφές δημοσιογραφίας: Τα δεδομένα είναι δημοσιογραφία, οι πλατφόρμες που επιτρέπουν στις κοινότητες να μοιράζονται όσα μαθαίνουν, σταδιακά γίνονται δημοσιογραφία. Οι αλγόριθμοι που φιλτράρουν και ομαδοποιούν τις ειδήσεις είναι δημοσιογραφία. Το crowdsourcing είναι πράξη δημοσιογραφίας. Η δημοσιογραφία μπορεί να είναι ένα stream (twitter) ή ένα απόσπασμα από μια υπάρχουσα αποθήκη γνώσης (wikipedia). Η δημοσιογραφία είναι διαδικασία, αλλά οι ιστορίες είναι προϊόντα. Επιπλέον, ο δημοσιογράφος, αποδεχόμενος τον ρόλο του αφηγητή, αυτομάτως τοποθετεί τον εαυτό του στο κέντρο της ιστορίας, ενώ παράλληλα διεκδικεί την κατοχή της: είναι η δική μου ιστορία, εγώ αποφασίζω πώς θα είναι, θα την αφηγηθώ με τον δικό μου τρόπο. Ο αφηγητής έχει τον έλεγχο και η αφήγηση παραμένει μονόδρομη”.
Με αυτή του την άποψη, ο Jarvis θέτει ξανά το ερώτημα σχετικά με τον ρόλο του δημοσιογράφου και υπογραμμίζει ότι «αν συνεχίσουμε να θεωρούμε ότι ο ρόλος μας είναι αυτός του αφηγητή και περιοριζόμαστε σε αυτό, τότε διακινδυνεύουμε να αποκλείσουμε τους εαυτούς μας από τους τρόπους συλλογής και διανομής της πληροφορίας που δεν καταλήγουν σε ιστορίες. Αν ανοίξουμε το μυαλό μας, μπορούμε να θεωρήσουμε τους δημοσιογράφους σαν ‘διευκολυντές’ (enablers), οργανωτές μιας κοινότητας, δασκάλους, επιμελητές, φίλτρα, δημιουργούς νέων εργαλείων, συγγραφείς αλγορίθμων». Είναι λοιπόν ο δημοσιογράφος σήμερα storyteller – δηλαδή αυτός που λέει την ιστορία – ή θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνεται συνδημιουργός στο storydoing; Και, αν ναι, είναι αυτός ένας τρόπος εξέλιξης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και επανεκκίνησης του ενδιαφέροντος του κοινού για τα Μέσα;
Ένδειξη για τα παραπάνω είναι to narrative.ly, μια ψηφιακή έκδοση και παράλληλα ένα στούντιο παραγωγής ιστοριών, το οποίο στόχο έχει να παρουσιάζει όχι μόνο ειδήσεις, αλλά κυρίως ενδιαφέροντες ανθρώπους με εξίσου ενδιαφέρουσες ιστορίες.