Συνεισφορά σε ένα εγχειρίδιο για το πώς να ΜΗΝ διαχειρίζεται κανείς μια κρίση όπου εμπλέκονται τα μήντια (κατάλληλο για το πρώτο έτος σπουδών)
Αξίζει να ξεκινήσει κανείς αυτήν την ξενάγηση στη διαχείριση της κρίσης που περνάει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση με τον Τύπο και το συνολικό μηντιακό σύμπαν του «έξω κόσμου» με… την απέλαση του Έλληνα δημοσιογράφου Βαγγέλη Αρεταίου από την Τουρκία, «για λόγους δημόσιας τάξης».
Με εξαιρετική ευγένεια – αφηγείται ο ίδιος ο Β. Αρεταίος – οι άνθρωποι των αρχών ασφαλείας (των Τουρκικών, εννοείται) τον συνόδευσαν στο αεροδρόμιο, εξηγώντας του ότι είχε επαφές με άτομα που το τουρκικό κράτος θεωρεί μεμπτές. ότι το κινητό του είχε φωτογραφίες σχετιζόμενες με δραστηριότητες Κούρδων. ότι ρεπορτάζ του (που ο ίδιος θεωρεί ότι κινούνταν «μακριά από δημοσιοποιήσεις, προκαταλήψεις και απλοποιήσεις») δυσαρεστούσαν.
Στην Τουρκία, Αύγουστο 2022 αυτά.
Πάμε όμως στην αληθινή αρχή της πρότασης μας, να αξιοποιηθεί εποικοδομητικά, ως βοήθημα διδασκαλίας/case study, η διαχείριση κρίσης όπως την εφάρμοσε η ελληνική κυβέρνηση αυτόν τον Αύγουστο απέναντι στη στάση του διεθνούς Τύπου (και δημοσιογράφων) σε μέτωπα όπως εκείνο των πολύκροτων υποκλοπών/παρακολουθήσεων/ «επισυνάψεων» από μέρους της ΕΥΠ κατά Ελλήνων πολιτικών και δημοσιογράφων, αλλά και του τελευταίου επεισοδίου με Τούρκους πρόσφυγες σε νησίδα του Έβρου.
Είναι η Ελλάδα μια χώρα που είχε συνηθίσει να διαθέτει μια θετική εικόνα στα διεθνή media – ή ακόμη και μια πιο φιλική/υποστηρικτική, όταν π.χ. βρέθηκε στην ακραία εμπειρία της de facto χρεοκοπίας της και της «διάσωσης» από τα αυστηρά προγράμματα των Ευρωπαίων εταίρων της και του ΔΝΤ. [Η αλήθεια είναι ότι σε τμήματα του ευρωπαϊκού – ιδίως του γερμανικού – Τύπου, η Ελλάδα (και οι Έλληνες) καταγγέλθηκαν τότε για σπάταλη ζωή και για τεμπελιά, οι πολιτικοί τους για κακοδιαχείριση και διαφθορά. Όμως ο αγγλοσαξωνικός Τύπος προσήλθε κυρίως υποστηρικτικός και ο ευρωπαϊκός, σιγά-σιγά, «διόρθωσε»].
Τώρα… τώρα καταγγέλλεται προσβλητικά, μέρα την ημέρα. Χρειάζεται αληθινά να προσπαθήσεις πολύ για να πετύχεις τον αρχισυντάκτη του Politico, να αναφέρεται στην «απαράδεκτη μεταχείριση της συνεργάτη του Politico Νεκταρίας Σταμούλη, γενναίας και διακεκριμένης δημοσιογράφου [η οποία] υπέστη ακραίες ύβρεις, τις οποίες ενθάρρυνε, αν δεν τις προκάλεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και σημαντικοί σύμβουλοι της ελληνικής κυβέρνησης».
Το κείμενο βαραίνει ακόμη περισσότερο στη συνέχεια: «Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφικής μου διαδρομής σε αυταρχικά (προς ολοκληρωτικά) καθεστώτα (στην Κίνα), γνωρίζω από πρώτο χέρι τους κινδύνους και τις πιέσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωποι οι δημοσιογράφοι που τολμούν να κάνουν σωστή δημοσιογραφία».
Άσχημο!
Βέβαια.. θα μπορούσε κανείς να πει ότι επρόκειτο εδώ για μια περίπτωση υπερβάλλοντος ζήλου ενός κυβερνητικού στελέχους που θέλησε να επιτεθεί σε μια δημοσιογράφο – με αποτέλεσμα οι συνάδελφοί της να αντεπιτεθούν. Βέβαια, οι υπαινιγμοί ότι η Ν. Σταμούλη είχε πολιτικά κίνητρα όταν κάλυψε το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδειχνε ενδιαφέρον για τις ελληνικές παρακολουθήσεις δεν βοήθησε και τόσο, καθώς η σχετική αλληλογραφία των Βρυξελλών κατέληξε – αυτούσια – στη δημοσιότητα (η δε ανάγνωση του κειμένου που υπογράφει ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ φέρνει κάτι σαν θλίψη, αν μη ρίγος).
Νωρίτερα, άρθρο γνώμης του ερευνητή δημοσιογράφου Alexander Clapp φιλοξενήθηκε στους New York Times και τιτλοφορήθηκε «Η σήψη στην καρδιά της Ελλάδας γίνεται ορατή απ’ όλους» (με μη-κολακευτική φωτό- του Κυριάκου Μητσοτάκη). Εδώ, διαρροές από αντίστοιχες επίσημες πηγές επιχείρησαν όχι μόνο να υποτιμήσουν τον Clapp – ο οποίος έχει παρελθόν καλής γνώσης της Ελλάδας – αλλά και τους ίδιους τους Times, ως (λίγο-πολύ) φωλεά εχιδνών ακραίων στοιχείων.
Λίγο αργότερα, οι εν λόγω επίσημοι συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα αυτή τους η αντιμετώπιση και έκαναν ένα βήμα πίσω. Υποτιθέμενες προσπάθειες να επιτευχθεί κάποιου είδους επανόρθωση από τους Times έφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: αντ’ αυτού, η εφημερίδα έφερε το θέμα (με αλλαγή παρουσίασης) στην πρώτη σελίδα της διεθνούς της έκδοσης.
Άσχημο, πάλι!
Όμως, για να γίνει το πράγμα ακόμη χειρότερο, υποστηρικτές της επίσημης θέσης στην βιτριολική μπλογκόσφαιρα (οι οποίοι, κάπως, «έχασαν» την προσπάθεια διόρθωσης της επίσημης ελληνικής αντίδρασης – η σχετική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου υπήρξε προσεκτική μέχρι πολιτικής ορθότητας!) επιχείρησαν να «ερμηνεύσουν» την μονομέρεια του Clapp με το ότι θεωρείται ότι διαθέτει ως φίλη Ελληνίδα δημοσιογράφο (η οποία εργάζεται σε ανεπίληπτα συντηρητική εφημερίδα, βέβαια): όχι και τόσο έξυπνη κίνηση, αυτή!
Πλην όμως η λίστα δεν κλείνει εδώ. Όπως εύκολα θα φανταζόταν όποιος γνωρίζει τα αντανακλαστικά αγέλης στα διεθνή μήντια, οι επικριτικές τοποθετήσεις έναντι της Ελλάδας δεν άργησαν να γίνουν επιθετικό ποδοβολητό. Παράλληλα με την αρνητική κάλυψη που είχε προηγηθεί, για τη συμπεριφορά της Ελλάδας έναντι αιτούντων άσυλο στα σύνορα με την Τουρκία στον Έβρο, η χώρα και η κυβέρνησή της δέχθηκε επικριτικές τοποθετήσεις από Μέσα όπως ο Guardian, η Spiegel, η Monde, η Washington Post, η Handelsblatt, το Euronews, η Soir, η RTBF, η Libre Belgique , η Radio France , η Ελβετική RTS, οι F.T. (εδώ κάπως πιο επιφυλακτικά: επίσημη διαρροή έκρινε ωφέλιμο να κάνει λόγο για ενδεχόμενο ρωσικό δάκτυλο).
Η λίστα δεν έπαψε να μακραίνει με τις ημέρες που περνούσαν. (Στο φαινόμενο Spiegel θα σταθούμε σε λίγο…).
Πάντως, εκείνο που μπορεί να προξενήσει τη μεγαλύτερη ζημιά στην ελληνική υπόθεση, ήταν το άρθρο γνώμης του Hugo Dixon στο Reuters/Breaking news, με τίτλο «Καιρός να ανησυχήσουμε και πάλι για την Ελλάδα».
Κάνει διεξοδικά λόγο για την πολιτική αβεβαιότητα που προκύπτει από το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και τη διαχείρισή του από τις αρχές, ενώ καταθέτει και την άποψη ότι «αν υπάρξουν περαιτέρω αρνητικές (damning) αποκαλύψεις, ο Μητσοτάκης θα χρειαστεί να παλέψει μέχρι να φθάσει στις επόμενες εκλογές». Κυρίως όμως, και πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για ένα Μέσο που συναντά κανείς απευθείας στην άκρια της οθόνης των traders και λοιπών οικονομικών παραγόντων (ακόμη και μεταξύ της ομάδας συμβούλων του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη) ο Dixon λέει: «υπάρχουν ήδη σημάδια ότι οι επενδυτές αρχίζουν να ανησυχούν […] οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αυξάνονται πιο γρήγορα ακόμη και από των ιταλικών».
Εξόχως αρνητικό, αλλά… δείτε και το κλείσιμο του άρθρου: «Την προηγούμενη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τερμάτισε την «ενισχυμένη εποπτεία» της ελληνικής οικονομίας επικαλούμενη το ότι η χώρα βρισκόταν πλέον εκτός κινδύνου (out of the woods). Ίσως είναι μια απόφαση για την οποία θα μετανοιώσει».
Πάλιν άσχημο!
Ελπίζει τουλάχιστον κανείς ότι οι Έλληνες επίσημοι δεν θα προχωρήσουν σε αμφισβήτηση του κύρους του Reuters – βλέπετε, αποτελεί διεθνές πρακτορείο ειδήσεων όχι απλή εφημερίδα ή κανάλι ή ιστοσελίδα – ούτε θα αναζητήσουν ύποπτες ελληνικές διασυνδέσεις για τον Hugo Dixon.
Δυστυχώς υπάρχει και άλλη μια υπόθεση εν εξελίξει. Πρόκειται για την επί εβδομάδων κάλυψη της (ανθρώπινα φρικτής, αλλά και από πλευράς Δικαίου/θεμελιωδών δικαιωμάτων ακανθώδους) υπόθεσης αιτούντων άσυλο σε νησίδα του Έβρου, υπόθεσης που έγινε μείζον θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα. Αλλά ξεχειλίζει και διεθνώς. Το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου εγκαλούσε τώρα τον ανταποκριτή του Spiegel, ο οποίος για να ολοκληρώσει την κάλυψη της υπόθεσης «παραπλάνησε τις αρχές» προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο Κέντρο Κράτησης του Έβρου και να μιλήσει με τους κρατούμενους μετανάστες εμφανίσθηκε ως διερμηνέας ΜΚΟ.
Το υπουργείο κάνει λόγο για «παραβίαση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας και εμπιστευτικότητας» και για «εμπαιγμό των αρχών». Και καταλήγει ότι «θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες νομικές ενέργειες».
Γι αυτό ξεκινήσαμε με την απέλαση Αρεταίου από τις απέναντι αρχές – για να δούμε πώς καταλήγουν οι δυναμικές απόψεις των αρχών όταν κρίνουν αναγκαίο να εναντιώνονται στη δημοσιογραφική κάλυψη. Βέβαια, στην περίπτωση Spiegel από τους υπογράφοντες το ρεπορτάζ για τον Εβρο – Γιώργος Χρηστίδης/Max Popp, μόνον ο δεύτερος… θα επιδεχόταν απέλαση.
Πάντως θεωρούμε – και το προτείνουμε – η επίσημη διαχείριση αυτής της κρίσης , με μηντιακό περιεχόμενο, από μέρους της σημερινής Ελλάδας να αποτελέσει συμβολή σε εγχειρίδιο διδασκαλίας για το πώς να ΜΗΝ γίνεται διαχείριση κρίσης. Και μάλιστα σε εγχειρίδιο για πρωτοετείς.
Και είναι να ελπίζει κανείς ότι δεν θα δούμε αντίστοιχη προσπάθεια υποτίμησης του δυσάρεστου ενδιαφέροντος που τείνει να εκδηλωθεί στα πλαίσια των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων (της Επιτροπής και κυρίως του Κοινοβουλίου), τα οποία άλλωστε δεν ανήκουν ούτε στον μηντιακό κόσμο, ούτε στις ΜΚΟ που οι Έλληνες επίσημοι τείνουν σταθερά να υποτιμούν.