Του Τζον Όλσοπ | Μτφρ: Θάλεια Παύλου
Στις αρχές Μαρτίου, αναρωτιόμουν, όπως και πολύς κόσμος, αν έπρεπε να προμηθευτώ μάσκα προστασίας. Θυμάμαι ότι στεκόμουν στην κουζίνα του σπιτιού μου και παρακολουθούσα τις ειδήσεις σε καλωδιακό τηλεοπτικό δίκτυο, όπου κάποιος ειδικός επιστήμονας δήλωνε ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι η μάσκα προλαμβάνει τη μετάδοση της covid-19, την οξεία αναπνευστική νόσο που προκαλείται από τον νέο κορονοϊό. Ο κόσμος θα πρέπει να αποφεύγει τη χρήση μάσκας, τόνισε ο ειδικός, εκτός κι αν πρόκειται για νοσηλευτικό προσωπικό, άτομα που εμφανίζουν πιθανά συμπτώματα κορονοϊού, ή φροντίζουν κάποιον που νοσεί. Μετέφερα τη συμβουλή σε φίλους και οικογένεια και επανέλαβα παραλλαγή αυτής στο The Media Today, το ενημερωτικό δελτίο που συντάσσω καθημερινά για το περιοδικό Columbia Journalism Review.
Αυτό που είχα ακούσει στα δελτίο της καλωδιακής τηλεόρασης ήταν αναμενόμενο. Καθώς η κρίση της πανδημίας άρχισε να επιδεινώνεται, πολλοί ειδικοί της υγείας —συμπεριλαμβανομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) – έδιναν παρόμοιες οδηγίες. Μας έλεγαν ότι αν οι απλοί πολίτες έσπευδαν να προμηθευτούν χειρουργικές μάσκες, τα αποθέματα για τους εργαζόμενους που τις είχαν πραγματική ανάγκη, δεν θα ήταν επαρκή. Ορισμένοι από τους ειδικούς, μάλιστα, υποστήριζαν ότι ένεκα ο μέσος πολίτης δεν ήταν εκπαιδευμένος να φορά σωστά τη μάσκα, πιθανώς η χρήση της να αύξανε τον κίνδυνο της έκθεσης στον covid-19 προκαλώντας μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας.
Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί επαναλάμβαναν αυτούς τους ισχυρισμούς. Στα τέλη Φεβρουαρίου, το περιοδικό Forbes δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Όχι, ΔΕΝ χρειαζόμαστε μάσκες για τον κορονοϊό—ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο μόλυνσης». Έκτοτε, το εν λόγω δημοσίευμα έχει διαβαστεί πάνω από τεσσεράμισι εκατομμύρια φορές· έχει, μάλιστα, επικαιροποιηθεί (συμπεριλαμβανομένου του τίτλου) προκειμένου να απηχεί τις οποίες αλλαγές στο χειρισμό της μάσκας. Ο Τζερόμ Άνταμς, επικεφαλής των υγειονομικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, με tweet του εκλιπαρούσε τους Αμερικανούς: «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΜΑΣΚΕΣ», γεγονός που πυροδότησε νέο γύρο συζητήσεων. Στις 2 Μαρτίου, ο Άνταμς εμφανίστηκε στην πρωινή εκπομπή Fox & Friends για να αποσαφηνίσει το εξής: «οι μάσκες», εξηγεί, «δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στην πρόληψη μετάδοσης και διασποράς του κορονοϊού στον γενικό πληθυσμό».
Λίγο αργότερα, στις αρχές Απριλίου, η επίσημη γραμμή αναστράφηκε: άπαντες, ανακοίνωσε το κέντρο ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων, πρέπει υποχρεωτικά να καλύπτουν το πρόσωπό τους με μάσκα και να τη φορούν σε κλειστούς χώρους. Αξιοματούχοι της δημόσιας υγείας διευκρινίζουν ότι νέα αδιάσειστα στοιχεία έχουν έρθει στο φως αναφορικά με τη μετάδοση του ιού από ασυμπτωματικούς πολίτες, κι επομένως η ευρύτερη χρήση της μάσκας θα εμποδίσει τους ανυποψίαστους φορείς να διασπείρουν τη νόσο. Ο υπουργός Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, Άλεξ Αζάρ, τονίζει πως οι νέοι χειρισμοί είναι αποτέλεσμα «επιστημονικής έρευνας». Στις 3 Απριλίου, ο Άνταμς εμφανίζεται σε βίντεο, στο οποίο δείχνει στους θεατές πώς να φτιάξουν μια μάσκα χρησιμοποιώντας μια παλιά βαμβακερή φανέλα. Μέσα μαζικής ενημέρωσης που βασίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία, πασχίζοντας να παρακολουθήσουν τα τελευταία ευρήματα, έτρεχαν να προφτάσουν καθώς οι αντιπαραθέσεις γύρω από τη μολυσματική ασθένεια που, κατά κανόνα, περιορίζονται σε έγκριτα ιατρικά περιοδικά και συνέδρια, καταλήγουν στο ευρύ κοινό σε πραγματικό χρόνο. Ο συμπτυγμένος λόγος, που χαρακτηρίζει συνήθως τα έγκυρα δημοσιεύματα, απουσιάζει στην προκειμένη περίπτωση. Έτσι, οι πολίτες βρήκαν έναυσμα, αναπληρώνοντας την αίσθηση της αβεβαιότητας με πολιτικές δοξασίες. Οι συντηρητικοί υιοθέτησαν τη μάσκα ως σύμβολο κυβερνητικής υπερβολής για εκφοβισμό· οι φιλελεύθεροι, αντιθέτως, υιοθέτησαν τη μάσκα ως έμβλημα των αξιών του Διαφωτισμού. Οι πολιτικοί αναλυτές ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό, έχοντας επίγνωση ότι η πανδημία έκανε την εμφάνισή της τη χρόνια των εκλογών. Ο πρόεδρος Τραμπ έπαιζε τον ρόλο του αλεξικέραυνου· αρνήθηκε επανειλημμένως να φορέσει μάσκα, ακόμη και μετά τις οδηγίες που έδωσε ο Λευκός Οίκος σε όλο το προσωπικό της Δυτικής Πτέρυγας για υποχρεωτική χρήση της μάσκας. (Τον Μάιο, ο Τραμπ εμφανίζεται να φορά για λίγο τη μάσκα του, κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford στο Μίσιγκαν, την οποία όμως αφαίρεσε προτού απευθυνθεί στους δημοσιογράφους. «Δεν ήθελα να δώσω στον Τύπο τη χαρά να με δει έτσι», δήλωσε ευθαρσώς). Στο τηλεοπτικό Fox News, η συντηρητική δημοσιογράφος Λόρα Ίνγκραμ υπαινίχθηκε πως οι μάσκες αποτελούν εργαλείο «εκφοβισμού και τρομοκρατίας», με σκοπό την επιβολή «κοινωνικού ελέγχου σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού». Αλλού, η μάσκα χαρακτηρίζεται ως ένα νέο «φυλετικό τοτέμ» στον καθολικού χαρακτήρα πολιτισμικό πόλεμο. Στα τέλη Μαΐου, ένας λευκός αστυνομικός πυροβολεί και σκοτώνει τον Τζωρτζ Φλόιντ, έναν μαύρο άνδρα, στη Μινεάπολη. Διαμαρτυρίες συγκλονίζουν τη χώρα. Κάποιοι συντηρητικοί σχολιαστές κατηγόρησαν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης για υποκρισία, αφού οι δημοσιογράφοι δεν επέπλητταν τους διαδηλωτές που παραβίαζαν τους κανόνες περί χρήσης της μάσκας. (Συνήθως, οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις διαμαρτυρίες φόραγαν μάσκες, χειρουργικές αλλά και αντιασφυξιογόνες).
Υπάρχουν αντικρουόμενα στοιχεία ως προς το εάν ο πολιτισμικός πόλεμος της μάσκας έχει πράγματι αρχίσει να εδραιώνεται. Κάποιες δημοσκοπήσεις έδειξαν εμμένουσες διαφορές ανάμεσα στον τρόπο που οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι—και καταναλωτές ποικίλων ειδησεογραφικών μέσων—αντιλαμβάνονται τις διαστάσεις της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων της απειλής που αρχικά επέδειξε, τις ανθρώπινες απώλειες και τις μάσκες. Άλλες σφυγμομετρήσεις έδειξαν ότι το ποσοστό των υποστηρικτών των μέτρων για τη δημόσια υγεία—συμπεριλαμβανομένης της μάσκας—ήταν υψηλά στην κλίμακα. Το μόνο που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι πως το αφήγημα του πολιτισμικού πολέμου της μάσκας παρέσυρε τα αμερικανικά μέσα επικοινωνίας, καλλιεργήθηκε από σκανδαλώδη και κατάφωρα παραδείγματα συμπεριφορών κατά της μάσκας, και περιλάμβανε αντιφρονούντες της καθολικής απαγόρευσης να σηκώνουν πλακάτ κατά της μάσκας· υποστηρικτές του Τραμπ να παρενοχλούν μασκοφορεμένους δημοσιογράφους· ακόμη και τη δολοφονική επίθεση, σε κατάστημα στην πόλη Φλιντ του Μίσιγκαν, ενός υπαλλήλου σεκιούριτι που δεν επέτρεψε την είσοδο σε θαμώνα επειδή δεν φορούσε προστατευτική μάσκα. Αναγνώστες πληροφορούνται για Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο που αμελούν να φορέσουν μάσκα, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους Δημοκρατικούς. Τον Μάιο, η γερουσιαστής Σούζαν Κόλινς, ευρέως γνωστή για τις κυβιστήσεις της Ρεπουμπλικανή από το Μέιν, ξεκίνησε την ακρόαση του Σώματος άνευ μάσκας, ενώ κατόπιν τη φόρεσε. Ο κριτικός τηλεόρασης στους New York Times, James Poniewozik, την κάρφωσε επειδή «προσπαθούσε να κρατήσει έναν πνεύμονα σε κάθε στρατόπεδο».
Η μάσκα χαρακτηρίζεται ως ένα νέο «φυλετικό τοτέμ».
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρόσφατου ρεύματος συντηρητισμού και λαϊκισμού ανά την υφήλιο υπήρξε η υποτίμηση της επιστημονικής αυθεντίας. Οι ειδικοί επικρίνονται ως υπεροπτική, φιλελεύθερη ελίτ, που δεν έχει καμμία επαφή αλλά και απεχθάνεται τον απλό πολίτη. Οποτεδήποτε ο ειδικός αλλάξει άποψη, το πράττει υπογραμμίζοντας το ενδεχόμενο του σφάλματος. Το να προσαρμόζει κανείς τη στάση του πάνω στα νέα αποδεικτικά στοιχεία, δεν εκτιμάται παρά μάλλον σνομπάρεται ως ένδειξη αδυναμίας.
Η πανδημία έχει επιστρατεύσει τους καταναλωτές των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης ενάντια στις αυθεντίες, με βασικό στόχο τη χρήση της μάσκας. Στις αρχές Απριλίου, κι ενώ οι οδηγίες περί χρήσης προστατευτικής μάσκας άλλαξαν, η Ίνγκραμ στην εκπομπή της στο κανάλι Fox αποκαλεί το γεγονός ως, αν μη τι άλλο, αντιπροσωπευτικό δείγμα της παραδοχής των «ειδικών» (με πηχυαία εισαγωγικά) της «παταγώδους αποτυχίας τους». (Παραδόξως, κατά το παρελθόν η Ίνγκραμ τασσόταν υπέρ της χρήσης προστατευτικής μάσκας. Μετά την αλλαγή οδηγιών από τους ειδικούς, άλλαξε και η δική της θέση—προς την αντίθετη κατεύθυνση). Παρομοίως, ο ραδιοφωνικός παραγωγός Ρας Λίμπο κατακρίνει έντονα τις αυθεντίες· τον Μάρτιο, δήλωσε ότι μη εκλεγμένα στελέχη της δημόσιας υγείας αποτελούν κομμάτι του «παρακράτους». Τον Απρίλιο, ο τηλεαστέρας Τάκερ Κάρλσον προειδοποιεί τους θεατές του δημοφιλούς show του Fox πως «οι ειδικοί είναι σήμερα πιο ισχυροί από ποτέ άλλοτε»· διατείνεται ότι δεν είναι «πολέμιος της αυθεντίας», ωστόσο ισχυρίζεται, «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους ειδικούς να λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις. Δεν είναι δική τους δουλειά. Έχουμε δημοκρατία. Είναι υπόθεση όλων μας».
Η καχυποψία απέναντι σε κάθε μορφή συγκεντρωτικής εξουσίας αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, αρχής γενομένης από το Σύνταγμα. Το 1831, σε μια από τις περιοδείες επιτήρησής του στη χώρα, ο Γάλλος ευγενής Αλέξις ντε Τοκβίλ, παρατήρησε ότι ο κόσμος φαινόταν επιφυλακτικός απέναντι στους εμπειρογνώμονες: «Η διανοητική υπέροχη που κάθε άνθρωπος, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να αποκτήσει σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, σύντομα επισκιάζεται», γράφει στο έργο του Η δημοκρατία στην Αμερική. Οι άνθρωποι στις δημοκρατίες «είναι εκ φύσεως σθεναρά πεπεισμένοι για την εγκυρότητα της γνώμης τους και ακλόνητοι στα πιστεύω τους· διακατέχονται συχνά από αμφιβολίες, τις οποίες κανείς, στα δικά τους μάτια, δεν δύναται να εξαλείψει». Με το πέρας των ετών, κι άλλοι έκαναν παρόμοιες διαπιστώσεις. Ο αντιδιανοουμενισμός υπήρξε βασικό δόγμα του Μακαρθισμού και παγιώθηκε στη διάρκεια των πολιτικών και πολιτισμικών αγώνων τις δεκαετίες ’60 και ’70. «Ο πολίτης δεν θα πάψει να χρειάζεται συμβουλές ή να βρίσκεται στο έλεος των ειδικών», γράφει το 1963 ο Αμερικανός ιστορικός του πανεπιστημίου Columbia, Ρίτσαρντ Χαφστάντερ. «Μπορεί, όμως, να εισπράξει κάποιου είδους εκδίκηση χλευάζοντας τον παθιασμένο καθηγητή, τον αργόσχολο διανοούμενο ή τον τρελοεπιστήμονα». Προσφάτως, η έκρηξη οργής κατά της αυθεντίας απαντάται στο Κόμμα του Τσαγιού και την απόρριψη των επιστημόνων για την κλιματική αλλαγή αλλά και στο κίνημα κατά των εμβολιασμών· αυτό συνέβαλε στην άνοδο του Τραμπ, και τανάπαλιν. Ο Τομ Νίκολς, καθηγητής Εθνικής Ασφάλειας στο US Naval War College και ειδικός στις διεθνείς σχέσεις, συγγραφέας του βιβλίου The Death of Expertise: The Campaign Against Established Knowledge and Why It Matters (2017), γράφει ότι χάρη, εν μέρει, στην βαλκανοποίηση των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, «Σημαντικός αριθμός άσχετων πιστεύει σήμερα, για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης και μόνο, ότι γνωρίζει σχεδόν κάθε τομέα καλύτερα από τους ειδικούς». Ο παραδοσιακός Τύπος, επίσης, τοποθετεί εαυτόν ως τον κάτοχο της αποκλειστικής γνώσης και εξουσίας—συχνά με τόνο επιτακτικό, αν όχι κατηγορηματικά. Η δική μας, όμως, εξουσία θα έχει σημασία μονάχα εάν διατηρήσουμε έναν υγιή σκεπτικισμό απέναντι στα άτομα που ασκούν επιρροή αλλά και τους κρατικούς θεσμούς, απαιτώντας επίρρωση των ισχυρισμών τους, αντί να αποδεχόμαστε τα διατάγματά τους τοις μετρητοίς. Την εποχή της πανδημίας, το βασικό καθήκον των δημοσιογράφων επιφορτίστηκε: διότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας απειλής, τα αποδεικτικά στοιχεία που θα αναζητούσαμε συνήθως, δεν είναι διαθέσιμα—ή αμφισβητούνται σθεναρά από οργανισμούς που φαίνονται να είναι (ή πράγματι είναι) εξίσου αξιόπιστοι.
Επομένως, όσον αφορά τις μάσκες, η ειδησεογραφική κάλυψη κατά μεγάλο βαθμό παπαγάλιζε την εκάστοτε επίσημη καθοδήγηση, με ελάχιστο έλεγχο. Αρκετοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί είχαν την αίσθηση ότι οι ειδικοί όφειλαν να αμυνθούν απέναντι στις κακόπιστες επιθέσεις. (Βλ. Δρ. Άντονι Φάουτσι). Μολονότι αρκετά έγκυρα δημοσιεύματα παραδέχονταν ότι η επιστήμη είναι μια πειραματική διαδικασία, κι όχι μια προκατασκευασμένη γενική παραδοχή, πολλά άλλα είχαν τη μανία να εγκλωβίζονται στην όποια άποψη της συντηρητικής παράταξης—αποδεχόμενοι, με αυτόν τον τρόπο, τη λογική ότι υπάρχουν δύο «στρατόπεδα» που αντιμάχονται για την αλήθεια. Η θεματολογία των αμερικανικών εκλογών στρέφεται συνήθως γύρω από τη διαμάχη των δύο στρατοπέδων—Δημοκρατικοί εναντίον Ρεπουμπλικανών, υποστηρικτές της μάσκας εναντίον αρνητών της χρήσης της. Η εποχή Τραμπ ενισχύει αυτή τη δυναμική. Η συνεχής και υπερβολική κάλυψης της προεκλογικής εκστρατείας θα επιβάλλει ένα ακόμη πιο ενωτικό φατριαστικό πλαίσιο σε σχέση με την πανδημία· ο Τραμπ έχει ήδη ξεκινήσει να πολιτικοποιεί την επιστήμη προσβλέποντας στην απόκτηση εκλογικού πλεονεκτήματος. Εντούτοις, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδεχτούν οι δημοσιογράφοι το συγκεκριμένο σενάριο.
Αρκετοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί είχαν την αίσθηση ότι οι ειδικοί όφειλαν να αμυνθούν απέναντι στις κακόπιστες επιθέσεις.
Ο Τύπος πρέπει να αναχαιτίσει τη δράση του. Καθήκον των δημοσιογράφων είναι να δέχονται την αμφισημία και την αβεβαιότητα. Αντί να προτρέχουν σε εύκολες απαντήσεις ή υπεραπλουστευμένα επιχειρήματα, τα δημοσιεύματά μας πρέπει να καταδεικνύουν την ουσιαστική πολυπλοκότητα κρίσιμων θεμάτων. Οφείλουμε να είμαστε ταπεινοί.
Μπορεί να ακούγεται παράλογο, δεδομένης της αμεσότητας της πανδημίας, του κεντρικού ρόλου που καταλαμβάνει στις ζωές όλων μας και της ανάγκης μας να μάθουμε πολλά περισσότερα γι’ αυτήν προτού καταφέρουμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Καθήκον του Τύπου, σε μεγάλο βαθμό, είναι να προκαλέσει ένα αξιόπιστο αίσθημα του επείγοντος στη συλλογική επιδίωξη για μεγαλύτερη γνώση—συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον και πότε πρέπει να φοριούνται οι μάσκες. Ωστόσο, το έργο αυτό δεν δύναται να επιτευχθεί με υπευθυνότητα, αν δεν αφιερώσουμε χρόνο για να κάνουμε τις απαραίτητες ερωτήσεις και να ανοίξουμε κάθε πιθανό παράθυρο στη γνώση. Η κάλυψη κρίσιμων πληροφοριών που αφορούν στη δημόσια υγεία δεν θα έχει βάση παρά μόνον αν γίνεται αγόγγυστα. Όπως καταγράφει ο Ed Yong, επιστημονικός συντάκτης του περιοδικού The Atlantic (και μετρ συγγραφικής σεμνότητας), τον Απρίλιο, επιστήμη δεν νοείται «η επίδειξη καθοριστικών και πολύ επιτυχημένων ανακαλύψεων, όπως ο Τύπος συχνά την απεικονίζει, αλλά κυρίως ένα αργό, απρόβλεπτο ταξίδι προς όλο και λιγότερη αβεβαιότητα». Όσο περισσότερο μεταφέρουμε αυτή την αλήθεια στους αναγνώστες, τόσο περισσότερο κερδίζουμε την εμπιστοσύνη τους. Παρόμοια συλλογιστική θα πρέπει να εφαρμοστεί και στην κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας. Οι πολιτικοί αναλυτές και ειδήμονες οφείλουν να παραδεχτούν πως δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε το αποτέλεσμα, παρά μόνον να αποτρέψουμε κάποια επακόλουθα που βασίζονται σε διαισθήσεις, φήμες και προκαταλήψεις. Αφήστε κατά μέρος τις ατάκες και τα σλόγκαν και ενστερνιστείτε τη δυσκολία της κατάστασης. Υποβάλλετε τις πολιτικές προτάσεις των υποψηφίων σε σχολαστική εξέταση, με κίνητρο τη συλλογή αξιόπιστων στοιχείων, ωσάν τα σχέδιά τους να κρατούν τις ζωές μας από μια κλωστή. Σε τελική ανάλυση, αυτό κάνουν.
*Ο Τζον Όλσοπ (Jon Allsop) είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος, συντάκτης του ενημερωτικού δελτίου The Media Today. Βρείτε τον στο Twitter @Jon_Allsop.
Αναδημοσίευση από το Columbia Journalism Review, τεύχος καλοκαιριού 2020: https://www.cjr.org/