Του Ντίνου Σιώτη*
Κάποτε είδηση ήταν όταν ένας σκύλος δάγκωνε άνθρωπο. Σήμερα δεν είναι ούτε καν είδηση αν άνθρωπος δαγκώσει σκύλο. Στα τραστ των μαζικών μέσων ενημέρωσης του δυτικού κόσμου, που συνήθως είναι εισηγμένα στο Χρηματιστήριο, είδηση είναι ό,τι πουλάει.
Και τι πουλάει; Μόνο τρία πράγματα με τα παράγωγά τους: τραγωδία, σεξ και αίμα. Δώστε αλήθειες και ο κόσμος μένει ασυγκίνητος. Δώστε ιστορίες πασπαλισμένες με κουτσομπολιό, φουσκώστε λίγο το αστυνομικό δελτίο, δώστε φωτογραφίες που σοκάρουν, αναδείξτε σκάνδαλα, αμαυρώστε λίγο τη συνείδηση ενός δημόσιου προσώπου, ερεθίστε κάπως το αναγνωστικό κοινό, και οι πωλήσεις ανεβαίνουν.
Γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη το κους κους, έχει ανάγκη το κουτσομπολιό, τις φήμες, τις διαδόσεις, τον βγάζουν απ’ τα βάσανα της καθημερινότητας, ζει από αυτό. Δεν το λέω εγώ. Το έχει πει ο Ντον Ντε Λίλο σε συνέντευξή του στην Τέρι Γκρος στο National Public Radio προ δεκαετίας. Και δεν το λέει καθόλου υποτιμητικά. Το λέει ανακουφιστικά και παρηγορητικά.
Χωρισμένος σε τρία μέρη και σε ένα παράρτημα, ο χορταστικός αυτός τόμος του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια καταγραφή και μια περιήγηση στο χώρο ενός και πλέον αιώνα έντυπης ενημέρωσης, τουτέστιν της εφημερίδας, αναπόσπαστο στοιχείο του νεώτερου πολιτισμού της Δύσης.
Νίκος Μπακουνάκης, Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ – Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος 20ός αιώνας, Αθήνα 2014, εκδόσεις Πόλις, σελ. 470.
Στο Πρώτο Μέρος, ο συγγραφέας, με το πανεπιστημιακό του βλέμμα, ανατρέχει στην πρώτη αφήγηση, τουτέστιν στις πηγές και στις ρίζες της δημοσιογραφίας, όπου ιστορίες με ανθρώπινο πρόσωπο έχουν την καθέδρα και πώς το επείγον του πράγματος, η εμπειρία, η ερευνητική ματιά, αλλά και ο κοινωνικός ρεαλισμός, γίνονται οι βάσεις πάνω στις οποίες «οικοδομείται» η είδηση και η εφημερίδα στην Ελλάδα.
Στο Δεύτερο Μέρος, ο συγγραφέας ανατρέχει στην εξέλιξη της εφημερίδας, την εμπλοκή της πολιτικής και της διαφήμισης, την περίπτωση του αυτοδίδακτου Τζόζεφ Πούλιτζερ στις ΗΠΑ και της δημοσιογραφίας ως λειτούργημα που διδάσκεται, την εμφάνιση του ρεπορτάζ, την ποσοτική έκρηξη του 1900, την τεχνολογία της εποχής και τα θεσμικά όργανα με το νομικό τους πλαίσιο.
Στο Τρίτο Μέρος, ο συγγραφέας μπαίνει στο ζουμί της υπόθεσης παρουσιάζοντας τους κυρίως αφηγητές, τον Δημοσιογράφο και τον Ρεπόρτερ. Εδώ, μαθαίνουμε ότι ο όρος ρεπόρτερ εισήλθε και έμεινε έτσι στην ελληνική ορολογία, μια και ισοδύναμη έννοια-λέξη ήταν αδύνατο να εξευρεθεί, κάτι δηλαδή που θα σήμαινε το ελληνικό αντίστοιχο του ρεπόρτερ.
Οι αναζητήσεις στράφηκαν στη λέξη-όρο πευθήν, με ρίζα το πυνθάνομαι και το πεύθομαι καθώς και το ουσιαστικό πεύσις (πληροφορία)]. Ο ρεπόρτερ, μας λέει ο συγγραφέας, είναι ο απόλυτος ήρωας του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα, βασιζόμενος σε έρευνες που τείνουν να καταστούν και περιπέτειες, πάντα όμως οδηγώντας στην αποκάλυψη. Φυσικά, στις απαρχές του επαγγέλματος τα πράγματα δεν ήταν όπως είναι σήμερα.
«Τον 19ο αιώνα, ο δημοσιογράφος δεν ασκούσε ένα επάγγελμα, ήταν χαμένος μέσα στην ταυτότητα του συγγραφέα, αλλά και οι συγγραφείς χάνονταν μέσα στην ακαθόριστη ταυτότητα του δημοσιογράφου. Η λογοτεχνία είναι το εργαστήριο του Τύπου και ο Τύπος είναι το εργαστήριο του Μυθιστορήματος».
Και κάπου εδώ εμφανίζεται η διαφοροποίηση δημοσιογράφου-ρεπόρτερ, μια και μπαίνει το θέμα της αφήγησης. Και όπως σωστά παρατηρεί ο Μπακουνάκης, αναλόγως με την επεξεργασία που υφίσταται η πληροφορία, είτε είναι είδηση είτε είναι αφήγηση, η δημοσιογραφική γραφή υφίσταται ως κειμενικό σύστημα ή ζήτημα.
Φθάνοντας δε στο σήμερα, ο συγγραφέας διαπιστώνει μια σύγχυση: με τη διαδικασία της online μετατροπής της πολυμεσικής είδησης, ο online δημοσιογράφος δεν αποκαλείται πλέον δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ αλλά παραγωγός (producer), περαιτέρω δε επιμελητής (curator), αφού επεξεργάζεται ήδη συναθροισμένες ειδήσεις, χωρίς να τις παράγει, προβάλλοντας το αίτημα αυτονόμησης του επαγγέλματος, με όποιες πολιτισμικές συνέπειες αυτής της αυτονόμησης.
Στο Παράρτημα ανθολογούνται, ενδεικτικά, δεκατρείς περιπτώσεις ειδήσεων με κύριο χαρακτηριστικό το έγκλημα, τον θάνατο, το αίμα, την πυρκαγιά, την εγκατάλειψη, εν ολίγοις το δράμα. Και αυτό μας βάζει στον πειρασμό να θέσουμε το ερώτημα αν, ακόμη και σήμερα, καλές ειδήσεις υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Και αν υπάρχουν, γιατί να ταξιδεύουν τόσο αργά ώστε να μην βαδίζουν στο ρυθμό της επικαιρότητας, να φθάνουν με καθυστέρηση και να καταντούν «ειδησάρια» που τα προσπερνάμε ως αμελητέα;
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι είδηση ψυχρή ή ρεπορτάζ με αφήγηση; Αφηγείσαι την πραγματικότητα ή την ξαναγράφεις; Και τι κάνει τα δυο να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο; Ο δημοσιογράφος απλώς αναφέρει τα πράγματα ως έχουν, χωρίς παρωπίδες, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς προκαταλήψεις και αναστολές. Ο ρεπόρτερ βάζει μέσα στην είδηση το προσωπικό και συγκινησιακό του ιδίωμα και καταστάλαγμα και περιτυλίσσει την είδηση με τη γνώμη του για το συμβάν για να σε πείσει. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του δημοσιογράφου απέναντι στην αλήθεια; Και ποιες του ρεπόρτερ; Πόσο πιστοί μπορούν να παραμένουν στα γεγονότα οι υπηρέτες του δημόσιου λόγου; Αυτά τα ερωτήματα θέτει ο συγγραφέας ως προς τη διττότητα «δημοσιογράφος/ρεπόρτερ».
Ο τόμος αυτός του Νίκου Μπακουνάκη είναι ένας καίριος και ακριβής βηματισμός, μια ανίχνευση διεξοδική στη γένεση και την πορεία του Ελληνικού Τύπου και ένα εργαλείο ερμηνείας της ιστορίας του. Διατυπώνει θέσεις που τείνουν να είναι οι αυταπόδεικτες αρχές της δημοσιογραφίας. Αν και η προσέγγιση του θέματος είναι κυρίως ιστορική, πρόκειται για ένα βιβλίο που πρέπει να μελετήσουν όχι μόνο οι ιστορικοί, οι διδάσκοντες και οι σπουδαστές της δημοσιογραφίας, αλλά και οι ιδιοκτήτες των οργανισμών μαζικής ενημέρωσης – και όχι μόνο των εφημερίδων.
Και είναι ο τόμος αυτός ένα επίτευγμα, διότι ο συγγραφέας έχει πολλά χαρίσματα: είναι συντάκτης, είναι πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής, και είναι και συγγραφέας. Και αυτή η τριπλή ιδιότητα του δίνει το προνόμιο (και την ικανότητα) να έχει αποκτήσει ένα πολυεστιακό βλέμμα, που καλύπτει τα πάντα γύρω από το θέμα του.
Στην εποχή των mixed media, δημοσιογράφοι, ρεπόρτερ, αρθρογράφοι, επιφυλλιδογράφοι και αρχισυντάκτες καλούνται να συμβάλουν στη δημιουργία ενός κλίματος υψηλών απαιτήσεων για σωστή πληροφόρηση, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν πρέπει να υπάρχουν εξαρτήσεις (ακόμα και από τα αφεντικά τους) στην εκτέλεση του έργου τους και στην άσκηση του λειτουργήματός τους. Καλούνται να επιστρέψουν στο «προπατορικό αμάρτημα» των αρχών της δημοσιογραφίας του 19ου αιώνα και, μέσω ποιοτικής και διαφανούς ενημέρωσης, να γίνουν ξανά οι ανεξάρτητοι ελεγκτές και κριτές της εξουσίας, υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον.
*Ο Ντίνος Σιώτης (Τήνος, 1944) είναι ποιητής, συγγραφέας, δημοσιογράφος και εκδότης. Σπούδασε Νομικά και Συγκριτική Λογοτεχνία. Έχει εκδώσει 25 βιβλία ποίησης και πεζογραφίας σε τρεις γλώσσες.