του Λεωνίδα Βατικιώτη – Αποστολή στο Ντονμπάς
Ο Αντρέι είναι δημοσιογράφος και κατοικεί στη Μαριούπολη. Σχεδόν καθημερινά περιστοιχίζεται από πλήθος νέων δημοσιογράφων που συνεργάζονται μαζί του στα εξωτερικά γυρίσματα και στα μοντάζ, προσπαθώντας να χτίσουν τη νέα τηλεόραση της Μαριούπολης.
Η Μαριούπολη, στις 12 Νοεμβρίου που την επισκεφθήκαμε είχε τρία πρόσωπα:
Το ένα πρόσωπο ήταν αυτό του πολέμου. Κτίρια στο κέντρο της πόλης και τα περίχωρα που έφεραν επάνω τους το αποτύπωμα των μαχών: Σημάδια από σφαίρες και καπνούς, σπασμένα τζάμια, γκρεμισμένοι τοίχοι. «Τις μέρες του πολέμου οι άνθρωποι έμεναν επί εβδομάδες φυλακισμένοι στα υπόγεια, με τους Ουκρανούς στρατιώτες και τους Ναζί των Αζόφ να μην τους επιτρέπουν να απομακρυνθούν. Για μας, η στιγμή της απελευθέρωσης της πόλης ήρθε όταν μπήκαν οι Ρώσοι και η πρώτη τους δουλειά ήταν να απελευθερώσουν τους εγκλωβισμένους κατοίκους. Συχνά με κίνδυνο της ζωής τους. Οι Ρώσοι ποτέ δεν πυροβολούσαν μέσα από σπίτια. Επέλεγαν άδεια σπίτια και χαλάσματα για να προφυλαχθούν. Οι Ναζί, αντίθετα, ταμπουρώνονταν εκεί που είχε κόσμο, τον οποίο χρησιμοποιούσαν σαν ανθρώπινη ασπίδα», λέει ο συνομιλητής μας.
Τα δεινά του πολέμου ήταν η τελευταία και κορυφαία πράξη σε ένα δράμα που ξεκίνησε το 2014, μετά το πραξικόπημα του Μεϊντάν, όταν ανατράπηκε ο νόμιμα εκλεγμένος πρόεδρος της Ουκρανίας. Τότε, το 2014, ξεκίνησε και η οργανωμένη, μαζική εμφάνιση των Ναζί του τάγματος Αζόφ στην Μαριούπολη. Οι περιγραφές του Αντρέι είναι η καλύτερη απάντηση στην προσπάθεια πολλών να υποβαθμίσουν την δράση των Αζόφ, συγκρίνοντάς την για παράδειγμα με την Χρυσή Αυγή.
«Αμέσως έγιναν τα αφεντικά της πόλης. Πήγαν για παράδειγμα κι εγκαταστάθηκαν στο σχολείο Νο 48 το οποίο αυθαίρετα μετέτρεψαν σε βάση τους. Παρά τις αντιδράσεις των γονιών, κανείς δεν μπόρεσε να τους μετακινήσει. Το αποτέλεσμα ήταν τα παιδιά να αλλάξουν σχολείο. Εγκαταστάθηκαν επίσης στα καλύτερα ξενοδοχεία της Μαριούπολης, και πάλι χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Η κυβέρνηση το μόνο που έκανε ήταν να τους επευφημεί ως πατριώτες, στέλνοντας έτσι μήνυμα υποταγής στους Αζόφ σε όλη την πόλη της Μαριούπολης. Ποιός θα τολμούσε να αντιδράσει;»
Δύο περιστατικά είναι ενδεικτικά για το καθεστώς τρόμου που είχαν επιβάλει οι Ναζί του Τάγματος Αζόφ στην Μαριούπολη.
Το πρώτο σχετίζεται με την δολοφονία του δημοσιογράφου, Σεργκέι Ντολγκόβ, ο οποίος εξέδιδε 3 εφημερίδες. Η μία εξ αυτών είχε τον νοσταλγικό και χιουμοριστικό τίτλο «Θέλω να επιστρέψω στην Σοβιετική Ένωση». Τον Ντολγκόβ απήγαγαν ένστολοι που εισέβαλαν στο γραφείο του στις 21 Ιουνίου 2014 και τον έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο. Για την απαγωγή του εξέδωσε ανακοίνωση και η Διεθνής Αμνηστία. Έκτοτε η τύχη του αγνοούνταν. Η απάντηση που δόθηκε από την κυβέρνηση σε κοινοβουλευτική ερώτηση στην ουκρανική Βουλή ήταν ότι δεν …ξέρει. Ωστόσο, επτά μήνες αργότερα σε επερώτηση που κατατέθηκε η απάντηση ήταν πώς μόλις είχε βρεθεί το κεφάλι του εξαφανισμένου δημοσιογράφου, σε ένα δάσος! Πιθανά το σώμα του ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση από τα βασανιστήρια των Ναζί των Αζόφ που προτίμησαν να το εξαφανίσουν. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας φυσικά κάλυψε την ευθύνη των ταγμάτων θανάτου που λειτουργούσαν υπό τις εντολές της, επιβάλλοντας καθεστώς καθημερινού τρόμου στην Μαριούπολη.
Το δεύτερο περιστατικό που δείχνει την ευθύνη του μετά-Μεϊντάν Κιέβου για την δράση των ταγμάτων θανάτου των Αζόφ σχετίζεται με την δολοφονία του δημοσιογράφου Ντολγκόβ.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Μαριούπολη υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο, από την εποχή της ΕΣΣΔ, αεροδρόμιο. Παρότι λίγο καιρό πριν το Μεϊντάν βρέθηκαν επενδυτές να το λειτουργήσουν ξανά, η επένδυση δεν προχώρησε γιατί οι Αζόφ το χρησιμοποίησαν ως στρατιωτική τους βάση. Στο συνέχεια όμως το μετέτρεψαν σε φυλακές και κέντρο βασανιστηρίων, με την συνθηματική ονομασία «Βιβλιοθήκη». Κάθε κρατούμενος λεγόταν «βιβλίο». Σαν «την μεγαλύτερη ιδιωτική φυλακή που έχει ποτέ υπάρξει στην Ευρώπη» μας την περιέγραψαν οι κάτοικοι της Μαριούπολης. Για την ύπαρξή της κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει δημόσια μέχρι την απελευθέρωση της πόλης από την Ρωσία. Έκτοτε γίνεται μια τεράστια προσπάθεια να ανοίξουν «σφραγισμένα στόματα» και να καταγραφούν εμπειρίες. Κι όσα ακούγονται ανακατεύουν τα πιο γερά …στομάχια. Λέγεται για παράδειγμα πώς μόνο το 5% όσων πέρασαν τις πύλες της «Βιβλιοθήκης» βγήκαν ζωντανοί κι αυτοί δεν θέλουν να μιλήσουν… Άνθρωποι που ξέρουν λένε πώς όσα γίνονταν στην «Βιβλιοθήκη» του τάγματος Αζόφ συγκρίνονται αν δεν ξεπερνούν σε ωμότητα τις χειρότερες μέρες του «βρώμικου πολέμου» στην Αργεντινή και τα κατορθώματα των «ταγμάτων θανάτου» που εξόπλιζαν και χρηματοδοτούσαν οι Αμερικάνοι την δεκαετία του ’80 στην Κεντρική Αμερική για να πνίξουν τα αντάρτικα κινήματα στη Νικαράγουα, το Σαλβαδόρ, κ.α.
Στην περίπτωση της «Βιβλιοθήκης» ωστόσο την χρηματοδότηση την προσέφερε η Ευρωπαϊκή Ένωση που την ίδια εποχή υπέγραφε μαζί της συμφωνία σύνδεσης και δάνειζε την χούντα της Ουκρανίας για να μπορεί να πληρώνει πλουσιοπάροχα τους μισθοφόρους των Αζόφ.
Την δική της μαρτυρία για την εθνική σύνθεση των «πατριωτών» του τάγματος Αζόφ που είχαν αναλάβει να επιβάλλουν την εθνική ομοιομορφία στην Μαριούπολη και το Ντονμπάς, κατ’ εντολή της κυβέρνησης του Κιέβου μας έδωσε η Χάρισα Σιβολιάν Ανατόλεβνα, πρύτανης του Πανεπιστημίου της Μαριούπολης. Το Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης, μετά την απελευθέρωση της πόλης, πήρε το όνομα του Έλληνα ζωγράφου Αρχίπ Ιβάνοβιτς Κουίντζι (1841-1910). Την πρύτανη συναντήσαμε στο φεστιβάλ των ελληνικών κοινοτήτων στο χωριό Σαρτανά. Η πρύτανης μας περιέγραψε όσα βρήκαν οι άνθρωποι του Πανεπιστημίου μετά την φυγή του ναζιστικού τάγματος Αζόφ που είχε στρατοπεδεύσει στο πανεπιστήμιο την περίοδο του πολέμου: «Μετά την αποχώρησή τους μαζί με τα συντρίμμια και την καταστροφή πολύτιμου υλικού βρήκαμε κι ένα πλήθος από προσωπικά αντικείμενα τα οποία εγκατέλειψαν, όπως διαβατήρια Πολωνών, Αζέρων, Ουζμπέκων, Αράβων και πολλών ακόμη εθνοτήτων». Ήταν η αιχμή του δόρατος του ουκρανικού εθνικισμού!
Ποιοι κατέληγαν ως ένα ακόμη «βιβλίο» στην «Βιβλιοθήκη» των Αζόφ; «Κυρίως οι Ρώσοι, αλλά όχι μόνο», μας λένε οι συνομιλητές μας.
«Για να καταλάβετε το γενικευμένο καθεστώς τρόμου που επέβαλε το Κίεβο μέσω των Αζόφ πρέπει να έχετε κατά νου ότι στην Μαριούπολη κατοικούν επίσημα και αναγνωρισμένα περίπου δέκα εθνότητες: Έλληνες, Ρώσοι, Ουκρανοί, Πολωνοί, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Ιταλοί, κ.α. και μέχρι που ήρθαν οι Αζόφ ποτέ καμία εθνότητα δεν είχε διεκδικήσει την υποταγή των άλλων εθνοτήτων». Ο ίδιος μάλιστα συνομιλητής μας τονίζει ότι σε όλο το Ντονμπάς το εθνοτικό μωσαϊκό είναι ακόμη πιο πολύχρωμο και χαοτικό, λόγω των ορυχείων, καθώς έρχονταν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου από κάθε γωνιά της Σοβιετικής Ένωσης για να δουλέψουν. Υπολογίζεται ότι κατοικούν περίπου 130 εθνότητες…
Ρωσικά, η απαγορευμένη γλώσσα
«Το 2019 ψηφίστηκε νόμος στην Ουκρανία που απαγόρευε να μιλούνται δημόσια τα ρωσικά στο δημόσιο και το εμπόριο. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, γιατί η μόνη κοινή γλώσσα που μας συνέδεε ήταν τα ρωσικά, τα οποία μιλιούνταν από την ίδρυση της πόλης». Το πρόστιμο για όποιους συλλαμβάνονταν πρώτη φορά να μιλούν δημόσια ρωσικά ήταν 300 δολάρια και την δεύτερη φορά 1.000 δολάρια. Το πρόστιμο ήταν το λιγότερο, σύμφωνα με άλλον συνομιλητή. «Έκαψαν μαγαζί τροφίμων μέρα – μεσημέρι επειδή ο ιδιοκτήτης του δεν ήξετε και δεν μπορούσε ο άνθρωπος να μιλήσει ουκρανικά. Εκείνα τα χρόνια η πόλη είχε γεμίσει με αφίσες που έγραφαν στα ουκρανικά: “Μην μιλάτε ρωσικά, είναι η γλώσσα του εχθρού σας!”».
«Σήμερα ποια είναι η κατάσταση;», ρωτήσαμε. «Την θέση της απαγορευμένης γλώσσας έχει πάρει η Ουκρανική;». Το αρνήθηκαν όλοι οι συνομιλητές μας. «Ακόμη και στα σχολεία ρωτάνε οι δάσκαλοι τα παιδιά αν θέλουν να μάθουν ουκρανικά κι αν το επιλέξουν, παρακολουθούν τα σχετικά μαθήματα. Οι Ρώσοι δεν έχουν κανέναν λόγο να επιχειρήσουν να εξαφανίσουν άλλους πολιτισμούς ή γλώσσες γιατί ποτέ δεν κινδύνεψαν να χάσουν την ηγεμονία τους!». Ο Αντρέι μας λέει πώς «από το 1983 ο πεθερός μου έχει σύλλογο καταγραφής και διάδοσης της ουκρανικής μουσικής και ποτέ στο παρελθόν ούτε και τώρα του είπε κάποιος να σταματήσει. Συνεχίζει να κάνει ακόμη και σήμερα ό,τι έκανε».
Πρέπει να αναφερθεί ότι στη διάρκεια της παραμονής μας στην Μαριούπολη και το Ντονέτσκ ούτε μία φορά, μα ούτε μία φορά δεν είδαμε στους δρόμους των πόλεων στρατιώτες της Ρωσίας ή έστω της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ. Και πρέπει να αναφερθεί επειδή ειδικά στον ξένο Τύπο η συμπλήρωση κάθε αναφοράς στις δύο πόλεις από τον προσδιορισμό «κατεχόμενη από την Ρωσία» δίνει την εντύπωση των πόλεων που βρίσκονται υπό ξένη, εχθρική κατοχή. Στο Ντονέτσκ και την Μαριούπολη δεν χρειάζονται στρατιώτες για να επιβάλλουν το νέο καθεστώς. Στρατιώτες, και μάλιστα Ναζί Αζοφικούς, χρειαζόταν η Ουκρανία…
Το δεύτερο πρόσωπο της Μαριούπολης (και το οποίο σύντομα θα εξαφανιστεί) διαμορφώνουν 27.000 εργάτες που δουλεύουν νυχθημερόν επισκευάζοντας κατεστραμμένα κτίρια. Άνθρωποι με πορτοκαλί στολές, δεμένοι με ζώνες και φορώντας κράνη επάνω σε σκαλωσιές ή μέσα σε κτίρια δουλεύουν 24 ώρες 7 ημέρες την εβδομάδα με στόχο όσα κτίρια επλήγησαν να επισκευαστούν χωρίς η πόλη να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση.
Το τρίτο πρόσωπο της Μαριούπολης είναι το πιο αναπάντεχο: Υπερμοντέρνα και ολοκαίνουργια κτίρια στην λεωφόρο Λένιν, μέσω της οποίας εισέρχεσαι στην πόλη, είναι ήδη έτοιμα να υποδεχτούν τους κατοίκους τους που επιστρέφουν μαζικά στην πόλη – χωνευτήρι πολιτισμών όπου γεννήθηκαν. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες, χώροι στάθμευσης, υπαίθρια γυμναστήρια, κήποι, παιδικές χαρές, νηπιαγωγεία, και σχολεία…
Δίπλα από τις καινούργιες πολυκατοικίες που χτίζονται με ρυθμούς αστραπιαίους υπάρχει και το νοσοκομείο της πόλης που ήδη χτίστηκε και θεωρείται ένα από τα πιο σύγχρονα νοσοκομεία όλης της Ρωσίας. Για όσους έχουν γερή μνήμη (και χιούμορ) είναι το νοσοκομείο που είχε υποσχεθεί διά στόματος του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη ότι θα έχτιζε η ελληνική κυβέρνηση μετά το τέλος του πολέμου…
Τον χαρακτήρα της νέας Μαριούπολης υπενθυμίζουν οι δύο μεγάλες κι επιβλητικές επιγραφές που υπάρχουν στην είσοδο της πόλης με το όνομά της: η μία στα ρωσικά και η άλλη στα ελληνικά (η κεντρική φωτογραφία του άρθρου).
Ακόμη πιο επιβλητικό όμως είναι το (υπό κατασκευή) μνημείο που στήθηκε στην είσοδο του εργοστασίου Αζόφσταλ, αμέσως μετά την συντριβή των ναζί του Τάγματος Αζόφ που βρήκαν καταφύγιο στις εγκαταστάσεις και τις στοές του.