Της Νόρας Ράλλη*
«Αν ισχυριζόμουν ότι έγραψα το μικρό αυτό βιβλίο με την ψυχραιμία που θα επέβαλλαν σε έναν γνωστικό άνθρωπο αρκετές δεκαετίες δημόσιων παρεμβάσεων, δεν θα ήμουν ειλικρινής. Από το πρώτο Μνημόνιο, το 2010, κυρίως όμως από την έξαρση της βίας, την άνοιξη του 2011, έχω χάσει και εγώ βεβαιότητες μιας ολόκληρης ζωής και δεν μπορώ να εξηγήσω πώς, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, φτάσαμε ως το χείλος της αβύσσου.
Από την άλλη, η δυστυχία τριγύρω μας είναι τόσο διάχυτη και η φόρτιση τόσο μεγάλη, ώστε και να το θέλεις, δεν μπορείς πάντοτε να κρατήσεις το μυαλό σου καθαρό για μελέτη και νηφάλια ανάλυση. Σε προσωπικό επίπεδο, η κρίση άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον εαυτό μου ως νομικό που θέλει να λέει τη γνώμη του για τα κοινά. Κατάλαβα ότι δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδησή του ήσυχη. Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι οφείλω να υπερασπιστώ εξίσου τα “βασικά” της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου».
Το δίλημμα: Βουλή Αναθεωρητική ή Συντακτική;
Μ’ αυτό τον άμεσο τρόπο προλογίζειτο βιβλίο του, θίγοντας τις πλέον φλέγουσες πτυχές των αιτιών και των επιπτώσεων της κρίσης στα θεμέλια τουπολιτεύματος της χώρας μας. Ο συγγραφέας, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο Αθηνών, με ενεργό παρουσία τόσο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί ως καθ’ ύλην αρμόδιος προκειμένου να παρουσιάσει θέματα που άπτονται της ιστορίας του Συνταγματικού Δικαίου (κάτι που επιχείρησε στο σχετικά πρόσφατο βιβλίο του Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 – 2010, εκδόσεις Πόλις, 2011), όσο και να επιχειρήσει τον εντοπισμό προβληματικών, αναχρονιστικών ή εντέλει ξεπερασμένων από τη σύγχρονη πραγματικότητα συνταγματικών διατάξεων και να προτείνει ανάλογους τρόπους «θεραπείας». Φροντίζοντας εξαρχής να δώσει έναν προσωπικό τόνο, καταφέρνει να περιγράψει γλαφυρά τα αισθήματα έκπληξης, απογοήτευσης αλλά και αγωνίας για τη διολίσθηση της χώρας σε μια βαθιά οικονομική, πολιτική και οπωσδήποτε θεσμική και αξιακή κρίση. Δεν μένει όμως μόνο εκεί.
Χωρίζει το βιβλίο του σε τρία κεφάλαια και καταπιάνεται συνθετικά με την προβληματική του. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με το ζήτημα της αναγκαιότητας των μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει να υλοποιηθούν με ήπια πολιτικά μέσα και σε κάθε περίπτωση χωρίς τη χρήση βίας, διαδικασία την οποία απεύχεται από οποιοδήποτε τμήμα του πολιτικού φάσματος κι αν προέρχεται. Στη συνέχεια, έχοντας εντοπίσει την κατάχρηση λέξεων κι εννοιών που μαστίζουν τον πολιτικό, δημόσιο, αλλά και ιδιωτικό λόγο, επιχειρεί την αποκατάσταση όρων, όπως έθνος, κυριαρχία, πλειοψηφία, Σύνταγμα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο προβαίνει σε μια σύντομη εξέταση της υπαιτιότητας των θεσμών για την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης που εξελίσσεται από το 2008, μια εξέταση που γίνεται σε τρία επίπεδα: (α) σε διεθνές επίπεδο, υπό τους όρους της παγκοσμιοποίησης, όπου εντοπίζει τις
αδυναμίες του αμερικανικού συστήματος, που οδήγησαν στην εκδήλωση της κρίσης, (β) σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπό τους όρους της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπου ορθά εντοπίζει ότι δεν μπορεί να υπάρχει Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς ενότητα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, και τέλος, (γ) σε εθνικό επίπεδο, σε ό, τι αφορά τη χώρα μας και τη λειτουργία του Συντάγματος, το οποίο και «αθωώνει» ως αμέτοχο της κρίσης που βιώνουμε – εδώ ίσως και να υπάρξουν κάποιες ενστάσεις.
Στο τρίτο και μακροσκελέστερο κεφάλαιο ο συγγραφέας διατυπώνει ένα δεκάλογο μεταρρυθμιστικών προτάσεων για την ανάκαμψη. Ανάμεσα στα θέματα που συζητά είναι η ανακήρυξη της επόμενης βουλής ως Συντακτικής ή Αναθεωρητικής, η αλλαγή του πολιτεύματος σε ένα υβριδικό μόρφωμα, που θα αφαιρεί αρμοδιότητες από τον Πρωθυπουργό προς όφελος ενός άμεσα εκλεγμένου από το λαό Προέδρου της Δημοκρατίας, η ενεργοποίηση αμεσο-δημοκρατικών διαδικασιών στη λήψη αποφάσεων, η καθιέρωση της απλής αναλογικής, η ίδρυση και λειτουργία Γερουσίας ως ανασχετικού παράγοντα στην όποια κυβερνητική αυθαιρεσία, η τροποποίηση του Νόμου περί ευθύνης υπουργών και των διατάξεων της βουλευτικής ασυλίας.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος παρουσιάζει τα υπέρ και τα κατά κάθε θέματος, τάσσεται ανοικτά υπέρ των ήπιων, μάλλον ισχνών και αναιμικών μεταρρυθμίσεων του Συντάγματος, προτείνοντας ότι η επόμενη Βουλή θα πρέπει να είναι Αναθεωρητική του υπάρχοντος Συντάγματος και όχι Συντακτική, κάτι που θα έδινε το δικαίωμα για μια εκ βάθρων αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της χώρας. Πλειοδοτεί υπέρ ενός εκλογικού συστήματος ενισχυμένης αναλογικής, που διατηρεί το μπόνους βουλευτών για το πρώτο σε ψήφους κόμμα (που προτείνει να είναι 30 κι όχι 50 βουλευτές,όπως ισχύει σήμερα), ενώ τοποθετείται αναφανδόν αρνητικά στην υιοθέτηση αμεσο-δημοκρατικών διαδικασιών στη λήψη αποφάσεων, όπως και στην ανακλητότητα των βουλευτών.
*Η Νόρα Ράλλη είναι δημοσιογράφος, φυσικός και φοιτήτρια στο τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών.