Του Χρύσανθος Χρυσάνθου *
Το αιφνίδιο, δραματικό και αφόρητα προκλητικό λουκέτο που έβαλε η ελληνική κυβέρνηση στην κρατική ραδιοτηλεόραση, την Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση (ΕΡΤ) στις 11 Ιουνίου 2013, προκάλεσε ανάλογους συνειρμούς και για το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ).
Η εξέλιξη αυτή έριξε μαύρη σκιά και στον φορέα της κρατικής ραδιοτηλεόρασης στην Κύπρο, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων που επιβάλλει η Τρόικα. Όλοι οι φορείς, σε όλο το φάσμα του κοινωνικού κράτους στην Κύπρο και όχι μόνο, δέχτηκαν καταστροφικά πλήγματα. Αποψιλώθηκαν, υπονομεύτηκαν, αποδιοργανώθηκαν, απορρυθμίστηκαν, ορισμένοι διαλύθηκαν.
Η κρατική ραδιοτηλεόραση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιείται κατά κόρον ο όρος «δημόσια» ραδιοτηλεόραση, ιδιαίτερα στις διαμαρτυρίες για τη διάλυση της ΕΡΤ. Αυτό μάλλον είναι το ποθούμενο, το ζητούμενο. Ωστόσο δεν εκφράζει το καθεστώς λειτουργίας ούτε της ΕΡΤ ούτε του ΡΙΚ, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια.
Πόσο ελεύθερη είναι η κρατική ραδιοτηλεόραση;
Τα τεκταινόμενα παραπέμπουν σε μνημόσυνο ενός οράματος: του οράματος της «ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης», που δεν συνταυτίζεται με την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση, αλλά ούτε και με την κρατική βέβαια. Ποιος δεν θυμάται τι γινόταν πριν περίπου 25 χρόνια; Πόσες τυμπανοκρουσίες, πόσοι διθύραμβοι είχαν ακουστεί για την «απελευθέρωση» του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου, για το τέλος του κρατικού μονοπωλίου στα ερτζιανά, που εκπροσωπούσε το ΡΙΚ…
Καθολική ήταν η απαξίωση του ΡΙΚ, λόγω των κομματικών και πολιτικών παρεμβάσεων, λόγω της μετατροπής του σε υποκατάστημα της εκάστοτε κυβέρνησης. Τα δελτία ειδήσεών του άρχιζαν σχεδόν πάντοτε με τη φράση «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας…» Ήταν αρκετό ένα τηλεφώνημα από υπουργικά γραφεία, για να κοπούν εκπομπές και προγράμματα που βρίσκονταν στον αέρα. Κουβαλούσε βαρίδια της Ιστορίας του το ΡΙΚ. Ήταν διάδοχος της Κυπριακής Ραδιοφωνικής Υπηρεσίας (ΚΡΥ), την οποία είχαν ιδρύσει οι Βρετανοί αποικιοκράτες, λειτουργώντας ραδιοφωνικό σταθμό από το 1953 και αρχίζοντας τηλεοπτικές εκπομπές από το 1957. Για σκοπούς προπαγάνδας τα έκαναν αυτά.
Με τη γένεση του ανεξάρτητου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, προτιμήθηκε το κρατικό μοντέλο ραδιοτηλεόρασης. Αυτό εξάλλου συνέβη στα πλείστα νεοσύστατα κράτη που είχαν ιδρυθεί με την κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος. Στόχος ήταν η ενίσχυση της κρατικής οντότητας. Οι έκρυθμες καταστάσεις, οι ανώμαλες συνθήκες και τα συνεπαγόμενα δημοκρατικά ελλείμματα στις πρώτες τρεις δεκαετίες της Κυπριακής Δημοκρατίας επηρέαζαν και το ΡΙΚ. Για την αποτροπή των έξωθεν παρεμβάσεων στο ΡΙΚ από την κυβέρνηση, η Βουλή θεσμοθέτησε κανονισμούς και κώδικες, με τους οποίους καθόριζε ακόμη και το τι είναι είδηση. Έτσι το ΡΙΚ βρισκόταν ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας.
Με την έναρξη των διαδικασιών για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση), τέθηκε το ζήτημα της κατάργησης του κρατικού μονοπωλίου και της «απελευθέρωσης» του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου. Στόχος, υποτίθεται, ήταν να έχουν οι πολίτες-τηλεθεατές τη δυνατότητα για πολλαπλές επιλογές, ώστε να καθιερωθούν ο πλουραλισμός και η πολυφωνία, βασικά στοιχεία της δημοκρατίας. Η εξέλιξη και η σημερινή κατάσταση των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ) όμως διέψευσε την αρχική ευφορία που προκάλεσε η λειτουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Τότε ήταν που υιοθετήθηκε και από την Κυπριακή Δημοκρατία η ευρωπαϊκή Οδηγία «Για την Τηλεόραση χωρίς σύνορα» του 1989, ενόψει της αίτησης για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όλοι τώρα συμμερίζονται τον προβληματισμό για τις παρενέργειες και τις αγκυλώσεις που παρατηρούνται στην ιδιωτική ραδιοτηλεόραση. Έχουν αποκτήσει υπερβολικά μεγάλη δύναμη, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική τα ιδιωτικά ΜΜΕ. Είναι όχι τέταρτη εξουσία, αλλά πλέον καθίστανται πρώτη και κυρίαρχη. Παρουσιάζονται φαινόμενα «μπερλουσκονισμού», με τη συγκέντρωση ΜΜΕ στα χέρια ορισμένων ιδιωτών.
Επικρίνεται η «μικροφωνολαγνία» των πολιτικών. Κατακεραυνώνονται οι σχέσεις εξάρτησης των πολιτικών από τις τηλεοπτικές κάμερες και τη δημόσια προβολή. Γίνεται λόγος για διαπλεκόμενα συμφέροντα, για εμπορευματοποίηση της ενημέρωσης, για χειραγώγηση των πολιτών και της κοινής γνώμης, για σύγχυση που προκαλεί η υπερπληροφόρηση, για τηλεσκουπίδια που προσφέρονται αφειδώλευτα στον κόσμο.
Το ΡΙΚ, από την άλλη, βάλλεται πανταχόθεν. Επικρίνεται ότι αποτελεί δυσβάσταχτο και αχρείαστο βάρος για τον φορολογούμενο και για τον κρατικό προϋπολογισμό. Του καταλογίζουν ότι δεν εκπληρώνει την αποστολή του για ενημέρωση και ψυχαγωγία του πολίτη, ενώ παραγνωρίζονται τα θετικά της κοινωνικής και πολιτιστικής προσφοράς του. Καταγγέλλεται από την αντιπολίτευση ότι μετατρέπεται σε όργανο προπαγάνδας, φερέφωνο της εκάστοτε κυβέρνησης.
Εναλλάσσονται τα κόμματα στην κυβέρνηση, αλλά οι καταγγελίες κατά του ΡΙΚ παραμένουν ίδιες. Κατηγορείται επίσης το ΡΙΚ ότι συντελεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό προς τα ιδιωτικά ΜΜΕ. «Απομυζά» πόρους από το κράτος, αλλά συγκεντρώνει και διαφήμιση, με αποτέλεσμα να στερεί από τα ιδιωτικά ΜΜΕ «αναγκαία έσοδα». Μέσω των προϋπολογισμών του δένεται χειροπόδαρα το ΡΙΚ, αφού όλοι οι φορείς εξουσίας, αλλά και το κοινό θέλουν να του επιβάλουν τις δικές τους επιθυμίες στο ραδιοτηλεοπτικό περιεχόμενο. Την ίδια ώρα όμως μαστιγώνουν το ΡΙΚ για να τρέξει στον ανταγωνισμό με τα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Εξακολουθεί δηλαδή το ΡΙΚ να βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, αλλά και του απαιτητικού κοινού. Το διοικητικό συμβούλιο του ΡΙΚ (που λειτουργεί με το καθεστώς ημικρατικού οργανισμού) διορίζεται από την κυβέρνηση, ενώ η Βουλή των Αντιπροσώπων επιβάλλει ασφυκτικούς πατερναλιστικούς περιορισμούς μέσω της διαδικασίας για έγκριση των προϋπολογισμών του.
Πολλοί διατυπώνουν τον προβληματισμό τους με ειλικρινή διάθεση, άλλοι όμως αποποιούνται των ευθυνών τους και άλλοι απλώς ρίχνουν στάχτη στα μάτια, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των ιδιωτικών ΜΜΕ. Η ουσία έγκειται στο ερώτημα: Κατά πόσο το ΡΙΚ θα έχει την τύχη της ΕΡΤ; Κατά πόσο πρέπει και μπορεί να αποφύγει το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»;
Είναι προφανές ότι το μοντέλο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, όπως έχει εκφυλιστεί, δεν είναι πλέον βιώσιμο μέσα στις συνθήκες των νεοφιλελεύθερων επιλογών της Τρόικας. Έχει τεθεί η Τρόικα υπεράνω των δημοκρατικών θεσμών στην ΕΕ (όπως το Ευρωκοινοβούλιο), αλλά και στα κράτη-μέλη. Όπως δείχνει το παράδειγμα της ΕΡΤ, η Τρόικα επιδιώκει να επιβάλει τη διάλυση των φορέων της κρατικής ραδιοτηλεόρασης. Στη θέση τους θέλει άλλους φορείς, ανέξοδους, αδύναμους και πλήρως ελεγχόμενους, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο δράσης για τα κερδοσκοπικά ιδιωτικά ΜΜΕ. Πρόκειται βέβαια για τερατογένεση.
Θα έρθει και η σειρά του ΡΙΚ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις. Στον αντίποδα των επιδιώξεων της Τρόικας, παρά τις τεράστιες και ίσως ανυπέρβλητες δυσκολίες, μπορεί να αντιταχθεί ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας ΜΜΕ. Λόγος γίνεται για το μοντέλο της πραγματικά δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, η οποία πόρρω απέχει από την κρατική ραδιοτηλεόραση. Δημόσια ραδιοτηλεόραση σημαίνει την απεξάρτηση από τις κρατικές δομές, την απόκρουση των έξωθεν παρεμβάσεων, τη διασφάλιση της ελευθερίας λόγου, τη συμμετοχή των πολιτών.
Τα ΜΜΕ, ιδιωτικά και κρατικά, όπως το είχε θέσει ο Jean Baudrillard στο Ρεκβιέμ για τα ΜΜΕ, στην πραγματικότητα είναι Μέσα Μη Επικοινωνίας, γιατί λειτουργούν μονόδρομα, ενώ η επικοινωνία είναι αμφίδρομη διαδικασία. Γι’ αυτό απαιτείται η εναλλαγή ρόλων μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Σύμφωνα με τον Baudrillard, η μόνη λύση είναι η αποδόμηση των ΜΜΕ και η αναδόμησή τους, ώστε να αποκατασταθεί η ουσία της επικοινωνίας.
Το ζητούμενο, όπως από καιρό το διατύπωσε και ο Raymond Williams, είναι το δημοκρατικό μοντέλο λειτουργίας των ΜΜΕ, το οποίο στην αυθεντική του μορφή παραμένει στον ιδεατό χώρο ως κοινωνικό αίτημα και ως φιλοσοφικό δημιούργημα. Ακροβατεί μεταξύ πατερναλισμού και φιλελευθερισμού. Τα MME που λειτουργούν ως κρατικοί οργανισμοί υπόκεινται σε έξωθεν έλεγχο. Τα ιδιωτικά ΜΜΕ διολισθαίνουν προς την ασυδοσία και την ιδιοτέλεια. Πεμπτουσία του δημοκρατικού μοντέλου, όπως αναφέρει ο Raymond Williams, είναι η συμμετοχή και η ελευθερία τόσο στη μετάδοση όσο και στη λήψη επικοινωνιακών μηνυμάτων.
Η προοπτική του δημοκρατικού μοντέλου λειτουργίας των ΜΜΕ, της πραγματικά δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, όσο κι αν φαντάζει απομακρυσμένη ή ακόμα και ουτοπική, είναι ενθαρρυντική. Δίνει λύση στο αδιέξοδο, αφοπλιστικό δίλημμα: ασύδοτα κερδοσκοπικά ιδιωτικά ΜΜΕ ή κρατικά ελεγχόμενα ΜΜΕ; Αναπτερώνει τις ελπίδες, ενόψει του ζοφερού μέλλοντος, όπως προδιαγράφεται για το ΡΙΚ, ύστερα από το κλείσιμο της ΕΡΤ. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την αντίσταση και την απαλλαγή από τη δικτατορική κηδεμόνευση της Τρόικας.
* Ο Δρ Χρύσανθος Χρυσάνθου εργάζεται ως δηµοσιογράφος στην εφηµερίδα Ο Φιλελεύθερος και διδάσκει ως µέλος Σ.Ε.Π. στο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Σπουδών «Επικοινωνία και Δηµοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστηµίου Κύπρου.
Βιβλιογραφία
1 Βλ. Χρυσάνθου, Χρ. (2008) ΜΜΕ: Μάρτυρες και πρωταγωνιστές, Εκδόσεις Αρμίδα, Λευκωσία.
2 Βλ. McQuail, D. (2000) «Tα μέσα επικοινωνίας και το δημόσιο συμφέρον: Mορφές υπευθυνότητας στην ανοικτή κοινωνία», στο Παπαθανασόπουλος, Σ. (επιμ.) (2000) Eπικοινωνία και Kοινωνία: Aπό τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, Eκδόσεις Kαστανιώτη, Aθήνα, σελ. 117-135.
3 Βλ. Baudrillard, J. (1981) «Requiem for the Media», in Baudrillard, J. (1981) For the critique of the Political Economy of the sign, Telos Press, Saint Louis, pp. 164-184.
4 Βλ. Williams, R. (1976) Communications, Penguin Books, London.