Στην οθόνη ή στο χαρτί; Πού διαβάζουμε καλύτερα και πότε συγκρατούμε λεπτομέρειες ενός κειμένου
Της Lene Bech Sillesen*
Μετάφραση: Αλέξανδρος Χέντον
Σύμφωνα με ερευνήτριες όπως η Anne Mangen και η Maryanne Wolf, όταν διαβάζουμε σε οθόνες, διαβάζουμε πρόχειρα, επιφανειακά και η προσοχή μας διασπάται εύκολα.
Στην πραγματική ζωή, οι αναγνώστες θα έγερναν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα με την ταμπλέτα τους, θα κοίταζαν τα εισερχόμενα μέιλ, θα συνέχιζαν την ανάγνωση, έπειτα θα έβλεπαν κάποιο βίντεο… και ούτω καθεξής.
Προθυμία να συνεισφέρουν
Τα άτομα της μελέτης που έδειξαν προθυμία να δωρίσουν χρήματα για την έρευνα σχετικά με τη φλοιώδη δυσπλασία, μία εγκεφαλική διαταραχή που περιγράφεται στην ιστορία.
Η μελέτη συνέκρινε τις συναισθηματικές αντιδράσεις μιας ομάδας ανθρώπων που διάβασαν ένα τυπωμένο άρθρο με όσους διάβασαν το ίδιο άρθρο σε μια οθόνη. Οι δύο ομάδες σημείωσαν εκπληκτικά παρόμοια αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα: Οι ίδιες λεπτομέρειες που θυμούνταν οι αναγνώστες του εντύπου είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη όσων διάβαζαν το άρθρο σε ψηφιακή μορφή. Ένιωσαν να τους απασχολούν εξίσου ξεχωριστά μέρη της αφήγησης, και συνολικά η ιστορία, και ήταν το ίδιο πιθανό να πράξουν συναισθηματικά φορτισμένοι δωρίζοντας χρήματα ή διαθέτοντας χρόνο σε σκοπό σχετικό με το θέμα του άρθρου.
Σχετικές μελέτες έχουν επίσης δείξει μηδενική διαφορά στην κατανόηση μέσα από διαδοχικές συγκρίσεις μεταξύ έντυπων και ψηφιακών μέσων. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά φαίνεται να αντικρούουν την πεποίθηση που συμμερίζονται πολλοί μελετητές οι οποίοι βλέπουν θεμελιώδεις διαφορές στην αναγνωστική εμπειρία που έχουμε στην περίπτωση του εντύπου και στην περίπτωση της οθόνης.
Σύμφωνα με ερευνήτριες όπως η Anne Mangen και η Maryanne Wolf, όταν διαβάζουμε σε οθόνες, διαβάζουμε πρόχειρα, επιφανειακά «σαρώνοντας» ουσιαστικά την οθόνη, η προσοχή μας διασπάται εύκολα, και δεν αποθηκεύουμε τις πληροφορίες στη μνήμη μας, όπως αντίθετα θα κάναμε διαβάζοντας από ένα έντυπο. Ως εκ τούτου, η κατανόηση καθώς και η συγκράτηση των πληροφοριών πλήττονται από την επιλογή της οθόνης.
Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν πως η αυξανόμενη εξοικείωσή μας με τις οθόνες θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να έχει ευρύτατες συνέπειες στον τρόπο που διαβάζουμε, που αντιλαμβανόμαστε, κατανοούμε και θυμόμαστε γραπτά κείμενα.
Είναι πιθανό να επηρεαστεί ακόμα και ο τρόπος που τα αφηγήματα μας παρακινούν συναισθηματικά να ταυτιστούμε με τους πρωταγωνιστές και τους χαρακτήρες της αφήγησης, διότι, για να αναπτυχθεί η ενσυναίσθηση όταν διαβάζουμε,απαιτείται κάποιος χρόνος και προσήλωση στο κείμενο. Πρόκειται για ένα σενάριο με δυνητικά σημαντικές συνέπειες για τη δημοσιογραφία, η οποία συχνά επιδιώκει τη συναισθηματική ταύτιση των αναγνωστών για να πυροδοτήσει την κοινωνική ευαισθητοποίηση και αλλαγή, σύμφωνα με την αναφορά του CJR στην πρώτη δημοσίευση για το ερευνητικό πρόγραμμα για την ενσυναίσθηση και τη δημοσιογραφία.
Όμως, όταν η δική μας μελέτη έλεγξε την παραπάνω υπόθεση, τα αποτελέσματα τη διέψευσαν. Συνεπώς, μήπως αποδεικνύεται πως δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην ανάγνωση των εντύπων και στην ανάγνωση της οθόνης; Δύσκολα, πάντως τα αποτελέσματα της μελέτης εγείρουν σημαντικότερα ερωτήματα σχετικά με το πώς αλληλεπιδρούμε με τις ψηφιακές συσκευές: οι πραγματικές διαφορές μεταξύ εντύπου και οθόνης ενδέχεται τελικά να θεμελιώνονται στις συνήθειες με τις οποίες περιβάλλουμε την ανάγνωση στην εποχή μας.
Ο σχεδιασμός της έρευνας
Με τη συμβολή της ψυχολόγου και γνωστικής νευροεπιστήμονος Jenna Reinen, διεξήχθη ένα πείραμα στο οποίο συμμετείχαν 64 άτομα που διάβασαν το ίδιο αφήγημα είτε σε έντυπη είτε σε ψηφιακή μορφή. Για να διαπιστωθεί εάν οι συναισθηματικές τους αντιδράσεις σε σχέση με το αφήγημα διέφεραν, τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο.
Το ερωτηματολόγιο επικεντρωνόταν στις σκέψεις και στα συναισθήματά τους για το αφήγημα, αλλά και στη γενική κοινωνική ευαισθησία και αλληλεπίδραση ως προς τις αντιδράσεις τους σε πραγματικές καταστάσεις της ζωής.
Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν έπειτα από πρόσκληση που αναρτήθηκε στους χώρους του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στις γύρω περιοχές και σε ιστότοπο αγγελιών, επιλεχθήκαν τυχαία να συμμετάσχουν για την ανάγνωση, είτε στην έντυπη είτε στην ψηφιακή μορφή. Και οι δύο ομάδες, είχαν, κατά μέσο όρο, πανεπιστημιακή εκπαίδευση και υψηλό γνωστικό επίπεδο χρήσης υπολογιστών. Ηλικιακά, οι συμμετέχοντες κυμαίνονταν από 18 έως 60 ετών, με μέσο όρο τα 35 για την ομάδα των αναγνωστών της ψηφιακής έκδοσης και τα 31 για τους αναγνώστες της έντυπης.
Οι συμμετέχοντες στο πείραμα διάβασαν το άρθρο του Michael Rubino «Ένα αγόρι με μισό εγκέφαλο», που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2014 σε μηνιαίο περιοδικό γενικού ενδιαφέροντος στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ.
Το δημοσίευμα αφηγείται την ιστορία των Jeff και Tiernae Buttars, οι οποίοι βασανίζονταν από το δίλημμα εάν πρέπει ή δεν πρέπει να υποβάλουν το γιο τους, που γεννήθηκε με φλοιώδη δυσπλασία, μία σοβαρή εγκεφαλική διαταραχή, σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης μέρους του εγκεφάλου του.
Το παραπάνω αφήγημα επιλέχθηκε βάσει διαφόρων κριτηρίων. Ήταν απαραίτητο να βρεθεί ένα άρθρο περιοδικού με έκταση κάποιων χιλιάδων λέξεων, ώστε να δοθεί στους συμμετέχοντες η ευκαιρία για μια ουσιαστική εμπειρία ανάγνωσης. Εφόσον είναι ασφαλώς γνωστό ότι η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης σχετίζεται άμεσα με το χρόνο ανάγνωσης.
Το άρθρο «Ένα αγόρι με μισό εγκέφαλο» αγγίζει τις 4.600 λέξεις και απαιτεί κατά μέσο όρο είκοσι με τριάντα λεπτά για να διαβαστεί. Πρόσθετο πλεονέκτημα υπήρξε το γεγονός ότι δεν είχε δημοσιευθεί προηγουμένως σε κάποιο περιοδικό εθνικής εμβέλειας, καθιστώντας λιγότερο πιθανό να γνωρίζουν ήδη την ιστορία οι συμμετέχοντες από τη Νέα Υόρκη.
Επίσης, ζητούμενο ήταν ένα αφήγημα, μια ιστορία που θα ήταν πιθανό να πυροδοτήσει συναισθηματικές αντιδράσεις από όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες. Ενώ ταυτόχρονα αναζητήθηκε ένα αφήγημα χωρίς πολιτικές ή ιδεολογικές αναφορές.
Η ιστορία ξεκινάει σε μια μικρή αίθουσα αναμονής έξω από το χειρουργείο, όπου ο Jeff Buttars προσπαθεί να ηρεμήσει την ώρα που ο 11 μηνών γιος του Γουίλιαμ προετοιμάζεται για την επέμβαση στον εγκέφαλο. Ήταν λίγο καιρό μετά τη γέννησή του που ο Γουίλιαμ άρχισε να υποφέρει από καθημερινές κρίσεις και σπασμούς, φαινόμενα που χειροτέρευαν συνεχώς εμποδίζοντας τη φυσιολογική του ανάπτυξη, έως ότου οι γιατροί παρουσίασαν στους γονείς του μια επιλογή.
Χωρίς τη χειρουργική επέμβαση, υπήρχε ένα πολύ μικρό ποσοστό πιθανοτήτων, της τάξης του 2%, να ελεγχθούν οι κρίσεις που παρουσίαζε ο Γουίλιαμ, οι οποίες πιθανότατα θα οδηγούσαν σε παράλυση, καθιστώντας τον ανίκανο να αυτοσυντηρηθεί, και ίσως δεν θα ήταν σε θέση να αναγνωρίζει τους ίδιους τους γονείς του με την πάροδο των χρόνων.
Η εναλλακτική λύση; Μια χειρουργική επέμβαση που ονομάζεται ημισφαιρεκτομή, η οποία θα αφαιρούσε το μισό εγκεφάλο του μικρού Γουίλιαμ αυξάνοντας στο 60% τις πιθανότητες εξάλειψης των κρίσεων. Ο Γουίλιαμ θα έχανε μέρος της όρασής του, μέρος της κινητικότητας του αριστερού του χεριού, και θα είχε ενδεχομένως μερική ή πλήρη απώλεια της κινητικότητας των κάτω άκρων.
Μετά από αρκετούς μήνες σκέψης και προβληματισμού, οι γονείς του πήραν τελικά την απόφαση να παραδώσουν το μωρό τους σε μια ιατρική ομάδα με εμπειρία και αρκετές επιτυχημένες αντίστοιχες επεμβάσεις στο ενεργητικό της, αλλά και με αρκετές απώλειες ασθενών, σε μία χειρουργική αίθουσα εξοπλισμένη με ειδικά τρυπάνια και άγκιστρα. «Μόλις καταδίκασα το παιδί μου σε θάνατο» σκέφτηκε αμέσως η Tiernae Buttars.
Όμως ο Γουίλιαμ επιβίωσε της χειρουργικής επέμβασης και ανάρρωσε ανέλπιστα καλά. Στην ηλικία των 9, περπατά, μιλά, κάνει αθλητισμό, παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια και, παρά το μικρότερο του μέσου όρου δείκτη νοημοσύνης, πηγαίνει κανονικά στο σχολείο. Οι γονείς του εξακολουθούν να νιώθουν ενοχές για την απόφασή τους να επιτρέψουν να υποβληθεί το παιδί τους σε χειρουργική επέμβαση, όμως «Μια μέρα μπορεί να είμαι σε θέση να πω πως αυτό ήταν πραγματικά καλό για την οικογένειά μας», λέει ο Jeff, ενώ συμπληρώνει: «ποτέ δεν θα παραδεχτώ ότι ήταν καλό για τον ίδιο τον Γουίλιαμ. Ποτέ…».
Μια ενδιαφέρουσα και, ταυτόχρονα, προσωπική ιστορία, το «Ένα αγόρι με μισό εγκέφαλο» παρουσιάζει ένα ισχυρό δίλημμα, με το οποίο αναμενόταν να έρθουν οι συμμετέχοντες αναγνώστες στη θέση των πρωταγωνιστών. Ενώ το ζήτημα της αντιμετώπισης της ασθένειας και η επιλογή της εμπιστοσύνης μιας πειραματικής χειρουργικής επέμβασης φαινόταν μη αμφιλεγόμενο, η οικογένεια στο αφήγημα βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην πίστη και στις προσευχές την ώρα της κρίσιμης απόφασης.
Έρευνες έχουν δείξει ότι είναι πιο πιθανό να έχουμε ενσυναίσθηση για κάποιον στον όποιο πιστεύουμε ότι μοιάζουμε· συμμετέχοντες που δεν πιστεύουν στο Θεό, καθώς και συμμετέχοντες που δεν συμμερίζονταν την πίστη των Bruttars, πιθανότατα θα ευαισθητοποιούνταν λιγότερο από την ιστορία.
Στόχος ήταν η όσο το δυνατόν καλύτερη προσομοίωση μιας φυσιολογικής κατάστασης ανάγνωσης. Τα μισά από τα υποκείμενα της έρευνας διάβασαν το αφήγημα στην έντυπη μορφή του Indianapolis Monthly, ενώ οι άλλοι μισοί σε ψηφιακή μορφή, είτε σε λάπτοπ είτε σε κανονικό υπολογιστή.
Η ψηφιακή έκδοση περιλάμβανε ένα βίντεο, αλλά για λόγους ελέγχου της διάρκειας και της έντασης της αναγνωστικής εμπειρίας είχαμε απενεργοποιήσει την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τα υποκείμενα δεν μπορούσαν να δουν το βίντεο ή να κάνουν κλικ σε συνδέσμους. Η επιλογή αυτή είχε προφανή μειονεκτήματα όσον αφορά την προσομοίωση της αυθεντικής κατάστασης ανάγνωσης, είχε όμως άλλα πλεονεκτήματα, καθώς μας επέτρεπε να ελέγξουμε πόσο χρόνο αφιέρωναν τα υποκείμενα στην ιστορία.
Στο ερωτηματολόγιο, ωστόσο, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να απαντήσουν εάν επιχείρησαν να δουν το βίντεο ή να ανοίξουν συνδέσμους του άρθρου, ενώ οι αναγνώστες του εντύπου ερωτήθηκαν εάν ξεφύλλισαν το περιοδικό και αν κοίταξαν ή διάβασαν και άλλα θέματα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που απάντησαν καταφατικά και από τις δύο ομάδες.
Τα αποτελέσματα
Μερικά από τα ερωτήματα είχαν ως μόνο στόχο να ελέγξουν πόσες λεπτομέρειες συγκράτησαν τα υποκείμενα από το αφήγημα («Ποιο ήταν το σκεπτικό για την πραγματοποίηση της επέμβασης στον Γουίλιαμ;» και «Ποια είναι τα πράγματα που αναφέρει ότι απολαμβάνει ο Γουίλιαμ στη ζωή;»).
Άλλες ερωτήσεις είχαν ως στόχο να αντλήσουν πληροφορίες για τα αισθήματα των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης («Πώς θα περιγράφατε τη συναισθηματική σας κατάσταση στο μέρος της αφήγησης όπου οι γονείς αναμένουν την έκβαση της χειρουργικής επέμβασης;» ή «Υποθετικά, αν σας ζητούνταν αυτή τη στιγμή να εργαστείτε εθελοντικά για μια φιλανθρωπική οργάνωση που συγκεντρώνει πόρους για την έρευνα και την καταπολέμηση της παιδικής φλοιώδους δυσπλασίας, θα επιλέγατε θα πάρετε μέρος μία φορά;»).
Για να μετρηθεί πόσα υποκείμενα ευαισθητοποιήθηκαν απέναντι στο δίλημμα με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι οι γονείς του Γουίλιαμ, και ήταν σε θέση να συσχετίσουν αυτή την εμπειρία με δικά τους βιώματα, το ερωτηματολόγιο ζητούσε να απαντήσουν, εάν ήταν στη θέση των Jeff και Tiernae, πόσο πιθανό ήταν να πάρουν την ίδια απόφαση κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Πολλές από τις απαντήσεις έδειξαν ότι η αφήγηση «άγγιξε» τους αναγνώστες και κατάφερε να τους οδηγήσει να φαντάζονται τον εαυτό τους μέσα στην ιστορία.
«Πραγματικά αδυνατώ να προβλέψω ποια θα ήταν η απόφασή μου», σημειώνει ένας εκ των συμμετεχόντων. «Δεν είμαι σε θέση να ξεδιαλύνω ποια θα ήταν η καλύτερη επιλογή. Το να αφήσουμε τη “φύση” να πάρει το δρόμο της και το να παρέμβουμε, με τη χειρουργική διαδικασία στην οποία υποβλήθηκε ο Γουίλιαμ, μοιάζουν το ίδιο φρικτά».
Κάποιος άλλος είπε για τους γονείς του Γουίλιαμ: «Δε νομίζω πως θα ήμουν τόσο γενναίος όσο εκείνοι».
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αναγνώστες που θυμόντουσαν περισσότερες λεπτομέρειες και δήλωσαν ότι ένιωσαν πως είχαν κοινά χαρακτηριστικά με τους Buttars, κοινωνικά, οικονομικά, θρησκευτικά και άλλα, ήταν ταυτόχρονα αυτοί που ανέφεραν ισχυρή συναισθηματική σύνδεση με το αφήγημα και αυτοί που πιο πρόθυμα θα αφιέρωναν χρόνο και χρήμα σε έρευνες σχετικές με την πάθηση του Γουίλιαμ.
Δεν υπάρχουν αλάνθαστες μέθοδοι για τον προσδιορισμό του επιπέδου ενσυναίσθησης κάποιου, δεδομένου ότι δεν εκδηλώνεται με έναν και μοναδικό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, οι ψυχολόγοι έχουν αναπτύξει μια σειρά από ευρέως αναγνωρισμένα εργαλεία για τη μέτρηση βασικών επιπέδων ενσυναίσθησης. Για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτό το σκέλος, όλοι οι συμμετέχοντες, αξιοποιώντας τα ανωτέρω εργαλεία, συμπλήρωσαν τρεις διαφορετικές κλίμακες. Τα αποτελέσματα ελήφθησαν υπόψη, αλλά δεν άλλαξαν σε κάτι τη γενική εικόνα.
Από τις 64 ξεχωριστές απαντήσεις, μία μόνο αποκλείστηκε επειδή το υποκείμενο δεν φαινόταν να έχει διαβάσει ολόκληρο το αφήγημα. Τα αποτελέσματα της μελέτης βασίζονται επομένως στις αναλύσεις των υπολοίπων 63 απαντήσεων.
Η γενική εικόνα
Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε φέτος από τη γλωσσολόγο Naomi S. Baron στο βιβλίο της Words Onscreen: The Fate of Reading in a Digital World, δείχνει ότι οι φοιτητές προτιμούν τα έντυπα πανεπιστημιακά συγγράμματα από τα ψηφιακά, επειδή αισθάνονται ότι συγκεντρώνονται καλύτερα και θυμούνται περισσότερα όταν διαβάζουν από το έντυπο.
Η δική μας μελέτη δεν δείχνει κάποια αισθητή διαφορά στη μνήμη των λεπτομερειών ή στη διατήρηση του ενδιαφέροντος ανάμεσα στις δύο μορφές ανάγνωσης. Ωστόσο, δεν λαμβάνει υπόψη τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της διάσπασης προσοχής και της περιορισμένης μνήμης που ορισμένοι μελετητές σημειώνουν ότι συνοδεύουν την ψηφιακή κατανάλωση πληροφοριών, και εισβάλλουν και στην ανάγνωση εντύπων.
H Maryanne Wolf, νευροεπιστήμονας του πανεπιστημίου Tufts, αναφέρει ότι οι αναγνώστες στην ψηφιακή εποχή παλεύουν να παραμείνουν συγκεντρωμένοι και να διαβάσουν σπουδαία (και μεγάλα σε έκταση) λογοτεχνικά έργα, πράγμα που βίωσε η ίδια ένα βράδυ, όταν προσπάθησε να διαβάσει το βιβλίο του Έρμαν Έσσε Το Παιχνίδι με τις Χάντρες έπειτα από μια ολόκληρη μέρα εργασίας μπροστά σε μια οθόνη. Ο Nicholas Carr, στο βιβλίο του The Shallows, αναφέρει μια παρόμοια αλλαγή στις αναγνωστικές του συνήθειες.
Στη δική μας έρευνα δεν είχαμε μια αυθεντική κατάσταση ανάγνωσης, εφόσον θέσαμε περιορισμούς σε κάθε μέσο που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή, όπως το wifi και η χρήση τηλεφώνου, ελέγχοντας την αναγνωστική εμπειρία. Αυτό το επίπεδο ελέγχου εγείρει σοβαρές προκλήσεις, που κάνουν γενικά πιο πολύπλοκη την έρευνα στο πεδίο.
Στους αναγνώστες ανατέθηκε ένα καθήκον, «διαβάστε αυτή την ιστορία», και οι περισσότεροι από αυτούς, όπως ήταν φυσικό, προσπάθησαν να ολοκληρώσουν την ανάγνωση το ταχύτερο και με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο, ενώ το περιβάλλον στο οποίο διάβαζαν είχε ελάχιστους περισπασμούς.
Στην πραγματική ζωή, όμως, οι αναγνώστες θα έγερναν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα με την ταμπλέτα τους, θα κοίταζαν ένα εισερχόμενο μέιλ, θα συνέχιζαν την ανάγνωση, έπειτα θα έβλεπαν κάποιο βίντεο, και πιθανότητα θα άνοιγαν κάποιο σύνδεσμο για περισσότερες πληροφορίες, ή ακόμα θα έμπαιναν στον πειρασμό να δουν κάποια από τις διαδικτυακές διαφημίσεις, και πάει λέγοντας. Και οι αναγνώστες των εντύπων, επίσης, δέχονται ερεθίσματα που τους αποσπούν την προσοχή, από τα τηλέφωνα, τις διαφημίσεις και τα υπόλοιπα θέματα σε ένα περιοδικό.
Η μελέτη υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της έρευνας για τις νέες αναγνωστικές συνήθειες.
Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι η πράξη της ανάγνωσης σε μια οθόνη διαφέρει από τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε έντυπα (σε μια οθόνη τα μάτια μας σαρώνουν το κείμενο με έναν μη γραμμικό τρόπο). Ωστόσο, τα δικά μας ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι διαφορές μεταξύ των έντυπων και των ψηφιακών μορφών ανάγνωσης έχουν πιθανώς λιγότερο να κάνουν με τις διαφορές των ίδιων των επιφανειών με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή και περισσότερο με τον τρόπο που τις προσεγγίζουμε.
Εάν οι αναγνώστες είναι πλήρως εξοικειωμένοι και με τα δύο μέσα, το πιθανότερο είναι ο σχεδιασμός της online αναγνωστικής εμπειρίας (με συνδέσμους και διαφημίσεις) να τη διαφοροποιεί από την αντίστοιχη έντυπη, μαζί με τη διαθεσιμότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στην ίδια ακριβώς συσκευή, αναφέρει η Mary Helen Immordino-Yang, νευροεπιστήμονας του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια, η οποία έχει μελετήσει την ενσυναίσθηση και την εξιστόρηση.
Τα ευχάριστα νέα είναι ότι εμείς έχουμε επιβάλει στον εαυτό μας ερεθίσματα απόσπασης της προσοχής – μπορούν να μην είναι αναπόσπαστο τμήμα των ψηφιακών συσκευών – άρα είναι επιλογή μας να αποφασίσουμε να τα περιορίσουμε και να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις τους.
Η Naomi Baron, η οποία έχει μελετήσει τις αναγνωστικές συνήθειες των μαθητών, αναφέρει πως όταν καθόμαστε να διαβάσουμε μέσα από μια ψηφιακή συσκευή, έχουμε ένα διαφορετικό σύνολο προσδοκιών από τη συγκεκριμένη αναγνωστική εμπειρία σε σχέση με ένα βιβλίο. Είμαστε έτοιμοι να μας διακόψουν και να μας αποσπάσουν τη προσοχή και δεν παραδινόμαστε ολοκληρωτικά στην ανάγνωση.
Επειδή οι συμμετέχοντες στην έρευνα διάβασαν από ψηφιακό μέσο την ιστορία αποφασισμένοι να παραμείνουν συγκεντρωμένοι σε αυτήν, ισχυρίζεται η Baron, τα αποτελέσματα δεν αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα ενσυναίσθησης που έχουμε στην πραγματική ζωή όταν διαβάζουμε είτε από ψηφιακό είτε από έντυπο μέσο, οπότε εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχει διαφορά.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν πως όταν υπάρχει το κατάλληλο κίνητρο, οι άνθρωποι μπορούν να συγκεντρωθούν και να συναισθανθούν εξίσου και στα δύο πλαίσια. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο των συμμετεχόντων θα μπορούσε να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα, δεδομένου ότι οι υψηλού μορφωτικού επιπέδου συμμετέχοντες σε έρευνες, συχνά αποδίδουν καλύτερα.
Είναι προφανές πως η μελέτη υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της έρευνας για τις νέες αναγνωστικές συνήθειες και την ανάγκη για περισσότερη έρευνα. Οι μελετητές γενικά θεωρούν ότι υπάρχουν διαφορετικά οφέλη και μειονεκτήματα στην ανάγνωση σε έντυπη και ψηφιακή μορφή – η πρόκληση είναι να διευκρινιστεί ποια είναι αυτά και πώς μπορούμε να τα φέρουμε σε ισορροπία.
Για τους αναγνώστες και τους δημοσιογράφους, η επίγνωση αυτής της κουλτούρας απόσπασης της προσοχής είναι ίσως το καλύτερο σημείο από όπου μπορούν να ξεκινήσουν. Όταν ο δημοσιογράφος Michael Rubino έγραψε το «Ένα αγόρι με μισό εγκέφαλο», προσπάθησε να μειώσει στην ψηφιακή έκδοση του άρθρου τα ερεθίσματα απόσπασης της προσοχής του αναγνώστη, περιορίζοντας τους εξωτερικούς συνδέσμους, και ακόμα, όπως λέει, το σκέφτηκε πολύ καλά πριν αποφασίσει να ενσωματώσει το βίντεο.
Ο Rubino ισχυρίζεται ότι η ενσυναίσθηση είναι ουσιαστική πλευρά της διαδικασίας συγγραφής των άρθρων του, καθώς επίσης και της εμπειρίας του αναγνώστη με το αφήγημα. «Προσπάθησα να γράψω την ιστορία με τέτοιο τρόπο, ώστε, ανεξαρτήτως του μέσου ανάγνωσης, να μπορούν οι αναγνώστες να τη νιώσουν», λέει ο Rubino. «Όταν ξεκίνησα να γράφω, ένα από τα πράγματα που προσπαθούσα να καταλάβω ήταν τι θα συγκινούσε τους ανθρώπους και ποιο είναι το οικουμενικό στοιχείο σε κάθε θέμα».
Ο ίδιος δεν διακρίνει κάποια διαφορά μεταξύ των μέσων ανάγνωσης, ούτε προσαρμόζει τη γραφή του σε κάποιο από τα δύο. «Κάθε αναγνώστης θα έχει διάφορα ερεθίσματα να του αποσπούν την προσοχή, είτε από το έντυπο είτε ψηφιακά. Ο στόχος μου είναι να τους πιάσω και να τους κρατήσω τόσο ώστε να μην είναι σε θέση αυτά τα ερεθίσματα να λειτουργήσουν», λέει ο Rubino. «Απλώς πρέπει να είστε καλύτεροι από τους περισπασμούς. Ή προσπαθήστε να είστε».
*Η Lene Bech Sillesen είναι επιστημονική συνεργάτης του Columbia Journalism Review.
Οι Chris Ip and David Uberti, επιστημονικοί συνεργάτες του Κέντρου Delacorte στο Columbia Journalism Review, συνέβαλαν στην διενέργεια της έρευνας.