Στις καλύτερες στιγµές του, ο Ambrose Bierce σατίρισε µε πάθος την αµερικανική Χρυσή Εποχή για να ξεφουσκώσει την αυτάρεσκη µακαριότητά της
Του Bill Marx*
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Οι πικρόχολοι παλικαρισμοί των δημοσιογραφικών κειμένων του και οι ανατριχιαστικά ρεαλιστικές πολεμικές ιστορίες του, τού προσέδωσαν παρατσούκλια όπως «ο πικρόχολος Bierce» και «ο τοπογράφος του διαβόλου».
Τις τέσσερις δεκαετίες του πεζογραφικού του έργου διατρέχει ένα πνεύμα επιθετικής περιφρόνησης, από τις λυσσαλέες επιθέσεις που εξαπέλυε μέσω της εβδομαδιαίας στήλης του στην εφημερίδα SanFranciscoChronicle του WilliamRandolphHearst μέχρι τα καυστικά λήμματα στο Αλφαβητάρι του διαβόλου, την τρομαχτική βιαιότητα των ιστοριών του για τον Αμερικανικό Εμφύλιο, τα γκραν γκινιόλ αφηγήματα τρόμου, τις ιστορίες φαντασμάτων και τα παραμύθια επιστημονικής φαντασίας.
Έως τη στιγμή της μυστηριώδους εξαφάνισής του το 1913, όταν ισχυριζόταν, στα εβδομήντα ένα του χρόνια, ότι φεύγει για να καλύψει δημοσιογραφικά την Επανάσταση του Μεξικού, ο Bierce είχε «πιθανώς τους περισσότερους εχθρούς από κάθε άλλον άνθρωπο εν ζωή», σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο βιογράφο του, τον RoyMorrisJr.
Ο H.L. Menchen, που ακολούθησε τη σατιρική παράδοση του Bierce, υποστήριξε πως κατά βάθος εξαπέλυε τα βέλη του προς υπεράσπιση των ηθικών αρχών:
«Καταδικασμένος να ζει σε μια χώρα στην οποία, με τη θέληση του Θεού, η ειλικρίνεια είναι σπάνιο χάρισμα και το θάρρος ακόμα σπανιότερο και η εντιμότητα είναι σχεδόν άγνωστη έννοια… επιτέθηκε στους απατεώνες, μικρούς και μεγάλους, με μανιώδη λύσσα, για να κατευνάσει και να διασφαλίσει τη δική του ακεραιότητα. Αυτή του η ακεραιότητα, εξ όσων μπορώ να κρίνω, ουδέποτε υπέκυψε σε συμβιβασμούς. Ορθά ή εσφαλμένα, ο Bierce παρέμεινε προσκολλημένος στην αλήθεια, όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν».
Η τοποθέτηση του Mencken για τον Bierce είναι ελκυστική. Πολλά μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτόν τον εικονοκλάστη τύπο που κατακεραυνώνει τη Χρυσή Εποχή της Αμερικής, που εκσφενδονίζει μνημειώδη λάσπη στους ανίκανους πολιτικούς και στον ηθικό εκτραχηλισμό των κοινωνικών θεσμών, που ελεεινολογεί τον παραλογισμό του πολέμου και την αναισθησία ενός σύμπαντος στο οποίο βασιλεύει η κτηνώδης τύχη.
Η δημοσιογραφία υπήρξε μια αυτοσχέδια πρακτική στην Αμερική του 19ου αιώνα και ο Bierce εκμεταλλεύτηκε πλήρως την ελευθερία να καγχάζει και να καυτηριάζει μέσω του Τύπου. Σε αντίθεση με τους δημοφιλείς κοινωνικούς ευφυολόγους, ο Bierce προσηλώθηκε στην αποκαθήλωση των εγωιστικών φαντασιώσεων των ισχυρών ή και της μετριότητας, εμπνευσμένος από το επαγωγικό κριτικό ύφος του EdgarAllanPoe, και οδηγήθηκε πέρα από την μετριοπαθή –ορισμένοι θα τη χαρακτήριζαν ισορροπημένη– σάτιρα του MarkTwain και του BretHarte. Ελάχιστος χώρος για συναισθηματισμούς, αισιοδοξία ή κατανόηση υπάρχει στην πεζογραφία και την αρθρογραφία του Bierce.
Η σταυροφορική διορατικότητά του προοιωνίζεται τους σκανδαλοθήρες δημοσιογράφους του τέλους του αιώνα, μολονότι ο Bierce δεν ασχολήθηκε πρωτίστως με τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατική ισότητα. Υποχρέωσε τους αναγνώστες του να έρθουν αντιμέτωποι με τις προκλήσεις της πραγματικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι μέσα από τη σάτιρα απελευθέρωσε τους Αμερικανούς από τα παρηγορητικά ψέματα που απεύθυναν στους εαυτούς τους.
«Ο χλευασμός, που και ο ίδιος αποτολμώ να χρησιμοποιώ», γράφει ο συγγραφέας στην Chronicle το 1890, «μου φαίνεται πως είναι το πιο έξοχο όπλο για να επιτεθείς, διότι πονάει χωρίς να καταστρέφει. Κανενός η φήμη δεν υπέστη μόνιμο πλήγμα από το χλευασμό, εντούτοις οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να συκοφαντηθούν παρά να τους χλευάσουν. Είναι αβάσταχτα οδυνηρό να τον αντέξεις· ξεσκίζει με φρικτό τρόπο τις ευαισθησίες – εάν είναι επιδέξιος». Όμως, από το απόγειο του Bierce ως σήμερα, πολλοί έχουν αποδοκιμάσει τη λυσσαλέα σφοδρότητα του οράματός του.
Για τους σκεπτικιστές, όπως ο CliftonFadiman, «ο μηδενισμός του Bierce είναι τόσο σκληρός και απλός όσο και μια γροθιά, και κατά τεκμήριο, όχι ιδιαίτερα πειστικός». Από ένα σημείο και πέρα, εκείνος που σατιρίζει κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα είδος τέρατος στα όρια της καρικατούρας, ένας σαρκαστής που δεν είναι πλέον σε θέση να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα ξίφος κι ένα ρόπαλο.
Τι έκανε τον Bierce τόσο διαβολεμένα μοχθηρό και αψίθυμο; Η αγωνιώδης απέχθεια προς έναν διεφθαρμένο κόσμο; Η νοσηρότητα που τράφηκε από την τραυματική του συμμετοχή στον Εμφύλιο Πόλεμο; Μια εύθραυστη ηθική ευαισθησία που αμύνεται επιστρατεύοντας την ωμή δύναμη του λογοτεχνικού εντυπωσιασμού; Και πώς η εμμονή του συγγραφέα με το θάνατο τροφοδοτεί τον κυνισμό του; (Ο Edmund Wilson πιστεύει πως ίσως ο θάνατος να είναι «ο μόνος αληθινός χαρακτήρας του Bierce».)
Επί έναν σχεδόν αιώνα, οι οπαδοί αλλά και οι πολέμιοι του Bierce παλεύουν να δώσουν μια απάντηση που να διασκεδάζει τις αμφιβολίες περί ανθρωπιάς, ήθους και ευσπλαχνίας στον Bierce. Έτσι, από το θάνατό του και μετά, αυτός ο σημαίνων στην εποχή του δημοσιογράφος και δημιουργικός συγγραφέας ανεβοκατεβαίνει στην κλίμακα του λογοτεχνικού πάνθεου. Ο Bierce είναι, χωρίς αμφιβολία, αυθεντικός· είναι όμως, μείζων ή ελάσσων δημιουργός;
Η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση της δημοσιογραφικής παράδοσης, της οποίας ο Bierce αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, μερικές φορές μέχρι το σημείο της παρωδίας. Δεσπόζει ως ένας σημαντικός κρίκος ανάμεσα στους καυστικούς συναδέλφους του Poe και Mencken, οι οποίοι επίσης χρησιμοποιούσαν τη σάτιρα για να σακατέψουν μικρούς και μεγάλους απατεώνες.
Ο γεμάτος φαρμάκι σκεπτικισμός του Bierce –που εκφράζεται με την υπερβολική γελοιοποίηση και την παρωδία– καταδεικνύει τις ιδιαίτερες ικανότητες αλλά και τις αδυναμίες του ως συγγραφέα μυθιστορημάτων και δοκιμίων. Στα καλύτερά του έργα διαλύει με ωμότητα και κυνισμό τις πλάνες και την πίστη των αναγνωστών στην καθεστηκυία τάξη, προβάλλοντας μια σπινθηροβόλα σατιρική ιδιοσυγκρασία που φτάνει μέχρι την παραφορά εξαιτίας της ανθρώπινης μωροπιστίας και γίνεται αγενής και χυδαία με έναν εντυπωσιακά αμερικανικό τρόπο.
Η πλούσια ανθολόγηση της πεζογραφίας του Bierce στον τόμο με τίτλο AmbroseBierce: TheDevil’sDictionary, Tales, &Memoirs από τον εκδοτικό οίκο LibraryofAmerica, παρέχει στους αναγνώστες μια ανεκτίμητη ευκαιρία σε αυτή την εποχή του ναρκωμένου ανθρωπισμού να ανακαλύψουν την αισθητική αξία (αλλά και τις πνευματικές επιπλοκές) του να είσαι περίτρανα μισητός.
Η συλλογή, την οποία επιμελήθηκε ο S.T. Joshi, περιέχει διηγήματα του Bierce για τον Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς και επιλεγμένα αυτοβιογραφικά κείμενα που καλύπτουν τα τέσσερα χρόνια της υπηρεσίας του στο Ένατο Τάγμα Πεζικού της Ιντιάνα, το πλήρες κείμενο από το σατιρικό γλωσσάριο Το αλφαβητάρι του διαβόλου και ορισμένα δείγματα από το λογοτεχνικό του έργο στο χώρο του υπερφυσικού και της επιστημονικής φαντασίας. (Σε μια συνέντευξή του για τη LibraryofAmerica, ο Joshi ορθά προτείνει την έκδοση ενός συνοδευτικού τόμου, που να περιέχει μια επιλογή από την πρώτης τάξεως αρθρογραφία του Bierce, τα θεωρητικά πολιτικά του δοκίμια και το ποιητικό του έργο.)
Ο τόμος έρχεται σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο, καθώς η φήμη του συγγραφέα γνωρίζει αισθητή άνοδο. Η εκατοστή-πεντηκοστή επέτειος του Εμφυλίου Πολέμου πυροδότησε ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για τις πρωτοποριακές πολεμικές ιστορίες του Bierce, που επηρέασαν τον StephenCrane, τον ErnestHemingway και πολλούς άλλους χρονικογράφους του πολέμου.
Ο Bierce, ο μοναδικός σημαντικός Αμερικανός συγγραφέας που βρέθηκε στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, ήταν χαρτογράφος και πολέμησε στο Σάιλο, την Τσικαμάουγκα και το Πίκετ Χιλ. Η εξαιρετικά δραστική οπτική γωνία του αυτόπτη μάρτυρα που υιοθέτησε, η οποία μεταφέρεται με αξιοσημείωτο τρόπο στη νηφάλια ενθύμηση του WhatISawofShiloh, παραμένει αποτελεσματική αν και με περιορισμένη εμβέλεια εξαιτίας της ψυχρά αποστασιοποιημένης καταγραφής του χάους στο πεδίο της μάχης.
Ο Bierce είναι ωμός στην περιγραφή των φρικαλεοτήτων της μάχης, αναπαριστά ανάγλυφα τους ακρωτηριασμούς και τους θανάτους και τον κατατρύχει η έμμονη ιδέα να ανατρέψει τις συναισθηματικές ψευδαισθήσεις των αναγνωστών του περί πατριωτισμού, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ωστόσο ο Bierce μισούσε το ρεαλισμό («Η τέχνη να απεικονίζεις τη φύση με τα μάτια ενός βατράχου») και αντί να παρουσιάζει απλώς τα γεγονότα του πολέμου –τα οποία από μόνα τους δεν μεταφέρουν την αλήθεια της εμπειρίας– καταφεύγει σε αλληγορίες και σοκαριστικές περιγραφές. Σφυρηλατεί την απογοήτευση για την πατρίδα, καθώς δεν μπορεί να συγκρατήσει την απέχθειά του για όσους (συμπεριλαμβανομένων των χάρτινων θεών της θρησκείας) δικαιολογούν το δίκαιο του πολέμου.
Οι περισσότερες από τις πολεμικές ιστορίες του Bierce αγγίζουν τα όρια της παρωδίας στην προσπάθειά τους να υπογραμμίσουν την ανοησία του πολέμου. Στο AHorsemanintheSky, ο γιος πρέπει να πυροβολήσει τον πολυαγαπημένο του πατέρα, αξιωματικό του στρατού των Νοτίων, προκειμένου να προστατεύσει μια ομάδα των Βορείων· στο AMocking-Bird, ένας άντρας αυτοκτονεί όταν ανακαλύπτει ότι ο στρατιώτης που πυροβόλησε, είναι ο δίδυμος αδερφός του. Τα κομμάτια του Εμφυλίου Πολέμου, πολύ περισσότερο από μια αληθοφανή και ειλικρινή καταγραφή των γεγονότων, προσφέρουν στον Bierce ένα μέσο για να γελοιοποιήσει την απόλυτη ανοησία του ανθρώπου και του κόσμου. Είτε επικεντρώνονται στη διεξαγωγή του πολέμου είτε στο υπερφυσικό, τα διηγήματά του αποτελούν προέκταση της παθιασμένης δημοσιογραφικής του προσπάθειας να ξεμπροστιάσει τις μεγαλοϊδεατικές και ιδεαλιστικές αυταπάτες των Αμερικανών.
Η πιο εύστοχη επίθεση του Bierce ενάντια στην απληστία των επιχειρηματιών της Χρυσής Εποχής ήταν η εκστρατεία του το 1896 για λογαριασμό του διευθυντή του στην εφημερίδα SanFranciscoExaminer, WilliamRandolphHearst, με στόχο να καταγγείλει τη γιγαντιαία σιδηροδρομική εταιρεία CentralPacificRailroad η οποία αθετούσε σκόπιμα την αποπληρωμή εκατομμυρίων δολαρίων που είχε δανειστεί από το κράτος.
Ο DennisDrabelle αφηγείται την ιστορία με θριαμβευτικό τόνο στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο του TheGreatAmericanRailroadWar. Ο Bierce μετακομίζει στην Ουάσιγκτον και με τη βοήθεια ενός κλιμακίου δημοσιογράφων, σκιτσογράφων και βοηθών, γράφει δεκάδες εμπρηστικά άρθρα κατηγορώντας το σιδηρόδρομο για απληστία και διαφθορά. Πριν την άφιξη του Bierce, η η CentralPacificRailroad προεξοφλούσε την αίσια έκβαση της υπόθεσης, καθώς είχε φροντίσει να εξαγοράσει όλα τα μέλη του Κογκρέσου και να εξασφαλίσει την ευνοϊκή μεταχείριση του Τύπου, προκειμένου να αποφύγει να πληρώσει κάποιο σημαντικό ποσό.
Μια δεκαετία, όμως, ύστερα από τις επιθέσεις του Bierce, ένας δημοσιογράφος έκανε τον απολογισμό: «Ο κύριος Bierce, αφού συνέχισε να βάλλει ασταμάτητα επί έξι μήνες εναντίον της σιδηροδρομικής εταιρείας, κατάφερε να την τρομοκρατήσει και να κάμψει τις δυνάμεις της· και πριν από το τέλος του έτους, την είχε κατατροπώσει». Ο Drabelle υποστηρίζει ότι στο σύνολό τους, αυτά τα δημοσιεύματα αποτελούν το αριστούργημα του Bierce – μια από τις δόξες της αμερικανικής δημοσιογραφίας του 19ου αιώνα.
Βέβαια, δεν είναι όλοι οι στόχοι του παρόμοιας κλίμακας ή εξίσου ποταποί, όπως η CentralPacificRailroad. Ο Bierce παραδέχθηκε επίσης ότι παρενοχλεί «τους ηλιθίους κάθε βαθμίδας και κατηγορίας, καθάρματα κάθε μεγέθους, μορφής και απόχρωσης, τους κλέφτες και απατεώνες και γενικά όλους τους δυσάρεστους ανθρώπους». Η χλεύη του απλώνεται σε μέγα πλήθος – δεν υπάρχει τίποτα, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο πράγμα, που να μην μπορείς να το συνθλίψεις ή να το ραπίσεις.
Στο έργο του, ο Bierce επιτίθεται στην ανοησία των Κινέζων ιεραποστόλων και την απληστία των «απατεώνων των σιδηροδρόμων», στην «τέχνη» του πεταλωτή και τις «θεατρινίστικες» αυταπάτες για τη μετά θάνατον ζωή, στον υπερβάλλοντα «παροξυσμό» των αγορεύσεων για τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου και τα φαρισαϊκά κλισέ και τις ηθικολογίες του Τύπου, στη σοφία του κοινού και στα επιχειρήματα κατά της αυτοκτονίας, στη γενναιοδωρία των φιλανθρωπικών οργανώσεων και στις ελευθερίες που απολαμβάνουν οι «χρήστες των αστερίσκων».
Το πρόβλημα είναι ότι η ανένδοτη χρήση εκ μέρους του Bierce της τακτικής του σοκ και των προσβολών ως εργαλείου με στόχο την ευτράπελη αφύπνιση των αναγνωστών, τείνει να εξαλείψει κάθε σύμβαση στο πέρασμά της. Σχεδόν οτιδήποτε είχαν σε υπόληψη οι αναγνώστες του τον 19ο αιώνα –θρησκεία, κράτος, Τύπο, επιχειρήσεις, λογοτεχνία– ο Bierce το είχε σε πλήρη ανυποληψία. (Χαρακτηριστικός αφορισμός του Bierce: «Το μεγαλύτερο καλό για το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων: ο θάνατος».) Εκφράζει την οργή του με μια αναρχική χαρά τόσο εξωφρενική, ώστε συχνά χάνεται η ουσία της σάτιρας. Οι περιπαικτικές διακυμάνσεις του ύφους του και η αβεβαιότητα που καλλιεργεί σε βαθμό παραζάλης, συνέβαλαν στην άνιση και επικριτική υποδοχή του. Μιλάει πράγματι σοβαρά ή μας κάνει πλάκα; Μερικές φορές είναι δύσκολο να καταλάβεις.
Ωστόσο, η αχαλίνωτη κωμικοτραγική αντίδραση του Bierce απέναντι στην Αμερική είναι ένα από τα αιώνια δώρα του στη δημοσιογραφία. Ενέπνευσε τα χαχανητά του Mencken εις βάρος αυτού που ο ίδιος αποκαλούσε «το καρναβάλι της αερολογίας» και επιβίωσε στην άγρια υπερβολή της PaulineKael, του TomWolfe αλλά και στις πιο καυστικές πένες της εποχής μας. Η εξοργιστική του ωμότητα, αποκύημα μιας υπερβάλλουσας σατιρικής περιφρόνησης, είναι επίσης το κλειδί της σταθερής γοητείας που ασκεί ο Bierce ως συγγραφέας. Η φήμη του ως μισάνθρωπου επισκιάζει το γεγονός ότι ο ακαλλιέργητος δυναμισμός των αλληγοριών του είναι αυτός ακριβώς που τους προσδίδει τη δύναμή τους: Η αιχμηρή του πένα συνέθεσε άκρως πρωτότυπες ιστορίες που αποφεύγουν τα σοβαρά ηθικά διδάγματα ή τους κοινότοπους υπαινιγμούς για το υπερφυσικό.
Οι ιστορίες του για τον Εμφύλιο Πόλεμο, για παράδειγμα, επισύρουν το θαυμασμό όχι μόνο για την αξία τους ως ντοκουμέντα: το διήγημα AnOccurrenceatOwlCreekBridge, με τις αφηγηματικές ακροβασίες του και με πρωταγωνιστή έναν ετοιμοθάνατο στρατιώτη, θεωρείται από τους κριτικούς ως μια από τις πιο περίτεχνες «πειραματικές» αμερικανικές ιστορίες εκείνης της περιόδου. Το αντιδραστικό πνεύμα του Αλφαβητάριου του διαβόλου, το οποίο γιόρτασε πέρυσι τα εκατοντάχρονά του, συχνά απορρίπτεται ως ξινός σκεπτικισμός («Κυνικός: ουσ. παλιάνθρωπος που εξαιτίας της ελαττωματικής του όρασης βλέπει τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι».) Αυτές, όμως, οι επικρίσεις παραβλέπουν την ειλικρινή εικόνα που προσφέρουν οι ανελέητοι ορισμοί του Bierce.
Οι αποκαλυπτικές ιστορίες υπερφυσικού τρόμου του Bierce, με το λιτό και ειρωνικό τους ύφος, αποτελούν στοχαστικά υβρίδια, λοξές γέφυρες ανάμεσα στα γοτθικά κείμενα μυστηρίου του Poe που σε αλαφιάζουν και στα παραγινωμένα, πολτοποιημένα τέρατα του H. P. Lovecraft. Ως σατιρικός συγγραφέας ο Bierce δεν ενδιαφέρεται να απεικονίσει την εσωτερική ζωή των χαρακτήρων του ή να εξερευνήσει θεμελιώδη πνευματικά ερωτήματα. Οι υπερφυσικές ιστορίες του σημείωσαν πενιχρές πωλήσεις στη Χρυσή Εποχή, γεγονός που υποδηλώνει ότι το αναγνωστικό κοινό δεν ήξερε τι να τις κάνει. Πολλοί κριτικοί στις μέρες μας τις απορρίπτουν ως μια ακόμα προχειροδουλειά του λογοτεχνικού είδους του απόκοσμου ή αποτρόπαιου τρόμου.
Κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτά τα παράξενα και συναρπαστικά αφηγήματα, η σαδιστική σάτιρα που διαπνέει τις ιστορίες του για τον Εμφύλιο Πόλεμο διογκώνεται φτάνοντας στην καθαρόαιμη κωμική υστερία. Η χρήση καυστικών υπερβολών για να εκθέσει τη διαφθορά και την ύβρη, γίνεται ένα σκανδαλοθηρικό όπλο που αναγκάζει τον αναγνώστη να έρθει αντιμέτωπος με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της ύπαρξης. Σε όλο το έργο του –πρόζα ή δοκίμιο– ο Bierce θέλει να μας ανοίξει τα μάτια (υπάρχει διάχυτος ο υπαινιγμός πως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είμαστε όλοι κορόιδα).
Οι υπερφυσικές ιστορίες του αποτελούν μέρος του αγώνα του ενάντια στην αισιοδοξία, τη μεγάλη αμερικανική αυταπάτη, με τη θρησκεία να συγκαταλέγεται στις πιο επιζήμιες από τις μέγιστες πλάνες της χώρας. Η συμφεροντολογική προσέγγιση του πολέμου, η πολιτική και το εμπόριο ήταν οι εύκολοι στόχοι της λιβελογραφίας του — γιατί όχι και η μεταφυσική μας;
Στις ιστορίες του ο Bierce καταφεύγει στα αγαπημένα του υφολογικά τεχνάσματα: Υπερβάλει ή υπονομεύει με πανουργία τον σπιρτόζο σκωπτικό τόνο του, εναλλάσσοντας τις εντάσεις του μέσα στο ίδιο κομμάτι. Στο εξόχως ανατριχιαστικό παραμύθι του MyfavoriteMurder υιοθετεί την οπτική γωνία ενός αμετανόητου μανιακού. Ένας άντρας ποταπής καταγωγής που δολοφόνησε τη μητέρα του, υπερασπίζεται τον εαυτό του εξηγώντας με υπερηφάνεια στο δικαστή πώς διέπραξε ένα ακόμα πιο αποτρόπαιο έγκλημα: τον εκ προμελέτης φόνο του θείου του. Το ακρωτηριασμένο αλλά ακόμα ζωντανό θύμα δέχεται το τελειωτικό χτύπημα μέσα σε ένα σφιχτοδεμένο τσουβάλι που κρέμεται από το κλαδί ενός δέντρου. Ο ασυνήθιστος δήμιός του είναι ένα ενθουσιώδες κριάρι, που χοροπηδάει ψηλά στον αέρα για να του δώσει τη χαριστική βολή:
«Στο ύψος των δώδεκα ή δεκαπέντε ποδιών, όπως τρυφερά ανακαλεί στη μνήμη του, έφτασε στο απόγειο του άλματός του μοιάζοντας να παραμένει για μια στιγμή ακίνητο· και τότε, γέρνοντας ξαφνικά προς τα εμπρός και κρατώντας τα μέλη του στην ίδια θέση, στράφηκε ολοένα και πιο κάθετα προς τα κάτω με αυξανόμενη ταχύτητα, πέρασε ξυστά από πάνω του με έναν κρότο σαν κανονιά και χτύπησε το θείο του σε ορθή σχεδόν γωνία στην κορυφή του κεφαλιού του! Τόσο τρομακτική ήταν η πρόσκρουση, που όχι μόνο έσπασε ο λαιμός του ανθρώπου αλλά και το σκοινί· και το σώμα του αποθανόντος, πέφτοντας στο έδαφος, συνετρίβη σε έναν πολτό κάτω από το απαίσιο κούτελο αυτού του μετεωρικού προβάτου!»
Προσέξτε την εικόνα του κανονιοβολισμού: Για τον Bierce, η βία είναι αναπόφευκτα μια μορφή μάχης. Η συγκεκριμένη ιστορία συγκαταλέγεται στις πιο προκλητικές του, αποτελεί όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα των παράδοξων μεθόδων που χρησιμοποιεί για να πολεμήσει τις αμερικανικές προσδοκίες σχετικά με την καλαισθησία, τη χρηστότητα, την ανιαρή πραγματικότητα και το ήθος της επιτυχίας.
Όσοι βρίσκουν το MyFavoriteMurder κάπως υπερβολικό θα πρέπει να ανατρέξουν στις πιο συνεπείς ασκήσεις του Bierce στο ψυχρό χιούμορ, όπου κατακερματίζει το αξιοθαύμαστο μετατρέποντάς το σε ανησυχητικά τετριμμένο με εκπληκτική και ξεκαρδιστική αυτοκυριαρχία. Το αγαπημένο μου όμως είναι το μεστό αριστούργημά του OneSummerNight, το οποίο περιλαμβάνει τις παρακάτω ευφυέστατες εισαγωγικές παραγράφους:
«Το γεγονός ότι ο HenryArmstrong ήταν θαμμένος δεν ήταν αρκετό στον ίδιο για να πειστεί πως ήταν νεκρός: ανέκαθεν υπήρξε δυσκολόπιστος. Όμως, το αδιάψευστο τεκμήριο των αισθήσεών του τον εξανάγκασε να παραδεχτεί ότι πράγματι ήταν θαμμένος. Η στάση του σώματός του –ξαπλωμένος ανάσκελα με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά του και δεμένα με κάτι που εύκολα είχε σπάσει, χωρίς αυτό να μεταβάλει προς το καλύτερο την κατάσταση–, ο αυστηρός περιορισμός της υπόστασής του στο σύνολό της, το μαύρο σκοτάδι και η βαθιά σιωπή, συνιστούσαν ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που ήταν αδύνατο να αμφισβητήσει, και το αποδέχτηκε χωρίς μεμψιμοιρίες.
Δεν ήταν κανένας φιλόσοφος – μονάχα ένα απλός, συνηθισμένος άνθρωπος, προικισμένος, για την ώρα, με παθολογική αδιαφορία: το όργανο, του οποίου φοβόταν τις συνέπειες, είχε ναρκωθεί. Επομένως, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ανησυχία γι’ αυτό το άμεσο μέλλον, αποκοιμήθηκε και όλα γαλήνεψαν για τον HenryArmstrong».
Για τον Poe, ο πρόωρος ενταφιασμός είναι μια εμμονή που γεννάει τον ψυχολογικό πανικό από τη στιγμή που ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα. Για τον Bierce, είναι μια χαλαρωτική εμπειρία, μια πρόσκληση να πάρεις έναν υπνάκο. Πώς ή γιατί ο HenryArmstrong καταλήγει σε ένα φέρετρο κάτω από το έδαφος; Ο Bierce δεν δίνει καμιά εξήγηση, απλώς σαρκάζει ειρωνικά το απειλητικό φάσμα της λήθης. Η «παθολογική αδιαφορία» του Henry μπροστά στην έσχατη πραγματικότητα παρωδεί το φόβο μας για το θάνατο αλλά και τον αμερικανικό πραγματισμό: ακόμα και δυο μέτρα κάτω από τη γη, μπορείς κάλλιστα να είσαι λογικός, να αντιμετωπίζεις κατά πρόσωπο τα πράγματα και να μην το κάνεις θέμα. Το καλύτερο είναι να σηματοδοτήσεις το χρόνο προτού έρθει το τέλος, να είσαι προετοιμασμένος.
Δεδομένου ότι ο Bierce αναπόφευκτα θεωρεί την ανθρωπότητα άθλια και δολοπλόκο, είναι εύκολο να κουραστεί κανείς, μετά από εκατοντάδες σελίδες, με τον προβλέψιμο ενστικτώδη κυνισμό του. Και όταν ο Bierce χάνει την αίσθηση του χιούμορ του, γίνεται πραγματικά αποπνικτικός. Ο τόμος του LibraryofAmerica περιέχει μερικά έργα όπου ο γκρινιάρης δεν μπαίνει καν στον κόπο να προσθέσει μια τονωτική δόση κωμικότητας στην απελπισία του, ιδιαίτερα στο σκοτεινό AshesoftheBeacon, ένα ταξίδι στο χρόνο όπου καταγράφει –με εκνευριστικά μακροσκελή και λεπτομερή τρόπο– τον εκφυλισμό της Αμερικής. Το έργο παίρνει τη μορφή ενός πομπώδους λόγου που εκφωνεί ένας ιστορικός, αναπολώντας την κατάρρευση της χώρας:
«Εδώ και αιώνες, οι πεσμένοι κίονες και οι διάσπαρτες πέτρες παρείχαν καταφύγιο σε έναν ολοένα μειούμενο αριθμό επίβουλων αναρχικών, τους οποίους διαδέχτηκαν ορδές ιθαγενών ντυμένων με δέρματα, που τρέφονταν με σπλάχνα ζώων και ωμή σάρκα – απομεινάρια της φυλής ενός εξαφανισμένου πολιτισμού».
Δεν υπάρχει τίποτε το αστείο εδώ. Ο H. G. Wells μετέφερε με περισσότερη τόλμη και πολυπλοκότητα το θέαμα της γενετικής παρακμής στη Μηχανή του Χρόνου. Είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τα πνευματικά όρια της σάτιρας του Bierce – η άλλη πλευρά της αστόχαστης αισιοδοξίας είναι η μηχανική απαισιοδοξία. Η εντυπωσιακή ευχέρεια στην παραγωγή ύβρεων, στη σύνθεση ύμνων στη μοιρολατρία, στο τέλος γίνεται αυτοσκοπός. Ο συγγραφέας γίνεται άκαμπτος σαν κάποιο μελανό μηχάνημα που ξερνάει ύβρεις, ζόφο και καταστροφή.
Όταν, όμως, ο Bierce εμποτίζει την αποδοκιμασία του με διαβολικό κέφι, τότε η κατάσταση αλλάζει. Όπως έγραψε για τον εαυτό του στην εφημερίδα Examiner το 1889, «τέχνη του ήταν η μομφή, θέμα του οι ανόητοι και τραγούδι του η σάτιρα». Ο σκανταλιάρικος λυρισμός του μοιάζει με αρχέγονο ξεκάρδισμα: Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα δυστυχισμένο στην αυταπάτη του, που πηδάει σαν ψάρι έξω από το νερό και πέφτει στο κενό ανάμεσα στα ναρκισσιστικά του όνειρα περί σπουδαιότητας και την αδιάφορη πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τους σύγχρονούς του MarkTwain και BretHarte, ο Bierce δεν ωραιοποιεί τις επικρίσεις του ώστε να καταπίνονται ευκολότερα οι δυσάρεστες αλήθειες. Μπορείς να λυπάσαι τους άξεστους χωριάτες στις ιστορίες του Bierce, αλλά σπανίως τους συμπαθείς. Υπάρχει μια δογματική ακεραιότητα στην υπεροψία του, η οποία εξηγεί γιατί κάποιοι λατρεύουν το έργο του, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι το περιφρονούν.
Οι θαυμαστές του Bierce ανακαλύπτουν σημάδια αφοσίωσης, φιλικότητας και ενθάρρυνσης στις επιστολές του συγγραφέα και υποστηρίζουν πως το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο κατά βάθος ήταν για λόγους προστασίας· ο Bierce πάλεψε να προασπίσει τα ιδεώδη της ανθρώπινης συμπεριφοράς από την πλάνη και τη βαρβαρότητα της αμερικανικής ζωής. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιεί ένας δημοσιογράφος/σατιρικός συγγραφέας για να διαφυλάξει τον ειλικρινή διάλογο και τις ηθικές αξίες, υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι του Bierce, είναι ξευτιλίζοντας βίαια την ψευτιά μέχρις ότου ηττηθεί ή οδηγηθεί στη λήθη.
Πράγματι, ο Bierce καταχαιρόταν να τιμωρεί με τους πιο ακραίους τρόπους τους ενόχους και να κατεδαφίζει με την υπερβολή των έργων του όσα εκείνος θεωρούσε πλαστά είδωλα της αμερικανικής αισιοδοξίας και υπεροχής. Το απογοητευτικό είναι πως αφήνει σε εμάς να βρούμε τα νέα είδωλα που θα τα αντικαταστήσουν.
Ο Bierce καλωσόρισε την εχθρότητα των θυμάτων του με το σκεπτικό ότι οι εξαπατημένοι πάντα απεχθάνονται εκείνους που τους καταδεικνύουν τη μωρία τους. Ο δημοσιογραφικός και λογοτεχνικός χλευασμός του ριζώνει στις απολαύσεις που προσφέρονται μέσα από την αποκαλυπτική οδύνη – φέρνοντας στο φως το παιχνίδι της απάτης που βρίσκεται στην καρδιά της ύπαρξης, ο συγγραφέας ανατρέπει τις προσδοκίες και τις πεποιθήσεις, κατεδαφίζει το προσωπείο της ανοχής στη διαφθορά και μας δίνει ένα γερό χαστούκι κατακέφαλα στην προσπάθειά του να μας διαφωτίσει. Ο τόμος του LibraryofAmerica αποδεικνύει πως οι μηδενιστικές και επιδεικτικές ιστορίες του Bierce εξακολουθούν να διατηρούν το μερίδιο που τους αναλογεί και στις μέρες μας.
Επιπλέον, η παρατεταμένη έκθεση στις ανατροπές και στους καυστικούς ελιγμούς του Bierce υποσκάπτει το στερεότυπο του συγγραφέα – κάτω από την αυτάρεσκη αύρα του μίσους, στα γραπτά του προβάλει το όραμα ενός βετεράνου πολεμιστή με μια εύθραυστη πίστη στη σωφροσύνη, ενός καλλιτέχνη που μαστιζόταν από τις πολυάριθμες μορφές της αμερικανικής τρέλας.
Ακόμα και το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει το θάνατο του συγγραφέα θα μπορούσε να εκληφθεί ως το επιστέγασμα ενός βίου αφιερωμένου στον εμπαιγμό. Σύμφωνα με το βιογράφο Morris, εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η πολυδιαφημισμένη απόφαση του Bierce να πάει στο Μεξικό για να καλύψει δημοσιογραφικά την επανάσταση του PanchoVilla («Να είσαι γκρίνγκο στο Μεξικό – Ω, αυτό θα πει ευθανασία!») δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα είδος μοιρολατρικής περφόρμανς, ένα τέχνασμα που επινοήθηκε ίσως για να συγκαλύψει το σχέδιο του συγγραφέα να αυτοκτονήσει σε ένα μέρος όπου ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να βρει το πτώμα του: στην Κοιλάδα του Θανάτου.
Μπορεί ο Bierce να σχεδίασε το θάνατό του ως την έσχατη αποτρόπαια φάρσα, οδηγώντας για μια τελευταία φορά τους εύπιστους βλάκες στην παραφροσύνη. CJR
* Ο Bill Marx κάνει κριτικές βιβλίων, θεατρικών έργων και έργων τέχνης σε διάφορα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά Μέσα των ΗΠΑ, συµπεριλαµβανοµένου του κρατικού ραδιοφωνικού σταθµού NPR. Είναι αρχισυντάκτης στο ηλεκτρονικό περιοδικό The Art Fuse και διδάσκει Κριτική της Τέχνης στο Πανεπιστήµιο της Βοστώνης.