Ποιος φταίει; Απόδοση (υπ)Αιτιότητας για το Δεύτερο Μνημόνιο στη Βουλή των Ελλήνων
Των Μάνου Τάκα και Αθανασίου Ν. Σαμαρά*
Εισαγωγή
Ποιος φταίει για την ελληνική οικονομική κρίση; Ποιος φταίει για τα μνημόνια; Ποιος φταίει για τα οικονομικά μέτρα, για τη φτωχοποίηση, την απελπισία; Φταίνε οι ίδιοι οι Έλληνες ή φταίνε οι Ευρωπαίοι; Κι αν ρίξουμε το φταίξιμο στους Έλληνες, φταίνε όλοι ή μήπως μόνον κάποιοι λίγοι επονείδιστοι, «κακοί»; Εάν το φταίξιμο για την κρίση είναι στην ίδια την Ελλάδα, τότε το πρόβλημα που το προκάλεσε είναι συγκυριακό ή δομικό ή ακόμα χειρότερα οντολογικό; Φταίει, δηλαδή, μία πολιτική συγκυρία ή φταίνε οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές δομές της Ελλάδας – ή φταίει η ίδια η φύση του Έλληνα;
Στα γερμανικά, τουλάχιστον, μέσα ενημέρωσης ο Έλληνας απεικονίζεται με τη μορφή ενός Ζορμπά που διάγει βίο λεβέντικο και ανέμελο με τα λεφτά των άλλων. Ο αρχετυπικός αισώπιος τζίτζικας, του οποίου η καλοκαιρινή ανεμελιά συνιστά ύβρη προς το εργατικό μυρμήγκι, και ο οποίος, τώρα, αντιμετωπίζει τη νέμεση του χειμώνα.
Η προβληματική συνεχίζει ως εξής: αξίζει το ασκητικό κι εργατικό μυρμήγκι να προσφέρει από το υστέρημά του για να περιθάλψει τον τζίτζικα; Μια τέτοια αφήγηση της ελληνικής οικονομικής κρίσης οδηγεί την κεντρο- και βορειο-ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σε ένα βροντερό «όχι», παράγοντας έτσι πολιτικό κόστος για τις ενέργειες αρωγής των κυβερνήσεών τους. Οι αφηγήσεις παράγουν και αναπαράγουν εικόνες και τις παγιώνουν σε στερεότυπα. Εικόνες για τον «εαυτό» και τον «άλλο», για «εμάς» και για «εκείνους». Πίσω από κάθε «τι» υπάρχει κι ένα «γιατί» που το συγκροτεί και το νοηματοδοτεί (Heider 1958). Μας διδάσκει η κοινωνική ψυχολογία ότι δεν νοείται το «τι» χωρίς το «γιατί» του, και με ένα διαφορετικό «γιατί» το ίδιο το «τι» αλλάζει περιεχόμενο, αλλάζει νόημα.
Το «τι», σε αυτή την έρευνα, είναι η ελληνική οικονομική κρίση. Το «γιατί» είναι τα παραγωγικά αίτια της κρίσης. Είναι οι αιτίες της οικονομικής κρίσης εσωτερικές ή εξωτερικές προς την Ελλάδα; Κι εάν είναι εσωτερικές προς τη χώρα, οφείλονται σε παράγοντες μόνιμους και σταθερούς ή σε συγκυριακούς και ασταθείς; Οι πρακτικές συνεπαγωγές είναι τεράστιες: αξίζει να βοηθηθεί η χώρα, αξίζει να σωθεί; Ή μήπως απλώς μεταφέρουμε νερό με τον πίθο των Δαναΐδων; Η εικόνα του άξιου βοηθείας θύματος στηρίζεται στη συγκρότηση των παραγωγικών αιτιών της κρίσης.
Η συμπόνια είναι ένα σύνθετο συναίσθημα που ενσωματώνει γνωσιακά στοιχεία, όπως ότι η οδύνη του άλλου είναι μεγάλη και ότι δεν του αξίζει να υποφέρει (Nussbaum 2001:306). Για να παραχθούν αισθήματα συμπόνιας ικανά να κινητοποιήσουν σε δράση, τα θύματα πρέπει να απεικονίζονται ως αδύναμα και αθώα (Hoijer 2004:521). Όταν η υπαιτιότητα αποδίδεται στα ίδια τα θύματα, όταν τα παραγωγικά αίτια είναι εσωτερικά προς τη χώρα και μόνιμα, τότε το στοιχείο του «αθώου» αποδομείται και συγκροτείται η εικόνα του ανάξιου βοήθειας θύματος.
Ο καθορισμός του «γιατί» των μνημονίων είναι μία σύνθετη διαδικασία που γίνεται σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα και από διαφορετικούς ενδοκρατικούς και υπερεθνικούς δρώντες. Η παρούσα ανάλυση εστιάζεται στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτικός αποδίδει υπαιτιότητα για τα φαινόμενα, σε μεγάλο βαθμό, λειτουργεί (α) οριοθετικά στον τρόπο με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης απεικονίζουν την κρίση στα διεθνή ακροατήρια και (β) καθοδηγητικά στον τρόπο με τον οποίο ο έλληνας πολίτης αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα. Η καταληκτική πρόταση στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου «Εικόνες Κρατών» αναδεικνύει την αναγκαιότητα της ανάλυσης της απόδοσης υπαιτιότητας για την κρίση από το ελληνικό κομματικό σύστημα:
«Η πραγματικά μεγάλη επιβάρυνση της κρίσης αφορά τη συλλογική μας αυτο-εικόνα, τα αυτο-στερεότυπα που επιτρέψαμε στην κρίση να διαμορφώσει. Αυτά πρέπει να ανατραπούν άμεσα και δυναμικά γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος το χάσμα ταυτότητας-εικόνας να γεφυρωθεί όχι με την αναβάθμιση της εικόνας αλλά με την υποβάθμιση της ταυτότητας, με τη συρρίκνωση του συλλογικού “εμείς” με τρόπο που θα επηρεάσει δυσμενώς το κάθε ατομικό “εγώ”». (Σαμαράς 2014)
Εάν το κομματικό σύστημα καθορίζει τα παραγωγικά αίτια του προβλήματος σε όρους εσωτερικών και μόνιμων αιτιών τότε έχει γίνει μία σημαντική παραδοχή, ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της εσωτερίκευσης της ήττας, της προσαρμογής της ταυτότητας στην εξωτερική εικόνα και ουσιαστικά στην αποδοχή ενός ενοχικού πλέγματος το οποίο εγκλωβίζει τη χώρα.
Στόχος της έρευνας είναι να εξετάσει το πώς οι έλληνες πολιτικοί ορίζουν τα προβλήματα, πού επιρρίπτουν ευθύνες και πού αναζητούν τα παραγωγικά αίτια των προβλημάτων αυτών. Στον πυρήνα της έρευνας υπάρχει η παραδοχή ότι η διαδικασία απόδοσης υπαιτιότητας από το ελληνικό κομματικό σύστημα δεν είναι μία τυχαία διαδικασία αλλά διέπεται από ορισμένες λογικές, οι οποίες μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά. Οι λογικές αυτές ορίζονται αφενός από τη στρατηγική επικοινωνία και αφετέρου από τη θεωρία των παραγωγικών αιτιών. Συνεπώς οι ανάγκες της έρευνας οδήγησαν στην εργαλειοποίηση της θεωρίας παραγωγικών αιτιών για την ανάλυση του πολιτικού λόγου.
Η θεωρία απόδοσης αιτιότητας ως αναλυτικό εργαλείο
Η αναζήτηση των αιτιών καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην ανθρώπινη σκέψη, καθώς βοηθά στην κατανόηση του περιβάλλοντός μας και στην ερμηνεία και επηρεασμό της συμπεριφοράς των άλλων (Heider 1958:20). Ο τρόπος με τον οποίο το άτομο οργανώνει και κωδικοποιεί τα μηνύματα, αποτελεί κομβικό σημείο για την ένταξή του σε κοινωνικές ομάδες, τις διαπροσωπικές του σχέσεις αλλά και την κοινωνική του ταυτότητα. Η απόδοση αιτιών άπτεται άμεσα της λειτουργίας της αντίληψης ως ανθρώπινης λειτουργίας, καθώς επηρεάζει το κατά πόσο ο παρατηρητής θα θεωρήσει υπαίτιο μιας συμπεριφοράς τον ίδιο τον δρώντα ή το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο παρατηρείται η συμπεριφορά (Malle 2004:7· Ξενικού 2008:418· Τάκας 2015:11).
Η απόδοση αιτιότητας, σύμφωνα με τον Weiner (1986), εμπεριέχει τρεις καθοριστικούς παράγοντες: την έδρα της αιτιότητας, τη σταθερότητα και τη δυνατότητα ελέγχου.
Η έδρα αιτιότητας καθορίζει το «τις πταίει» και διαφοροποιείται ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, Εν προκειμένω το εάν τα αίτια του προβλήματος είναι εσωτερικά ή εξωτερικά προς τον πολιτικό ή προς το κόμμα ή προς τη χώρα.
Εάν ένα πρόβλημα θεωρηθεί ότι διαθέτει σταθερά χαρακτηριστικά, αναμένεται η διαχρονική εμφάνισή του και θεωρείται ως δεδομένο. Επί παραδείγματι, ο αντιπολιτευτικός λόγος, ο οποίος αποδίδει αιτιότητα σε περίπτωση αποτυχίας σε σταθερά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης (π.χ. ιδεοληψίες, δογματισμοί) αποδομεί την ίδια την ικανότητα της κυβέρνησης, καθώς υπονοείται ότι τα ίδια σταθερά χαρακτηριστικά της θα αποτελέσουν αιτία εμφάνισης παρόμοιων αποτυχιών στο μέλλον, δημιουργώντας έτσι αισθήματα φόβου. Αντιθέτως εάν τα παραγωγικά αίτια θεωρηθούν μεταβλητά, τότε δημιουργείται η πεποίθηση ότι τα αίτια μπορούν να αντιμετωπιστούν ώστε να αποφευχθούν παρόμοια αρνητικά αποτελέσματα στο μέλλον, δημιουργώντας έτσι αισθήματα ελπίδας (Weiner 1986).
Η δυνατότητα ελέγχου αναφέρεται στο εάν το αίτιο βρίσκεται στον έλεγχο του δρώντος ή στον έλεγχο κάποιου άλλου ατόμου. Εάν σε περίπτωση αποτυχίας κυριαρχήσει η προσέγγιση ότι ο δρών δεν είχε ουσιαστικό έλεγχο, τότε απομειώνεται η ενοχή του. Σε αντίθετη περίπτωση, ο δρών θεωρείται υπαίτιος και αμφισβητείται πιο έντονα η ικανότητά του.
Τα αίτια κατηγοριοποιούνται βάσει των αιτιωδών διαστάσεων τους, οι οποίες είναι: πρώτον, η ικανότητα (εσωτερικό, σταθερό και μη ελεγχόμενο αίτιο), δεύτερον, η προσπάθεια (εσωτερικό, ασταθές και μη ελεγχόμενο), τρίτον, η δυσκολία έργου (εξωτερικό, σταθερό και μη ελεγχόμενο) και τέταρτον, η τύχη (εξωτερικό, ασταθές και μη ελεγχόμενο αίτιο).
Το στοιχείο της σταθερότητας φέρει σημαίνουσα διάσταση, καθώς τα αίτια που θα επιλέξει ένα άτομο για να εξηγήσει μια συμπεριφορά, αποτελούν κίνητρα ή αντικίνητρα για τη μελλοντική του κρίση. Επομένως η επιλογή σταθερών ή μεταβλητών καθώς και εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων στη διερεύνηση των παραγωγικών αιτιών αποτελεί ένα εργαλείο με το οποίο οι πολιτικοί διαχειρίζονται την εικόνα του σε σχέση με τις επιτυχίες και τα προβλήματα. Μέσω όμως της διαδικασίας αυτής συγκροτείται και η (αυτο)εικόνα του ίδιου του κράτους.
Μεθοδολογικές Παρατηρήσεις
Για να διερευνηθεί συστηματικά η διαδικασία απόδοσης υπαιτιότητας για το Μνημόνιο ΙΙ εξετάζονται οι έδρες αιτιότητας (ποιος φταίει) καθώς κι εάν οι παράγοντες που οδήγησαν την Ελλάδα στο Μνημόνιο ΙΙ είναι εσωτερικοί ή εξωτερικοί ως προς την χώρα κι εάν τα αίτια της κρίσης θεωρούνται σταθερά και αμετάβλητα, ή ασταθή.
Ως μεθοδολογία χρησιμοποιήθηκε η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου με τη χρήση της κλείδας παρατηρήσεων, ενός δηλαδή πίνακα καταγραφής ποιοτικών παρατηρήσεων ο οποίος επιτρέπει την περαιτέρω ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων, επί των επισήμων πρακτικών της κοινοβουλευτικής συζήτησης. Η κλείδα παρατηρήσεων καταγράφει την δήλωση η οποία εμπεριέχει απόδοση υπαιτιότητας, τον πολιτικό που την εξέφερε, το ζήτημα για το οποίο αποδόθηκε αιτιότητα, την ένταξη του ζητήματος σε ευρύτερες συναφείς και διακριτές θεματικές ώστε να επιτρέπεται η ποσοτική τους επεξεργασία, την έδρα της αιτιότητας, την απόδοση αιτιότητας σε εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες καθώς και σε σταθερά ή μεταβλητά αίτια και τέλος εάν το ζήτημα παρουσιάστηκε υπό όρους προβλήματος ή επιτυχίας.
Η κοινοβουλευτική συζήτηση περί Μνημονίου ΙΙ επιλέχθηκε για τους εξής λόγους:
Πρώτον, ένεκα των εξαιρετικά σκληρών μέτρων που προβλέπονταν, σε μια οικονομία η οποία ήδη βρισκόταν σε βαθιά ύφεση. Αυτό, ως αρνητική εξέλιξη εντείνει το παίγνιο απόδοσης ευθυνών και το καθιστά σημαντικό.
Δεύτερον, το Μνημόνιο ΙΙ υπογράφηκε από μια ιδιότυπη μορφή Κυβέρνησης, καθώς ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος δεν είχε εκλεγεί απευθείας, γεγονός που προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση στη συζήτηση περί έλλειψης λαϊκού ερείσματος και νομιμοποίησης της Κυβέρνησης.
Τρίτον, λόγω της πληθώρας των μεταβολών στάσεων και των εσωτερικών συγκρούσεων στο πολιτικό σύστημα. Τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, έθεσαν ζήτημα κομματικής πειθαρχίας απειλώντας με διαγραφή όσους δεν θα υπερψήφιζαν το Μνημόνιο ΙΙ. Επιπροσθέτως παρατηρήθηκε αλλαγή στην πολιτική θέση του ΛΑΟΣ, το οποίο παρά το γεγονός ότι αρχικά στήριξε τη συγκυβέρνηση, καταψήφισε το Μνημόνιο ΙΙ.
Τέταρτον, το ίδιο το Μνημόνιο ΙΙ αλλά και η διαδικασία της κοινοβουλευτικής συζήτησης (κατεπείγον) αμφισβητήθηκαν ως αντισυνταγματικά.
Πέμπτον, η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική συζήτηση πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες κοινωνικής έκρηξης, με ένα πολύ μεγάλο πλήθος να διαδηλώνει στους δρόμους προς την πλατεία Συντάγματος κατά της πολιτικής λιτότητας και των νέων μέτρων.
Αποτελέσματα
Στην κοινοβουλευτική συζήτηση για το Μνημόνιο αποτυπώθηκαν συνολικά 386 διακριτές περιπτώσεις απόδοσης αιτιότητας. Εξ αυτών τα δύο κεντρικότερα ζητήματα, για τα οποία αποδόθηκε αιτιότητα ήταν: Πρώτον, τα Οικονομικά και Κοινωνικά Ζητήματα λόγω Μνημονίου ΙΙ (Ν=160), δηλαδή η αναπαράσταση του ίδιου του Μνημονίου ΙΙ ως παραγωγικό αίτιο ζητημάτων αναφορικά με οικονομικά και κοινωνικά ενδο-κρατικά προβλήματα (λ.χ. φτώχεια, ανεργία, περικοπή συντάξεων και μισθών). Δεύτερον τα δομικά ενδοκρατικά προβλήματα (n=140), τα οποία προϋπήρχαν του Μνημονίου ΙΙ (έλλειψη διαρθρωτικών αλλαγών, γραφειοκρατία, εξαρτημένη οικονομία) συνεχίζουν να επιβαρύνουν την ελληνική πραγματικότητα και αποτυπώνουν την τότε κατάσταση της χώρας.
Πίνακας 1: Κυρίαρχα Ζητήματα Απόδοσης Αιτιότητας
Ζήτημα | Ν – % |
Ενδοκοινοβουλευτικά Προβλήματα | 21 – 5,4% |
Ενδοκρατικά προβλήματα | 140 – 36,3% |
Ζητήματα ΕΕ | 21 – 5,4% |
Καταστροφή χώρας | 11 – ,8% |
Οικονομικά και Κοινωνικά Ζητήματα λόγω ΜΙΙ | 160 – 41,5% |
Πολιτικές Πρωτοβουλίες | 9 – 2,3% |
Τρομοκράτηση | 13 – 3,4% |
Άλλο | 11 – 2,8% |
ΣΥΝΟΛΟ | 386 – 100,0% |
Ο υπερτονισμός των δύο αυτών ζητημάτων αποκαλύπτει τη σημαντικότητά τους στην πολιτική σκέψη και μέσω αυτής δημιουργείται η εικόνα ενός κράτους το οποίο βιώνει έντονα προβλήματα στο εσωτερικό του και εξετάζει εάν το Μνημόνιο ΙΙ θα αποτελέσει λύση σε αυτά ή θα οδηγήσει σε περαιτέρω όξυνσή τους. Κεντρικό ρόλο, όμως, διαδραματίζει το κατά πόσο έκαστο ζήτημα πλαισιώνεται υπό όρους προβλήματος ή επιτυχίας.
Πίνακας 2: Κυρίαρχα Ζητήματα Απόδοσης Αιτιότητας υπό όρους Προβλήματος/Επιτυχίας
ΖητήματαΑπόδοσης Αιτιότητας | Πρόβλημα | Επιτυχία | Σύνολο |
Ενδοκοινοβουλευτικά Προβλήματα | 20 | 1 | 21 |
95,2% | 4,8% | 100,0% | |
Ενδοκρατικά προβλήματα | 138 | 2 | 140 |
98,6% | 1,4% | 100,0% | |
Ζητήματα ΕΕ | 18 | 3 | 21 |
85,7% | 14,3% | 100,0% | |
Καταστροφή χώρας | 11 | 0 | 11 |
100,0% | 0,0% | 100,0% | |
Οικονομικά και Κοινωνικά Ζητήματα λόγω Μνημονίου ΙΙ | 118 | 42 | 160 |
73,8% | 26,3% | 100,0% | |
Πολιτικές Πρωτοβουλίες | 1 | 8 | 9 |
11,1% | 88,9% | 100,0% | |
Τρομοκράτηση | 13 | 0 | 13 |
100,0% | 0,0% | 100,0% | |
Άλλο | 10 | 1 | 11 |
90,9% | 9,1% | 100,0% | |
Σύνολο | 329 | 57 | 386 |
85,2% | 14,8% | 100,0% |
Στη συντριπτική πλειοψηφία τα ζητήματα για τα οποία αποδόθηκε αιτιότητα πλαισιώνονται υπό όρους προβλήματος. Η μόνη διαφοροποίηση παρατηρείται στο ζήτημα «Πολιτικές Πρωτοβουλίες», όπου η πλαισίωσή του υπό όρους επιτυχίας έγκειται στην προαγωγή θετικών πρωτοβουλιών από συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και συνιστά αυτοπροβολή του πολιτικού έργου. Το γεγονός ότι τα περισσότερα ζητήματα συγκροτούνται σε όρους «προβλήματος» αναδεικνύει το αρνητικό πρόσημο που έχει η εικόνα της Ελλάδας και είναι συμβατό με την εικόνα της χώρας σε κρίση (Σαμαράς 2014). Η έμφαση στο πρόβλημα επιτείνει την ανάγκη να αναζητηθούν οι έδρες αιτιότητας, το ποιος φταίει.
Πίνακας 3. Έδρες Απόδοσης Αιτιότητας
Έδρα αιτιότητας | Συχνότητα | Ποσοστό |
Αγορές | 3 | 0,8% |
Αντιπολίτευση | 9 | 2,3% |
Δανειστές | 18 | 4,7% |
Διαδικασία | 2 | 0,5% |
Ενδοκρατικά Πολιτικά Πρόσωπα | 21 | 5,4% |
Ενδοκρατικοί Παράγοντες | 11 | 2,8% |
Ευρώπη | 25 | 6,5% |
Καπιταλισμός | 6 | 1,6% |
Κυβέρνηση | 109 | 28,2% |
Μη ψήφιση Μνημονίου ΙΙ | 17 | 4,4% |
Μνημόνιο Ι | 6 | 1,6% |
Μνημόνιο ΙΙ | 82 | 21,2% |
Ολότητα | 9 | 2,3% |
Πολιτικοί | 23 | 6,0% |
Προβλήματα χώρας | 7 | 1,8% |
Προηγούμενες Κυβερνήσεις | 38 | 9,8% |
Σύνολο | 386 | 100,0% |
Από τον παραπάνω πίνακα αναδύονται πέντε βασικές έδρες αιτιότητας λόγω συχνότητας εμφάνισης και πιο συγκεκριμένα: η τότε κυβέρνηση (28,2%), το ίδιο το Μνημόνιο ΙΙ (21,2%), οι προηγούμενες κυβερνήσεις (9,8%), η Ευρώπη (6,5%) και τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα (6%). Η εμφανής ανάδυση των εδρών «Κυβέρνηση» και «Μνημόνιο ΙΙ» οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδια η κυβέρνηση εισήγαγε το Μνημόνιο ΙΙ στη Βουλή και εξ αυτού καθίσταται υπόλογη για την επιλογή αυτή αλλά και το ίδιο το Μνημόνιο ΙΙ για όποιες επιδράσεις θα είχε στην ελληνική κοινωνία.
Ζητήματα στα οποία αποδόθηκε αιτιότητα στις πέντε κυρίαρχες έδρες.
Στην τότε κυβέρνηση αποδόθηκε αιτιότητα για τα περισσότερα ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα: πρώτον για τα ενδοκοινοβουλευτικά προβλήματα, τα οποία ενεργοποιούνται κυρίως από την επιλογή της κυβέρνησης για συζήτηση περί Μνημονίου ΙΙ υπό τη διαδικασία του κατεπείγοντος και δεύτερον για τα ενδοκρατικά προβλήματα της χώρας, αν και σε πολύ κοντινό ποσοστό στο συγκεκριμένο ζήτημα κινείται και η έδρα «προηγούμενες Κυβερνήσεις».
Σημαντική λεπτομέρεια αποτελεί το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση αποτελούνταν αποκλειστικά από κόμματα τα οποία είχαν κυριαρχήσει κυβερνητικά από τη μεταπολίτευση μέχρι τη στιγμή της συζήτησης. Εξ αυτού φαίνεται ότι η απόδοση αιτιότητας ενδεχομένως να στοχεύει σε δύο συγκεκριμένα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, καθώς αυτά διαδέχονταν το ένα το άλλο στην κυβερνητική θέση. Τρίτον, για τις πολιτικές πρωτοβουλίες που λήφθηκαν και τέταρτον για την προσπάθεια τρομοκράτησης της κοινής γνώμης σχετικά με τη μη ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ.
Τα ζητήματα σχετικά με την ΕΕ, τα οποία αναφέρονταν κυρίως στην αλλαγή πολιτική πλεύσης και ιδεολογίας της Ευρώπης, αποδίδονται αποκλειστικά στην ίδια την Ευρώπη, η οποία παρουσιάζεται ως η ετερότητα, ο «Άλλος» σε σχέση με τις πολιτικές αποφάσεις της Ελλάδας. Διαφαίνεται δηλαδή ότι η Ευρώπη, διαθέτει σημαντική ισχύ έναντι της Ελλάδας, θέτοντας ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης, στο οποίο η χώρα θα πρέπει να κινηθεί.
Επιπροσθέτως σε υψηλό ποσοστό (32%) κινείται η απόδοση αιτιότητας για τα ενδοκρατικά προβλήματα στις προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες αποτελούνταν ουσιαστικά από τα κόμματα της τότε κυβέρνησης. Για τα ενδοκρατικά προβλήματα αποδίδεται επίσης αιτιότητα στους πολιτικούς ως σύνολο, με ποσοστό 21,4%. Σημαντική όμως παράμετρος στην οριοθέτηση των προβλημάτων, την πρόσληψη των αιτιών τους αλλά και τη διαμόρφωση της προβαλλόμενης εικόνας της Ελλάδας, αποτελεί το εάν η αιτιότητα αποδίδεται σε εσωτερικούς ή εξωτερικούς, ως προς την χώρα, παράγοντες.
Πίνακας 4: Απόδοση αιτιότητας σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες
Παράγοντες | ΝΔ | ΠΑΣΟΚ | ΛΑΟΣ | ΣΥΡΙΖΑ | ΚΚΕ | Ανεξάρτητος | Πρωθ. Παπαδήμος |
Εσωτερικοί | 38 | 41 | 12 | 65 | 48 | 22 | 3 |
57,6% | 46,1% | 37,5% | 67,7% | 77,4% | 91,7% | 17,6% | |
Εξωτερικοί | 7 | 19 | 11 | 4 | 9 | 2 | 0 |
10,6% | 21,3% | 34,4% | 4,2% | 14,5% | 8,3% | 0,0% | |
Μνημόνιο ΙΙ | 21 | 29 | 9 | 27 | 5 | 0 | 14 |
31,8% | 32,6% | 28,1% | 28,1% | 8,1% | 0,0% | 82,4% | |
Σύνολο | 66 | 89 | 32 | 96 | 62 | 24 | 17 |
100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% |
Ο παραπάνω πίνακας αποτυπώνει την τάση όλων των πολιτικών δρώντων στην κοινοβουλευτική συζήτηση να αποδίδουν αιτιότητα σε εσωτερικούς ως προς τη χώρα παράγοντες (n=229 έναντι n=52 σε εξωτερικούς). Από την ποιοτική ανάλυση η τάση αυτή εκπορεύεται από δύο αντικρουόμενες στρατηγικές: Η πρώτη, της συγκυβέρνησης, θεωρεί ότι τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας ώθησαν προς την υπογραφή του Μνημονίου ΙΙ, το οποίο παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας.
Η δεύτερη, της αντιπολίτευσης, θεωρεί ότι τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας οφείλονται στα κόμματα της συγκυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) ενώ παράλληλα το Μνημόνιο ΙΙ θα επιτείνει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδας. Το Μνημόνιο ΙΙ κωδικοποιήθηκε ξεχωριστά καθώς αποτελεί πρωτίστως εξωτερικό παράγοντα, ο οποίος όμως εσωτερικοποιήθηκε λόγω της επικύρωσής του στο εθνικό κοινοβούλιο και την εξ αυτού ψήφιση πληθώρας νόμων.
Επίσης η ρητορική του Πρωθυπουργού κ. Παπαδήμου εστιάστηκε κυρίως στο Μνημόνιο ΙΙ και στα θετικά τα οποία επρόκειτο να φέρει στην ελληνική κοινωνία. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί θεωρούν ότι τα προβλήματα της χώρας οφείλονται σε εσωτερικά προς τη χώρα χαρακτηριστικά, παρουσιάζει μια εικόνα κράτους δυσλειτουργικού, το οποίο παρουσιάζεται ως ανάξιο βοηθείας θύμα της οικονομικής κρίσης. Ενισχύεται έτσι η εικόνα ότι η ίδια η χώρα φταίει άρα φέρει το κύριο βάρος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της.
Ο εγκλωβισμός στην εικόνα του ανάξιου βοήθειας θύματος εμπεδώνεται όταν τα εσωτερικά προβλήματα εμφανίζονται να έχουν σταθερά αίτια, να έχουν, δηλαδή χαρακτήρα μονιμότητας και να μεταβάλλονται δύσκολα.
Πίνακας 5: Απόδοση αιτιότητας σε σταθερά και ασταθή αίτια
Θέμα | Συχνότητα | Σταθερά | Ασταθή | Σύνολο |
Ενδοκοινοβουλευτικά Προβλήματα | Συχνότητα | 16 | 5 | 21 |
% εντός Θέματος | 76,20% | 23,80% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 4,90% | 8,60% | 5,40% | |
Ενδοκρατικά προβλήματα | Συχνότητα | 129 | 11 | 140 |
% εντός Θέματος | 92,10% | 7,90% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 39,30% | 19,00% | 36,30% | |
Ζητήματα ΕΕ | Συχνότητα | 15 | 6 | 21 |
% εντός Θέματος | 71,40% | 28,60% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 4,60% | 10,30% | 5,40% | |
Καταστροφή χώρας | Συχνότητα | 10 | 1 | 11 |
% εντός Θέματος | 90,90% | 9,10% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 3,00% | 1,70% | 2,80% | |
Οικονομικά και Κοινωνικά Ζητήματα λόγω ΜΙΙ | Συχνότητα | 134 | 26 | 160 |
% εντός Θέματος | 83,80% | 16,20% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 40,90% | 44,80% | 41,50% | |
Πολιτικές Πρωτοβουλίες | Συχνότητα | 6 | 3 | 9 |
% εντός Θέματος | 66,70% | 33,30% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 1,80% | 5,20% | 2,30% | |
Τρομοκράτηση | Συχνότητα | 10 | 3 | 13 |
% εντός Θέματος | 76,90% | 23,10% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 3,00% | 5,20% | 3,40% | |
Άλλο | Συχνότητα | 8 | 3 | 11 |
% εντός Θέματος | 72,70% | 27,30% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 2,40% | 5,20% | 2,80% | |
Σύνολο | Συχνότητα | 328 | 58 | 386 |
% εντός Θέματος | 85,00% | 15,00% | 100,00% | |
% εντός Σταθερά/Ασταθή | 100,00% | 100,00% | 100,00% |
Από τον παραπάνω πίνακα τεκμαίρεται ότι το σύνολο των ζητημάτων προκλήθηκε από σταθερά και αμετάβλητα αίτια. Πιο συγκεκριμένα τα ενδοκρατικά προβλήματα παρουσιάστηκαν ως παράγωγο σταθερών αιτιών, υπογραμμίζοντας έτσι παθογένεια. Τα σταθερά αίτια είχαν συχνότερη εμφάνιση και στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα λόγω Μνημονίου ΙΙ.
Από την ποιοτική ανάλυση η συγκεκριμένα τάση επεξηγείται με δύο τρόπους: πρώτον, το ίδιο το Μνημόνιο, λόγω σταθερής και συγκεκριμένης δομής, παράγει προβλήματα και κοινωνικές εκρήξεις και δεύτερον τα ήδη υπάρχοντα ζητήματα παγιώνονται και σταθεροποιούνται λόγω Μνημονίου ΙΙ. Επιπροσθέτως, τα ενδοκρατικά προβλήματα φαίνονται να θεωρούνται δεδομένα και παγιωμένα στην πολιτική σκέψη, προβλήματα με σταθερά χαρακτηριστικά, που εξελίχθηκαν ανεμπόδιστα σε βάθος χρόνου. Αυτή η στάση έναντι των προβλημάτων συμπληρώνουν την εικόνα της Ελλάδας ως μια χώρα «πρόβλημα», η οποία διαθέτει εσωτερικά και αμετάβλητα προβλήματα. Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι εάν σε περίπτωση αποτυχίας αποδοθεί αιτιότητα σε σταθερά χαρακτηριστικά παρουσιάζεται φόβος (Weiner 1986) η Ελλάδα παρουσιάζεται ως μια χώρα ανάξια βοήθειας, η οποία παράγει φόβο λόγω των σταθερών χαρακτηριστικών των εσωτερικών προβλημάτων της.
Εν κατακλείδι, τα ζητήματα στα οποία εστιάστηκαν περισσότεροι οι πολιτικοί δρώντες στη συγκεκριμένη κοινοβουλευτική συζήτηση αφορούσαν κυρίως τα ενδοκρατικά προβλήματα και τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα λόγω Μνημονίου ΙΙ. Το ίδιο το Μνημόνιο παρουσιάστηκε από τη συγκυβέρνηση ως σωτηρία της χώρας εμπρός στον κίνδυνο της χρεοκοπίας και της κοινωνικής εξαθλίωσης, ενώ η απόδοση αιτιότητας εστιάστηκε στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, τα οποία κινητοποίησαν τη διαδικασία του Μνημονίου ΙΙ.
Υπό αυτή την οπτική το Μνημόνιο ΙΙ παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα, ως «σανίδα σωτηρίας» έναντι των σταθερών, χρόνιων και αμετάβλητων προβλημάτων στο εσωτερικό της Ελλάδας, τα οποία δημιουργήθηκαν από προηγούμενες Κυβερνήσεις. Έτσι, τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μεταθέτουν την αρνητική κατάσταση της χώρας σε παρελθοντικές κυβερνήσεις, αγνοώντας την εμπλοκή των συγκεκριμένων πολιτικών κομμάτων στην διακυβέρνηση της χώρας τα προηγούμενα χρόνια.
Στον αντίποδα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ερμήνευσαν το Μνημόνιο ΙΙ ως αποτυχημένη πολιτική συνέχεια του πρώτου Μνημονίου, θεωρώντας ότι θα οξύνει περαιτέρω τα εσωτερικά προβλήματα της Ελλάδας, ενώ απέδωσαν υπαιτιότητα στα κόμματα της συγκυβέρνησης τόσο για παρελθοντικές όσο και για τις παρούσες συνθήκες της χώρας. Με αυτό τον τρόπο διαφοροποίησαν τη στάση τους έναντι των κομμάτων της συγκυβέρνησης, καθώς την κατηγορούν ότι με την υπερψήφιση του Μνημονίου ΙΙ θα βαθύνουν περαιτέρω τα ήδη οξυμένα προβλήματα της χώρας.
Η Ελλάδα παρουσιάζεται ως το «δίκαιο» θύμα, υπό την έννοια ότι η ίδια η χώρα δεν αντιμετώπισε εγκαίρως τα προβλήματά της, τα οποία πλέον έχουν σταθεροποιηθεί και παγιωθεί. Εξ αυτού, δικαίως επιβάλλεται το Μνημόνιο ΙΙ στη χώρα, το οποίο παρουσιάζεται από τα κόμματα της συγκυβέρνησης ως λύση στην ελληνική παθογένεια.
Η Ελλάδα στη σκέψη των πολιτικών παρουσιάζεται ως μια χώρα με σταθερά προβλήματα στο εσωτερικό της για τα οποία η ίδια φταίει και παρατηρείται μια αποστασιοποίηση των πολιτικών σε σχέση με το ποιος συγκεκριμένα ευθύνεται για τα προβλήματα αυτά. Εξ αυτού η προβαλλόμενη εικόνα της Ελλάδας είναι μιας χώρας που βιώνει βαθιά εσωτερικά και πάγια προβλήματα, για τα οποία ευθύνεται η ίδια, επηρεάζοντας έτσι την προσλαμβανόμενη εικόνα της και την καθιστά χώρα «πρόβλημα» και «δίκαιο» θύμα, ανάξια να λάβει βοήθεια και εν τέλει αποδομεί την εικόνα της χώρας.
Αυτή αποτελεί μία πρώτη συστηματοποιημένη καταγραφή της απόδοσης υπαιτιότητας για την οικονομική κρίση στον κοινοβουλευτικό λόγο η οποία αναδεικνύει την σημαντικότητα του θέματος καθώς και την ευρύτερη προβληματική η οποία συναρτάται με αυτό. Ενδιαφέρον έχει η διαχρονική ανάλυση του φαινομένου στο πρώτο και στο τρίτο μνημόνιο και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο η μεταστροφή ενός κόμματος από την αντιμνημονιακή ρητορική στην μνημονιακή πρακτική επηρεάζει την στάση του κατά την απόδοση υπαιτιότητας.
*Ο Αθανάσιος Ν. Σαμαράς είναι Επίκουρος Καθηγητής διεθνούς και πολιτικής επικοινωνίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Διευθυντής του Εργαστηρίου Στρατηγικής Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης. Ο Μάνος Τάκας είναι ερευνητής του Advanced Media Institute με ερευνητικό ενδιαφέρον στην πολιτική επικοινωνία, με δημοσιεύσεις και παρουσιάσεις σε εθνικά και διεθνή συνέδρια.
Βιβλιογραφία
Heider, F. (1958). The Psychology of Interpersonal Relations. USA: Wiley & Sons Inc.
Kuznick, M. (1997). Images of Nations and International Public Relations. Mahwah(NJ): Lawrence Erblaum Associates.
Malle, B.F. (1999). How People Explain Behavior: A New Theoretical Framework. Personality and Social Psychology Review, 3(1), 23-48.
Malle, B.F. (2004). How the Μind Εxplains Βehavior. Cambridge: MIT.
Nussbaum, M.C. (2001). Upheavals of Thought: The Intelligence of Emotion. Cambridge: Cambridge University Press.
Hogg, M.A. & Vaughan, G.M. (2010). Essentials of Social Psychology. Harlow: Pearson Education Limited.
Hoijer, B. (2004). The Discourse of Global Comparison: Tha Audience and Media Reporting of Human Suffering. Media Culture and Society, 26(4), σ. 285-314
Ξενικού Α. (2008). Η Κοινωνική Απόδοση, 397-426, στο Σ. Παπαστάμου (Επιμ.), Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, Τόμος Β΄: Η Παράδοση, Αθήνα: Πεδίο.
Σαμαράς, Α.Ν. (2014). Εικόνες Κρατών. Στρατηγική Επικοινωνία, Ήπια Ισχύς και Μέσα Ενημέρωσης. Αθήνα: Καστανιώτης
Takas, E. & Samaras, A.N. (2015, June). The Rhetoric of blame for the Greek Financial Crisis in Parliamentary Discussions. Παρουσίαση στο διεθνές συνέδριο “Narratives of Crisis: Myths and Realities”, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα.
Τάκας, Ε. (2015). Τις πταίει; Γνωσιακές Μεροληψίες στην Απόδοση Αιτιότητας. Οι Στρεβλώσεις στην Ακούσια Χρήση της Αιτιώδους Συσχέτισης. Occasional Paper No1. Λευκωσία: Advanced Media Institute
Weiner, B. (1986). An Attributional Theory of Motivation and Emotion. New York: Springer.