Η αυτοκτονία της 29χρονης Έλενας μετά την πολύχρονη κακοποίησή της, συντάραξε την κοινή γνώμη της Κύπρου και της Ελλάδας. Δυστυχώς, για καμία από τις δύο χώρες δεν ήταν μοναδικό περιστατικό. Το κυπριακό κράτος πρόνοιας επιχειρεί πιο δυναμικά τα τελευταία χρόνια να καλύψει το έλλειμμά του στην παιδική προστασία—και, σε κάποιες περιπτώσεις, τα αποτελέσματα είναι ελπιδοφόρα.
Από την ομάδα The Manifold
To 2012 η Στέλλα Κυριακίδου, βουλεύτρια και αντιπρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού, αναλαμβάνει την εκστρατεία «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης ως εκπρόσωπος της Κύπρου στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση. Η εκστρατεία είχε αρχίσει από το 2010 και ο σχεδιασμός ήταν να διαρκέσει τέσσερα χρόνια. Όπως μας μεταφέρει η κ. Κυριακίδου, με την ανάληψη των καθηκόντων της ενημερώθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα, ότι τα λεφτά της καμπάνιας δεν έφταναν. Αποφάσισε, έτσι, να απευθυνθεί σε ένα από τα σημερινά πρόσωπα-κλειδιά, που τότε όμως οι περισσότεροι αναγνώριζαν μονάχα ως δικηγόρο, μεταξύ άλλων, του Ιδρύματος Λεβέντη, ο πρόεδρος του οποίου μάλιστα ήταν και θείος της, καθώς και ως κόρη του πέμπτου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου. Σήμερα, η Αναστασία Παπαδοπούλου είναι η πρόεδρος του Συμβουλίου Εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής.
Σπάστε τη σιωπή
Η ώρα είναι 10 το πρωί και φτάνουμε σε καφετέρια της Λευκωσίας, εκεί δηλαδή όπου οι δυο γυναίκες, η κ. Κυριακίδου και η κ. Παπαδοπούλου, όρισαν ως σημείο συνάντησης για τη συνέντευξη, μία ημέρα μετά την παρουσίαση της ιστοσελίδας της εθνικής τους καμπάνιας για την σεξουαλική κακοποίηση, στα τέλη Νοεμβρίου.
«Όταν το 2010 εγκαινιάστηκε η πανευρωπαϊκή εκστρατεία ενάντια στη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση των παιδιών, ‘Ένα στα Πέντε’, το σύνθημά της ήταν η φράση ‘Σπάστε τη Σιωπή’» διαβάζουμε στο site της ‘Φωνής’, όπως ονομάζεται το Συμβούλιο Εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής. Tο πρώτο πράγμα που χάνει κάποιος ζώντας στο φόβο και στην ανασφάλεια, είναι τη “Φωνή” του. To πραγματικό ‘στοίχημα’ το οποίο έχει να κερδίσει μια κοινωνία είναι το πώς θα προστατεύσει ή καλύτερα πώς θα θωρακίσει τα παιδιά της, ώστε να μην πέσουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης. Η Εθνική Στρατηγική είναι η μέθοδος με την οποία, ως Κράτος και ως κοινωνία, θα δώσουμε ‘Φωνή’ στα παιδιά και στους απροστάτευτους νέους, βοηθώντας τους να σπάσουν τη σιωπή».
Μόλις η συζήτηση αρχίζει να αποκτά ρυθμό, περνούν δηλαδή τα πρώτα αναγνωριστικά λεπτά με τα πρόσωπα που κάθονται απέναντί τους, οι δυο γυναίκες αρχίζουν να μιλούν σχεδόν ακατάπαυστα, συμπληρώνοντας ή διορθώνοντας σε σημεία η μία την άλλη. Μοιάζουν να έχουν απίστευτη οικειότητα και απολαμβάνουν την περιγραφή των βημάτων που οδήγησαν στην ανέγερση του Σπιτιού του Παιδιού, με τον τρόπο που βλέπεις φίλους να περιγράφουν σε τρίτους ιστορίες του κοινού τους παρελθόντος. «Θα βρισκόμασταν σε μια συναυλία το βράδυ. Μου τηλεφωνεί για να επιβεβαιώσει ότι θα βρεθούμε και μου λέει έχω κάτι που θέλω να σου φέρω για τα παιδιά» ξεκινά την αφήγηση η κ. Παπαδοπούλου. Την πρόταση προς το Ίδρυμα Λεβέντη συνόδευσαν με μια επιστολή της κ. Παπαδοπούλου. «Συνήθως γράφω στο ίδρυμα μια θετική ή μια αρνητική εισήγηση προς τις προτάσεις που κατατίθενται, η οποία δεν είναι πάνω από μια παράγραφο. Τώρα έγραψα τέσσερις σελίδες να εξηγήσω για ποιους λόγους πρέπει να δώσει το ίδρυμα χρήματα ώστε να συνεχιστεί η καμπάνια».

«Έγραψα τέσσερις σελίδες να εξηγήσω για ποιους λόγους πρέπει να δώσει το ίδρυμα χρήματα ώστε να συνεχιστεί η καμπάνια». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Τον Ιανουάριο του 2013 υπογράφεται η συμφωνία μεταξύ το Ιδρύματος Λεβέντη και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το Ίδρυμα προχωρά σε χορηγία ύψους 350.000 ευρώ για να ενισχύσει την πανευρωπαϊκή εκστρατεία, θέτοντας ως όρο να δημιουργηθεί μια επιτροπή στην Κύπρο και να ερευνηθεί η έκταση του φαινομένου. Το 2014 ψηφίζουν τον νόμο 91(I)/2014 για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας. Την 1η Ιουνίου τίθεται σε εφαρμογή η Σύμβαση και η Συντονιστική Επιτροπή εκδίδει άμεσα απόφαση για τη δημιουργία της Εθνικής Στρατηγικής. Τον Ιούλιο ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης, διορίζει ειδική σύμβουλο της Επιτροπής την Αναστασία Παπαδοπούλου, αδελφή του πολιτικού του αντιπάλου Νικόλα Παπαδόπουλου.
«Υπήρξε μια αμυντική στάση στην αρχή» θυμάται η κ. Κυριακίδου. «Θεώρησαν ότι κάνουμε πολιτική προς όφελος της Στέλλας, δικό μου, του αδελφού μου, ότι κάποιο παιχνίδι παίζουμε» ανακαλεί με τη σειρά της και η κ. Παπαδοπούλου. «Και η αλήθεια είναι ότι ενώ ήθελα να το κάνω, φοβόμουν το πώς θα αντιμετωπιστεί το ότι θα με διορίσει ο πρόεδρος Αναστασιάδης, όταν ο αδελφός μου έχει αποχωρήσει από την κυβέρνηση του. Ετοίμαζα λοιπόν μέσα στο μυαλό μου τι θα πάω να του πω. Είχα φτιάξει μεγάλη συζήτηση. Έκλεισα και ραντεβού για να έχω χρόνο μαζί του, να μη μου πει “έχω δουλειά”. Μπήκα, ξεκίνησα να εξηγώ και με διακόπτει με μια φράση: “Αναστασία, μη με απασχολείς. Έχω τέσσερα μωρά. Πήγαινε κάντο”».
Στα τέλη του 2015 παραδίδεται και η έρευνα του Πανεπιστημίου της Κύπρου που είχε τρεις κύριους στόχους: α) να εξεταστεί και να καταγραφεί η συχνότητα και η φύση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην Κύπρο, β) να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο έχουν ληφθεί όλες οι δράσεις για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων και η φύση αυτών των δράσεων και γ) να συλλεχθούν στοιχεία από όλους τους τομείς και τις υπηρεσίες σχετικά με το νομικό πλαίσιο, τις διαδικασίες, και το σχέδιο δράσης που θεωρούν αναγκαίο για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και παρέμβαση σε περιπτώσεις που αναφέρθηκαν κρούσματα σεξουαλικής κακοποίησης. Και τελικά τον Μάρτιο του ’16 ανακοινώνουν την Εθνική Στρατηγική στην οποία προβλέπεται και η δημιουργία Σπιτιού του Παιδιού.
«Πώς το κάνεις όμως χωρίς προϋπολογισμό, χωρίς οίκημα και με την Κύπρο μετά την οικονομική κρίση του ’13 που καταστράφηκε ο τόπος;» θυμάται να διερωτάται η κ. Κυριακίδου. Κι εδώ επαληθεύεται μια φράση που χρησιμοποιεί συχνά η κ. Παπαδοπούλου: ευθυγραμμίστηκαν και πάλι τα άστρα! «Υπάρχει ένα σωματείο που λέγεται ” Ένωση Κυριών” και λειτουργούσε από κυρίες της Λευκωσίας, κυρίως, που έκαναν τσάγια και εκδηλώσεις και μάζευαν λεφτά για φιλανθρωπικές δράσεις. Έφτιαξαν το πρώτο σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες για παράδειγμα» εξηγεί η κ. Κυριακίδου. Η Ένωση πλέον δεν είχε δράση, οι κυρίες ήταν όλες 85- 90 ετών. «Προσέγγισαν εμένα» λέει η κ. Κυριακίδου «και άλλες τρεις γυναίκες, ζητώντας μας να αναλάβουμε την Ένωση η οποία είχε ένα οίκημα στη Λευκωσία έτοιμο να καταρρεύσει και ένα ποσό 350.000 ευρώ στην τράπεζα. Μας ζήτησαν λοιπόν να φτιάξουμε μια επιτροπή για να αξιοποιήσουμε την περιουσία. Ξαφνικά άνοιξε ο δρόμος! Καλέσαμε την Αναστασία, τους εξηγήσαμε τι δουλειά κάνει το Σπίτι του Παιδιού, εκείνες πήραν απόφαση και το παραχώρησαν μαζί με τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακαίνιση».
«Ήταν πολλές οι συγκυρίες που έπαιξαν ρόλο» λέει η κ. Ταπανίδου. Σημαίνοντα πρόσωπα για την κυπριακή κοινωνία μπήκαν μπροστά, το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε την εκστρατεία “Ένα στα Πέντε”, ο όρος της χρηματοδότησης από το ίδρυμα Λεβέντη, η Βουλή που ψήφισε, η επίτροπος για τα δικαιώματα του παιδιού που στήριξε. «Ήταν όμως και οι επαγγελματίες που ήταν ώριμοι. Διότι είχε ξεχειλίσει το ποτήρι και βρεθήκαμε όλοι έτοιμοι στο ίδιο σημείο να δημιουργήσουμε κάτι, οπωσδήποτε όχι όπως εκείνο που λειτουργούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή και που το διαφημίζαμε ως καλή πρακτική. Και νομίζω ότι αυτή τη φορά, όντως καταφέραμε να θέσουμε στο επίκεντρο το παιδί με την πρόσφατη νομοθεσία, που έβαζε ουσιαστικές δικλείδες ασφαλείας».
Το υπουργείο Εργασίας ανέλαβε την οικοδόμηση της προέκτασης που χρειάστηκε το οίκημα που παραχωρήθηκε και την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων. Η διαχείριση του Σπιτιού ανατέθηκε στη μη κερδοσκοπική οργάνωση Hope for Children, με την οποία έχει συνεργαστεί ξανά το υπουργείο στο παρελθόν. Επίκεντρο του Σπιτιού του Παιδιού, πέραν των δικανικών καταθέσεων με έναν φιλικό προς το παιδί τρόπο, είναι και η πολυθεματική διαχείριση των περιπτώσεων. Έτσι μια ορισμένη φορά την εβδομάδα η πολυθεματική ομάδα – εκπρόσωποι δηλαδή των τεσσάρων κρατικών φορέων συν έναν εκπρόσωπο της οργάνωσης – πραγματοποιεί τις συσκέψεις της όπου συζητούν τις υποθέσεις που τρέχουν και ο ένας ενημερώνει τον άλλο.
Στις εγκαταστάσεις του Αρχηγείου της Αστυνομίας Κύπρου, προσπερνώντας μικρά λευκά κτίρια, φτάνουμε στο Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Βίας και Κακοποίησης Ανηλίκων. Υπεύθυνος του Γραφείου είναι ο αστυνόμος και μέλος του Συμβουλίου «Φωνή» Κώστας Βέης. Το γραφείο του βρίσκεται στον πρώτο όροφο και το χτυπάει ο ήλιος. Μόλις καθόμαστε, σπεύδει να κλείσει τις κουρτίνες και τον ευχαριστούμε. «Στην καρέκλα που κάθεστε, κάθισε ο κ. Μπράγκι, ο υπεύθυνος του Σπιτιού του Παιδιού στην Ισλανδία. Όταν σηκώθηκα να κάνω το ίδιο με σταμάτησε έντρομος. Πού θα ξανάβρισκε τόσο ήλιο;» είναι οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάζουμε.

«Ο νόμος του 2014 για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, επιτρέπει στην αστυνομία να λάβει οπτικογραφημένη κατάθεση από θύματα». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Υπηρετεί είκοσι χρόνια στην αστυνομία, τα δεκαπέντε εκ των οποίων στον τομέα που βρίσκεται τώρα. Μιλάει για τις επισκέψεις των λειτουργών της Κύπρου σε διάφορα Σπίτια του Παιδιού στην Ευρώπη και για τη συνεργασία με τον υπεύθυνο του κέντρου στην Ισλανδία – στα πρότυπα του οποίου βασίστηκε το κυπριακό Σπίτι-, για τις εκπαιδεύσεις στο πρωτόκολλο της συνέντευξης. Τις συνεντεύξεις εδώ δεν τις λαμβάνει η αστυνομία δια ψυχολόγου, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά εκπαιδευμένος αστυνομικός. «Ο νόμος του 2014 για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, επιτρέπει στην αστυνομία να λάβει οπτικογραφημένη κατάθεση από θύματα και ενδεχομένως και κάποιους μάρτυρες. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι για να μην χρειαστεί να επαναλάβει ένα παιδί ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, κι αυτό σε ένα βαθμό διασφαλίζεται απ΄την οπτικογραφημένη συνέντευξη».
Στο Σπίτι του Παιδιού υπάρχουν τρία δωμάτια.στο υπόγειο. Στη μέση βρίσκεται το δωμάτιο στο οποίο λαμβάνεται η συνέντευξη και εκεί συνυπάρχουν μόνο ο ανακριτικός υπάλληλος και το παιδί. Στο αυτί του ανακριτικού υπαλλήλου υπάρχει ένα ακουστικό-ψείρα από το οποίο μπορεί να ακούσει με μονόδρομη επικοινωνία τον αστυνομικό που βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο, εκεί όπου είναι εγκατεστημένη η κονσόλα καταγραφής. Ο χειριστής μπορεί να μιλήσει στον ανακριτικό υπάλληλο τηλεγραφικά. Στο τρίτο δωμάτιο βρίσκονται ο οικογενειακός σύμβουλος, ένας ψυχολόγος και ενδεχομένως κάποιος ακόμα αστυνομικός.
Αυτοί μπορούν να μεταφέρουν κάτι στον ανακριτικό που λαμβάνει την κατάθεση μόνο μέσω του χειριστή ο οποίος το διαβιβάζει, δεν μιλούν οι ίδιοι απευθείας. «Υπάρχει δυνατότητα να μιλήσουν και εκείνοι στο αυτί του συνεντευξιαστή αλλά έχουμε ζητήσει να μην το κάνουμε αυτό ακόμα. Είναι μια καινούρια διαδικασία για όλους μας και θα πρέπει και οι λειτουργοί να εξοικειωθούν με τη διαδικασία. Έχοντας δει και παραδείγματα άλλων χωρών, η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι αυτή η επικοινωνία από άλλους επαγγελματίες προς τον ανακριτή, δεν είναι τόσο σημαντική στον χρόνο που τρέχει η κατάθεση, όσο σε χρόνο διαλείμματος. Εκεί πραγματικά μπορούν να βοηθήσουν αν δεν βγαίνει η κατάθεση αλλά αυτό θέλει συζήτηση δεν γίνεται με μονόδρομη επικοινωνία».
Στο υπόγειο του κτιρίου που βρισκόμαστε υπάρχει ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος όπου λαμβάνονταν οι καταθέσεις μέχρι τώρα όλων των ανήλικων θυμάτων κακοποίησης και οπτικογράφονταν. Εξακολουθεί να λειτουργεί για όλες τις άλλες υποθέσεις, πλην των σεξουαλικών κακοποίησεων. Με δύο δωμάτια, ένα στο οποίο λαμβάνεται η κατάθεση και ένα στο οποίο βρίσκεται ο χειριστής. Και στην αστυνομία, είχαν αρχίσει να επιχειρούνται αλλαγές πριν τη νομοθεσία του 2014.
«Μέχρι το 2010 τις υποθέσεις διερευνούσαν είτε οι τοπικοί αστυνομικοί σταθμοί είτε τα επαρχιακά Τμήματα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, αναλόγως του τόπου και της σοβαρότητας. Υπήρχε μια διάχυση της διαχείρισης των περιστατικών. Είχαμε αρχίσει να προβληματιζόμαστε και από κάποιες εσωτερικές εκθέσεις της υπηρεσίας μας αλλά και από αυτά που ακούγαμε στις εκπαιδεύσεις στην Αστυνομική Ακαδημία για τη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων και τον χειρισμό παιδιών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Με την διάχυση της διαχείρισης οι πιθανότητες ήταν πως ένας αστυνομικός θα εξέταζε στην καριέρα του μια τέτοια υπόθεση. Συγκεντρώσαμε λοιπόν με απόφαση του Αρχηγού τη διερεύνηση των υποθέσεων αυτών στα Τμήματα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων των επαρχιών. Υπήρξε δηλαδή μια κλιμάκωση μέχρι να φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα».
Τον ρωτάμε πώς αξιολογεί τη συνεργασία των φορέων που συστεγάζονται στο Σπίτι του Παιδιού. «Στον ενάμισι σχεδόν χρόνο της συνεργασίας μας, νομίζω ότι πηγαίνουμε πολύ καλά. Ασφαλώς θέλει χρόνο για να ωριμάσει και μέσα από τον δρόμο προς την ωρίμανση διαχειριζόμαστε και ζητήματα της καθημερινότητας που προκύπτουν».
Μπορεί να συζητήσουν μεταξύ τους οι υπηρεσίες για το εκάστοτε περιστατικό, αλλά για το αν ένα παιδί πρέπει να απομακρυνθεί από μία μία οικογένεια, η τελική απόφαση δεν είναι της Αστυνομίας. Αντίστοιχα, για τη σύλληψη ενός υπόπτου, η υπογραφή θα είναι του κ. Βέη ή κάποιου άλλου αστυνομικού. «Άρα, είναι μια συνεργασία που έχει όρια, δεν αλλάζουν οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες των εμπλεκομένων. Εδώ χρειάζεται ο χρόνος που έλεγα για να μπούμε σε έναν τρόπο σκέψης για την κατανόηση των περιορισμών και των δυνατοτήτων κάθε πλευράς».

«Την άνοιξη του 2018 άρχισε να λειτουργεί το Σπίτι του Παιδιού σε ειδικά διαμορφωμένο κτίριο στη Λευκωσία». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Υπεύθυνος οργανισμός για τη στελέχωση και τη λειτουργία του Σπιτιού είναι η ΜΚΟ Hope for Children, μια οργάνωση που ιδρύθηκε στην Κύπρο πριν 10 χρόνια. Η λειτουργία του Σπιτιού ξεκίνησε τον περασμένο Απρίλιο. Η μοναδική αποσπασμένη λειτουργός από το κράτος, είναι μία ψυχολόγος. Κατά τα λοιπά, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί προσλαμβάνονται από την οργάνωση. Στον χώρο αυτόν λαμβάνονται οι οπτικογραφημένες καταθέσεις, συνεδριάζει η πολυθεματική και παρέχεται η στήριξη του παιδιού και της οικογένειά του.
Στον χώρο μας υποδέχεται η συντονίστρια του Σπιτιού, Άντρια Νεοκλέους. Η πρόσοψη του κτιρίου, δεν σε προετοιμάζει για αυτό που θα αντικρίσεις. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουμε σε έναν μεγάλο φωτεινό διάδρομο με γραφεία δεξιά και αριστερά. Στο βάθος υπάρχει ένας χώρος αναμονής με παιχνίδια που απευθύνονται σε πολύ μικρά παιδιά. Η κ. Νεοκλέους μας κατεβάζει στο υπόγειο και μας ξεναγεί στα τρία δωμάτια για τα οποία μας μίλησε ο κ. Βέης. Υπάρχει και ένα τέταρτο. Ένα εξεταστικό κρεβάτι στα πόδια του οποίου βρίσκεται ένα σύγχρονο μη παρεμβατικό μηχάνημα για την ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών. Μπροστά από τον φακό του, πάνω στο κρεβάτι είναι ακουμπισμένο ένα αρκουδάκι. Η εικόνα αυτή δεν ξεχνιέται εύκολα.
«Η ιατροδικαστική εξέταση δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί ακόμα εδώ. Για την ώρα εξακολουθούν να παραπέμπονται τα παιδιά στο Μακάριο» μας λέει η κ. Νεοκλέους. «Εμείς εδώ στο Σπίτι δεχόμαστε παραπομπή παιδιών μόνο από την αστυνομία και τις ΥΚΕ, από κανέναν άλλο». Στη συνέχεια, κοινωνικός λειτουργός του Σπιτιού ενημερώνει το παιδί και την οικογένεια για τις επόμενες διαδικασίες και πραγματοποιεί επιτόπια έρευνα στο σπίτι της οικογένειας. Παράλληλα, η αστυνομία δρομολογεί την καταγραφή της κατάθεσης. Από κει και πέρα, ο ψυχολόγος αρχίζει την ψυχολογική αξιολόγηση του παιδιού, η οποία συχνά ζητείται από τη αστυνομία για να συμπεριληφθεί στον ποινικό φάκελο που θα πάει στο δικαστήριο. Αν δεν υφίσταται ποινικό θέμα, η ψυχολογική αξιολόγηση του παιδιού γίνεται ούτως ή άλλως, με ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό να αναλαμβάνουν τη στήριξη και θεραπεία της οικογένειας, όταν ολοκληρωθεί.
Όλα γίνονται σε συνεργασία με την πολυθεματική ομάδα. «Αν η περίπτωση ήταν γνωστή στον κοινωνικό λειτουργό των ΥΚΕ, είμαστε σε διαρκή επαφή μαζί του. Έχουμε πάντα και εκπρόσωπο του υπουργείου παιδείας και έτσι έχουμε τη δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή και με το σχολείο του παιδιού» μας λέει. Ο χώρος απευθύνεται σε παιδιά από 3 έως 18 ετών. «Ο τελικός στόχος είναι να σταματήσει να πηγαίνει το παιδί στο δικαστήριο. Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε την απόφαση που δίνει τη δυνατότητα στον κάθε δικαστή να δεχτεί να καταθέσει το παιδί από εδώ Έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η εγκατάσταση του απαραίτητου εξοπλισμού».
Ο κ. Βέης επιχειρεί να δώσει μια εξήγηση επ’ αυτού. «Τα ποινικά συστήματα και στην Κύπρο αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο είναι συντηρητικά. Δεν μπορείς να τα ταράζεις πολύ, θέλουν τον χρόνο τους. Και εμείς είμαστε μέρος του συστήματος. Εδώ είναι καθαρά θέμα του δικαστηρίου. Όλα ζυγίζονται σε ένα πλαίσιο που συνυπολογίζει και τα δικαιώματα του παιδιού – που φωνάζουν – αλλά και τα δικαιώματα των υπόπτων, των κατηγορουμένων. Το δικαστήριο καλείται να ισορροπήσει καταστάσεις ώστε να μην πλήξει τα δικαιώματα κανενός».
Η κ. Ταπανίδου προχωράει λίγο ακόμα τη σκέψη. «Στα αυτιά πολλών η διαδικασία αυτή ακούγεται ως κάποιου είδους προκατάληψη υπέρ του παιδιού. Ακόμα και ψυχρά να προσπαθήσει κανείς να το σκεφτεί, θα συνειδητοποιήσει ότι το παιδί δεν είναι ίσο στη συμμετοχή του στο ποινικό σύστημα. Το δικαστικό σύστημα είναι χτισμένο για ενήλικες, οπότε εξ ορισμού θυματοποιείται το παιδί που δεν έχει τη νοητική ικανότητα και τη γνώση να χειριστεί και να λειτουργήσει μέσα σε αυτό το σύστημα. Μπορεί ως επαγγελματίας να διαχωριστώ σε πολλά όσων αφορά την προστασία των συμφερόντων του παιδιού. Εδώ όμως δεν μιλάμε για την επαγγελματική μου κρίση. Μιλάμε καθαρά για ίσες ευκαιρίες συμμετοχής του παιδιού σε μια δίκαιη δίκη. Δεν συζητάμε να αλλάξουμε κάποιο ισοζύγιο σε βάρος του υπόπτου ως προς τις ευκαιρίες του σε μια δίκαιη δίκη».

Συνεδρίαση της «Πολυθεματικής» στο Σπίτι του Παιδιού, Λευκωσία | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Σε όλη αυτή την προσπάθεια που επιχειρείται όλα αυτά τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο, υπάρχει κάτι που στοιχειώνει το μυαλό των περισσότερων συνομιλητών μας. Είναι η Έλενα. Η Έλενα γεννήθηκε από μια μητέρα που είδε τον δικό της πατέρα να δολοφονεί τη μητέρα της. Όταν η ίδια έμεινε έγκυος ήταν αδύνατον να κρατήσει μόνη της το παιδί της λόγω πολλών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Η Έλενα σε ηλικία τεσσάρων ετών δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια. Ένας ιερέας και η γυναίκα του ανέλαβαν το μικρό κορίτσι.
Στα δέκα της χρόνια, η Έλενα, μιλώντας σε μια κοινωνική λειτουργό του τοπικού γραφείου Ευημερίας, ομολογεί για πρώτη φορά τα μαρτύρια που περνάει στην οικογένεια αυτή. Κανείς δεν ασχολείται μαζί της. Στα είκοσι βρίσκει το κουράγιο και μιλάει ξανά. Αυτή τη φορά η αστυνομία αναλαμβάνει την υπόθεση, σχηματίζεται δικογραφία και ο ιερέας καταδικάζεται πρωτόδικα και στο Εφετείο, με πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο έξω από το δικαστήριο να τον στηρίζει. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν δύο χρόνια, όσο όριζε η παλιά νομοθεσία για άσεμνη επίθεση, καθώς ο βιασμός, για τον οποίο μιλούσε η γυναίκα, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί. Σε βάρος της πρεσβυτέρας εκκρεμούσε δίωξη για σωματική κακοποίηση. Δεν πρόλαβε να εκδικαστεί. Μόλις ο ιερέας αποφυλακίστηκε, η Έλενα αυτοκτόνησε.
Με την Έλενα στο μυαλό, οι περισσότεροι θέλουν να ελπίζουν ότι αυτή τη φορά κατάφεραν να δομήσουν ένα σύστημα ουσιαστικής προστασίας των παιδιών. Σε καμία περίπτωση δεν μιλούν για ολοκλήρωση. Νιώθουν πως τώρα ξεκινούν και πολλά από όσα καταγράφηκαν στην εθνική στρατηγική που ανακοινώθηκε το 2016, θα επαναληφθούν σε αυτή του 2019. Το πρωτόκολλο, στα πρότυπα αυτού που δημιουργησε το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, η διεύρυνση της ολιστικής αντιμετώπισης σε όλες τις κατηγορίες κακοποίησης που δέχονται ανήλικοι, η μη συμμετοχή του παιδιού στη δίκη κ.ο.κ.
Τώρα όμως έχουν έναν σαφή νόμο για τη σεξουαλική κακοποίηση. Έχουν ξεκινήσει τις εκπαιδεύσεις δασκάλων και καθηγητών. Έχουν θέσει σε εφαρμογή τον θεσμό της εποπτείας των καταδικασθέντων για εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Έχουν δημιουργήσει ειδικά αρχεία στα οποία καταχωρούνται, όπως άλλωστε προβλέπεται και στη Σύμβαση Λανζαρότε, ώστε ακόμα και με την αποφυλάκισή τους να εξαιρούνται από όσα επαγγέλματα τους φέρνουν σε επαφή με παιδιά—κατ’ αντίθεση με την Ελλάδα, όπου όχι απλώς δεν τηρείται μητρώο, αλλά δημοσιεύονται στο site της Ελληνικής Αστυνομίας οι συλληφθέντες ως ύποπτοι σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος παιδιών. Με αποτέλεσμα βέβαια την εκ νέου θυματοποίηση του παιδιού καθώς είτε θα φέρει το ίδιο επώνυμο αν είναι γονιός του, είτε στην περίπτωση που ο θύτης βρίσκεται στον κύκλο εμπιστοσύνης του παιδιού, μπορεί εύκολα να ταυτοποιηθεί και το θύμα.
Τέλος, έχουν θεσμοθετημένο με νόμο το Συμβούλιο για τη σεξουαλική κακοποίηση. «Έτσι ώστε να μην χρειάζονται στο μέλλον “ονόματα” που θα μπουν μπροστά», όπως μας απαντάει τελικά η κ. Παπαδοπούλου στην μάλλον άβολη ερώτηση που θέσαμε κάποια στιγμή.
Ιστορίες εισαγγελέων και κοινωνικών λειτουργών
Περνάμε το κατώφλι του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης. Η εισαγγελέας ανηλίκων έχει καλέσει παιδιά από κάποιο Λύκειο της πόλης και τους μιλά σε μια μικρή αίθουσα με ανοιχτή την πόρτα. Μοιάζει να είναι κάποια ενημέρωση, ίσως για την ενδοσχολική βία. Η εισαγγελέας είναι μάλλον νεότερη απ’ ότι ενδεχομένως να περίμεναν οι μαθητές, αλλά πάντως σίγουρα επιβλητική. Κοντοστεκόμαστε για λίγο απ’ έξω. Οι περισσότεροι την ακούν με προσοχή. Τρεις-τέσσερις πιτσιρικάδες αντιλαμβάνονται την παρουσία μας έξω από την αίθουσα, στην οποία επικρατεί γενικώς ησυχία, και αποσπάται η προσοχή τους. Έτσι, φεύγουμε και αρχίζουμε να κατευθυνόμαστε προς το γραφείο της εισαγγελίας που βρίσκεται και αυτό στον πρώτο όροφο.
Στον διάδρομο αφήνουμε πίσω μας διάφορες κλειστές ξύλινες πόρτες. Από ένα γραφείο λίγο πιο μπροστά βγαίνει μια υπάλληλος σέρνοντας βαριεστημένα ένα παλιοκαιρισμένο καρότσι του σούπερ μάρκετ γεμάτο έγγραφα σε φακέλους. Κάπου στα μέσα του διαδρόμου, ένα λεφούσι ανδρών. Το χαρτί που είναι κολλημένο στην πόρτα έξω από την οποία περιμένουν γράφει: «Φυγόδικοι». Είναι ότι πιο ζωηρό συναντά κανείς σ’ αυτόν τον διάδρομο.
Ένας άντρας βγαίνει από το γραφείο αυτό, εμφανώς υπό την επήρεια κάποιας ουσίας. Είναι θυμωμένος και ανάβει τσιγάρο, παρ’ ότι προφανώς απαγορεύεται εντός του Δικαστικού Μεγάρου. Διασχίζει καπνίζοντας τον υπόλοιπο διάδρομο μπροστά μας, μέχρι που του πέφτει από το χέρι ένα μπουκάλι νερού και προσγειώνεται στα πόδια κάποιων γυναικών που κάθονται στο μοναδικό σημείο του διαδρόμου αυτού που υπάρχουν καθίσματα. Τρεις γυναίκες έξω από την εισαγγελία ανηλίκων. Οι δύο μοιάζουν να είναι μητέρες, η τρίτη γιαγιά. Και οι τρεις τους ταράζονται. Ο άντρας σκύβει, πιάνει το μπουκάλι, κάτι ψελλίζει και συνεχίζει σχεδόν παραπατώντας μέχρι τη στροφή του διαδρόμου, όπου χάνεται από τα μάτια μας. Οι γυναίκες περιμένουν τη σειρά τους. Είναι λίγο μετά τις 11 το πρωί. Η ηλικιωμένη γυναίκα σπάει τη σιωπή ρωτώντας τη διπλανή της τι ώρα έχει ραντεβού. Εκείνη, μικροκαμωμένη, με βλέμμα πτοημένο, με μια πλαστική σακούλα ακουμπισμένη στα γόνατα γεμάτη νομικά έγγραφα από την οποία το μόνο που μπορεί να διακρίνει κανείς είναι η λέξη «εμπιστευτικό», της απαντά σχεδόν χωρίς να σηκώνει το βλέμμα της από το πάτωμα «11.15». «Εγώ στις 11.30 αλλά μέσα είναι το ραντεβού των 10.30». Και ξαναβυθίζονται στη σιωπή. Απέναντι από την πόρτα της εισαγγελίας ανηλίκων υπάρχει ένα μικρό κυλικείο, από το ραδιοφωνάκι του οποίου παίζει χαμηλά ξένη ποπ.
Τους τελευταίους μήνες, έχουμε πραγματοποιήσει συναντήσεις με μια σειρά από εισαγγελικές πηγές και έχουμε καθίσει για ώρες έξω από γραφεία εισαγγελέων και επιμελητών. Εισαγγελείς ανηλίκων με διακριτές αρμοδιότητες υπάρχουν μόνο στις μεγάλες πόλεις. Όπου δεν υπάρχει εισαγγελέας ανηλίκων στην υπόλοιπη επικράτεια, εκτελεί χρέη ο αρμόδιος εισαγγελέας Πρωτοδικών.
Η πλειοψηφία των εργαζομένων με τους οποίους συνομιλήσαμε μας λένε ότι το παιδί που δέχεται κακοποίηση δεν θα φτάσει σχεδόν ποτέ μόνο του ως την εισαγγελία. Αυτή την άποψη έχει και ο πρώην Συνήγορος του Παιδιού Γιώργος Μόσχος: «Οι αναφορές από τα ίδια τα παιδιά είναι λίγες» μας λέει. «Αυτό συμβαίνει παγκοσμίως, τα παιδιά δεν απευθύνονται σε έναν άνθρωπο που εκπροσωπεί έναν θεσμό εύκολα».
Η δικηγόρος και σημερινή Συνήγορος του Παιδιού Θεώνη Κουφονικολάκου, η οποία διαδέχτηκε φέτος τον κ. Μόσχο, μας λέει πως, βάσει της Ετήσιας Έκθεσης του 2018, «το 34% των αναφορών που έρχονταν στον Συνήγορο ηταν μεσα απο την εκπαιδευση». Θεωρεί, μάλιστα, θετικό μέτρο την επέκταση της υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής, με έναρξη στο τέταρτο έτος της ηλικίας του παιδιού. «Μόνο ο παιδίατρος—αν δεν μιλάμε για τελείως παραμελητική οικογένεια—και μετά οι δομές προσχολικής αγωγής δίνουν την ευκαιρία να διαγνώσεις την κακοποίηση σε αυτές τις ηλικίες» μας λέει. «Και όσο πιο νωρίς εντοπιστεί, τόσο το καλύτερο». Δίνει μεγάλη έμφαση στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών—αλλά και όλων των επαγγελματιών γενικότερα που έρχονται σε επαφή με το παιδί. Πολλές από τις δραστηριότητες του Συνήγορου αποτελούν τέτοιες ενημερωτικές δράσεις: από συνεργασίες με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για σεμινάρια σε αστυνομικά τμήματα μέχρι κύκλους εκπαίδευσης των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Τα σχολεία είναι, θα έλεγε κανείς, η «πρώτη γραμμή» για το ζήτημα της κακοποίησης και οι εκπαιδευτικοί οι πλέον στρατηγικά τοποθετημένοι επαγγελματίες για να αντιληφθούν, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, αν υπάρχει πρόβλημα. «Δεν υπάρχει ούτε ένα σχολείο της χώρας» μας λέει ο κ. Μόσχος «που να μην έχει βρεθεί μπροστά σε πληροφορίες πολλές, πολλών παιδιών, ενδοοικογενειακής βίας». Ο ίδιος, ως Συνήγορος, επισκεπτόταν σχολεία πολύ συχνά—μια παράδοση που συνεχίζει η διάδοχός του. «Μέσα από μια γενική συζήτηση» μας λέει «ακουμπάγαμε όλα τα θέματα δικαιωμάτων και της κακοποίησης. Όταν τους πεις ιστορίες, κάνουν ταυτίσεις. Μετά, στο διάλειμμα, έρχονται και σου λένε και μια προσωπική ιστορία: ‘Μην πείτε το πουθενά, αλλά θέλω να σας μιλήσω γι αυτό’. Μια κοπέλα, θυμάμαι τώρα, σε ένα διάλειμμά μου είπε: ‘Ωραία αυτά που λέτε για την κακοποίηση, αλλά εμένα ο πατέρας μου είναι αστυνομικός και είναι αλκοολικός και δεν θα γίνει ποτέ τίποτα και απλώς περιμένω να γίνω 18 χρονών για να φύγω. Απλώς ήθελα να σας το πω, να μη νομίζετε ότι λύνετε τα προβλήματα’. Και με αυτό το παιδί, μετά από συζήτηση, βρήκαμε τη μέθοδο να ξεκινήσει να βλέπει καταρχάς μια εκπαιδευτικό του σχολείου και μετά, με υποστήριξη εξωτερική από τον υπεύθυνο υποστήριξης του Υπ. Παιδείας, όπου έχουν συμβουλευτικούς σταθμούς νέων, να το βοηθήσουμε κυρίως να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι δεν γίνεται τίποτα, θα τρώω ξύλο, ή θα βλέπω τη μάνα μου να χτυπιέται, μέχρι να γίνω 18».
Την ίδια στιγμή, έχει μεγάλη σημασία οι εκπαιδευτικοί να μην είναι μόνοι σ’ αυτή τη μάχη—ζήτημα για το οποίο λαμβάνεται μια μέριμνα, αλλά όχι επαρκής: «Στα σχολεία προσλαμβάνονται αναπληρωτές ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί» μας λέει η Τριανταφυλλιά Αθανασίου, Πρόεδρος του ΣΚΛΕ (Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος). «Εμάς η θέση μας» λέει η κ. Αθανασίου «είναι να υπάρξουν κοινωνικές υπηρεσίες στελεχωμένες διεπιστημονικά μέσα στα ίδια τα σχολεία. Γίνεται μια προσπάθεια με τους αναπληρωτές, βέβαια δεν λύνει το θέμα… Καλύπτονται τα περισσότερα σχολεία της χώρας αλλά οι αναπληρωτές δουλεύουν από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Μάιο και μετά μπορεί να είναι άλλος την επόμενη χρονιά. Άρα, αν εγώ έχω αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον γονιό ή το παιδί, την επόμενη χρονιά δεν θα είμαι εγώ, θα είναι κάποιος άλλος».
Ο ΣΚΛΕ έγινε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου πριν από επτά μήνες περίπου, με βασική επιδίωξη να έχουν οι κοινωνικοί λειτουργοί θεσμική εκπροσώπηση για ζητήματα αρμοδιότητάς τους. Καθότι δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή, αφού προηγουμένως δεν ίσχυε η υποχρέωση της εγγραφής, βάσει των υπολογισμών της κ. Αθανασίου υπάρχουν στη χώρα περίπου 600 κοινωνικοί λειτουργοί που ασχολούνται με την παιδική προστασία.
Το πρόβλημα του μη μόνιμου προσωπικού θίγει μάλλον γλαφυρά ο κ. Νικολαΐδης: «Είχαμε πάει με τον τότε συνήγορο, τον Γιώργο Μόσχο να κάνουμε εκπαιδεύσεις. Πάμε εκεί στη Θεσσαλονίκη, λέω: ‘Παιδιά, εδώ πόσοι είστε μόνιμοι και πόσοι συμβασιούχοι;’ Πάνω από τους μισούς ήταν συμβασιούχοι. Λέω: ‘Πότε θα λήξει εσένα η θητεία σου;’ Σε τρεις μήνες. ‘Εσένα, πότε;’ Σε πέντε μήνες. Γύρισα και τους λέω, ήταν και ο κ. Αλτάνης εκεί, τότε πρόεδρος του ΕΚΚΑ, που συντόνιζε αυτό το πράγμα, τί κάνουμε τώρα ρε παιδιά, τι κάνουμε; Λέμε ότι θα εκπαιδεύσουμε σε κάποιες δεξιότητες ανθρώπους, οι οποίοι σε τρεις μήνες θα είναι εκτός συστήματος; Κι αν θα καλυφθεί μετά η θέση από κάποιον άλλον και δεν έχει εκπαιδευτεί, δεν θα ξέρουμε πού θα τον βρούμε και αν θα τον βρούμε;»

«Δεν υπάρχει ούτε ένα σχολείο της χώρας που να μην έχει βρεθεί μπροστά σε πληροφορίες πολλές, πολλών παιδιών, ενδοοικογενειακής βίας». | Φωτογραφίες © Αχιλλέας Ζαβαλλής / The Manifold
Συχνά, τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και ο κοινωνικός λειτουργός—αλλά και άλλοι επαγγελματίες, όπως οι παιδοψυχίατροι—είναι εκτεθειμένος νομικά, αν καταγγείλει ένα περιστατικό κακοποίησης. Τίποτε δεν εμποδίζει τον καταγγελόμενο να στραφεί δικαστικά εναντίον του προσώπου που έκανε την καταγγελία, γεγονός που αποτελεί ένα χρόνιο πρόβλημα, καθότι δημιουργεί ένα καθεστώς φόβου στους επαγγελματίες. Χαρακτηριστικά, ο κ. Μόσχος θυμάται: «Στη Λάρισα, όταν κάναμε ένα σεμινάριο με πολλούς εκπαιδευτικούς, η εισαγγελέας βγήκε και είπε: ‘Ξέρετε, και αν κάποια στιγμή ο διευθυντής του σχολείου φοβάται, θέλω να με πάρει τηλέφωνο και εγώ άμα καταλάβω το φόβο του, μπορώ να ενεργήσω και αυτεπαγγέλτως χωρίς να έχω γραπτή αναφορά. Εγώ είμαι μαζί σας’. Αυτό τους ανακούφισε πάρα πολύ».
Ο κίνδυνος αυτός για τους επαγγελματίες της παιδικής προστασίας περιορίστηκε σ’ έναν βαθμό με νομοθεσία του 2017, η οποία προβλέπει ότι για ενέργειες διακρίβωσης κακοποίησης στο πλαίσιο δικαστικής έρευνας, ο εργαζόμενος σε δημόσια δομή δεν μπορεί να μηνυθεί. Η νομοθεσία αυτή, βέβαια, είναι ασφυκτική, καθότι εξακολουθεί να αφήνει εκτεθειμένο σε εκδικητικές μηνύσεις οποιονδήποτε επαγγελματία προβεί σε καταγγελία ή διεξαγάγει έρευνα. Ενδεικτικά, η εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών που θέσπιζε τη δημιουργία Ομάδων Προστασίας Ανηλίκων στους δήμους έδινε τη δυνατότητα στους κοινωνικούς λειτουργούς να προβαίνουν σε έρευνες ακόμη και χωρίς εισαγγελική εντολή. Το σκεπτικό ήταν η ενδυνάμωση των κοινωνικών υπηρεσιών, ώστε να είναι σε θέση να παρέμβουν άμεσα, όμως η πρόβλεψη αυτή πολύ γρήγορα ατόνησε διότι μια εγκύκλιος υπουργείου ασφαλώς δεν αρκεί για να προστατέψει τον επαγγελματία από τις μηνύσεις. Το πόσο αστήρικτοι είναι από τον νόμο οι επαγγελματίες της παιδικής προστασίας είναι μείζον πρόβλημα και αποτελεί πάγιο αίτημά τους να διορθωθεί.
Πριν μερικούς μήνες, η Συνήγορος του Παιδιού κ. Κουφονικολάκου και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, σχεδίασαν και προώθησαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης μια διάταξη που απαλλάσσει από την έγκληση και την αγωγή όλους τους επαγγελματίες του πεδίου. Σκοπός είναι, σύμφωνα με την κ. Κουφονικολάκου, να μη φοβάται πλέον ο επαγγελματίας να διατυπώσει την υπόνοιά του για ένα περιστατικό κακοποίησης. Σε προσωπική της επικοινωνία με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Μιχάλη Καλογήρου, τη διαβεβαίωσε ότι βλέπει θετικά το μέτρο. Ωστόσο, η διάταξη δεν έχει φτάσει ακόμα στο κοινοβούλιο προς ψήφιση.
Η κάλυψη των επαγγελματιών είναι ένα σημαντικό βήμα. Εντέλει, όμως, τις πιο πολλές φορές, την καταγγελία θα κάνει είτε ο μη κακοποιητικός γονέας—αν αυτός υπάρχει—, είτε κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας, είτε ο εκπαιδευτικός, είτε ο κοινωνικός λειτουργός κάποιας υπηρεσίας. Ο βασικός, ωστόσο, τροφοδότης καταγγελιών έξω από τον κύκλο εμπιστοσύνης του παιδιού, όπως μας λένε εισαγγελικές πηγές, είναι η τηλεφωνική γραμμή 1056 της ΜΚΟ «Χαμόγελο του Παιδιού», η οποία είναι πολύ γνωστότερη από την αντίστοιχη κρατική που διατηρεί το ΕΚΚΑ.
Όταν φτάσει η καταγγελία στον εισαγγελέα, αυτός διατάζει τον κοινωνικό λειτουργό να ξεκινήσει την πρώτη κοινωνική έρευνα και να συντάξει έκθεση. Φυσικά, όπως μας λέει η κ. Κουφονικολάκου, «οι εισαγγελείς ανηλίκων στην Ελλάδα πνίγονται. Δύο εισαγγελείς στην Αθήνα και από ένας στον Πειραιά και στην Θεσσαλονίκη έχουν πολύ μεγάλη αδυναμία να ανταποκριθούν». Την ίδια στιγμή, μολονότι με νόμο του 1998 προβλέπονται κοινωνικές υπηρεσίες στα Πρωτοδικεία, αυτές δεν έχουν στελεχωθεί ποτέ με κοινωνικούς λειτουργούς. Η σημασία τέτοιων υπηρεσιών θα ήταν να έχει η εισαγγελία δυνατότητα διερεύνησης που να υπάγεται στην ίδια. Αυτή η πρόβλεψη του νόμου, ωστόσο, παρέμεινε ανενεργή.
«Από εκεί και πέρα αρχίζει το χάος» μας λέει η κ. Αθανασίου. Στην πράξη, από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινωνική υπηρεσία υπαγόμενη στην εισαγγελία, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια να διατάξει την αφαίρεση της επιμέλειας, την εντολή διεξαγωγής έρευνας παραλαμβάνει όποιος κοινωνικός λειτουργός υπάρχει—όπου υπάρχει, αν υπάρχει. Μπορεί, λόγου χάρη, να υπάγονται σε κοινωνική υπηρεσία δήμου ή σε Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων ή στο ΕΚΚΑ. Πάει όποιος μπορεί. Κάποιες φορές, ο κοινωνικός λειτουργός τυχαίνει να γνωρίζει την οικογένεια, αν αυτή κάνει χρήση άλλων υπηρεσιών του δήμου, αν για παράδειγμα λαμβάνει τρόφιμα ή ρούχα ή οποιαδήποτε άλλη παροχή. Άλλες φορές δεν γνωρίζει τίποτε.
«Υπάρχει ένα απίστευτο θέμα υποστελέχωσης» συνεχίζει η κ. Αθανασίου. «Πρέπει να αρθεί η απαγόρευση προσλήψεων σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές υπηρεσίες και να στελεχωθούν με κοινωνικούς λειτουργούς. Ας πούμε, ο Δήμος της Αθήνας έχει μόνο δύο κοινωνικούς λειτουργούς—εξειδικευμένους, βέβαια, εκπαιδευμένους—να ασχολούνται με την παιδική προστασία. Δύο. Όλος ο Δήμος. Και οι άλλοι κοινωνικοί λειτουργοί—που είναι επτά, οκτώ-—ασχολούνται με άλλα. Το σκέφτεστε; Όταν η αναλογία στο εξωτερικό για κοινωνικούς λειτουργούς στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι ένας ανά 10.000 πληθυσμού. Οπότε, βάλτε το 1.000.000 της Αθήνας, πόσους κοινωνικούς λειτουργούς θα έπρεπε να έχει; Εκατό. Πόσους έχει; Δέκα. Δώδεκα. Δεν γίνεται. Ανθρώπινα δεν γίνεται. Η Αθήνα έχει αυτούς τους δύο. Αν έχεις 100 καταγγελίες, μπορείς στη συνέχεια να προχωρήσεις πέρα από την έρευνα και στη συμβουλευτική υποστήριξη αυτών των οικογενειών; Γιατί κάνεις την έρευνα; Η οικογένεια θα χρειαστεί κι άλλη υποστήριξη. Προλαβαίνεις;»
Αν από την έρευνα του κοινωνικού λειτουργού προκύψει ότι το παιδί είναι σε άμεσο κίνδυνο, ο εισαγγελέας ενημερώνει το τμήμα ανηλίκων—όπου αυτό υπάρχει, διαφορετικά το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα—και δίνει εντολή να παραλάβουν το παιδί. Μιλώντας με εισαγγελικές πηγές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι κάτι περισσότερο από κοινή η διαπίστωση του πόσο τραυματικά και επώδυνα μπορεί να εξελιχθεί μία τέτοια επιχείρηση για τα παιδιά. Μας περιγράφουν σκηνές όπου αστυνομικοί μπαίνουν ακόμα και μέσα σε τάξεις για να απομακρύνουν τα ανήλικα θύματα και όλοι οι συνομιλητές μας καταλήγουν στο ότι επείγει η αλλαγή της διαδικασίας αυτής.
Η Πάττυ Σωτηροπούλου είναι ειδική παιδαγωγός και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής. Κάποια στιγμή, είχε βρεθεί ως εθελόντρια σε κάποιο νοσοκομείο. «Έχω 52 μέρες να δω τη μαμά μου» της είπε μια δεκάχρονη. Το ιστορικό έχει ως εξής: Γίνεται καταγγελία σε βάρος της μητέρας για αμέλεια. Τα δυο της κορίτσια, 10 και 12 χρονών τότε, δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο. Φτάνει το περιπολικό της αστυνομίας στο σπίτι τους και τις παίρνει και τις τρεις. Μητέρα και δυο ανήλικα κορίτσια κοιμούνται το πρώτο βράδυ στο μονό κρεβάτι του κρατητηρίου. Το επόμενο πρωί ένα περιπολικό οδηγεί τα κορίτσια στο νοσοκομείο. Εκείνα κλαίνε και ζητάνε τη μητέρα τους. «Θα έρθει από πίσω σας με άλλο αυτοκίνητο» τους λένε οι αστυνομικοί. Η μητέρα δεν ήρθε ποτέ. Τα κορίτσια βρέθηκαν σε δυο διαφορετικά ιδρύματα. Για το μικρό βρέθηκε πρόσφατα ανάδοχη οικογένεια. Το μεγαλύτερο, κάπου δυο χρόνια μετά, το έσκασε από το ίδρυμα και αγνοείται.
Η ΜΚΟ «Χαμόγελο του Παιδιού» έχει συχνά παρουσία σε επιχειρήσεις αφαίρεσης ενός παιδιού από ένα προβληματικό περιβάλλον. Με ειδικά διαμορφωμένα οχήματα, στελεχωμένα με το κατάλληλο προσωπικό, αναλαμβάνει συχνά την απομάκρυνση του παιδιού από την οικογενειακή εστία, προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις του συμβάντος στο παιδί.
Στην πραγματικότητα, όπως μας λέει ο Στέφανος Αλεβίζος, ψυχολόγος και εργαζόμενος στην οργάνωση εδώ και 12 χρόνια, αυτό γίνεται στα πλαίσια ενός Μνημονίου Συνεργασίας με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη—ένα από τα πολλά που έχει υπογράψει η οργάνωση με αρμόδια υπουργεία για την παιδική προστασία.
Το «Χαμόγελο του Παιδιού» έχει καταξιωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας και των υπηρεσιών, σύμφωνα με τον κ. Αλεβίζο. Εκφράσεις όπως «θα έρθει το Χαμόγελο να μου πάρει τα παιδιά» έχουν αρχίσει να γίνονται καθημερινές. Όταν επισημαίνουμε ότι αυτή η φράση κάποτε ήταν «θα έρθει η Πρόνοια να μου πάρει τα παιδιά», όπου το «Χαμόγελο» έχει αντικαταστήσει την πάλαι ποτέ Πρόνοια, και ότι όλα αυτά τα Μνημόνια Συνεργασίας υποδηλώνουν ότι το κράτος είναι ανίκανο να καλύψει αυτές τις ανάγκες, ο κ. Αλεβίζος επιλέγει μια πιο μετριοπαθή διατύπωση: «Το κράτος αντιλαμβάνεται την αδυναμία του κι επειδή ξέρει έναν φορέα που μπορεί να το στηρίξει, αξιοποιεί τη διάθεση αυτού του φορέα».
Στο τέλος της συνομιλίας μας, ο κ. Αλεβίζος προθυμοποιείται να μας οδηγήσει στο γραφείο του κ. Κώστα Γιαννόπουλου, ιδρυτή και Προέδρου του Δ.Σ. του «Χαμόγελου». Περπατάμε στο όμορφο πεζοδρομημένο σοκάκι του Αμαρουσίου όπου συγκεντρώνονται όλες οι κεντρικές εγκαταστάσεις της οργάνωσης. «Χαμόγελο alley» σχολιάζουμε αστειευόμενοι· γελάει.
Ο κ. Γιαννόπουλος είναι χειμαρρώδης. Όταν ξεκινάει η συζήτησή μας είναι απόγευμα και έχουν μείνει ελάχιστοι από τους εργαζόμενους και εθελοντές της οργάνωσης στο κτίριο. Μέχρι να τελειώσουμε, θα είναι πια βράδυ και ο αριθμός των ανθρώπων θα έχει πέσει σε τέσσερις: τρεις εθελοντές στις τηλεφωνικές γραμμές και ο ίδιος. Καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να φεύγει τελευταίος.
Όταν του αναφέρουμε τα ελλείμματα του κράτους, τοποθετείται ακόμη πιο διπλωματικά απ’ τον κ. Αλεβίζο: «Ο ρόλος μας σαν εθελοντικός οργανισμός δεν είναι να υποκαθιστούμε το κράτος, είναι να το συμπληρώνουμε. Η αρχή μας είναι να στηρίζουμε τους θεσμούς του κράτους». Όταν πιέζουμε λίγο παραπάνω, ρωτώντας γιατί να χρειάζεται μια τέτοια στήριξη, ο κ. Γιαννόπουλος απαντά: «Γιατί διαχρονικά, 23 χρόνια που ξέρω τη ζωή μου και τη ζωή μας μέσα στο κράτος, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να θωρακίσει την πρόνοια».
Εισαγγελικές πηγές, πάλι, στην ερώτησή μας τι κάνουν σε περίπτωση που κριθεί ότι πρέπει να αφαιρεθεί η επιμέλεια ενός παιδιού από τους γονείς του, μας το θέτουν ως εξής: «Ζητιανεύουμε από μια ΜΚΟ μια θέση σε κάποια δική τους δομή, γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αν αυτό είναι απαράδεκτο; Είναι. Τι άλλο θέλετε να σας πω;» Ρωτάμε με ποια κριτήρια επιλέγεται η δομή που θα εγκατασταθεί το παιδί. «Ηλικία, φύλο, διαθεσιμότητα» μας απαντούν κοφτά. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θα παραδεχτούν, προφανώς με τη ρητή μας διαβεβαίωση ότι δεν θα τους ονοματίσουμε, ότι κατά τη διαδικασία αφαίρεσης της επιμέλειας, ένα ήδη κακοποιημένο παιδί, θυματοποιείται για δεύτερη και τρίτη φορά από το ίδιο το σύστημα που ορίζεται ως σύστημα παιδικής προστασίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄: ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β΄: ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Δ΄: «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ»
Η ερευνητική ομάδα The Manifold αποτελείται από τους Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Γιάννη Μπαμπούλια, Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου, Αχιλλέα Ζαβαλλή και Αυγουστίνο Ζενάκο. Επικοινωνήστε με την ομάδα με email, ή βρείτε την στο Facebook και στο Twitter.
H έρευνα αυτή υποστηρίχθηκε οικονομικά από το πρόγραμμα Investigative Journalism for the EU. Επιπλέον πόρους διέθεσαν το Ίδρυμα Fritt Ord και το International Press Institute.