Της Βάλιας Καϊµάκη*
Δεύτερη δημοσιογραφική τεχνολογική επανάσταση;Χρησιμοποιούν τα «παλιά μίντια» οι Ευρωπαίοι και πόσο; 63% την τηλεόραση (έναντι 52% στις ΗΠΑ), 55% το ραδιόφωνο (έναντι 49%) και 34% τις εφημερίδες (έναντι 26%), μας λέει μια έρευνα της Mobiles Republic. Όχι κι ενθαρρυντικά νέα θα έλεγε κανείς, ιδιαίτερα για τις εφημερίδες. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που πολλές από αυτές αποφασίζουν να μεταναστεύσουν οριστικά και αμετάκλητα στο διαδίκτυο.
Στη Βρετανία, οι στατιστικές δείχνουν ότι το 2012 οι εφημερίδες The Guardian, The Daily Telegraph και The Independent διπλασίασαν τους αναγνώστες τους στο διαδίκτυο κι έχουν πια περισσότερους εκεί παρά στο χαρτί, ενώ η Daily Mirror σημείωσε αύξηση κατά 77% στην ανάγνωση στο διαδίκτυο, η οποία μόλις και ξεπέρασε την κλασική ανάγνωση. Μια ακόμα έρευνα του βρετανικού Reuters Institute για πολλές ευρωπαϊκές και μη χώρες δείχνει πως ο νεαρός πληθυσμός προτιμά σαφώς το διαδίκτυο, οι άνω των 45 τα παραδοσιακά Μέσα ενώ οι 35-45 ετών είναι μοιρασμένοι.
Από πού ενημερώνεται, λοιπόν, ο κόσμος; Οι εφημερίδες (όπως και το ραδιόφωνο και η τηλεόραση) φαίνεται να έχασαν την μεγάλη ευκαιρία να πάρουν μαζί και τους αναγνώστες τους στο διαδίκτυο. Και τους άφησαν αλλού… σε aggregators (υπηρεσίες που συγκεντρώνουν ειδήσεις από διαφορετικές πηγές, όπως το Google News, για παράδειγμα, ή το ελληνικό Palo) κατά 95%, στο Facebook (43%) και στο Twitter (28%).
Ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιλογή των παραπάνω είναι η ταχύτητα. Οι «καταναλωτές ειδήσεων» δεν θέλουν να διαβάζουν σε μάκρος, θέλουν σύντομες και συχνές ειδήσεις, τις οποίες παίρνουν κυρίως από τις φορητές τους συσκευές, κινητά και ταμπλέτες. Η ταχύτητα είναι αυτή που τους κάνει να πηγαίνουν στα Κοινωνικά Δίκτυα, για να βλέπουν ακόμα και ειδήσεις οι οποίες δεν έχουν «ανέβει» στους μεγάλους δημοσιογραφικούς ιστοχώρους, επειδή δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Και το απίθανο κι απίστευτο είναι ότι ένα μέρος από αυτούς τις διαδίδει με τη σειρά του, γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι επιβεβαιωμένες. Ταυτόχρονα δε, η συντριπτική πλειονότητα θεωρεί ότι τα παραδοσιακά Μέσα είναι πολύ πιο αξιόπιστα!
Τα παραπάνω αποτελέσματα έρχονται προς επίρρωση όλων όσα μας μεταφέρουν συνάδελφοι από το εξωτερικό για τις αλλαγές που συντελούνται στον τρόπο που εργάζονται και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα.
Τα δύο ήταν από πάντα άμεσα συνυφασμένα με το δημοσιογραφικό επάγγελμα: η αναζήτηση των πηγών και η δημοσίευση του δημοσιογραφικού προϊόντος, και είναι γεγονός πως η ανάδυση της τεχνολογίας του διαδικτύου προσέφερε πολλά σε αυτά.
Το τρίτο, ωστόσο, είναι πρωτόγνωρο, πρόκειται για τη «διαφήμιση» ή επικοινωνία του κάθε προϊόντος ξεχωριστά. Μέχρι εχθές ήταν το Μέσο που διαφημιζόταν, σήμερα είναι το κείμενο ή το βίντεο. Και θα ήταν χρήσιμο εδώ να εξηγήσουμε ότι ο όρος «προϊόν» χρησιμοποιείται με τη έννοια του αποτελέσματος της παραγωγής: είναι αδύνατον πια να μιλάμε για άρθρα, βίντεο, ηχητικά αρχεία, πολυμεσικά παράγωγα.
Το «προϊόν» είναι το καθένα από αυτά, και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι πια αδιάφορα. Φυσικά ο χαρακτηρισμός «προϊόν» (όπως και ο αντίστοιχος «καταναλωτής ειδήσεων») δεν είναι απαλλαγμένος της εμπορικής διάστασης, ίσως και γι’ αυτό δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά στη βιβλιογραφία ή στην καθημερινότητα ο όρος «υπηρεσία» αντί του «προϊόντος». Είναι καιρός, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μεγάλες αυτές αλλαγές στα τρία επίπεδα μας φέρνουν σε μια νέα εποχή, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «Δεύτερη δημοσιογραφική τεχνολογική επανάσταση».
Οι αλλαγές μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται, δεν έχουν πια σχέση τόσο με την ενσωμάτωση της τεχνολογίας αλλά με τις συνέπειές της κυρίως στο νέο επιχειρηματικό μοντέλο των Μέσων Ενημέρωσης και τις απαιτήσεις που αυτό επιβάλλει στο επάγγελμα του δημοσιογράφου.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με δεδομένο ότι οι εξελίξεις συντελούνται με εκθετική αύξηση, οι κύριες τάσεις προσαρμογής στη νέα εποχή της δημοσιογραφίας συνοψίζονται σε τρεις κύριους άξονες:
Την όλο και πιο γρήγορη και πλήρη μεταφορά του περιεχομένου (κυρίως των εφημερίδων) στο διαδίκτυο.5 Και παρόλο που το γεγονός αρχικά αφορά τους εκδότες, οι δημοσιογράφοι είναι οι πρώτοι που θα υποστούν τις συνέπειες και θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του. Η αίθουσα σύνταξης αλλάζει και γίνεται πολυμεσική: αυτό σημαίνει ότι σε ένα τμήμα έρχονται οι πληροφορίες, ένα άλλο κανονίζει τη θεματική, ένα ακόμα επεξεργάζεται την πληροφορία και την παραδίδει ολοκληρωμένη σε διάφορες μορφές – πρόκειται για το Integrated Newsroom. Σε αυτό το περιβάλλον, ο καταμερισμός της εργασίας αλλάζει, τα προσόντα επαναπροσδιορίζονται, η ταχύτητα έχει μέγιστη σημασία.
Την προσφορά διά βίου εκπαίδευσης στους δημοσιογράφους. Δεν πρόκειται πια για διαπιστωμένη «ανάγκη», πρόκειται για την έναρξη της πραγματικής προσφοράς –σε ευρεία κλίμακα και στην Ευρώπη– μιας πρακτικής στην οποία μέχρι σήμερα οι πέραν του Ατλαντικού γείτονες διέπρεπαν. Τα σεμινάρια αφορούν κυρίως στις τεχνολογικές δεξιότητες και πολλά από αυτά είναι δικτυακά, με μεγάλο, μικρό ή καθόλου τίμημα. Ιδρύματα όπως το Reuters Institute και το European Journalism Centre (EJC) πρωτοστατούν, ενώ μεγάλη προσφορά υπάρχει και από τον ιδιωτικό τομέα. Η δε ζήτηση είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Σε σειρά σεμιναρίων που διοργάνωσε το EJC για τη δημοσιογραφία των δεδομένων, την πρώτη μόλις εβδομάδα εγγράφτηκαν 1000 άτομα. Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί τέτοια προγράμματα, όπως το Media Hackers το οποίο θα καταγράφει την προσφορά εκπαίδευσης για δημοσιογράφους σε πέντε κράτη-μέλη: την Ελλάδα, το Βέλγιο, τη Ρουμανία, τη Γερμανία και την Κύπρο, καθώς και τις νέες δεξιότητες που απαιτούνται, ώστε τελικά να προσφέρει ένα «πακέτο» εκπαίδευσης ειδικά σχεδιασμένο για δημοσιογράφους των χωρών αυτών. Σε αυτό το πλαίσιο της διά βίου εκπαίδευσης εγγράφεται και η προσφορά επιμορφωτικών σεμιναρίων από το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Επικοινωνία & νέα Δημοσιογραφία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου
Την αναζήτηση στρατηγικής για την έξυπνη χρήση των Κοινωνικών Δικτύων ως μοχλό διαφήμισης/επικοινωνίας του δημοσιογραφικού προϊόντος. Όλο και περισσότερο οι αναγνώστες των ιστοχώρων προέρχονται από τα Κοινωνικά Δίκτυα. Δηλαδή ο αναγνώστης μπαίνει στο timeline του Twitter, για παράδειγμα, και εκκινώντας από εκεί βλέπει τι του προτείνουν όσοι ακολουθεί και από εκεί πηγαίνει στο ένα ή το άλλο Μέσο Ενημέρωσης. Και πάλι στους κάτω των 45, ο τρόπος αυτός είναι κυρίαρχος, ενώ οι μεγαλύτεροι προτιμούν να πηγαίνουν απευθείας στο Μέσο που ξέρουν και να διαβάζουν αυτό που τους προτείνει.6 Η πρακτική αυτή προϋποθέτει ότι ο δημοσιογράφος –ο οποίος ζει σ’ ένα πολύ περισσότερο ανταγωνιστικό περιβάλλον, με διαφοροποιημένες σχέσεις εργασίας απ’ ό,τι στο παρελθόν (για παράδειγμα, μπορεί να πληρώνεται με κάθε κλικ ή ανάγνωση του άρθρου του)– πρέπει να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία, χρησιμοποιώντας τα Κοινωνικά Δίκτυα.
Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια η συζήτηση γύρω από τις αλλαγές στη δημοσιογραφία περιστρεφόταν ήδη γύρω από τις απαιτούμενες δεξιότητες των δημοσιογράφων ώστε να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος. Δυστυχώς, από τότε τα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια δεν κατάφεραν να προσαρμόσουν το πρόγραμμά τους σε αυτό, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να «παράγονται» μη καταρτισμένοι δημοσιογράφοι.
Και η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο το πρακτικό μέρος, αλλά κυρίως το θεωρητικό το οποίο δεν προετοίμασε κατάλληλα την κατανόηση και απορρόφηση των νέων γνώσεων. Η «Δεύτερη δημοσιογραφική τεχνολογική επανάσταση», η οποία θεωρεί τις δεξιότητες ως προαπαιτούμενο, βρίσκει ακόμα και νέους σε ηλικία δημοσιογράφους εντελώς απροετοίμαστους για τις αλλαγές που συντελούνται. Η διά βίου εκπαίδευση είναι η μόνη λύση για όσους αποφασίσουν να μην χαθούν στη δίνη τους.