Της Δήμητρας Μακρή*
Την κοσμοθεωρία του, τον απολογισμό της 8χρονης θητείας του και ιδέες για το μέλλον παρουσίασε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στους Αθηναίους πολίτες και μέσω αυτών στον κόσμο, σε μια ομιλία που θα είχε άλλη δυναμική αν γινόταν με φόντο την Ακρόπολη. Που θα είχε διαφορετικό τόνο – όχι τόσο απολογητικό – αν είχε επικρατήσει η υποψήφια των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, κι όχι εκείνος των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Ομπάμα μέσα από τις λέξεις του λόγου του τόνισε τη σημασία των δημοκρατικών αρχών. Ανέφερε τι επιδίωξε να πετύχει και παρουσίασε τις αιτίες που ανέκοψαν την επίτευξη των στόχων του.
Ανέλαβε επίσης κι ανταποκρίθηκε σε έναν επιπρόσθετο στόχο: να καθησυχάσει τον κόσμο για την επόμενη μέρα των ΗΠΑ. Η επικράτηση του αντισυστημικού και απρόβλεπτου Τραμπ οδηγεί τη διεθνή κοινότητα σε ένα αχαρτογράφητο τοπίο με πολλά ανοιχτά μέτωπα. Η πολυεπίπεδη αντιπαράθεση με τη Μόσχα, η φλεγόμενη Μέση Ανατολή, η άνοδος εξτρεμιστικών δυνάμεων, η ανάδειξη άλλων δυνάμεων που ζητούν τη θέση τους στο διεθνές στερέωμα, η διατήρηση συμμαχιών ή η εξεύρεση νέων, η ανάγκη αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών – όλα αυτά απαιτούν συνολική και κοινή απάντηση. Συμβιβασμό και σύγκλιση, όχι αντιπαράθεση και εθνικιστική ομφαλοσκόπηση.
Επιτυχίες και αποτυχίες
Ο Ομπάμα υπερασπίστηκε τη θητεία του, καθώς η επικράτηση Τραμπ δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτήν. Εύλογα πολλοί περίμεναν να εξηγήσει γιατί, ενώ κέρδισε το 2008 και άλλαξε τον ρου της ιστορίας, οι Αμερικανοί ψήφισαν και πάλι «αλλαγή». Γιατί συνέβη αυτό; Φοβήθηκε η αμερικανική κοινωνία τα προοδευτικά ανοίγματα; Τον πολύ φιλελευθερισμό και τα δικαιώματα; Μήπως ο Ομπάμα έστειλε ένα ανάμεικτο οικονομικό μήνυμα ή έδωσε υπερβολική έμφαση σε αναδυόμενες δημογραφικές ομάδες, όπως μειονότητες ή οι millenials, σε βάρος των λευκών ψηφοφόρων;
Απαριθμώντας τα επιτεύγματα της προεδρίας του, ο Ομπάμα επισήμανε πως έπεσαν τα τείχη των αμερικανοκουβανικών σχέσεων, συνθηκολόγησε η διεθνής κοινότητα με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, ηγήθηκαν οι ΗΠΑ της προσπάθειας αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Επίσης, απέκτησαν περισσότεροι από ποτέ ασφάλεια υγείας και βελτιώθηκε η αμερικανική οικονομία. Ίσως όμως όλα αυτά να μην ήταν αρκετά για τους πολίτες που θεώρησαν πως ίσως βελτιώθηκαν οι αριθμοί, αλλά όχι η οικονομική κατάστασή τους. Για εκείνους δηλαδή που, όπως αναγνώρισε κι ο ίδιος ο Ομπάμα, αισθάνθηκαν πως όχι μόνο δεν ωφελήθηκαν από τα επιτεύγματα της παγκοσμιοποίησης, αλλά κι έχασαν όσα είχαν – τη δουλειά τους δηλαδή – εξαιτίας της.
Όσους ψήφισαν σκεπτόμενοι το «bread and butter» – την εργασία ή τη δραστηριότητα που εξασφαλίζει τα αναγκαία για την επιβίωση, επηρεασμένοι από τον φόβο απέναντι στον ξένο-μετανάστη που παίρνει τις δουλειές και ανεπηρέαστοι από τα μεγάλα ιδεώδη του ανθρωπισμού, των δικαιωμάτων, της πολυπολιτισμικότητας. Ιδεώδη τα οποία ίσως έμοιαζαν πολύ «ελιτίστικα» για αυτούς και προερχόμενα από την ομάδα των πολιτικών του κατεστημένου, που ήθελαν να ανατρέψουν.
Όσους, όντας λευκοί, εργάτες, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, βαθιά συντηρητικοί, τρόμαξαν από έναν Πρόεδρο Αφροαμερικανό, φιλελεύθερο – υπέρ του γάμου των ομοφυλόφιλων – διαφορετικό, ανεκτικό, που μιλούσε με ωραίο μεν, αλλά δυσνόητο τρόπο. Ο οποίος προήδρευσε με το σκεπτικό πως, αν η οικονομία αναπτυχθεί συνολικά, αυτό θα σημάνει βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για όλους.
Η παγκοσμιοποίηση, η αυτοματοποίηση της παραγωγής, η αδυναμία αναδιανομής του πλούτου, η ανάσχεση των προσπαθειών του από το Κογκρέσο ήταν μερικές από τις αιτίες που ο Ομπάμα δεν πέτυχε όσα ευελπιστούσε να πετύχει, όπως ανέφερε κι ο ίδιος στην ομιλία του. Ως συνέπεια αυτών ήρθε και η ισχυροποίηση του λαϊκισμού, ο οποίος βρήκε πρόσφορο έδαφος, μέσω και της προπαγάνδας και της σύγχυσης που επέρχεται από την κακή χρήση των σύγχρονων μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την αδυναμία διάκρισης της αλήθειας από το ψέμα στην πληροφορία («Globalisation and rapid change sparked populist backlash, says Obama», Financial Times, 15/11/2016).
Ο Ομπάμα αναγνώρισε τη δημοκρατία, ακόμη και με τις ατέλειές της, ως το καταλληλότερο καθεστώς για να κυβερνηθεί ο κόσμος, καθώς μέσω αυτού αποφεύγονται οι συγκρούσεις και το κτίσιμο των τειχών. Επισήμανε ωστόσο τη σημασία της ισότητας. Η αλληλεξάρτηση που έχει επέλθει στον πλανήτη δεν επιτρέπει τις ανισότητες και, αν ο «κόσμος αισθανθεί πως χάνει τον έλεγχο του μέλλοντός του, θα αντιδράσει».
Ανέφερε δε συγκεκριμένα: «όταν βλέπουμε τον κόσμο – τις παγκόσμιες ελίτ, τις εύρωστες επιχειρήσεις – να ζουν σε ιδιαίτερο καθεστώς, αποφεύγοντας να πληρώνουν φόρους και εκμεταλλευόμενοι τα “παραθυράκια του νόμου”, όταν οι πλούσιοι και οι ισχυροί δείχνουν να χρησιμοποιούν το σύστημα και να συγκεντρώνουν πλούτο, ενώ οι οικογένειες της μεσαίας και εργατικής τάξης παλεύουν να τα βγάλουν πέρα, αυτό τροφοδοτεί μια βαθιά αίσθηση αδικίας και ένα συναίσθημα πως οι οικονομίες μας είναι άδικες». Πρόκειται για μια πρόκληση στην οποία θα πρέπει να εστιάσουν οι κυβερνήσεις του κόσμου, καθώς μέσω αυτής της ανισότητας αναδεικνύονται και κινήματα – τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά – που ζητούν να μπει ένα τέλος στην ενσωμάτωση διαφορετικών πληθυσμών στις κοινωνίες και την υπέρμετρη χρήση της τεχνολογίας.
Ωστόσο, η λύση σε έναν τόσο αλληλένδετο κόσμο δεν μπορεί να είναι η οπισθοχώρηση, αλλά η καινοτομία, η προσαρμογή των καινούριων τεχνολογικών δεδομένων στις κοινωνίες. Όπως πρότεινε δε, χαρακτηριστικά, ο Ομπάμα, «η ελπίδα για την ανθρώπινη πρόοδο είναι οι ανοικτές αγορές συνδυασμένες με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Ουσιαστικά, μια διόρθωση του δρόμου που έχει πάρει η παγκοσμιοποίηση προς μια πιο δίκαιη κατανομή των αποτελεσμάτων της. Οι τρόποι υπάρχουν. Μένει να βρεθεί η πολιτική βούληση.
Το «φαινόμενο Σάντερς»
Αυτή την πολιτική βούληση ζητούσαν από τον Ομπάμα πολλοί, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος των εκλογών. Εκείνοι που ενδεχομένως απογοητεύθηκαν από τον 44ο Πρόεδρο των ΗΠΑ, καθώς ανέμεναν πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Αυτοί που πείστηκαν από τον Σάντερς, ο οποίος παρουσιάστηκε ανατρεπτικός: αντίπαλος ενός κατεστημένου διεφθαρμένου, απόμακρου, ελιτίστικου. Πολέμιος εκείνων των ανθρώπων – πολιτικών, τραπεζιτών – που υπερασπίζονταν το 1% του πληθυσμού – στο οποίο είναι συσσωρευμένος ο πλούτος – κι όχι το 99%.
Ο Σάντερς μίλησε απλά, κατανοητά και παρουσίασε εύκολες, απλές λύσεις σε δύσκολα προβλήματα – όπως κάνουν και οι λαϊκιστές από την άλλη, τη δεξιά, πλευρά του πολιτικού φάσματος. Το «φαινόμενο Σάντερς», παρά τα 74 του χρόνια, βρήκε ανταπόκριση στους νέους και τους μορφωμένους. Όπως έγραψε η Huffington Post, «The Sanders Phenomenon», κέρδισε την εμπιστοσύνη όσων δεν ήταν ενταγμένοι σε κάποιο κόμμα και των ανεξάρτητων, επειδή τον θεώρησαν αυθεντικό, άξιο εμπιστοσύνης κι επειδή τους μίλησε για οικονομική δικαιοσύνη και για αναδιάρθρωση των πολιτικών/οικονομικών προτεραιοτήτων. Έπεισε, γιατί μίλησε για «υγεία για όλους, δωρεάν ανώτερη εκπαίδευση» και επειδή πρότεινε να καλυφθούν τα προγράμματα αυτά με την επιβολή φόρων στο πλούσιο 1%, μια πρόταση που απορρίφθηκε ως απραγματοποίητη και «σοσιαλιστική», απέσπασε ωστόσο την υποστήριξη των νέων και των εργατών που διψούσαν για αλλαγή.
Ο Σάντερς τους κέρδισε, λέγοντας πως «το συνολικό μέγεθος της οικονομίας και του ΑΕΠ δεν ενδιαφέρει, αν ο κόσμος συνεχίζει να δουλεύει περισσότερες ώρες για λιγότερο μισθό και όταν 45 εκατομμύρια άτομα ζουν σε καθεστώς φτώχειας. Δεν μπορεί απλώς να αναζητά κάποιος την ανάπτυξη για την ανάπτυξη σε έναν κόσμο που παλεύει με την κλιματική αλλαγή και κάθε είδους περιβαλλοντικά προβλήματα. Σύμφωνοι; Δεν χρειάζεται να επιλέγει κανείς από 23 αποσμητικά ή από 18 διαφορετικά ζευγάρια αθλητικά παπούτσια, όταν υπάρχουν παιδιά που πεινάνε σε αυτήν τη χώρα».
Ο Σάντερς υποστήριξε πως η τάξη των πολυεκατομμυριούχων – δηλαδή το 1% – ελέγχει το πολιτικό σύστημα για να αυτοπροστατευθεί και η μόνη απάντηση σε αυτό είναι η «επανάσταση», η οποία θα καταστήσει την εν λόγω τάξη οικονομικά και πολιτικά ανίκανη. Ο Σάντερς όμως δεν έπεισε το κόμμα του, αφού ηττήθηκε από την Κλίντον.
Αλλαγή
Τι ήταν τελικά εκείνο που ήθελαν οι Αμερικανοί; Την αλλαγή. Εκείνη την αλλαγή που η προεδρία Ομπάμα τους υποσχέθηκε, αλλά δεν τους έδωσε – ίσως επειδή μπλέχτηκε στα γρανάζια ενός πολύπλοκου πολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος κατάλληλου να επιλύσει προβλήματα και να εκπροσωπήσει την κοινωνία του 20ού αιώνα, αλλά όχι αυτήν του 21ου, και που πλέον χρήζει ανανέωσης. Ένα σύστημα υπερπροστατευτικό, που εμπόδισε πολλές από τις προσπάθειες του προέδρου Ομπάμα. Ένα σύστημα το οποίο, πάντως, δεν αποκλείεται να αποτελέσει το ανάχωμα σε μια απρόβλεπτη άσκηση πολιτικής από τον Τραμπ, καθώς, όπως είπε και ο Ομπάμα στην Αθήνα, «κανένας δεν είναι πάνω από την αμερικανική δημοκρατία». Ένα σύστημα που όμως δεν αγγίζει πολλούς Αμερικανούς, οι οποίοι δεν κατανοούν τις κομματικές συγκρούσεις και βρίσκουν καταφύγιο σε έναν απλουστευμένο λαϊκισμό για να εξηγήσουν τι συμβαίνει.
Οι Αμερικανοί αναζητούσαν την αλλαγή και δεν φοβήθηκαν μια γυναίκα Πρόεδρο. Ήταν έτοιμοι για το ενδεχόμενο αυτό ήδη από το 1999. Ωστόσο, ακόμη κι οι γυναίκες – εκείνες που δεν ψήφισαν την Κλίντον, αντιλαμβανόμενες τη σημασία και το ειδικό βάρος μιας τέτοιας εκλογής – ήθελαν να αναδειχθεί στο ύπατο αξίωμα η πιο ικανή, η πιο καθαρή, η πιο έμπιστη υποψήφια.
Οι Αμερικανοί συνέχιζαν να αναζητούν την αλλαγή που τους υποσχέθηκε ο Ομπάμα, καθώς πλέον είναι ξεκάθαρο πως υπάρχουν δυο Αμερικές… Μία που ανήκει στους Ρεπουμπλικανούς και στο κόμμα το οποίο στηρίζουν σχεδόν ολοκληρωτικά λευκοί και αντίθετοι στον συμβιβασμό ψηφοφόροι, το οποίο χαρακτηρίζεται ως εθνικά μονολιθικό, συντηρητικό και υπέρμαχο αόριστων εννοιών. Αλλά και μία δεύτερη Αμερική που ανήκει στους Δημοκρατικούς, οι οποίοι εκφράζονται μέσα στο πολύγλωσσο, πολυπολιτισμικό, φιλελεύθερο, πραγματιστικό κι έτοιμο να συμβιβαστεί κόμμα.
Οι Αμερικανοί ήθελαν την αλλαγή, καθώς κι αυτοί – όπως και όλοι οι υπόλοιποι λαοί –επιζητούσαν ουσιαστικά την επαφή με τους κυβερνώντες κι ελέγχοντες την τύχη τους.
*Η Δήμητρα Μακρή είναι διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και δημοσιογράφος.