Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου*
Οι τέσσερις πλειοδότες του διαγωνισμού για τις άδειες των καναλιών έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την παράλληλη ενασχόληση με τον αθλητισμό, είτε τώρα είτε κατά το παρελθόν. Οι τρεις εξ αυτών (Αλαφούζος, Μαρινάκης, Σαββίδης) είναι ιδιοκτήτες κορυφαίων ποδοσφαιρικών ομάδων (ΠΑΟ, ΟΣΦΠ, ΠΑΟΚ), ενώ ο Μίνως Κυριακού διετέλεσε επί αρκετά χρόνια πρόεδρος του Πανελληνίου και στη συνέχεια πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΕΟΕ).
Στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, όλοι, πλην του Ιβάν Σαββίδη, έχουν το κοινό χαρακτηριστικό της ενασχόλησης με τη ναυτιλία σε διεθνές επίπεδο, κάτι που τους προσφέρει ρευστότητα.
Ο Μίνως Κυριακού δραστηριοποιείται στη ναυτιλία από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως και σήμερα. Με τα MME ενεπλάκη το 1989 και ίδρυσε τον Όμιλο ΑΝΤ1. Μέσα σε αυτήν την 25ετία ο Κυριακού διεύρυνε τις δραστηριότητες του Ομίλου, με επίκεντρο την ψυχαγωγία, δημιουργώντας ουσιαστικά μια «αυτοκρατορία». Αν και όχι αμιγώς επιχειρηματική, η ενασχόληση του Μ. Κυριακού με τον αθλητισμό ήταν αξιοσημείωτη. Ο πρόεδρος του Ομίλου ΑΝΤ1 ανέλαβε την προεδρία του Πανελληνίου το 1997 και στη συνέχεια εξελέγη πρόεδρος της ΕΟΕ το 2005, απ’ όπου και παραιτήθηκε το 2010.
Αυτή του η ενασχόληση έλαβε τεράστιες πολιτικές προεκτάσεις, καθώς συγκρούστηκε με τον σύζυγο της Ντόρας Μπακογιάννη, Ισίδωρο Κούβελο, παρότι και ο ίδιος προέρχεται από τον χώρο της κεντροδεξιάς. Η σύγκρουση οδήγησε στην ήττα του στις εκλογές του 2010 στην ΕΟΕ, για την οποία επέρριψε ευθύνες στην τότε κυβέρνηση Καραμανλή, επιτιθέμενος μέσω του ΑΝΤ1 στην οικογένεια Μητσοτάκη. O Μ. Κυριακού εντέλει έλαβε τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ για να γίνει πρόεδρος της ΕΟΕ, αποδεικνύοντας ότι το προσωπικό συμφέρον είναι ενίοτε διακομματικό.
Σε συνέντευξη, που έδωσε το 1999 στο ΒHMAgazino, είχε αυτοπροσδιοριστεί ως φιλελεύθερος, αποδεχόμενος εμμέσως την υποστήριξή του προς τη Νέα Δημοκρατία, ωστόσο είχε εκφραστεί με κολακευτικά λόγια για τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, διατηρώντας τις απαραίτητες ισορροπίες.
Μετά την απόσυρσή του από τα αθλητικά δρώμενα, περιόρισε τον ενημερωτικό τομέα στον ΑΝΤ1, δείχνοντας μειωμένο ενδιαφέρον για την άσκηση πολιτικής επιρροής. Ωστόσο, δέχθηκε επικρίσεις για τη στάση δημοσιογράφων του καναλιού σχετικά με το δημοψήφισμα του 2015, γεγονός που είχε ως συνέπεια την παραπομπή τους στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ.
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι εφοπλιστής διεθνούς εμβέλειας και η μοναδική του επαγγελματική ενασχόληση στην Ελλάδα είναι ο Ολυμπιακός, τον οποίο απέκτησε το 2010 από τον Σωκράτη Κόκκαλη. Η εμπλοκή του στα ΜΜΕ ξεκίνησε με την αγορά του 20% του ΣΚΑΪ από την οικογένεια Αλαφούζου, ωστόσο η αντιπαλότητά τους στο πεδίο του ελληνικού ποδοσφαίρου τον οδήγησε στην αποχώρηση. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη Βουλή, ο Β. Μαρινάκης χρηματοδοτεί τις εφημερίδες Παραπολιτικά και Πρώτο Θέμα, χωρίς να έχει επίσημα στην κατοχή του μερίδιο μετοχών.
Οι πολιτικές του αναφορές προέρχονται από τον χώρο της Κεντροδεξιάς, καθώς είναι κουμπάρος της Ντόρας Μπακογιάννη, ωστόσο από το 2014 έχει ξεκινήσει καριέρα στην αυτοδιοίκηση, καθώς εξελέγη δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό του νέου δημάρχου Πειραιώς –και εργαζόμενου για πολλά χρόνια στον Ολυμπιακό- Γιάννη Μώραλη.
Τα δύο σημεία αναφοράς για τις κινήσεις του Μαρινάκη και τις σχέσεις του με το πολιτικό σύστημα, είναι η διαμάχη με τον επιχειρηματία Δημ. Μελισσανίδη και οι δικαστικές του υποθέσεις.
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για την πώληση του ΟΠΑΠ και τη συνακόλουθη πολιτική που ακολούθησε ο οργανισμός, θεωρώντας ότι έγινε με τις «ευλογίες» του τότε πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά, με αποτέλεσμα η εφημερίδα Παραπολιτικά να σταθεί απέναντί του.
Επίσης, το γεγονός ότι ο Μαρινάκης κατηγορείται για πέντε κακουργήματα, τα οποία απορρέουν από την εμπλοκή του στο ποδόσφαιρο, οδήγησε στη σύγκρουση με τον Υφυπουργό Αθλητισμού Στ. Κοντονή, με όχημα τα Παραπολιτικά, αλλά και στην επίθεση σε λειτουργούς της Δικαιοσύνης, ενώ η συμμετοχή του στον διαγωνισμό των αδειών προκάλεσε την αντίδραση κυβερνητικού ευρωβουλευτή. Παράλληλα, η απόπειρα εισόδου στο αγγλικό ποδόσφαιρο μέσω της εξαγοράς της Νότιγχαμ Φόρεστ προκάλεσε το ενδιαφέρον βρετανικών ΜΜΕ.
Ο Ιβάν Σαββίδης, επιλαχών που αναδείχθηκε πλειοδότης λόγω… Καλογρίτσα, έγινε ευρύτερα γνωστός στο ελληνικό γίγνεσθαι όταν αγόρασε την ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ και στη συνέχεια αποπλήρωσε μετρητοίς τα υπέρογκα χρέη της. Όπως φάνηκε μετέπειτα, ο ΠΑΟΚ ήταν μόνο ένα μέρος του επενδυτικού του πλάνου, αφού ακολούθησε πλήθος εξαγορών, αφήνοντας ερωτηματικά για τις απώτερες επιδιώξεις του. Πρόσφατα, απέκτησε ποσοστό στη «Σουρωτή», δείχνοντας ότι έχει σκοπό να εξελιχθεί σε σημαντικό οικονομικό παράγοντα της χώρας. Οι συνολικές του επενδύσεις στην Ελλάδα έως τώρα, χωρίς το κανάλι, υπερβαίνουν τα 150 εκατ. ευρώ.
Ο Ιβάν Σαββίδης είναι επιχειρηματίας ρωσοποντιακής καταγωγής, πολιτογραφημένος Έλληνας, με πυρήνα των δραστηριοτήτων του την εταιρεία Agro, μία από τις 200 μεγαλύτερες της Ρωσίας.
Εκτός από την καριέρα του στις επιχειρήσεις, ο Σαββίδης έχει να επιδείξει και πολιτική καριέρα, καθώς έχει εκλεγεί βουλευτής με το κόμμα «Ενωμένη Ρωσία» του Βλ. Πούτιν στη ρωσική Δούμα και θεωρείται προσωπικός φίλος του Ρώσου Προέδρου. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει σενάρια ίδρυσης κόμματος στην Ελλάδα από τον ίδιο, μια και έχει χαρακτηριστεί «το μάτι και το αυτί του Πούτιν», παρά τις διακυμάνσεις στις σχέσεις τους.
Οι σχέσεις του με το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινούνται στον χώρο της αποκαλούμενης «λαϊκής Δεξιάς». Φέρεται να διατηρεί καλή σχέση με τον Υπουργό Άμυνας Πάνο Καμμένο, ενώ είχε εκφράσει δημοσίως την υποστήριξή του προς τον Απ. Τζιτζικώστα για την προεδρία της ΝΔ. Οι πληροφορίες τον ήθελαν να αγοράζει τη «ΣΕΚΑΠ», ύστερα από μυστική συνάντηση με τον πρώην πρωθυπουργό Αντ. Σαμαρά, προκειμένου να μην πωληθεί σε Τούρκο επενδυτή η ιστορική καπνοβιομηχανία.
Ο ίδιος στις ομιλίες του αναφέρεται διαρκώς στην Ορθοδοξία, φθάνοντας ακόμα και στο σημείο να ζητήσει την παραίτηση του Ν. Φίλη από το υπουργείο Παιδείας για τις δηλώσεις του σχετικά με τη Γενοκτονία των Ποντίων. Χρησιμοποιώντας λόγο που ρέπει προς τον λαϊκισμό, έχει αποκαλέσει μη πατριώτη τον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, επειδή –όπως δήλωσε- αρνήθηκε δάνειο από τη Ρωσία προτού βάλει τη χώρα στο μνημόνιο.
H οικογένεια Αλαφούζου είναι η πρώτη εφοπλιστική οικογένεια που απέκτησε ΜΜΕ, εκμεταλλευόμενη το κενό που άφησε η δικαστική περιπέτεια του Γ. Κοσκωτά στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Έως τότε, είχε μακρά παράδοση στη ναυτιλία, η οποία ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αξιόλογες επιδόσεις.
Η είσοδος στα ΜΜΕ μέσω της εξαγοράς της Καθημερινής και του ΣΚΑΪ εξελίχθηκε σε δημιουργία ενός γιγαντιαίου ομίλου, ο οποίος περιλαμβάνει πλήθος δραστηριοτήτων. Aπό το 2012 ο Γ. Αλαφούζος είναι ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, κίνηση που οδήγησε και στη ρήξη με τον Βαγγέλη Μαρινάκη.
Ο συγκεκριμένος πλειοδότης έχει την πιο ξεκάθαρη ιδεολογική θέση, αφού δήλωσε υπέρμαχος του «φιλελευθερισμού, του αντικρατισμού και του φιλοευρωπαϊσμού (…) με σαφές ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο και ανάλογο μέτωπο κατά του ΣΥΡΙΖΑ» στην κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 και την ένταξη της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης, τόσο η Καθημερινή όσο και ο ΣΚΑΪ είχαν συγκεκριμένο ύφος στην ειδησεογραφική κάλυψη του θέματος και μέσα από τη θεματική-γλωσσολογική ανάλυση του δημοσιογραφικού λόγου προκύπτει σαφής υποστήριξη της προσφυγής στο ΔΝΤ.
Οι σχέσεις της οικογένειας Αλαφούζου με το πολιτικό σύστημα ήταν πολύ στενές στο παρελθόν και προσέλαβαν μεγάλες διαστάσεις, όταν ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης απέδωσε την πτώση της κυβέρνησής του στον ΣΚΑΪ, εξαιτίας της διαμάχης που είχε μαζί της ενώ από την πλευρά της οικογένειας του καταλογίζουν παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη για καταδικαστικές αποφάσεις.
Παρά τη σύγκρουση με τη ΝΔ, ο όμιλος δεν προσέγγισε ποτέ το ΠΑΣΟΚ, λόγω των στενών σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με τον ΔΟΛ. Ωστόσο, η σταθερή ιδεολογική άποψη του ΣΚΑΪ τον έχει οδηγήσει σε σφοδρή σύγκρουση με την τωρινή κυβέρνηση, όμως αξιοσημείωτη είναι και η κριτική που άσκησε στον «αντιμνημονιακό» Αντώνη Σαμαρά.
Ο εκπρόσωπος του ΣΚΑΪ, Κ. Κιμπουρόπουλος, προσερχόμενος στον διαγωνισμό έκανε λόγο για «λύτρα», ενώ ο ίδιος ο Γ. Αλαφούζος κατηγόρησε την κυβέρνηση για πολιτική δίωξη εναντίον του, εξαιτίας της δέσμευσης της περιουσίας του με το πρόσχημα του φορολογικού ελέγχου, τονίζοντας ότι είναι συνεπής στις δανειακές του οφειλές.
Ανεξαρτήτως κατάληξης του διαγωνισμού, δύσκολα θα αλλάξει κάτι ως προς την αρνητική παρακαταθήκη των τελευταίων 25 ετών, εδικά σε μια Ελλάδα βυθισμένη στην οικονομική κρίση. Το ότι οι τρεις πλειοδότες έχουν ως όχημα λαϊκού ερείσματος ποδοσφαιρικές ομάδες μαρτυρά τις σκοπιμότητές τους, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η αντίθετη όψη του τηλεοπτικού πεδίου: η άσκηση επιρροής και η προσπάθεια ελέγχου είναι αμφίδρομη και ο «διάλογος» ΜΜΕ και πολιτικών διαρκής.