Μια εµπειρία στο κινηµατογραφικό πλατό
Του Jay Α. Fernandez*
Μετάφραση: Κωστάκης Παναγίδης
Μια έκρηξη φωτός, κι αμέσως αρχίζουν τα ουρλιαχτά… Η αίθουσα χορού είναι ένα ρημαδιό – η οροφή έχει καταρρεύσει στη μέση της πίστας: σπασμένοι πολυέλαιοι σωριασμένοι στο πάτωμα σαν δίδυμες κρυστάλλινες γαμήλιες τούρτες που έμειναν πολύ ώρα στον ήλιο. Τραπουλόχαρτα, μπαλόνια, σερβίτσια και καρέκλες, διάσπαρτα στο χώρο. Θρυμματισμένα γυαλιά και διαμελισμένα κορμιά από δω κι από κει… Δεκάδες αιμόφυρτοι και παραζαλισμένοι άνθρωποι προσπαθούν τρεκλίζοντας να αντιμετωπίσουν την απρόσμενη φρίκη. Και αποτυγχάνουν με τεράστια… επιτυχία!
Ενώ παλεύω να σταθώ στα πόδια μου μες στο ακυβέρνητο πλήθος που αναζητεί χαμένες συζύγους, αδέρφια και θυγατέρες, μια σκέψη καρφώνεται επίμονα στο μυαλό μου με την άκομψη, κτηνώδη ορμή ενός ριάλιτι σόου: Χέστηκα για τους αγαπημένους σας. Πρέπει να πάω για κατούρημα – ΤΩΡΑ…
Εντάξει, το λάθος του πρωτάρη, λέω στον εαυτό μου: Πριν βγεις στο πλατό, έπρεπε να είχες αδειάσει τους έξι καφέδες που κατέβασες από το τρακ σου με το που έφτασες στο καμαρίνι.
Έτσι λοιπόν ξεκινούσα ένα άρθρο του 2006 στο αείμνηστο, πολύκλαυστο περιοδικό Premiere για το μεγαλειωδώς άσκοπο ριμέικ του WolfgangPetersen, «Η περιπέτεια του Ποσειδώνα» από τη WarnerBros. Την αρχική, επική ταινία καταστροφής, που βγήκε στις αίθουσες το 1972, πλαισίωνε ένα εντυπωσιακό καστ βραβευμένων με ´Οσκαρ ηθοποιών, όπως ο ErnestBorgnine, ο GeneHackman και η ShelleyWinters (που κολυμπούσε με την κιλότα της γιαγιάς της!). Η ιδέα μου ήταν να περάσω μια μέρα σαν κομπάρσος στο πλατό μιας ταινίας, που προαλειφόταν για τεράστια εμπορική επιτυχία (η παραγωγή είχε προϋπολογισμό 140 εκατομμύρια δολάρια).
Είχα υπερένταση, όπως περίπου μου συμβαίνει σε κάθε αποστολή, αλλά το ένστικτό μου μού έλεγε να τα δώσω όλα – περνώντας διαρκώς τα πάντα από κόσκινο (με περιέργεια, φυσικά, αλλά και με διάθεση να απομονώσω ό,τι μου φαινόταν παράδοξο), αποφασισμένος να κρατάω συνεχώς σημειώσεις. Για τη φωτογραφική αποτύπωση της εμπειρίας, το Premiere είχε αναθέσει στον DavidStrick, αυτόν το διεστραμμένο βιρτουόζο που πάντα καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την εγγενή εκκεντρικότητα που βασιλεύει στα παρασκήνια του Χόλιγουντ. Με τη συμμετοχή του ο Strick, όχι μόνο πρόσθεσε το ανεξίτηλο σημάδι του στο κομμάτι μου, αλλά μου έδωσε και την ευκαιρία να μου μιλήσουν πολλοί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων – αλήθεια, πόσοι κομπάρσοι έχουν τον αποκλειστικά δικό τους φωτογράφο να τρέχει από πίσω τους;
Όπως έγραψα στο Premiere την περασμένη εβδομάδα, είχα επισκεφτεί αρκετές φορές το στούντιο προκειμένου οι ενδυματολόγοι να μου πάρουν τα μέτρα και όταν έφτασε η μεγάλη μέρα, ήμουν έτοιμος για δράση μέσα στο γυαλιστερό, ριγωτό μου σμόκιν. Μετά από ένα καλλιτεχνικό μακιγιάζ και μια σύντομη ενημέρωση από διάφορους βοηθούς σκηνοθέτες, περίμενα στον ειδικό χώρο αναμονής κάτω από μια τέντα μαζί με τους πραγματικούς κομπάρσους, μέχρις ότου μας χρειαστεί ο σκηνοθέτης.
Οι κομπάρσοι –στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς αρέσκονται να τους αποκαλούν βοηθητικούς ηθοποιούς ή καλλιτέχνες, ανάλογα αν θεωρούν τη δουλειά τους επάγγελμα κι όχι έναν τρόπο να αποφύγουν καμιά δίκη– βρίσκονται στη χαμηλότερη βαθμίδα της τροφικής αλυσίδας στην παραγωγή ταινιών, πιο χαμηλά ακόμα και από τους οδηγούς στα κινηματογραφικά στούντιο. «Είμαστε όλοι αναλώσιμοι», μου είπε ένας βετεράνος που τη φωνή του χρωμάτιζαν 20 χρόνια παραίτησης. Η δουλειά του κομπάρσου συνήθως περιλαμβάνει ατελείωτες μέρες, γεμάτες με μακρά διαστήματα βασανιστικής πλήξης, παρατεταμένης αβεβαιότητας, πιθανών τραυματισμών και καθημερινών προσβολών. Και παρ’ όλα αυτά, η παρέα των συντρόφων τους, η επαφή με τους επιτυχημένους ηθοποιούς και οι ευκαιρίες να ακονίσουν την «τέχνη» τους, προσφέρει μια αυθεντική ικανοποίηση σε πολλούς από αυτούς τους αφανείς τεχνίτες.
Όταν μας κάλεσαν, συρθήκαμε μέχρι το Σκηνικό 16, όπου ο Petersen είχε επίσης γυρίσει πλάνα για την ταινία η «Τέλεια καταιγίδα». Μετά από κάθε λήψη άρπαζα το σημειωματάριό μου και κατέγραφα στα γρήγορα τη δράση του συνεργείου, τις σκηνικές λεπτομέρειες, τις αντιδράσεις των ηθοποιών και των κομπάρσων, τις μυρωδιές και τους ήχους αυτής της εμπειρίας. Ύστερα το καταχώνιαζα ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να αρχίσω πάλι να σκούζω από τρόμο. Κάθε τόσο περνούσα λίγο χρόνο με τον Petersen, που μου επεσήμανε ότι οι βοηθητικοί ηθοποιοί παρέχουν το φυσικό και συναισθηματικό πλαίσιο: «Το πενήντα τοις εκατό της αίσθησης που σου δημιουργεί μια τέτοια σκηνή, προέρχεται από αυτούς».
Επίσης, σε κάθε ευκαιρία έπαιρνα στα κρυφά μια γρήγορη συνέντευξη από τους κομπάρσους. Μια εξαγριωμένη γυναίκα έλεγε με στόμφο ότι η χρήση υπολογιστών για τη δημιουργία φανταστικών σκηνών κατέστρεφε την καριέρα της. Σύμφωνα με την ίδια, οι κινηματογραφιστές απομονώνουν τους αξιόλογους βοηθητικούς ηθοποιούς και τους σαρώνουν εξονυχιστικά, ώστε να χρησιμοποιήσουν αργότερα και να επεξεργαστούν ψηφιακά την εικόνα τους στην οθόνη, χωρίς να χρειάζονται τη φυσική παρουσία τους, χωρίς και να τους πληρώνουν. «Δεν είμαι μια ψηφιακή μαριονέτα!» κραύγαζε.
Οι περισσότεροι έδειχναν πολύ πιο άνετοι. Ένας τύπος ονόματι Dave, με μια συμμετρική ουλή κατά μήκος του προσώπου του, είπε: «Απλώς χαλάρωσε και κοίτα να περάσεις καλά, αυτό είναι όλο».
Ο Strick τράβηξε εκατοντάδες φωτογραφίες εκείνη τη μέρα. Μετά από λίγο κατάφερα να ξεχάσω εντελώς την παρουσία του. Ήμουν τόσο απορροφημένος να παρατηρώ, να κρυφακούω, να ρωτάω, να κρατάω σημειώσεις – και φυσικά, να «υποδύομαι». Συμμετείχα στο γύρισμα επί 14 σχεδόν ώρες, και μολονότι στο τέλος της μέρας ήμουν εξαντλημένος, είμαι πεπεισμένος ότι αυτού του είδους το ρεπορτάζ σε πραγματικό χρόνο –γέμισα ένα ολόκληρο κλασικό δημοσιογραφικό σημειωματάριο– ήταν το κλειδί για να παρουσιάσω μια από τις καλύτερες, κατά τη γνώμη μου, ιστορίες μου.
Δυστυχώς, από το 2006 που έγραψα το άρθρο, αυτές οι αποστολές έχουν σχεδόν εκλείψει, όπως έχουν έρθει και τα πάνω κάτω στη δημοσιογραφία του χώρου του θεάματος. (Θα μπορούσε κάλλιστα κανείς να υποθέσει ότι τα πτώματα των κομπάρσων στις φωτογραφίες που τράβηξε ο Strick, είναι άνθρωποι που έπρεπε να σκοτώσω για να πάρω τη δουλειά στο Premiere).
Η εξαφάνιση των εξειδικευμένων μηνιαίων κινηματογραφικών περιοδικών και η επικράτηση μιας «εύκολης» δημοσιογραφίας που διαποτίζει ολόκληρη την μπλογκόσφαιρα της βιομηχανίας του θεάματος, είναι μια από τις αιτίες· οφείλεται όμως και στο κινηματογραφικό κοινό που έχει κορεστεί από τις κατασκευασμένες και εφήμερες ειδήσεις του κόσμου του κινηματογράφου. Υπάρχει πλέον καθημερινά τόση πληθώρα υλικού στο διαδίκτυο για το παραμικρό βήμα στη διαδικασία παραγωγής των ταινιών –από κινηματογραφιστές που ανεβάζουν φωτογραφίες στο Twitter, στούντιο που δημοσιοποιούν εφτά διαφορετικά τρέιλερ και αναρίθμητα στιγμιότυπα και εικόνες, φανατικούς οπαδούς που κλέβουν εικόνες με έξυπνα τηλέφωνα στη διάρκεια της παραγωγής– ώστε έχει χαθεί τελείως το μυστήριο που συνόδευε τη δημιουργίας μιας ταινίας.
Παραδοσιακά, η αξία των δημοσιογράφων του κινηματογράφου απορρέει από το γεγονός ότι βρίσκονται εκεί όπου ο μέσος αναγνώστης δεν μπορεί να πάει, συζητούν με ταλαντούχους ανθρώπους που οι σινεφίλ δεν συναντούν ποτέ, μαθαίνουν πράγματα που ο κοινός παρατηρητής δεν πρόκειται ποτέ να ακούσει. Αν και αυτό εξακολουθεί να ισχύει ως ένα βαθμό για τους συγγραφείς στο χώρο του θεάματος, το γεγονός ότι πλέον έχεις πρόσβαση στα πάντα στο διαδίκτυο σημαίνει ότι ελάχιστες παρασκηνιακές πληροφορίες έχουν να προσφέρουν οι δημοσιογράφοι.
Στο μεταξύ, χάρη σε ιστοσελίδες όπως το USWeekly, το TMZ και άλλες παρόμοιες, πολλές από τις «ειδήσεις» του χώρου του θεάματος αφορούν αποκλειστικά τις διασημότητες. Τα σοβαρά ειδησεογραφικά έντυπα είτε τις ανταγωνίζονται κυνηγώντας τα ίδια γαργαλιστικά σκουπίδια ή ρισκάρουν να μείνουν έξω από το παιχνίδι, αφιερώνοντας τους πενιχρούς πόρους τους σε εκτενείς, εμβριθείς αναλύσεις, που όλο και λιγότεροι άνθρωποι διαθέτουν το χρόνο ή τη διάθεση να διαβάσουν. Όπως και στην ίδια τη βιομηχανία που καλύπτουν, το χρήμα είναι που έχει τη λάμψη και την προβολή, όχι η σοφολογιότητα.
Πριν αρχίσει το γύρισμα, η μικρή μου ομάδα υπολογίζει την κίνηση της κάμερας και με θλίψη διαπιστώνει ότι λόγω της θέσης μας στο πίσω αριστερό μέρος του σκηνικού, είναι μάλλον απίθανο να φανεί στην οθόνη η σκληρή δουλειά μας.
Στο τέλος, όλα είναι έτοιμα: Καμιά εκατοστή κομπάρσοι, ο KurtRussell στη μέση, και μια ντουζίνα μέλη του συνεργείου – όλοι έτοιμοι να κάνουν τέχνη! Ο Petersen πηγαινοέρχεται με τον τηλεβόα, μας εμψυχώνει με ένα μικρό λογύδριο πριν το πρώτο γύρισμα της μέρας, και καταλήγει με ένα «Πάμε!»
Δίνεται το σύνθημα να τρέξουν
τα νερά…
Οι φλόγες ψηλώνουν…
Τα φώτα σβήνουν…
Στιγμές γεμάτες ένταση καθώς
περιμένουμε ακίνητοι στο βουβό
σκοτάδι…
Και: «Κομπάρσοι… Γυρίζουμε!» CJR
«Η αρχή του φετιχισµού του εµπορεύµατος, η κατακυρίευση της κοινωνίας από αντικείµενα “υπεραισθητά αν και γίνονται αισθητά”, ολοκληρώνεται απόλυτα µέσα στο θέαµα, όπου ο αισθητός αντικαθίσταται από µια επιλογή εικόνων, που υπάρχει πάνω από αυτόν και που, παράλληλα, έχει κατορθώσει να αναγνωριστεί σαν το κατεξοχήν αισθητό».
GuyDebord, LaSociété duSpectacle (1967), Η Κοινωνία του Θεάµατος, µετάφραση: Πάνος Τσαχαγέας και Νίκος Β. Αλεξίου, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1986, σελ. 38.
* Ο Jay A. Fernandez είναι αρχισυντάκτης και αρθρογράφος στο Indiewire. Εργάστηκε στο The Hollywood Reporter και διατηρούσε την εβδοµαδιαία στήλη «Scriptland» στους LA Times. Έχει δηµοσιεύσει πολλά άρθρα στα Time Out New York, Entertainment Weekly, USA Today και Los Angeles.