μυριάδες αστέρια είμαι μα πάνω απ’ όλα
το σκοτεινό κενό
(από την ενότητα-ποίημα «Ορατόριο»)
Ο άνθρωπος είναι εξίσου αστερόσκονη (στο χέρι του είναι να χαρεί την αγάπη και την καλοσύνη) όσο και σκοτάδι (που αντανακλάται στον τρόπο που έχει κατασκευάσει τον κόσμο τον οποίο κατοικεί). Την ανθρώπινη φύση αλλά και την κοινωνική κατασκευή της του κόσμου βάζει στο μικροσκόπιο η Κρυστάλλη, μια διανοούμενη ποιήτρια με φιλοσοφική διάθεση και διεισδυτική ματιά που βλέπει πέρα από τις στερεοτυπικές κατηγοριοποιήσεις του κόσμου.
Ξεκινώντας την ανατομία της από την ελληνική πραγματικότητα, η Κρυστάλλη τιτλοφορεί την πρώτη ενότητα της ποιητικής της συλλογής «Εισαγωγή: Η Ελλάς των Ελλήνων». Λείπει το «Χριστιανών» από τον τίτλο, ωστόσο η ποιήτρια καλύπτει και αυτό το κομμάτι στο ποίημά της «Τίμια δώρα». Στα «Τίμια δώρα», η εκκλησία παρουσιάζεται σαν ένας θίασος που ανεβάζει την ετήσια παράσταση των Χριστουγέννων, μια παράσταση που δεν εμπεριέχει κανένα βάθος, αλλά στοχεύει μόνο στο θεαθήναι.
Νωρίτερα, η Κρυστάλλη έχει στηλιτεύσει τον οπορτουνισμό των Ελλήνων στο ποίημά της «Ελλήνων διακήρυξις», από το οποίο αντιγράφω ένα εύγλωττο απόσπασμα, ενδεικτικό του βλέμματος που ρίχνει η ποιήτρια στην ελληνική πραγματικότητα:
Πιάνουμε από τα μαλλιά την ευκαιρία
δίνουμε πήδους από ακτές
προσγειωνόμαστε – συχνά – σε μια σχεδία
μένουμε να χαζεύουμε τους άλλους
να διασχίζουν το νερό πάνω από γέφυρες.
Έχει κι ένα καλό, βεβαίως, αυτή η μαλακία
πάμε γοργά, με τη ροή.
Ποσο μπροστά είμαστε πια, οι επιπλέοντες!
Σωστοί φελλοί.
Οι συλλογικές καταστάσεις ή το εκάστοτε σύστημα «που σκλαβώνει/ όχι μονάχα με το χρήμα/ μα με τον θάνατο, με δύναμη, με φόβο» ή η αδιαφορία του συνόλου («αφήνουν στο έλεος της μοίρας/ και της φύσης όσους αρρωσταίνουν,/ ενώ ο κόσμος προχωρά/ και μπορεί να γιατρέψει ό,τι σε σκότωνε παλιά/ εκτός, φυσικά, από την αδιαφορία» – και τα δύο αποσπάσματα είναι από το ποίημα «Ο ποιητής διστάζει») είναι φυσικά τραγικά, με οποιοδήποτε πολιτικό πρόσημο («να ρωτήσω μήπως κι άλλους νεο-αριστερούς:/ Κάνετε όλοι μαζί παρέα στο Κολωνάκι/ και τη Θεσσαλονίκη, συζητώντας για το ΕΑΜ/ και κατά πόσο είστε συνεχιστές του;» γιατί οι πολιτικοί δεν έχουν παιδεία, δεν έχουν πυρήνα: «ο πυρήνας ο δικός σου, τελικά,/ χαμένος ή ανύπαρκτος» (από το ποίημα «Γενεές δεκατέσσερις»).
Η αποξήλωση των πολιτικών προσχημάτων είναι οξεία και αφορά όλο το φάσμα της πολιτικής:
Λέει πως η φεουδαρχία ήταν καλύτερη
από τον καπιταλισμό.
Κι όταν ρωτώ
πώς ακριβώς είναι καλύτερο
να είσαι σκλάβος παρά
ένα μυρμήγκι που το λιώνουν
οι εργοδότες στη δουλειά
δεν απαντά
(από το ποίημα «Ο ποιητής διστάζει»)
ενώ αναφορά γίνεται και στα τραύματα που άφησε η μικρασιατική καταστροφή: «Κι έβλεπε ξανά τον αδερφό της/ δεκαεφτάχρονο παιδί/ να τον τεντώνουν με σχοινί/ και να τον δένουν στην αυλή/ – στην κερασιά του κήπου –/ και να τον τεμαχίζουν» (ποίημα «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά»). Η ποίηση επιτρέπει αυτή την ψηλάφηση των τραυμάτων και των πραγμάτων, με τα δάχτυλα «επί των τύπων των ήλων», παρ’ ότι μπορεί να γίνεται σκληρή. Όμως γίνεται σκληρή επειδή σκληρή είναι η πραγματικότητα, εν προκειμένω αυτό που ονομάζουμε «ελληνική πραγματικότητα».
Με αυτές τις πικρές διαπιστώσεις προχωράμε στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου που έχει τον τίτλο «Πράξη 1η: Ημέρες τρυφερότητας». Η τρυφερότητα είναι μια συνθήκη που το ποιητικό υποκείμενο βιώνει μόνο του ή στη συντροφιά αγαπημένων του προσώπων. Έτσι, το ποίημα «Δεν ξέρω πού θάφτηκαν οι πλανήτες» παρουσιάζει μια γυναίκα μόνη της στο χείλος ενός γκρεμού, να απλώνει τα χέρια για ν’ αγκαλιάσει τη θάλασσα που μαίνεται από κάτω:
Ούρλιαξα,
Κι η θάλασσα γύρισε και φύσηξε στο στόμα μου αλάτι,
τον φόβο και την έκσταση της πτώσης στο κενό.
Είναι μία από τις στιγμές κορύφωσης που ζούμε κατά μόνας επειδή ο/η σύντροφος είναι μακριά – χωροταξικά ή συναισθηματικά. Η ενότητα αυτή, σε αντίθεση με την προηγούμενη, κοιτά τον άνθρωπο συμπονετικά – σε μια εναλλαγή που μοιάζει με τις εναλλαγές της ζωής:
Είναι που βλέπεις ξαφνικά
τον άνθρωπο απ΄ την αρχή
που τον ξαναγαπάς μαζί
μ’ όλες τις κόγχες που έπλασε
για να χωρέσει εντός του
ανθρώπους άλλους
(από το ποίημα «Το τελευταίο ποίημα του βιβλίου»)
Ταυτόχρονα, διαπιστώνει και τη δυνατότητα της βίωσης ευτυχισμένων στιγμών από «τα ελάχιστα, που είναι – φορές – τα πάντα» (ποίημα «Πόρτο Ζορό»). Μια τέτοια ευτυχισμένη στιγμή καθρεφτίζεται και στο παλιότερο ποίημα της Δευτέρας που αναρτήσαμε από αυτή τη συλλογή.
Η επόμενη ενότητα της ποιητικής συλλογής της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη έχει τον τίτλο «Πράξη 2η: Ημέρες σιωπής» και μιλά για τη σιωπή σαν συνθήκη που αλλάζει το βίωμα. Η ενότητα ξεκινά με το ποίημα «Αγόρι και γάτα» που γράφεται εξ αφορμής μιας φωτογραφίας από το 1913, η οποία απεικονίζει έναν εμπορικό δρόμο της Παλαιάς Φώκαιας και παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο ένα αγόρι και μια γάτα. Το αγόρι, σιωπηλό μέσα στο ενσταντανέ, «με κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα εκατόν είκοσι ετών/ όπως θα με κοίταζε τώρα, αν στεκόμουν/ στη γωνία αυτού του δρόμου». Ωστόσο, εν έτει 2023, το αγόρι αυτό έχει πεθάνει, όπως όλοι οι άνθρωποι «που πάντα θα πεθαίνουν, χιλιάδες σε μία μέρα,/ ένας κάθε λίγα δευτερόλεπτα». Η «ζωή του καθενός/ μοναδική κι ανεπανάληπτη, διαμάντι που άρπαξε/ τον ήλιο κι εξερράγη». Το ποίημα κλείνει με την τραγική διαπίστωση:
Τι να την κάνεις
την ποίηση όταν πια τίποτα
δεν σε γλιτώνει από τον θάνατο
Η ποίηση δεν μπορεί να γλιτώσει τον αναγνώστη από τον θάνατο (μπορεί βέβαια να τον γλιτώσει από επιμέρους, μικρούς θανάτους), τον ποιητή όμως στην πραγματικότητα μπορεί να τον γλιτώσει, γιατί μπορεί να τον περάσει στη σφαίρα της αθανασίας – όπως και κάθε είδος τέχνης.
Ο θάνατος (ως απόλυτη σιωπή) συζητάται ιδιαίτερα σ’ αυτή την ενότητα, όπως και το πέρας μιας στιγμής μεγαλείου, την οποία ακολουθεί εκκωφαντική σιωπή. Η σιωπή, το αντίθετο της φασαρίας, της δραστηριότητας και της ζωντάνιας (με την έννοια της σηματοδότησης της έλλειψής τους), είναι πάντως πιο δυνατή μέσα στη φύση και η Κρυστάλλη δίνει πολύ δυνατές εικόνες παρμένες από το μεγαλείο της πρώτης, τις οποίες αντιδιαστέλλει με τον ανθρώπινο «κτιστό» κόσμο: τα ποιήματα «Το ανάποδο ενυδρείο» και «Ούτε την Πομπηία τη λυπήθηκε κανείς» εδράζονται σ’ αυτήν ακριβώς την αντιδιαστολή. Από τους στίχους τους παρελαύνουν όλα τα είδη των ζώων (ενδεικτικά: κογιότ, αρκούδες, καγκουρό, κατσίκια, δελφίνια, ελέφαντες, μαϊμούδες, πούμα, χταπόδια, αστακοί και πολλά άλλα πλάσματα της θάλασσας, αλλά και πουλιά), όμως στο πρώτο ποίημα γίνεται η υπόθεση πως «οι περιφράξεις των ζωολογικών/ θα αποκτήσουν νόημα ανάποδο/ εμείς θα συνεχίζουμε εντός τους/ τη γνωστή, ανθρώπινη ζωή, κι απ’ έξω αυτά/ θα μας κοιτάζουνε σοφά και όλο απορία» ενώ το δεύτερο κλείνει με το συμπέρασμα: «Δεν δείχνει οίκτο σε κανέναν η Ιστορία».
Ακολουθεί η προτελευταία, τέταρτη, ενότητα που είναι ομότιτλη της συλλογής. Η καλοσύνη εδώ αντιμετωπίζεται μέσα από το πλαίσιο της συντροφικότητας, ακόμη και της σεξουαλικής επιθυμίας. Η αγάπη και η ανάγκη για μοίρασμα και ένωση είναι αυτές που μας κάνουν να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σαν κάτι καλό («Ισχνή η ζωή αν δεν μοιράζεσαι/ τον χαλασμό της» από το ποίημα «Καρμέλ»). Από τα λίγα (αριθμητικά) ποιήματα που απαρτίζουν αυτή την ενότητα, ξεχώρισα το «Πριν από μένα» για τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του, αλλά και το «Mistral gagnant» για τον ερωτισμό του. Αντιγράφω από το πρώτο μερικούς ενδεικτικούς στίχους:
Πού βρίσκονται αυτοί που δεν υπάρχουν;
Πού περιμένουν για να έρθουν στη ζωή, όταν δεν είναι
καν ιδέα των γονιών τους; Και πώς ζουν
οι άλλοι αγνοώντας πως τους μέλλει να βρεθούν;
[…]
Βιβλιοστάτες που πιέζουν
τη ζωή συνθλίβουν ό,τι προλάβουμε να ζήσουμε μαζί –
πάρτι, γενέθλια, μπάνια στη θάλασσα, πόδια
στην άμμο, ήλιο στα μαλλιά μας, κούνιες, παγωτά.
Ζητωκραυγές, διαμαρτυρίες, πολέμους, χειρουργεία,
ύπνο τ’ απογεύματα, ρωγμές στον χρόνο
να πληθαίνουν, κρακ
κρακ. Πού βρίσκονται αυτοί που δεν υπάρχουν
όταν είναι ιδέα μόνο πια; Πώς μέλλει να με χάσεις,
πώς πρέπει να σε χάσω; Είχαμε υπόσταση
μετά όχι. Υπήρξαμε, πιάσαμε χώρο, μετά όχι –
μα όχιˑ πάντα θα πιάνουμε, ανάμεσα σ’ αυτές τις λέξειςˑ
[…]
έτσι θα επιστρέφεις, θριαμβικά,
στην ώρα που σε φίλησα πρώτη φορά για πάντα.
Οι στίχοι αυτοί περικλείουν την αίσθηση της κοινής ζωής, ακόμη κι αν περιέχουν το άρωμα της απώλειας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση του ρήματος «μέλλει», σαν η ζωή να είναι κάτι το προδιαγεγραμμένο, να ακολουθεί μια πορεία χαραγμένη σε ράγες σταθερής τροχιάς.
Η συλλογή κλείνει με ένα εκτενές ποίημα, το «Ορατόριο» που μιλάει για τη μαζική κλίμακα και επαναλαμβάνει στους στίχους του την επωδό:
Σκέψου.
Σκέψου πώς θα ‘ταν το Καλό
Σε κλίμακα μαζική
Πρώτα βέβαια έχει γίνει η διαπίστωση του πώς κατίσχυσε το Κακό στον κόσμο. Η ποιήτρια διαπιστώνει, όπως και στη βιβλική ιστορία, πως τον άνθρωπο τον έφαγε η περιέργεια:
Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό
χωρίς Θεό, στην εποχή μετά το θάνατό Του.
Μοιάζει με άρρωστο φωτάκι
που ξεκινά σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό
σαν κουδουνάκι στον αστράγαλο του νεκροθάφτη
στις πόλεις της πανούκλας.
Κανείς να μην πλησιάσει.
Μα να, δειλά, όλοι ανοίγουν τα παράθυρα
να δουν, περίεργοι, τι σέρνεται στον δρόμο
κι αφήνου να περάσει εντός,
με ένα χάδι στις κουρτίνες,
το μοχθηρό ετούτο φως
Υποδόριο λοιπόν το Κακό, υφέρπει μέσα στις συνειδήσεις, διαμορφώνει συνήθειες καταστροφικές και «σκάβει στις εξώπορτες χάσκοντες τάφους».
Το ποίημα, που έχει την ποιότητα του πεζού, όπως άλλωστε κι άλλα ποιήματα της συλλογής, αφηγείται περιστατικά από πολέμους, από το Ολοκαύτωμα, μιλά για τον Έζρα Πάουντ που ήταν σπουδαίος ποιητής αλλά παράλληλα μισούσε τους Εβραίους «παράλογα/ και ενστικτωδώς» αλλά και για την ποίηση (πάντα την ποίηση):
το φως της ποίησης, το φως
η χαραμάδα στην πραγματικότητα
η μαθηματική εκείνη εξίσωση που χαίνει πολλαπλώς
κι εκείνη που δεν λύνεται, διότι έτσι
είναι η ζωή – αποσπασματική
κι η ποίηση ο προβολέας που γδέρνει
τις μάσκες των ανθρώπων να φανεί
και να υμνηθεί η από κάτω τους κακία
και η ομορφιά που ξεγλιστράει ανάμεσά της
Μα η ποίηση μπορεί να γίνει επίφαση πνευματικότητας, μπορεί να λειτουργεί σαν διακοσμητικό στοιχείο που κάνει τον άνθρωπο να μοιάζει ανθρώπινος, χωρίς να είναι:
Το κτήνος που είναι ο Άνθρωπος
κάθεται και διαβάζει ποίηση
σεκεπτόμενος το τεθλασμένο φως
και τον αυθάδη χρόνο.
[…]
Μικρότερος κι από έναν κόκκο άμμου
στο μικροσκόπιο της πλάσης
χώνει τα χέρια του παντού
σαν κάθε κόγχη υγρή στη φύση
θέλει να δει, να κυριεύσει, να ορίσει
όλα τα ζωντανά της γης, ό,τι αγγίζει
και ό,τι τον αγγίζει. Ξέρει πώς είναι το Κακό
ξέρει να τ’ αυγατίζει.
Το αστρικό ον που είναι ο άνθρωπος, στη ρίζα του καλός και κακός μαζί, μισαλλόδοξος και κούφιος, ικανός για μεγαλοσύνη, επιλέγει να αντιστέκεται στις στιγμές που θα του επέτρεπαν να πάρει τη ζωή αλλιώς:
Υπάρχουν στιγμές ν’ αλλάξει μια ζωή
Κομήτες
συμπυκνωμένης αναλαμπής
που πέφτουν στο κενό μιας καυτής ερήμου
και βλέπεις, σε μια στιγμή βλέπεις
σα να μην είχες ξαναδεί ποτέ
ανοίγει μέσα σου το φως ξεχύνεται τριγύρω
σαν ακροδάχτυλα υδραργύρου
αλλά ο κόσμος γύρω αδιάκοπα ακάθεκτος αναληθεύει ακατανίκητα
προς το μηδέν
υπάρχουν κομήτες
για να καταλάβεις
Ευαίσθητη, διαπεραστική, δυνατή η φωνή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη τεμαχίζει τη φύση και τον ψυχισμό του ανθρώπου, αλλά και τον κόσμο του, ψηλαφώντας τις στιγμές του από τον πρώτο στίχο μέχρι τον τελευταίο. Με τρυφερότητα, με επίκριση, με αποδοχή, με απογοήτευση, με περηφάνια, με κατακραυγή. Γιατί η ζωή είναι όλα μαζί και μέσα σ’ αυτήν υπάρχουμε όλοι. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, μπορούμε.
Χριστίνα Λιναρδάκη
* Αναδημοσίευση από το www.stigmalogou.gr.