Του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη*
Είναι γνωστή η αυτοαναφορικότητα του κόσμου των μέσων ενημέρωσης –με εκείνο το «μαζικής» δεν συμβιβάζεται εύκολα κανείς, πλην αν τη χρειάζεται ο ίδιος την μαζικοποίηση!–, ειδικά όταν από τις εξελίξεις ο κόσμος αυτός αισθάνεται/διαβλέπει/συνειδητοποιεί ότι διακυβεύεται ο ρόλος του. Στην κοινωνία, στο συνολικό σύστημα επικοινωνίας, στις δομές εξουσίας…
Διόλου παράξενο λοιπόν που η απόπειρα επαναρρύθμισης του κρατικού (θα επανέλθουμε σ’ αυτό) φορέα ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα του 2013 προκάλεσε ένα πυκνό σύννεφο από τοποθετήσεις. Οι οποίες, όσο ο καιρός περνούσε, τόσο λιγότερο φώτιζαν το πού θα πάει το πράγμα, τόσο περισσότερο ξεκαθάριζαν τις δυσλειτουργίες και τις στρεβλώσεις απ’ όπου ξεκίνησαν τα –επιμελώς χτισμένα, ad nauseam σχολιασμένα– αδιέξοδα της (ήδη) παλιάς καλής/κακής ΕΡΤ, που όλοι λατρέψαμε να καταγγέλλουμε.
Ας είναι. Από το «μαύρο» και τη σιγή που φιλοτέχνησε για τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες της ΕΡΤ η κυβερνητική απόφαση για ριζική δράση της 11ης προς 12η Ιουνίου, μέχρι τη φιλότιμη προσπάθεια της Οντίν Λιναρδάτου και του Γιάννη Τρουπή να παρουσιάσουν κάτι σαν ενημερωτική εκπομπή/«Πρωϊνή Ενημέρωση» της 21ης Αυγούστου (με πρώτο τους μερίδιο τηλεθέασης της τάξεως του 2,5% απέναντι σε «Ζουζούνια»/Alpha και «Tom & Jerry»/Star), δηλαδή από τις προθέσεις μέχρι το «προϊόν» με το οποίο πείσθηκε η ΕBU να διακόψει την αναμετάδοση του περίπου αυτοδιαχειριζόμενου προγράμματος, που όλον αυτόν τον καιρό επιχειρούσε να παράγεται στη (σταδιακά αποδυναμωμένη) κατάληψη της ΕΡΤ, μεσολάβησαν πολλά.
Η περιπέτεια της Δημόσιας Τηλεόρασης
Οι προθέσεις
Πολλά, που δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο αμφιβολίας ως προς τις προθέσεις: Το κόστος του γυμνάσματος «δημιουργία μιας νέας Δημόσιας Τηλεόρασης» στη θέση της σπάταλης, διαβλητής, κ.ο.κ., παλιάς ΕΡΤ, το υπολόγισαν και το ξαναμέτρησαν όλοι, κατά το δοκούν ο καθένας, πάντως σε εξοικονόμηση δεν δείχνει να οδηγεί, πλην κατά την άποψη των εξαρχής πεπεισμένων.
Ο περιορισμός, πάλι, του προσωπικού των 2500+ ατόμων που στελέχωνε την ΕΡΤ, μέσα από τις επάλληλες στρώσεις 2μηνων (ή: 2μηνων+2μηνων) συμβάσεων στη μεταβατική φάση ΝΕΡΙΤ, με τις μοριοδοτήσεις (και επαναμοριοδοτήσεις, όταν ξεσηκώθηκε αχός με το πρώτο δείγμα γραφής), και που προβλήθηκε ως αναγκαστική κίνηση κατ’ επιταγή της Τρόικας, δεν πείθει ούτε όσους αρχικά είχαν εντάξει αυτή την προσέγγιση στη στάθμιση των πραγμάτων. Πόσοι θα καταλήξουν να έχουν «εξοικονομηθεί»;
Μένει ασφαλώς μια άλλου τύπου πρόθεση: ιδιοκτησιακού τύπου, θα λέγαμε! Η λαϊκή θυμοσοφία το περιγράφει αυτό, «δική μας είναι η γιαγιά, ό,τι θέλουμε την κάνουμε». Κρατική ήταν η ΕΡΤ, κρατική θα ’ναι η ΝΕΡΙΤ. Πιο κοινωνιολογικά θα το θεωρούσε κανείς μια μορφή επαναφοράς κοινωνικού ελέγχου σ’ ένα μέρος του δημόσιου χώρου που εμφάνιζε φαινόμενα (θεωρούμενα από τους διατηρούντες την επίσημη εξουσία ως) ανομίας. Η Κυβέρνηση αισθάνθηκε ότι της είχε ξεφύγει «το δικό της μέσο»: δεν το άντεξε.
Εδώ ακριβώς τέθηκε σε δοκιμασία όλη η συζήτηση περί κρατικής τηλεόρασης ή δημόσιας τηλεόρασης ή κομματικά ελεγχόμενης (με ιμάντα μεταβίβασης τον συνδικαλισμό ή τα εκάστοτε υπουργικά γραφεία) ή παρεοκρατικής (εδώ ιμάντες μεταβίβασης δεν χρειάζονται…) ΕΡΤ. Και «φυσικά» απομένει η ευθεία πολιτική πρόθεση. Η πρόθεση πολιτικής επιβολής – που αυτή δεν χρειάζεται ολωσδιόλου συστάσεις…
Ο (μη) σχεδιασμός
Όπως κι αν δει και αν σταθμίσει κανείς το πράγμα, οι προθέσεις στο ξεκίνημα δεν βράδυνε να καταφανεί ότι δεν κουβαλούσαν μαζί τους κάτι –οτιδήποτε!– που να θύμιζε σχεδιασμό. Οι νομικές ακροβασίες για το στήσιμο της «νέας ΕΡΤ»/ΔΤ, το θεσμικό χτίσιμο της ΝΕΡΙΤ, η αναζήτηση μεταβατικής φάσης, το novum της δημιουργίας υφυπουργείου Δημόσιας Τηλεόρασης και του στησίματος της ΝΕΡΙΤ (και) από τον εκκαθαριστή (όχι εν λειτουργία, αφού θεμέλιο του όλου χειρισμού ήταν η ex lege κατάλυση του νομικού προσώπου της ΕΡΤ), όλα αυτά απαίτησαν την συμπυκνωμένη νομική σοφία του ΣτΕ προκειμένου να σταθούν όρθια. Κάπως όρθια.
Όσοι από μας προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε –όχι να δικαιολογήσουμε ή να καταδικάσουμε: απλώς να εξηγήσουμε– τα σχήματα και τη λειτουργία τους σε απορημένους ξένους ανταποκριτές στην Αθήνα ή σε απευθείας ερωτώντες των διεθνών media, ή ακόμη στη νομενκλατούρα Βρυξελλών/Στρασβούργου (που «όφειλε» να δείξει ευαισθησία, και για κάποιες εβδομάδες το έπραξε, κυρίως υπό το σοκ του «μαύρου») ζήσαμε στιγμές εξαιρετικής αμηχανίας.
Πολύ περισσότερο πάντως η έλλειψη σχεδιασμού φάνηκε εκεί που πραγματικά το πράγμα πληγώνει. Βλέπετε το «να κάνεις τηλεόραση» είναι μια δουλειά πολύπλοκη, εξόχως τεχνική. Που, όταν τη συνηθίσει ένα σύστημα, μπορεί να φαίνεται σχεδόν αυτόματη (άλλο αν βγάζει τηλεθεάσεις, άλλο αν βγάζει «κύρος» ή «ποιότητα» – ό,τι κι αν είναι αυτά), όμως όταν την ξεκινάς με βάση συντρίμμια, είναι ανηφορική υπόθεση. Πολύ! Όταν τη σκέφτεται ένα πολιτικό γραφείο, μπορεί να φαντάζει περίπου σαν φοιτητική εκδρομή οργανωμένη από φοιτητική νεολαία, πλην όμως στην πράξη έχει δουλίτσα. Πολλή!
Όταν λοιπόν σχεδιασμός για τη μετάβαση από τις προθέσεις στο «προϊόν» δεν υπάρχει –και σχεδιασμός τεχνικός δεν υπήρξε, υπερχειλής πολιτική βούληση υπήρξε μόνον– υποσκάπτεται το ίδιο το εγχείρημα. (Θα λέγαμε μάλιστα ότι για την έκταση του μη-σχεδιασμού όπως αποκαλύφθηκε καθ’ οδόν, οι πατέντες που στήθηκαν για να προχωρήσει το πράγμα δεν ήταν και λίγες. Τσαλακώθηκαν άνθρωποι βέβαια. Διακωμωδήθηκαν αρχές –σ’ αυτό θα επανέλθουμε ευθύς αμέσως–, όμως «το δαιμόνιον του Έλληνος» δούλεψε. Από τη στρατολόγηση ιδιωτικού στούντιο μέχρι την αξιοποίηση της παλιάς ΥΕΝΕΔ, ή την παρ’ ολίγον προσφυγή στις σεβάσμιες εγκαταστάσεις της Μουρούζη ή στην ανάθεση ρόλου στο… υπουργείο Οικονομικών, η λογική της πατέντας έλαμψε!)
Οι αρχές
Όπως εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, σε μια τέτοια ιστορία που έτρεξε υπό τέτοιες συνθήκες, η επίκληση αρχών (και «αρχών») λειτούργησε εξαρχής ως ψωμοτύρι. Αρχή της οικονομίας πόρων, της διαφάνειας, της αποκομματικοποίησης από τη μια πλευρά – στο ξεκίνημα. Αρχή της ελευθερίας του λόγου και δικαίωμα στην ενημέρωση, αρχή της συνέχειας της δημόσιας τηλεόρασης, των δικαιωμάτων των εργαζόμενων από την άλλη πλευρά – μετά το «μαύρο».
Όσο το πράγμα προχωρούσε, τόσο οι αρχές ξέφτιζαν. Δείτε: η ρητορική προσφυγή στο καημένο το νομοσχέδιο Μόσιαλου ή στις προτάσεις Αλιβιζάτου, όταν και όπως έγινε (κι από τις δυο πλευρές, η καθεμιά με τη λογική της βέβαια…), πήγε να ξυπνήσει τις όποιες αρχές είχαν προσπαθήσει να ενσωματώσουν τα εγχειρήματα εκείνα φορές φορές απλοϊκά, όπως, π.χ., ήδη το σεπτόν Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασής «μας» αποτέλεσε κωμικοτραγική μεταφορά στα καθ’ ημάς του Conseil Superieur de l’ Audiovisuel…
Όμως η επίκληση αρχών εκ του πονηρού χαλάει την ουσία τους, τις καθιστά «αρχές»: άντε να πείσεις και να πεισθείς για την απουσία πολιτικού/κυβερνητικού/κομματικού (ή διακομματικού, ή κομματοκρατούμενου συνδικαλιστικού) ελέγχου στη διαδικασία διαμόρφωσης της ΝΕΡΙΤ, άντε να στηριχθείς στη σοβαρότητα της μοριοδότησης για την επιλογή προσωπικού, και μάλιστα δημοσιογράφων, και μάλιστα στελεχών (!) στη μεταβατική/ενδιάμεση φάση, ύστερα στην οριστική…
Το (αμφίβολο) «προϊόν»
Και με τα τούτα και με τα κείνα φθάσαμε λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο στην παραγωγή τηλεοπτικού προϊόντος. Το σεμνό μπλεδάκι και το πρασινάκι (με το πράσινο από πάνω, οι λεπτομέρειες μετρούν σ’ αυτά!) που πλαισίωσαν τη (νέα) παρουσία της ΔΤ στις οθόνες, ίσως να καταγραφεί τελικώς ως το καλύτερο που παρήγαγε η Κυβέρνηση μετά την απόφασή της για μαύρο στις τηλεοπτικές οθόνες! Διέθετε αυτός ο χρωματικός κώδικας όλη τη λεπτότητα της ομολογημένης ταυτότητας του εγχειρήματος, ως (α) δικομματικού, (β) αχνού/χλωμού, (γ) με το-πάνω-χέρι-στο-ΠΑΣΟΚ.
Από κει και πέρα η φιλότιμη προσπάθεια των Λιναρδάτου/Τρουπή να «βγάλουν» αυγουστιάτικα συζήτηση σε πάνελ με θέματα επικαιρότητας, μας πάει πίσω πίσω σε ημέρες όπου η κρατική τηλεόραση (να πούμε δεκαετίας του ’80;) πάσχιζε να σταματήσει να είναι μόνο συρραφή Δελτίων Τύπου (ΔΤ= κοιτάξτε σύμπτωση αρχικών!) της επίσημης/κρατικής άποψης. Η κάμερα εντυπωσιακά ασταθής, το καδράρισμα συνεχώς να αλλάζει. Το στήσιμο στο σκηνικό άβολο.
Οι διστακτικοί πρώτοι προσκεκλημένοι, μαγκωμένοι. Τα ρεπορτάζ δρόμου για «θέματα επικαιρότητας» παρομοίως. Μόνον όταν τα θέματα ξέφυγαν προς τα διεθνή – καλά να ’ναι η χρήση χημικών στη Συρία, ο εκτροχιασμός διαδηλώσεων στην Αίγυπτο!–, που κάπως παραπάνω τα κατέχει η Οντίν Λιναρδάτου, το πράγμα άρχιζε να θυμίζει την κρατική/παρεϊκή τηλεόραση των τελευταίων χρόνων, που όλοι μεν λατρεύαμε να κατηγορούμε, πλην όμως είχε καταφέρει –δηλαδή: οι συντελεστές της, οι άνθρωποί της είχαν καταφέρει– να κάνει «κάποια συζήτηση», να βγάζει κάποιες αντιθέσεις, να έχει κάποιες αιχμές.
Κακώς ξεκινήσαμε αυτό το σημείωμα αναφέροντας τα πρώτα στοιχεία τηλεθέασης: όντως μια Δημόσια Τηλεόραση δεν κρίνεται, δεν πρέπει να κρίνεται, δεν νοείται να κρίνεται απ’ εκεί. Όμως όταν όλη σου η διαδικασία δείχνει να στρέφεται σε παραγωγή «προϊόντος», ως προϊόν κρίνεσαι.
*Ο Αντώνης Δ. Παπαγιαννίδης υπήρξε υπό διάφορες έννοιες δηµοσιογράφος. Είναι δικηγόρος.
Υποσημείωση:
Στο σημείωμα αυτό συνειδητά αποφύγαμε την αναφορά σε ονόματα των συντελεστών αυτής της πορείας. Όλοι έχουμε ονόματα, όμως qua personalia, olent. Μόνον τους δυο ηρωικούς –στα μέτρα των ημερών– συντελεστές της πρώτης ενημερωτικής παρουσίας της ΔΤ θεωρήσαμε αναγκαίο να μνημονεύσουμε ονομαστικά.
Όχι, δε, οι Μόσιαλος-Αλιβιζάτος δεν μνημονεύονται ως ονόματα. Ως θεσμοί της παράξενης εποχής μας αναφέρθηκαν εδώ.