Του KylePope*
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
H στιγμή της κρίσης φθάνει για τη δημοσιογραφία. Η αποτυχία να συνειδητοποιηθεί εγκαίρως η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ μέσα στη χρονιά που πέρασε, με κατάληξη τη νίκη του στις εκλογές της 9ης Νοεμβρίου, κατατάσσεται προδήλως στις μεγάλες αποτυχίες της δημοσιογραφίας – σίγουρα της γενιάς μας και πιθανόν ολόκληρης της σύγχρονης εποχής.
Η τάση των δημοσιογράφων του ρεπορτάζ αρχικά να περιγελάσουν τον Τραμπ και τους υποστηρικτές του, ύστερα να τους θεωρήσουν ασήμαντους και τελικά να τους πολεμήσουν και να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της ήττας τους, μας οδήγησαν σε μια φάση όπου χρειάζεται να ξαναστοχαστούμε το όλο δημοσιογραφικό εγχείρημα και να το ξαναχτίσουμε. Συγκριτικά με τις μεγάλες στιγμές της δημοσιογραφίας, θα λέγαμε ότι τούτη εδώ βρίσκεται στον αντίποδα του Γουοτεργκέιτ.
Ήδη, έχουν αρχίσει οι αποδομήσεις με την αναζήτηση υπευθύνων. Ναι, τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν έναν ρόλο, έτσι όπως περιόρισαν τους δημοσιογράφους του ρεπορτάζ σε περίκλειστους χώρους λειτουργίας, όπου τους ήταν δύσκολο – αν όχι αδύνατον – να ακούσουν τις φωνές των διαφωνούντων.
Ναι, η βίαιη οικονομική λειτουργία του κόσμου των ειδήσεων έχει υπονομεύσει τις προσπάθειες όλων μας, έτσι όπως κλάδεψε τις αίθουσες σύνταξης κι άφησε λιγότερους όρθιους να προσπαθούν να διαχειριστούν ένα θέμα που αποδείχθηκε ότι ήταν πελώριων διαστάσεων. Και, ναι, μπορεί κανείς να συγχωρήσει στη δημοσιογραφία το ότι προσπέρασε με σαρκασμό έναν υποψήφιο, οι απόψεις κι η προσωπικότητα του οποίου έδειχναν να είναι τόσο μακριά από τα χαρακτηριστικά ενός σοβαρού διεκδικητή του Λευκού Οίκου.
Μολονότι λοιπόν όλα αυτά αληθεύουν, η βαθύτερη αστοχία της δημοσιογραφίας σ’ αυτές τις εκλογές, το προπατορικό της αμάρτημα, είναι πολύ πιο σημαντικό σε σχέση με το ποιοι είμαστε και τι υποτίθεται ότι πρέπει να είμαστε. Με απλά λόγια, ανάγεται στην αποτυχία του ρεπορτάζ.
Έτσι που μεγάλο μέρος της Αμερικής – και μάλιστα, κατά τα φαινόμενα, η πλειονότητα των ανθρώπων της χώρας – βράζει από οργή, μνησικακία και ρατσισμό, πολύ λίγοι από τους ρεπόρτερ της εποχής μας αφιέρωσαν χρόνο στο να αναζητήσουν ανθρώπους πέρα από τις μεγάλες πόλεις της Ανατολικής και της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ – και να τους ακούσουν.
Σε αυτές τις εκλογές, όπως άλλωστε και σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, το αφήγημα που μετράει είναι εκείνο των ψηφοφόρων· σίγουρα όχι εκείνο των διαχειριστών της προεκλογικής καμπάνιας ή των συμμετεχόντων στις ομάδες προβληματισμού (think tanks) ή ακόμη των επώνυμων δημοσιογράφων – σχολιαστών, που διαθέτουν πολλούς followers στο Twitter.
Πολύ συχνά, οι οπαδοί του Τραμπ – δηλαδή, για να εξηγούμαστε, οι άνθρωποι εκείνοι που μόλις εξέλεξαν τον επόμενο Πρόεδρο των ΗΠΑ – αγνοούνταν από το κατεστημένο της δημοσιογραφίας, της οποίας η κοσμοαντίληψη είναι τόσο αντίθετη από τη δικιά τους, ώστε κατέληξε να θεωρείται σικ το να τους παραμερίζουμε και να τους υποτιμούμε. Οι προσωπικές απόψεις των δημοσιογράφων εμπόδισαν την ικανότητά τους να αφουγκράζονται τι συνέβαινε γύρω τους.
Τώρα, οφείλει να ξεκινήσει μια νέα εποχή, μια εποχή όπου το ρεπορτάζ θα προηγείται της άποψης και όπου οι δημοσιογράφοι θα είναι πρόθυμοι να αναζητούν και να κατανοούν ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να έχουν βαθύτερες προσωπικές και φιλοσοφικές διαφωνίες. Επί δεκαετίες, ή μάλλον επί αιώνες, αυτός υπήρξε ο ορισμός της δημοσιογραφίας.
Η εν λόγω εκδοχή του ρεπορτάζ οφείλει να συνοδεύεται από μιαν επιστροφή στις ρίζες της αντιθετικής δημοσιογραφίας. Δεν ωφέλησε καθόλου τους δημοσιογράφους το να θεωρούν τον εαυτό τους μέρος του κατεστημένου ή, πάλι, ηχείο της συμβατικής, παραδεδεγμένης σοφίας. Χρειάζεται να αγκαλιάσουμε ξανά ή ακόμη και να ερωτευθούμε το παρελθόν μας ως ανικανοποίητων και ανατρεπτικών, ως ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να πουν όσα κάνουν τους άλλους να αισθάνονται δυσάρεστα.
Υπάρχουν και άλλα πολλά που πρέπει να γίνουν, πολλά που χρειάζεται να μάθουμε μετά τη νύχτα της νίκης του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του να διευρύνουμε τις αίθουσες σύνταξής μας, ώστε να αντικατοπτρίζεται καλύτερα η χώρα την οποία υποτίθεται ότι καλύπτουμε. να σπάσουμε τους περίκλειστους κόσμους των επίσημων πρακτορείων και των εκπροσώπων Τύπου. να παραμερίσουμε τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε οι άνθρωποί μας να κυνηγάνε θέματα με σημασία και γνησιότητα και όχι εκείνα που αποδίδουν retweets μέσα στα επόμενα 15 λεπτά.
Στις εβδομάδες που έρχονται, ο Ντόναλντ Τραμπ θα αρχίσει τις προετοιμασίες προκειμένου να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο. Έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι δεν είναι φίλος του Τύπου. Έχει απειλήσει να κυνηγήσει δικαστικά εκείνα τα Μέσα ενημέρωσης που δεν συμπαθεί, ενώ έχει επισήμως τοποθετηθεί εναντίον ορισμένων νομικών μέσων προστασίας που επιτρέπουν στον Τύπο να κάνει σωστά τη δουλειά του. Το να εφεύρουμε εκ νέου τον εαυτό μας αποτελεί για μας επείγουσα προτεραιότητα.