Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Άννα Φραγκουδάκη, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013
Της Νόρα Ράλλη*
Είναι ιδεολογία; Βίαιο μόρφωμα; Πολιτικό κόμμα; Βίαιη αντίδραση ενός απογοητευμένου τμήματος του πληθυσμού; «Υπανθρωπιστικό» παραλήρημα; Παιχνίδι εξουσίας; Ναζιστικό ή νεοναζιστικό κατακάθι; Ή απλά «κάτι το ακροδεξιό»;
Η Χρυσή Αυγή υπάρχει στην Ελλάδα και μάλιστα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, έχει δημόσιο λόγο και πολύ συγκεκριμένο έργο. Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς από τα παραπάνω, το σίγουρο είναι πως το μίσος και η βία δεν μπορούν να αναχθούν σε ιδεολογία.
Βασιζόμενη σ’ αυτό, η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας κι αρθρογράφος Άννα Φραγκουδάκη, αναλύει σ’ αυτό το βιβλίο τους λόγους ακριβώς για τους οποίους η ακροδεξιά στην Ελλάδα, που επί τριάντα τρία χρόνια από τη μεταπολίτευση είναι περιθωριακή, ασήμαντη και χωρίς πολιτική επιρροή, πλέον έχει ακόμα και βουλευτική εκπροσώπηση (κάποιο τμήμα της).
Η συγγραφέας προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα, όπως: Πώς και γιατί η ελληνική κοινωνία ξάφνου πισωγυρίζει; Πώς και γιατί απρόσμενα το 2007 μερικά ακροδεξιά μορφώματα γίνονται κόμμα, και μάλιστα με βουλευτική εκπροσώπηση; Πώς και γιατί σήμερα το ελληνικό Κοινοβούλιο στεγάζει την πιο ανοιχτά φιλοναζιστική ακροδεξιά οργάνωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η ανάλυση των αιτιών παρακολουθεί το νήμα που οδήγησε στην κρίση νομιμότητας των κομμάτων και στην αποτυχημένη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Αναδεικνύει παράλληλα με τις εξελίξεις μια διαδικασία κατά την οποία η ελληνική κοινωνία σταδιακά εγκλωβίζεται σ’ έναν εθνικισμό παρωχημένο, ξενοφοβικό, απομονωτικό και καταστροφικό και για τα εθνικά συμφέροντα. Καταλήγει δε στην πρωτεύουσα σημασία που έχει η ευρύτερη αναγνώριση αυτού του εγκλωβισμού και των συνεπειών του –ως προϋπόθεση για την υπέρβαση της βαθύτατης πολιτικής κρίσης– χωρίς την οποία δεν είναι αντικειμενικά δυνατό να ξεπεραστεί αποτελεσματικά η οικονομική κρίση.
Πριν από δυο χρόνια περίπου, σε συνέντευξή της η Άννα Φραγκουδάκη δήλωνε πως «έχουμε υποφέρει από αυτούς που οικειοποιούνται το ρόλο του πατριώτη, κατηγορώντας τους συμπατριώτες τους για ελλιπή πατριωτισμό. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η καπηλεία της έννοιας “πατρίδα” έριξε τη χώρα μας σε μεγάλες καταστροφές. Πατριώτες είναι αυτοί που υπερασπίζονται την πατρίδα τους και όχι αυτοί που φωνάζουν ότι την υπερασπίζονται».
Κινούμενη στον άξονα του πνεύματος αυτών των λόγων, σήμερα, δυο χρόνια μετά και μ’ ένα κομμάτι της ακροδεξιάς να έχει έδρες στη Βουλή των Ελλήνων, η συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει ακριβώς αυτό που δηλώνει στον τίτλο: την έξαρση του εθνικισμού και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Χωρίς φόβο και με αρκετά προσωπικό τόνο (ειδικά όταν απευθύνεται στους νέους, έστω και με μια διάθεση διδαχής και καθοδήγησης, που θα μπορούσε και να αποφευχθεί), η κα Φραγκουδάκη αποφεύγει επιμελώς και πολύ ορθά να περιορίσει την κρίση την οποία βιώνουμε τα τελευταία χρόνια σε αμιγώς οικονομική, και ταυτοχρόνως κατορθώνει να προτείνει τρόπους απομάκρυνσής μας απ’ αυτή. Δεν διστάζει –πράγμα που δεν έχει κάνει ποτέ εξάλλου– να μιλήσει για συγκεκριμένους κομματικούς σχηματισμούς και να ονοματίσει τακτικές και πολιτικές χωρίς «καλλωπιστικά» βοηθήματα.
Δεν είναι τυχαίο πως το βιβλίο, που χωρίζεται σε τρία μέρη, ξεκινάει στο πρώτο μέρος του με εκτενή αναφορά στο ΛΑ.Ο.Σ. και στο δημοκρατικό προκάλυμμα του ακροδεξιού του προσωπείου. Στη συνέχεια περνάει στη Χρυσή Αυγή, στηλιτεύοντας τον αντικοινοβουλευτισμό της, καθώς και το καθεστώς που σκοπεύει να επιβάλλει, που δεν είναι άλλο από το άμετρο μίσος, με τελικό στόχο την ολική κάθαρση της κοινωνίας.
Το πρώτο μέρος τελειώνει με μια σύνοψη των θέσεων της ακροδεξιάς, μιας ακροδεξιάς που πολύ σωστά (καθώς πολλοί το ξέρουν, λίγοι το πιστεύουν στ’ αλήθεια κι ακόμα λιγότεροι το λένε δημόσια) δεν εξαντλείται μόνο στη Χρυσή Αυγή.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα αίτια που οδήγησαν στην άνοδο της ακροδεξιάς – η οποία ακόμα και σήμερα δεν φαίνεται να έχει βρει σοβαρά εμπόδια στην πορεία της αυτή. Η συγγραφέας καταπιάνεται με τα κοινωνικά και τα πολιτικά αίτια, όπου η κρίση της νομιμότητας στη χώρα, καθώς και οι επιρροές της ατυχούς προσπάθειας παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε, εμφανίζονται ως καθοριστικοί παράγοντες συμπίεσης των συνειδήσεων σε βαθμό ασύμμετρο με τις όποιες ανθρωπιστικές αξίες εμφορείται ο καθένας μας. Αποτέλεσμα, η άνοδος της ακροδεξιάς.
Συνεχίζει με την ανάλυση των ιδεολογικών αιτίων, όπου εστιάζει στην ευθύνη της κοινωνίας, η οποία δεν σταμάτησε –ίσα ίσα βοήθησε με κάθε μέσο– την άνοδο ακροδεξιών μορφωμάτων. Στηλιτεύει τα ΜΜΕ, που, όπως λέει, έδωσαν βήμα και προβολή στους εκπροσώπους της ακροδεξιάς, κατακρίνει με δριμύτητα την ανεκτική στάση των πολιτικών, από τους οποίους δεν υπήρξε ούτε καν «ιδεολογική κριτική», θίγει το θεσμικό πλαίσιο προάσπισης της δημοκρατίας, το οποίο –σύμφωνα πάντα με το βιβλίο– δεν αποτέλεσε κανενός είδους ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς, και φυσικά μιλάει για την κοινωνική ανοχή, που όχι μόνο δεν αρνήθηκε τη βία, ίσα ίσα την αποδέχθηκε και μάλιστα στην πράξη. Αποτέλεσμα, η ασήμαντη σε ποσοστά ακροδεξιά και «οι με περιθωριακή παρουσία εκπρόσωποί της να έχουν επί χρόνια τη δυνατότητα να προβάλλουν ευρύτερα τις ακραίες θέσεις τους».
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου γίνεται λόγος για τον καθοριστικό ρόλο των εθνικών ιδεών ως επίσημη εθνική ιδεολογία ή ως εύθραυστη εθνική ταυτότητα, είτε ως κοινωνική απογοήτευση κι αντίδραση, ως αντιμνημονιακή πολιτική ή ως αντιμνημονιακή αντιπολίτευση. «Ιδιοτυπία της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι αναγνωρίζει το ρατσισμό κατά των μεταναστών και μειονοτήτων, όμως δεν αναγνωρίζει τον παλιωμένο και βαθιά αντιδραστικό μύθο περί ανωτερότητας μέρους των ευρωπαϊκών λαών, δηλαδή τον κλασικό ευρωκεντρικό ρατσισμό.
Αντίθετα, τον αναπαράγει ασυνείδητα και τυφλά μέσα από τους θεσμούς και ιδίως την εκπαίδευση», έγραφε το Δεκέμβρη του 2011 στα Νέα η Άννα Φραγκουδάκη. Και κλείνει το βιβλίο της μιλώντας για το ρατσισμό και το ρόλο των εκπαιδευτικών –στους οποίους αναφέρεται με μεγάλο σεβασμό– και κυρίως για το πώς η Ιστορία σώζει ή υποδουλώνει. Το επίμετρο διαθέτει τρία καταληκτικά σχόλια: για την κρίση των πολιτικών θεσμών, την κρίση των ιδεολογικών αξιών, το έθνος και τον εθνικισμό.
Το κείμενο, εύληπτο, περιεκτικό και προσεγμένο, σε γλώσσα που μπορεί να την καταλάβει κι ένας μαθητής – εξάλλου με το ρόλο της νεολαίας κλείνει το βιβλίο και σ’ αυτήν απευθύνεται, σχεδόν σε πρώτο πρόσωπο. Και παρότι από το βιβλίο απουσιάζουν αναφορές που θα τις περίμενε κανείς (ειδικά από τη συγκεκριμένη συγγραφέα), όπως στις εθνικές μειονότητες των Τούρκων, των Πομάκων, των Ρομά, κ.ά., και ποια η αντίληψη των Ελλήνων απέναντί τους, αυτό δεν αναιρεί τη διαπίστωση πως η Άννα Φραγκουδάκη τόλμησε, με τα δικά της στεγανά, ωστόσο τόλμησε να αναλύσει την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και να μιλήσει πολύ συγκεκριμένα, μην αφήνοντας περιθώρια παρανόησης – σαν αυτά που αφήνουν πολιτικοί, ΜΜΕ, κ.λπ., και ήρθε η ακροδεξιά να «γεμίσει».