Του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη*
Η κυβέρνηση, ως θεσμική μορφή άσκησης της εξουσίας, είναι στην πραγματικότητα κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και πολύμορφο. Πέρα από ένα υπουργικό συμβούλιο και μια δομή εξουσίας, πρόκειται για μια ευρύτατη σειρά από εμπλεκόμενους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα η δημόσια διοίκηση, η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας, η Τρόικα –χωρίς αυτήν δεν υπάρχουν αποφάσεις και το διεθνές σύστημα– που περιορίζει και οδηγεί τα βήματα της κυβέρνησης.
Oι κυβερνήσεις, ειδικότερα στις δημοκρατικές κοινωνίες, θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να διαμορφώνουν το agendasettingτων ειδήσεων. Ο ρόλος της κοινωνίας είναι πρωτίστως να υπάρχει, να επηρεάζεται στο βαθμό που επιθυμεί να επηρεαστεί, αλλά και να αντιδρά είτε μέσω των τυποποιημένων μορφών εκφράσης –όπως είναι οι απεργίες, η συμμετοχή στις εκλογές– είτε μέσω του δημόσιου αναβρασμού ή επαίνου.
Επί αυτής της κοινωνίας ασκείται η εξουσία από την κυβέρνηση και μέσα από τη διαδικασία απορρόφησης των κοινωνικών μηνυμάτων οδηγεί τη συζήτηση, θέτοντας τους κανόνες και τα πλαίσια, με σκοπό να την ορίσει. Κατά πόσο όμως καταφέρνει να ορίζει τα πράγματα; Μήπως εντέλει νομίζει ότι τα ορίζει; Και πώς γίνονται όλα αυτά αισθητά;
Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα και κατ΄επέκταση και στα άλλα δυο έρχεται μέσα από τη μεσολάβηση των ΜΜΕ, στα οποία η κυβέρνηση μεν αποκτά το δικαίωμα να ορίσει τη δημόσια συζήτηση ή να επηρεάσει τη ζωή των ανθρώπων και η κοινωνία δε να εκφράσει την ανάδραση, την απάντηση και τις απαιτήσεις της προς την κυβέρνηση.
Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει είναι πως, ενώ η κυβέρνηση νομίζει ότι ορίζει την κατάσταση των πραγμάτων, εντέλει συνδιαμορφώνει τη κοινή γνώμη, και αυτό διότι στην ουσία η κοινωνία, με την αντίδρασή της, μπορεί να την προλαμβάνει ή ακόμη και να την ορίζει, με υπορρέοντα τρόπο (επί παραδείγματι, με την πτώση πωλήσεων της εφημερίδας, τη μείωση τηλεθέασης του καναλιού).
Ποιoς τώρα είναι ο ρόλος των ΜΜΕ στο agendasetting; Καταρχάς, τα μίντια σαφώς ανήκουν στους ιδιοκτήτες-μετόχους τους, στο δημοσιογραφικό προλεταριάτο εν μέρει, στους «πυλωρούς», στα κυρίαρχα συμφέροντα. Στην καθημερινή όμως διαχείριση των Μέσων, ο ιδιοκτήτης-μέτοχος δεν είναι ο βασικός, αλλά ο βαθύτερος παράγοντας επηρεασμού, καθώς μέσω αυτού παρουσιάζεται η διαμεσολαβητική λειτουργία των δημοσιογράφων και των μεγάλων στελεχών.
Η βασική αντίληψη του ιδιοκτήτη θα ακολουθηθεί είτε επειδή θα επιβληθεί (γεγονός που δεν εμφανίζεται στην καθημερινή διαχείριση των ειδήσεων) είτε διότι οι δημοσιογράφοι την έχουν ήδη ενσωματώσει στη δική τους κοσμοαντίληψη, μέσα από τη διαδικασία της αυτολογοκρισίας. Ο ισχυρότερος παράγοντας λοιπόν είναι όταν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, προκειμένου να είναι αρεστοί και μελλοντικά «εξασφαλισμένοι», προλαμβάνουν μια ενδεχόμενη αντίδραση δείχνοντας την πίστη τους στην ιδιοκτησιακή ιδεολογία.
Το βασικότερο είναι να συνειδητοποιήσουμε και να αποδεχτούμε πως δεν υπάρχουν αντικειμενικές ειδήσεις. Τα μίντια ποτέ δεν ενημερώνουν αντικειμενικά, αλλά πρoσπαθούν να δώσουν την πιο εντυπωσιακή και δημοφιλή εικόνα – γωνία προσέγγισης των πραγμάτων, διαμεσολαβώντας καθιερωμένες και κατεστημένες απόψεις. Με αυτόν τον τρόπο προσφέρουν το λεγόμενο infotainment, ένα πρόσχημα δηλαδή της ενημέρωσης σε συνδυασμό με κάτι που είναι ελκυστικό, όπως είναι η επίκληση στη «λαγνεία της τραγωδίας».
Κάποιοι ευαγγελίζονται ότι η ισχυρή επίδραση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και η επιχειρηματικότητα στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ έχει σήμερα αναδιαμορφωθεί. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, κάποια φαινόμενα που νομίζουμε ότι αλλάζουν τελικώς μένουν τα ίδια και παρά την όποια πολυμορφία και αντίθεσή τους τελικώς επικρατεί η ομοιομορφία, ως χαρακτηριστικό των υπερανεπτυγμένων κοινωνιών, των οποίων τα ΜΜΕ αποτελούν και εικόνα και μέρος.
Η κεφαλαιουχική δομή επομένως παίζει πολύ λιγότερο ρόλο, καθώς αυτό που προσφέρει επιρροή και δύναμη στο Μέσο είναι η τοποθέτησή του απέναντι στην εξουσία, την πολιτική και την οικονομική. Η δύναμη της εφημερίδας και αργότερα της τηλεόρασης έγκειται στον τρόπο που θα προσφέρει την είδησή της.
Εν κατακλείδι, οι κυβερνήσεις (ειδικά στις συγκεντρωτικές εξουσίες, όπως στην Ελλάδα), οι αρχισυντάκτες και οι διευθυντές σύνταξης διεκδικούν αυτήν την άσκηση της εξουσίας, ωθώντας την προς τα συμφέροντα των ανθρώπων που τους επηρεάζουν, όχι όμως με εξωτερική επιβολή. Και τελικά «εκείνος που διεκδικεί τον ρόλο της ισχύος, έχει και τη μεγαλύτερη ισχύ στις ειδήσεις».
Κρίση και ΜΜΕ σημαίνει πρωτίστως πως εμμέσως οι αμοιβές των δημοσιογράφων έχουν «λιανιστεί», λόγω βεβαίως και της κατάρρευσης των διαφημιστικών μηνυμάτων, γεγονός που καθίσταται ιδιαιτέρως επικίνδυνο. Δευτερευόντως, αλλά ταυτόχρονα πρωτίστως, έχει ανέβει το επίπεδο της υποκρισίας και όχι εκείνο της κοινωνικής αυτοσυγκινησίας, με την ξαφνική και έντονη επίκληση-υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Τα Μέσα ουσιαστικά υπερασπίζονται τα συμφέροντα όχι του κοινού τους, αλλά εκείνα που θεωρούν ή αναδεικνύουν ως συμφέροντα, έχοντας πάντοτε μια παγιωμένη κοσμοαντίληψη, μια κατασκευή του κόσμου.
Με απλά λόγια σημαίνει πως όταν ο κόσμος «κουνιέται» (βλ. κρίση), συνήθως δεν προσαρμόζονται με αυτό, αλλά συνεχίζουν με το προηγούμενο. Η πολιτική εξουσία, ενώ έχει την εντύπωση ότι μπορεί να επηρεάζει τη διαχείριση της κρίσης, ουσιαστικά σύρεται και παριστάνει ότι την επηρεάζει. Κι αυτό αποτελεί ένα επιπρόσθετο στοιχείο στην επονομαζόμενη υποκρισία.
Γιατί έχουμε ως κοινωνία αυτά τα Μέσα; Και η απάντηση με την ερώτηση: Γιατί έχουμε αυτό το πολιτικό σύστημα; Οι τοποθετήσεις μας οδηγούν τα Μέσα και διαμορφώνονται μέσα από τις προτιμήσεις μας (όταν αγοράζουμε μια συγκεκριμένη εφημερίδα, όταν επιλέγουμε ένα κανάλι). Σε δημοκρατικές και ελεύθερες κοινωνίες, όχι όμως σε εποχές μεγάλης κρίσης, οι εσωτερικές προτιμήσεις της κοινωνίας οδηγούν και τα Μέσα και το πολιτικό σύστημα.
Στην πραγματικότητα επιλέγοντας μεν κυρίαρχα το λιγότερο κακό, επιλέξαμε σχετικά δειλά και με βάση την πεπατημένη όσον αφορά την πολιτική σκηνή, με συνέπεια να έχουμε σήμερα τα Μέσα που καλλωπίζουν από τη μια πλευρά την πραγματικότητα και από την άλλη όταν δεν την αντέχουν την «πολεμούν».
Το διαδίκτυο, από την άλλη πλευρά, με την αμεσότητα που το διακρίνει, έχει συντελέσει ομολογουμένως σε μια νέα πραγματικότητα. Οι κυβερνήσεις βέβαια, γνωρίζοντας την εμβέλειά τους, λαμβάνουν αυτά τα άμεσα μηνύματα του κυβερνοχώρου και επιδίδονται για ακόμη μια φορά στη γνωστή τακτική τού επηρεασμού και του προσδιορισμού αυτών. Αυτή όμως ακριβώς η ελευθερία συμμετοχής σε όλους έχει ως απόρροια να ευνοείται η κραυγή και ο εύκολος σκανδαλοθηρισμός.
Είναι έκδηλο πως σήμερα η δημόσια συζήτηση έχει γίνει λιγότερο καθοδηγήσιμη. Η ιστορία και το μέλλον όμως θα δείξουν κατά πόσο είναι περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο αυταρχική, διότι μέσα στη βουή των πολλών παρεμβάσεων, οι σκληρότερες και μονιμότερες φωνές είναι εκείνες που στο τέλος επικρατούν.
Η άσκηση εξουσίας και βίας ενίοτε μεταξύ Κυβέρνησης και Μέσων είναι ουσιαστικά η ίδια η επιβίωση των Μέσων, μιας που σήμερα απειλούνται με εξαφάνιση λόγω της ζημιογόνας τους κατάστασης. Σαφώς και θα υπάρξουν νέα δίκτυα αλληλεξάρτησης (με αποχώρηση των παλιών προσώπων που θεωρούνται πλέον «ξεπερασμένα»), με τις κυβερνήσεις να προσπαθούν να σώσουν τα Μέσα και αυτά με τη σειρά τους να νομιμοποιήσουν τις κυβερνήσεις.