Οι εκλογικές επιτυχίες του Ερντογάν τον οδηγούσαν να αδιαφορεί για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και να επιτίθεται σε όσους τον αμφισβητούσαν
ΤΗΣ BEDRIYE POYRAZ*
Τούρκοι διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι γίνονται μάρτυρες του πώς η κοινωνία και μία σχετικά δημοκρατική κάποτε χώρα χάνουν σταδιακά το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου κάτω από το καθεστώς του κυβερνώντος AKP και τον έλεγχο που ασκεί σε αυτό ο αρχηγός του Reycip Erdoğan. Πρέπει να τονίσουμε ότι η αφετηρία των επιθέσεων της κυβέρνησης του AKP κατά της ελευθερίας του λόγου εντοπίζεται στο πάγωμα των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η διαμάχη μεταξύ του Aydın Doğan (κατόχου μονοπωλίου των media στην Τουρκία) και του πρωθυπουργού Erdoğan αποτέλεσε την πρώτη σημαντική περίπτωση περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, η οποία επηρέασε τη δημόσια σφαίρα το 2008. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ένα μεγάλο και ισχυρό μηντιακό μονοπώλιο απειλήθηκε από την κυβέρνηση.
Όσο η ισχύς του πρωθυπουργού Erdoğan αυξανόταν και ο ίδιος έβγαινε ισχυρότερος από κάθε εκλογική μάχη, τόσο πιο αδιάφορος άρχισε να γίνεται για τις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., αλλά και τόσο λιγότερο ανεκτικός σε κάθε μορφής κριτική. Άρχισε να στοχοποιεί δημοσιογράφους που ασκούσαν κριτική στην πολιτική του, όπως την εξέφραζε στον δημόσιο λόγο του, εξασφαλίζοντας την απόλυσή τους την επόμενη μέρα. Ακόμη, αν δεν του άρεσε ένα συγκεκριμένο σχόλιο, ανεξάρτητα του πόσο μικρής σημασίας ήταν, το προσωπικό του απαιτούσε από τους συντάκτες της εφημερίδας ή του τηλεοπτικού σταθμού να αφαιρέσουν τη συγκεκριμένη αναφορά. Όλες αυτές οι πρακτικές έδωσαν στον κόσμο της δημοσιογραφίας μια άλλη διάσταση. Ένα τμήμα των Μέσων ενημέρωσης άρχισε την αυτο-λογοκρισία, ενώ ένα άλλο τμήμα υιοθέτησε την κυβερνητική πολιτική και όξυνε την κομματική προπαγάνδα. Ο πρωθυπουργός ακολούθησε την ίδια πρακτική σε όλους τους θεσμούς, όπως τα πανεπιστήμια, τη δικαιοσύνη, τις ένοπλες δυνάμεις και το κοινοβούλιο. Η απαγόρευση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το κλείσιμο ραδιοφωνικών σταθμών και τηλεοπτικών καναλιών και η φυλάκιση δημοσιογράφων που ασκούσαν κριτική έγιναν καθημερινή και συνήθης πρακτική στην Τουρκία.
Υπήρχαν ανέκαθεν δημοσιογράφοι θαρραλέοι και με αξίες, όπως ο Ahmet Şık, ο οποίος συστηματικά ασκούσε κριτική στις απολυταρχικές πολιτικές και πρακτικές τόσο του ισλαμικού κληρικού Fetullah Gulen όσο και του πρωθυπουργού Erdoğan. Αρχικά, ο Şık κρίθηκε προφυλακιστέος για το βιβλίο του The Imam’s Army και οδηγήθηκε στις φυλακές για περισσότερο από έναν χρόνο. Το βιβλίο του προειδοποιούσε, κάνοντας συγκεκριμένες αναφορές, για τη διείσδυση του γκιουλενισμού και του ριζοσπαστικού Ισλάμ στην τουρκική κυβέρνηση και δεν επετράπη να εκδοθεί το 2011.
Κατά τρόπο ειρωνικό, στις 29 Δεκεμβρίου 2016, ο Ahmet Şık συνελήφθη και πάλι ως ανταποκριτής της εφημερίδας Cumhuriyet, ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα που οργανώθηκε απότο δίκτυο του Gulen. Αυτή τη φορά ο Şık κατηγορήθηκε εξαιτίας της κριτικής του δημοσιογραφίας για τρομοκρατική δράση υπέρ του Gulen και έκτοτε παραμένει στη φυλακή. Επίσης, άλλοι έξι διακεκριμένοι αρθρογράφοι και συντάκτες της εφημερίδας Cumhuriyet συνελήφθησαν αργότερα για παρόμοιους λόγους.
Η περίπτωση της Cumhuriyet καταδεικνύει ότι το τουρκικό κράτος, αντί να αναζητεί τη διείσδυση του δικτύου Gulen στο εσωτερικό του, χρησιμοποιεί πρακτικές δημόσιου εκφοβισμού για να φιμώσει την τελευταία κοσμική εφημερίδα, την Cumhuriyet, που επίσης υποφέρει από επιθέσεις του δικτύου Gulen. Σημειώνονται πολυάριθμες υποθέσεις σαν αυτές του Ahmet Şık και της Cumhuriyet, με αποτέλεσμα ανεξάρτητα και ασκούντα κριτική Μέσα ενημέρωσης να έχουν κλείσει μετά την αποκαλούμενη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016.
Πέρα από τα μέτρα εναντίον των ασκούντων κριτική δημοσιογράφων, δήθεν λόγω της τρομοκρατικής τους δράσης, οι δημοσιογράφοι διατρέχουν διαρκώς τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για εγκλήματα ρητορικής μίσους από φιλοκυβερνητικούς εισαγγελείς. Η φιλοκυβερνητική ρητορική μίσους, όμως, που μπορεί να οδηγήσει σε εθνοτική βία, δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή κατηγορίες σχετικές με εγκλήματα ρητορικής μίσους από δημοσιογράφους που υποστηρίζουν τον Erdoğan ή στοχοποιούν μειονότητες έχουν χαρακτηριστεί ως ελευθερία του λόγου. Αντίθετα, η διατύπωση οποιαδήποτε μορφής κριτικής για τον Erdoğan ερμηνεύεται ως έγκλημα μίσους από τις εισαγγελικές αρχές.
* Επισκέπτρια ακαδημαϊκός στο Harvard, Καθηγήτρια Μέσων Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας και ερευνήτρια σε θέματα ισότητας φύλων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας του λόγου και των Μέσων στην Τουρκία.