του Βάιου Παπανάγνου*
Το debate των πολιτικών αρχηγών παρήγαγε λίγες συζητήσεις σχετικά με όσα οι πολιτικοί είπαν, λιγότερες για όσα δεν ερωτήθηκαν, και δυσανάλογα περισσότερες για το ίδιο το γεγονός. Ήταν εξαιρετικά αυτοαναφορικός ο τρόπος με τον οποίο ο Τύπος κάλυψε το debate – το αντιμετώπισε ως σκηνή παράστασης δημοσιογραφικού επαγγελματισμού. Δεν εννοώ ότι οι δημοσιογράφοι προσποιήθηκαν ένα επαγγελματικό ήθος που τους είναι ανοίκειο. Με τον όρο παράσταση αναφέρομαι στην κατανόηση του debate ως σκηνοθετημένο δημόσιο θέαμα στο οποίο οι δημοσιογράφοι κλήθηκαν να επιτελέσουν τους ρόλους τους για συγκεκριμένους λόγους και με συγκεκριμένους στόχους. Επομένως, αυτό που με απασχολεί είναι ποιοι είναι αυτοί οι ρόλοι και τι σημαίνουν τελικά για την ελληνική θεσμική δημοσιογραφία ιδιαίτερα στο πλαίσιο της κριτικής που δέχεται η Ελλάδα για την ελευθερία του Τύπου.
Η επαγγελματική παράσταση των δημοσιογράφων στο debate είχε τρεις πράξεις. Η πρώτη ξεκίνησε αρκετές μέρες πριν την εκπομπή στο στούντιο της ΕΡΤ με την διαμαρτυρία, κυρίως των τηλεοπτικών δημοσιογράφων, για το περιοριστικό φόρματ που επέβαλαν τα κόμματα στη διαδικασία των ερωταπαντήσεων. Στο βάθος της διαμαρτυρίας είναι ουσιαστικά οι σχέσεις πολιτικών και δημοσιογράφων και οι συνεχείς διαπραγματεύσεις των διαχωριστικών ορίων της ελληνικής δημοσιογραφίας. Η διαμαρτυρία των δημοσιογράφων είναι από μόνη της επιτελεστική πράξη επαγγελματισμού. Εμπεριέχει την ξεκάθαρη διακήρυξη στην αξία της αυτονομίας της δημοσιογραφίας ως επάγγελμα με τους δικούς του όρους και κανόνες.
Δεν ήταν όμως τελικά μια πειστική διαμαρτυρία και δεν ήταν μια αποτελεσματική στρατηγική διαπραγμάτευσης. Δεν είναι πειστική, γιατί όπως είπαν και πολλοί άλλοι, υπήρχε και η επιλογή της αποχής. Και δεν ήταν αποτελεσματική γιατί ήταν μια καταγγελία που διατυπώθηκε αυτο-ακυρωτικά. Αν η πράξη επαγγελματισμού είναι να παραπονεθείς επειδή δεν μπορείς να επιβάλεις τα επαγγελματικά σου όρια, τότε εκ των πραγμάτων δεν είσαι ακριβώς επαγγελματίας.
Η δεύτερη πράξη της επαγγελματικής παράστασης ήταν το ίδιο το debate, η διαδικασία των ερωταπαντήσεων στους πολιτικούς αρχηγούς. Οι δημοσιογράφοι φάνηκαν προετοιμασμένοι. Οι περισσότεροι είχαν προσεγμένες ερωτήσεις πάνω σε σημαντικά θέματα που μας απασχολούν και τις διατύπωσαν στεκόμενοι κριτικά απέναντι στους αρχηγούς. Ο ρόλος που επιδίωξαν να παίξουν επομένως ήταν ο πλέον πολιτικός, αυτός του επαγγελματία κριτή της εξουσίας και το έκαναν στηριζόμενοι στις παραδοσιακές αξίες της επαγγελματικής δημοσιογραφίας, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία. Όπως είδαμε, δημοσιογράφοι με προοδευτικό προφίλ απηύθυναν αιχμηρές ερωτήσεις στους αριστερούς αρχηγούς, δημοσιογράφοι με συντηρητικό προφίλ έκαναν το ίδιο για τους δεξιούς.
Οι αμερόληπτες ερωτήσεις σε καμία περίπτωση όμως δεν φάνηκε να προβληματίζουν τους αρχηγούς. Κάποια ερωτήματα τους έδωσαν κατευθείαν την ευκαιρία να αναδείξουν τα πλεονεκτήματά τους, και ακόμα και στις πιο επιθετικές διατυπώσεις οι πολιτικοί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ανέπτυξαν δουλεμένα επιχειρήματα με τα γνωστά τους μηνύματα. Οι δημοσιογράφοι αρκέστηκαν τελικά στο ρόλο του διεκπεραιωτή μιας ενημερωτικής πολιτικής διαδικασίας. Παρότι είναι και αυτός ένας θεμιτός ρόλος της επαγγελματικής δημοσιογραφίας δεν είναι σίγουρα ο κριτικός ρόλος που διεκδικεί η τέταρτη εξουσία.
Η τρίτη πράξη της παράστασης παίχθηκε μετά το debate, στο προαύλιο της ΕΡΤ, όπου οι παρουσιαστές απαντούσαν για αρκετή ώρα στις ερωτήσεις των συναδέλφων τους μεταφέροντας προσωπικές εντυπώσεις, περίπου με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και οι πολιτικοί αρχηγοί. Αυτή ήταν η πλέον αδύναμη επαγγελματική αυτοπαρουσίαση από όλους τους δημοσιογράφους που στριμώχνονταν στο τηλεοπτικό κάδρο. Οι ρεπόρτερς χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενημερωτικό ρόλο αρκέστηκαν να επαναλαμβάνουν την παραπολιτική ανησυχία για το αν οι πολιτικοί αρχηγοί τελικά έχουν στην πραγματικότητα φιλικές σχέσεις. Οι παρουσιαστές μπήκαν οι ίδιοι στον πρωταγωνιστικό ρόλο του δημοσιογραφικού θέματος πλασάροντας τους εαυτούς τους ως διασημότητες. Σε αυτές τις εικόνες διαφάνηκε ουσιαστικά η κυριαρχία της φήμης έναντι της επαγγελματικής δουλειάς ως κριτήριο διάκρισης και διακύβευμα της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας – ο καλός δημοσιογράφος είναι ο πλέον προβεβλημένος. Είναι όμως αυτή η άτσαλη αυτοπροβολή που υπονομεύει τελικά το κύρος των παρουσιαστών και επιβεβαιώνει την κριτική που τους εκθέτει ως συνομιλητές της εξουσίας συνδεδεμένους σε σχέσεις ομολογίας με την πολιτική ελίτ.
Στο βαθμό που η ελληνική τηλεόραση εξακολουθεί να επηρεάζει τις συζητήσεις των πολιτών οι δημοσιογράφοι κατάφεραν να εισάγουν στη δημόσια προεκλογική ατζέντα, έστω και για μερικές μέρες, τις σχέσεις πολιτικής και Τύπου. Ο τρόπος με τον οποίο το έκαναν όμως, με μια παράσταση αδύναμου επαγγελματισμού, περισσότερο ήρθε να επικυρώσει παρά να διαψεύσει την κριτική που δέχεται η χώρα μας διεθνώς για το επίπεδο της δημοσιογραφίας της. Δεν είναι αποδεκτό για την ελληνική θεσμική δημοσιογραφία να αρκείται, στην καλύτερη, στο ρόλο του συνεργάτη της πολιτικής εξουσίας. Και δεν είναι χρήσιμο για τους πολίτες οι δημοσιογράφοι να ασκούν την κοινωνική τους δύναμη απλώς ως διασημότητα, με υπέρτατη φιλοδοξία καριέρας την ενσωμάτωση στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
* Associate Lecturer στο Deree College, διδάκτωρ του London School of Economics