Παραµύθια της Χαλιµάς στο όνοµα της δηµοσιογραφίας;
Tου Jack Shafer*
Μετάφραση: Νερίνα Κιοσέογλου
To 2007, ο ερευνητής-δημοσιογράφος KenSilverstein ανέλαβε μια μυστική αποστολή με στόχο να δοκιμάσει τις ηθικές αντιστάσεις των λομπιστών της Ουάσινγκτον. Χρησιμοποιώντας ψεύτικη ταυτότητα, επινόησε μια φανταστική εταιρεία ενεργειακών υπηρεσιών που υποτίθεται ότι δραστηριοποιούνταν στο Τουρκμενιστάν και απευθύνθηκε σε επαγγελματίες λομπίστες ζητώντας τους να βοηθήσουν στον εξωραϊσμό της εικόνας του νεοσταλινιστικού καθεστώτος της χώρας. Το κόστος για τις υπηρεσίες τους —άρθρα σε εφημερίδες με την υπογραφή καταξιωμένων ακαδημαϊκών και προσωπικοτήτων διαφόρων thinktanks, επισκέψεις αντιπροσωπειών του Κογκρέσου στο Τουρκμενιστάν, και άλλες ενέργειες δημοσίων σχέσεων— πλησίαζε το ποσό των 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων. (Σημείωση: Θεωρώ τον Silverstein φίλο μου.)
Όταν, όμως, το άρθρο του Silverstein με τίτλο «Οι Άνθρωποί τους στην Ουάσινγκτον: Σε Μυστική Αποστολή, προσλαμβάνοντας τους Λομπίστες της Πρωτεύουσας» δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου του Harper’s, ο επακόλουθος σάλος δεν είχε να κάνει τόσο με τους ψοφοδεείς λομπίστες όσο με την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του δημοσιογράφου. Πολλές κριτικές φωνές επιτέθηκαν με δριμύτητα στον Silverstein επειδή είχε παίξει θέατρο: Ο HowardKurtz, ρεπόρτερ για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στην WashingtonPost, ένας εμπειρογνώμονας σε θέματα δεοντολογίας του PoynterInstitute, ένας μπλόγκερ του CBSNews, ένας συντάκτης του AmericanJournalismReview κι άλλες εξέχουσες προσωπικότητες, όλοι συνέκλιναν κυρίως στην άποψη ότι οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να λένε ψέματα, γιατί έτσι πλήττεται όχι μόνο η προσωπική τους αξιοπιστία, αλλά και ολόκληρος ο κλάδος.
Όμως ο Silverstein δεν είναι ο πρώτος που καταφεύγει σε ανάλογα τεχνάσματα, όπως επισημαίνει η BrookeKroeger στην περιεκτική και διεισδυτική ιστορική μελέτη της, με τίτλο Ρεπόρτερ σε Μυστικές Αποστολές: Η Αλήθεια για τα Ψέματα. Εδώ και παραπάνω από ενάμιση αιώνα, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι επιστρατεύουν παρόμοια κόλπα για να μπορέσουν να τρυπώσουν σε φυλακές ή σε τρελάδικα και να πιάσουν δουλειά σε εργοστάσια-κολαστήρια, είτε παριστάνουν τα γυμνασιόπαιδα, τους οπαδούς της Κου Κλουξ Κλαν, ακόμα και τις έγκυες γυναίκες που γυρεύουν γιατρό για να κάνουν άμβλωση.
Οι δημοσιογράφοι σκαρφίζονται ακόμα και σενάρια που θυμίζουν τις τηλεοπτικές «Επικίνδυνες Αποστολές» για να παγιδεύσουν τους παραβάτες, όπως στην περίπτωση της ChicagoSun-Times το 1978, η οποία αγόρασε ολόκληρο μπαρ στο κέντρο της πόλης, το ονόμασε TheMirage [Οφθαλμαπάτη] και το επάνδρωσε με τους ρεπόρτερ της. Σε μια σειρά από 25 άρθρα, η εφημερίδα αποκάλυψε περιστατικά λαδώματος επιθεωρητών του υγειονομικού κι εκβιασμών από κρατικούς επιθεωρητές οινοπνευματωδών, φορολογικές απάτες, δωροδοκίες, κι άλλες παρανομίες. Το ρεπορτάζ στο σύνολό του προκάλεσε αίσθηση αλλά και συναισθήματα αποστροφής: Μολονότι η κριτική επιτροπή των βραβείων Pulitzer το πρότεινε για βραβείο στην κατηγορία του Τοπικού Εξειδικευμένου Ερευνητικού Ρεπορτάζ, το συμβούλιο απέρριψε την πρότασή της επειδή δεν ενέκρινε τις μεθόδους της εφημερίδας.
Η Kroeger προσεγγίζει αυτό το είδος ρεπορτάζ ως οπαδός και υπέρμαχος. Στόχος του βιβλίου της είναι –και σε μεγάλο βαθμό τον πετυχαίνει– να αποκαταστήσει τη σπιλωμένη υπόληψη του μυστικού ρεπορτάζ, για να ξανακερδίσει το σεβασμό (ή έστω, το μερικό σεβασμό) που κάποτε απολάμβανε. Η Kroeger φιλοδοξεί να εδραιωθεί το μυστικό ρεπορτάζ ως δημοσιογραφική τεχνική και όχι απλώς ως το κατόρθωμα μερικών μασκαράδων ρεπόρτερ — και να πείσει τους δημοσιογράφους ότι θα έπρεπε να το χρησιμοποιούν συχνότερα.
Το εγχείρημά της δεν πάσχει από έλλειψη παραδειγμάτων. Ένας ρεπόρτερ της NewYorkTribune, που ίδρυσε ο HoraceGreeley, χρησιμοποίησε ποικίλα τεχνάσματα όταν κάλυπτε τα γεγονότα στον αμερικανικό Νότο λίγο προτού ξεσπάσει ο Εμφύλιος Πόλεμος — για παράδειγμα, έλεγε ψέματα στις πηγές του σχετικά με την καταγωγή του κι άλλαζε «ονόματα, τοπωνύμια και ημερομηνίες» στις ανταποκρίσεις του, ώστε να μην μπορούν να τον εντοπίσουν. Το 1887, η NellieBly, ρεπόρτερ της NewYorkWorld, έγινε διάσημη όταν υποδύθηκε την ψυχασθενή προκειμένου να γίνει δεκτή σε ένα ίδρυμα και να μπορέσει να γνωστοποιήσει τις άθλιες συνθήκες νοσηλείας που παρείχε. Ανάμεσα στο 1960 και το 1990, γράφει η Kroeger, διάφορες παραδοσιακές εφημερίδες έφεραν στο φως περιπτώσεις φυλετικών διακρίσεων στο χώρο της στέγασης, επιστρατεύοντας λευκούς και μαύρους ρεπόρτερ που παρίσταναν τους αγοραστές ή τους επίδοξους ενοικιαστές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η GloriaSteinem δημιούργησε αίσθηση, χρησιμοποιώντας το όνομα και τον αριθμό ασφάλισης της γιαγιάς της για να πιάσει δουλειά ως «κουνελάκι» του Playboy, και γράφοντας στη συνέχεια το σχετικό άρθρο της στο περιοδικό Show. Το 1992, το ABCNews αποκάλυψε τις απαράδεκτες πρακτικές διακίνησης κρεάτων της επιχείρησης FoodLion, λέγοντας ένα σκασμό ψέματα ώστε να χώσει μες στην εταιρεία τους ρεπόρτερ της.
Μέσα από αυτή την ιστορική αναδρομή, η Kroeger επιχειρεί να τοποθετήσει το μυστικό ρεπορτάζ σε ένα ευρύτερο δημοσιογραφικό φάσμα, που εκτείνεται από τις έρευνες που διεξάγονται με απόλυτη ειλικρίνεια μέχρι τις υπερπαραγωγές τύπου «TheMirage». Kατά τη γνώμη μου, ωστόσο, δίνει έναν υπερβολικά ευρύ ορισμό του μυστικού ρεπορτάζ. Όλες σχεδόν οι δημοσιογραφικές αποστολές που έχουν βασιστεί σε οποιοδήποτε συνδυασμό δόλου και εξαπάτησης προκειμένου να φέρουν στο φως κάποια υπόθεση δημοσίου συμφέροντος, μοιάζουν να πληρούν τις σχετικές προδιαγραφές. Λόγου χάρη, το κεντρικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι μια σειρά άρθρων των AnneHull και DanaPriest στην WashingtonPost το 2007 σχετικά με την άθλια μεταχείριση των ασθενών στο WalterReedArmyMedicalCenter (WRAMC). Όπως επιβεβαιώνει η Kroeger, οι Hull και Priest ποτέ δεν χρησιμοποίησαν ψεύτικες ταυτότητες κατά την έρευνά τους. Δεν είπαν ψέματα ούτε μεταμφιέστηκαν. Βέβαια, απέφυγαν όσους εργαζόμενους μπορεί να τους έκαναν αδιάκριτες ερωτήσεις και δεν ζήτησαν από τους υπεύθυνους την άδεια για να κάνουν ρεπορτάζ στο ιατρικό κέντρο. Αν αυτοί, όμως, οι ελιγμοί ισοδυναμούν με «μυστικό ρεπορτάζ», τότε υποθέτω ότι το εβδομήντα πέντε τοις εκατό όλων των μάχιμων ρεπόρτερ κάποια στιγμή στην καριέρα τους έχουν δουλέψει «μυστικά».
Η Kroeger αντιπαραβάλλει την έρευνα των Hull και Priest (όπως κι άλλες παρόμοιες «ειλικρινείς» έρευνες) με τη δουλειά δημοσιογράφων που καταφεύγουν κατά κόρον στο ψέμα, καθώς εντοπίζει κοινά σημεία σ’ αυτές τις δυο τεχνικές και θέλει να διερευνήσει «κατά πόσο υπάρχει πραγματικά διαφορά για έναν δημοσιογράφο ανάμεσα στο να μη λέει ποτέ ψέματα —με έμφαση στο λέει, γιατί ένα ψέμα υφίσταται ως τέτοιο από τη στιγμή που διατυπώνεται με λέξεις —και στο να δίνει εσκεμμένα ψευδή εντύπωση με τη σαφή πρόθεση να παραπλανήσει, να ξεγελάσει».
Όμως το να καταχωρίσουμε την έρευνα για το WRAMC στο ίδιο δημοσιογραφικό γένος με το ρεπορτάζ του Mirage, αποτελεί σοβαρότατο λάθος ταξινόμησης. Η «εσκεμμένα ψευδής εντύπωση» είναι το ψωμοτύρι των δημοσιογράφων. Όταν ένας επίσημος ξεφουρνίζει άθελά του κάποιο μυστικό στη διάρκεια της συνέντευξης, ο έξυπνος ρεπόρτερ καταπνίγει τον ενθουσιασμό του και παραμονεύει με το στυλό στο χέρι μήπως ο συνομιλητής του ολισθήσει ακόμα πιο πολύ. Παρόμοιες συμπεριφορές, εξάλλου, είναι εξαιρετικά διαδεδομένες στις ανθρώπινες σχέσεις: Οι γονείς αγριοκοιτάζουν τα παιδιά τους για να τα συνετίσουν, χωρίς να έχουν πραγματικά θυμώσει μαζί τους, οι αγοραστές παριστάνουν τους αδιάφορους για να παρακινήσουν τους πωλητές να ρίξουν την τιμή, και ούτω καθεξής.
Κατά τη γνώμη μου, τα δυο είδη «μυστικής» δημοσιογραφικής κάλυψης απέχουν παρασάγγας. Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, τις διάσημες έρευνες των δημοσιογράφων TonyHorwitz, CharlieLeDuff και BarbaraEhrenreich, όπως τις συνοψίζει εύστοχα η Kroeger, με τις αποστολές του Silverstein, της ChicagoSun-Times, και των JamesO’Keefe και HannahGiles, συντακτών του BigGovernment.com, που παρίσταναν τον προαγωγό και την πόρνη αντίστοιχα προκειμένου να φέρουν σε δύσκολη θέση την ACORN.
Όταν ο Horwitz από την WallStreetJournal και ο LeDuff από τους NewYorkTimes έπιασαν δουλειά στα σφαγεία, και η Ehrenreich έκανε χαμαλοδουλειές για τις ανάγκες του βιβλίου της, NickelandDimed, σχετικά με τους «φτωχούς εργαζόμενους» [workingpoor], τα ψέματα που είπαν ήταν deminimis. Η Ehrenreich, για παράδειγμα, παρέλειψε από το βιογραφικό της ορισμένα σημεία της λαμπρής ακαδημαϊκής καριέρας της. Αυτοί οι τρεις δημοσιογράφοι δεν δημιούργησαν ένα νέο σενάριο πραγματικότητας μέσα από τις πράξεις τους — απλώς αφέθηκαν να ακολουθήσουν το ρέμα μιας ιστορίας που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν «μόλυναν» παρά ελάχιστα το πεδίο του ρεπορτάζ.
Ο Silverstein, η ChicagoSun-Times και ο O’Keefe, αντιθέτως, όχι μόνο το μόλυναν, αλλά δημιούργησαν το ίδιο το ρεπορτάζ μέσα από τα μυθεύματα τους. Και στη συνέχεια παρέσυραν και τους ανθρώπους της πρωτεύουσας, τους γραφειοκράτες του Σικάγου ή το ACORN, για να συμπληρωθεί το καστ του αυτοσχεδιασμού τους. Είναι άλλο πράγμα να γράφεις για έναν ήδη υπαρκτό κόσμο, κι άλλο να τον επινοείς για να εκθέσεις τους πιθανούς ενόχους – κι αυτήν ακριβώς τη διάκριση φαίνεται πως η Kroeger δεν θέλει να την αποδεχθεί.
Θα αδικούσα την Kroeger αν άφηνα να εννοηθεί ότι υπερασπίζεται κάθε ψεύτη ρεπόρτερ που φέρνει σε πέρας μια απαιτητική αποστολή. Στον πρόλογό της γράφει ότι «στην καλύτερη μορφή του, το μυστικό ρεπορτάζ πετυχαίνει τους περισσότερους από τους στόχους της υψηλής δημοσιογραφίας. Στη χειρότερη μορφή του –χωρίς να είναι χειρότερο από την κακή δημοσιογραφία, όποια μορφή κι αν έχει–, δεν είναι απλώς ενοχλητικό, αλλά μπορεί να αποδειχτεί κι άκρως καταστρεπτικό». Θα επιθυμούσα να ήταν περισσότερο αυστηρή στην κριτική της για τις τεχνικές που ασπάζονται ορισμένοι ρεπόρτερ, αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτού του είδους το βιβλίο. Αν είσαι ο τύπος του αναγνώστη που αναζητεί μια ξεκάθαρη θέση, υπέρ ή κατά, σε κάθε διαμάχη, δεν θα βρεις στην Kroeger τον συγγραφέα που ψάχνεις.
Διαισθάνεται κανείς την αποδοκιμασία της όταν συγκρίνει το μυστικό ρεπορτάζ του JamesO’Keefe για το ACORN με το ρεπορτάζ του KenSilverstein, αλλά η Kroeger δεν δηλώνει ευθαρσώς αυτό που πιστεύω ότι πιστεύει: πως ο O’Keefe είναι ένα ψώνιο, ενώ ο Silverstein μια διάνοια. Αντιθέτως, γράφει: «Το σημαντικότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να λειτουργεί η ορθή δημοσιογραφική κρίση: αρχικά θα πρέπει να ξεκαθαριστεί κατά πόσο η απάτη ήταν απαραίτητη και ύστερα αν τα παραδεδεγμένα πρότυπα δημοσιογραφίας τηρήθηκαν πλήρως – κι αν αυτό μπορεί να επαληθευτεί με αξιόπιστο τρόπο».
Αν έχεις κάνει ποτέ σου ρεπορτάζ, αυτομάτως καταλαβαίνεις πόσο μεγάλος πειρασμός είναι να πεις ψέματα για να μάθεις την αλήθεια — με το ψέμα κόβεις δρόμο! Με το συμβατικό ρεπορτάζ λιώνεις τις σόλες των παπουτσιών σου, κι αυτό απαιτεί χρόνο, πόρους και ενέργεια – κι επιπλέον τα ευρήματά σου πρέπει να είναι αυθεντικά για να δημοσιευτούν. Όμως η δημοσιογραφία που βασίζεται στο ψέμα λειτουργεί σαν ντοπάρισμα, τόσο για τους δημοσιογράφους όσο και για τους αναγνώστες: στους δημοσιογράφους επιτρέπει να γράφουν περισσότερο και πιο γρήγορα (σαν να γράφουν κριτική για το θεατρικό αυτοσχεδιασμό τους!), ενώ η αγωνία που δημιουργεί η απάτη προσφέρει επιπλέον σασπένς στους αναγνώστες. Όχι πως είναι κακό να δημιουργείς σασπένς στους αναγνώστες, αλλά για μένα η κόκκινη γραμμή βρίσκεται εκεί όπου το ρεπορτάζ μετατρέπεται σε τηλεοπτικό σίριαλ. Και η Kroeger το αναγνωρίζει, καθώς γράφει ότι ακόμα και το πιο καλοπροαίρετο μυστικό ρεπορτάζ μπορεί να γίνει μπούμεραγκ και «να λοξοδρομήσει στη γελοιότητα ή στον κιτρινισμό».
Το βιβλίο Ρεπόρτερ σε Μυστικές Αποστολές στοχεύει να προκαλέσει τον αναγνώστη – και μ’ εμένα το πέτυχε. Αν ένας διευθυντής σύνταξης πιστεύει ότι η έρευνα πρέπει να στηριχθεί σε κατάφωρα ψέματα αφού με τα ψέματα θα φτάσει γρηγορότερα στη δυσεπίτευκτη αλήθεια, γιατί να σταματήσει εκεί; Γιατί να μη δώσει γραμμή στους ρεπόρτερ του να γαρνίρουν τα θέματά τους με ευλογοφανή ψέματα και μισές αλήθειες, αρκεί το ρεπορτάζ να εξακοντιστεί προς την υπέρτατη αλήθεια; Και γιατί να μην πει ψέματα και στους αναγνώστες; Εμείς οι δημοσιογράφοι δεν εμπιστευόμαστε τις πηγές που λένε ψέματα. Γιατί να εμπιστευτούμε τους ρεπόρτερ που λένε ψέματα; Όταν εργαζόμουν ως διευθυντής σύνταξης, συχνά δυσκολευόμουν να κρατήσω στον ίσιο δρόμο τους λιγότερο ευσυνείδητους ρεπόρτερ μου. Φανταστείτε να τους έδινα και το ελεύθερο να σκαρώσουν απάτες για να βγάλουν λαβράκια. Η Kroeger στην εμπεριστατωμένη μελέτη της αποδέχεται την καταφυγή στα ψέματα· εμένα, όμως, με έκανε να στραφώ κατηγορηματικά εναντίον αυτής της τεχνικής. CJR
* Ο Jack Shafer αρθρογραφεί για θέµατα σχετικά µε τον Τύπο και την πολιτική στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.