Του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη*
Γρήγορα λησμονήθηκαν – πάντως γρήγορα προσπεράστηκαν, όσον αφορά την αναλυτική τους προσέγγιση – οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα του 2015, του Μνημονίου-3, του «Πρώτη Φορά (ήδη Δεύτερη) Αριστερά». Δεν είναι περίεργο αυτό, καθώς οι συγκεκριμένες εκλογές:
(α) ανέτρεψαν αρκετές κατεστημένες/κατασταλαγμένες αντιλήψεις της Μεταπολίτευσης
(β) διέψευσαν πολύν κόσμο, από τους δημοσκόπους μέχρις εμάς του μηντιακού κόσμου
(γ) το σημαντικότερο ίσως, δεν απετέλεσαν λήξη/ολοκλήρωση/τομή μιας φάσης, αλλ’ αντιθέτως «χύθηκαν» παρευθύς σε μια σαφώς πιο δύσκολη και ουσιαστική.
Πάμε, σιγά-σιγά να επισκεφτούμε τις διάφορες αυτές πτυχές. Αρχίζουμε απ’ εκείνην που – καθώς φιλοξενούνται αυτά τα σχόλια στη «ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ» – έχει πλησιέστερη σχέση με τον μηντιακό κόσμο.
Υπήρξαν οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, ως τελική απόληξη της «τριπλέτας» 25ης Ιανουαρίου / δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου / 20ης Σεπτεμβρίου απ’ εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι παράγοντες του Τύπου και των ηλεκτρονικών Μέσων («παράγοντες»: τόσον η ιδιοκτησία όσον και τα αυτοχρισμένα ηγετικά στρώματα, αλλά και επιμέρους δημοσιογράφοι) θεώρησαν ότι δικαιούνταν / μπορούσαν / «υποχρεούνταν» να έχουν καθοδηγητικό ρόλο.
Η διάσταση του «Πρώτη φορά Αριστερά» (που δεν συνειδητοποιήθηκε αρκετά εξαρχής, αλλά ήταν «πρώτη φορά Αριστερά σε ευθύνες διακυβέρνησης», δηλαδή ρήξης συνέχειας στο πολιτικό αφήγημα της Μεταπολίτευσης) συνοδεύτηκε αρκετά άγαρμπα – στο ξεκίνημα – στην κάλπη της 25ης Ιανουαρίου.
Και τούτο τόσο απ’ εκείνους που προσήλθαν να συνοδεύσουν (ιδίως όταν φάνηκε ότι η επικράτηση ΣΥΡΙΖΑ πλησίαζε, ύστερα ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ γινόταν πραγματικότητα: πάντα ο νικητής ασκεί τη γοητεία των Σειρήνων στο τσούρμο του Οδυσσέα, όχι;) όσο και απ’ όσους θεώρησαν σχεδόν χρέος να εναντιωθούν στην άλωση της εξουσίας από ριζοσπαστική δύναμη (ή και από τους άλλους, λιγότερους, που θεώρησαν εξαρχής ότι η συγκυβέρνηση με ΑΝΕΛ «έβγαζε κάτι περίεργο»).
Η ήττα/διάψευση των δημοσκόπων και των μήντια
Αυτό, στο ξεκίνημα της διαδρομής. Η συνέχεια, η πολλαπλά ζαλιστική διαδρομή της διαπραγμάτευσης με την Ευρωζώνη / τους «εταίρους» (με πολλά εισαγωγικά, αυτό…), η περιπέτεια των διαδοχικών Eurogroup και συναντήσεων Κορυφής, τα καλοστημένα σώου (αφού μιλούμε με μηντιακούς όρους) Βαρουφάκη και η κατάληξη της συμφωνίας της 12ης/13ης Ιουλίου, έφερε και εγκατέστησε ακόμη περισσότερο στο προσκήνιο τη μηντιακή διαμεσολάβηση: για «προετοιμασία» του εδάφους, για στήσιμο των «στρατοπέδων», για ερμηνεία και υπερερμηνεία των δρώμενων – κορύφωση ήδη το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, με την ιδεώδη (για μηντιακή διαχείριση) διχοτομία μεταξύ «ΝΑΙ» και «ΟΧΙ».
Εκεί ακριβώς, άλλωστε, ήρθε να προστεθεί στους ωδίνες του μηντιακού μας κόσμου η απόλυτη – μα, απόλυτη! – αστοχία που συμμερίστηκε ο κόσμος αυτός με τον όμορο, εκείνο των δημοσκοπήσεων: το 61% ΟΧΙ με 39% ΝΑΙ, που ήρθε να πάρει τη θέση της δημοσκοπικής εκτίμησης για «βραχεία κεφαλή» επικράτηση της μιας έκβασης ή της άλλης, θα ‘πρεπε να είχε λειτουργήσει προειδοποιητικά. Αλλά… δεν λειτούργησε. Καθόλου.
Όλοι έμειναν ευτυχείς με τη διάψευσή τους, ή πάλι την ερμήνευσαν ως δικαίωση. Άλλωστε, η ίδια η πολιτική διαχείριση του «ΟΧΙ» ως «ΝΑΙ» (ή, ως «καλά, θα δούμε! μην υπερβάλλουμε…») λειτούργησε ως ελαφρυντικό.
Ετσι καταλήξαμε στην άλλη, μείζονα αυτή, διάψευση των προγνωστικών, των δημοσκοπικών προβολών, των προ-αναλύσεων όσον αφορά την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης της 20ης Σεπτεμβρίου. Η οποία, άμα αφήσει κανείς λιγάκι παραπέρα τις πολύ σημαντικές για τη μια ή την άλλη σημαντική ερμηνεία (η ηττηθείσα ΝΔ συγκράτησε δυνάμεις με τη φιγούρα Βαγγέλη Μεϊμαράκη ενός 28% που είχε αφήσει πίσω ο Αντώνης Σαμαράς, άρα υπάρχει «πυρήνας». το νεόκοπο ΠΟΤΑΜΙ του Σταύρου Θεοδωράκη πλιατσικολογήθηκε σε επίπεδο λίγο πάνω από… τον Λεβέντη στο μισό των προσδοκιών του. το «μείγμα τελικής ευθείας» ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, χωρίς την παρουσία elephant in a room full of china Βαγγέλη Βενιζέλου, πέτυχε επί Φώφης Γεννηματά κάτι καλύτερο και των προσδοκιών. ο Βασίλης Λεβέντης δικαιώθηκε παρουσίας στη Βουλή. οι ΑνΕλληνες δικαιώθηκαν παραμονής στην Βουλή – και συνεχιζόμενου μεριδίου στην εξουσία), η αναμέτρηση λοιπόν της 20ης Σεπτεμβρίου ουσιαστικά τι έκανε; Επανέλαβε την έκβαση της 25ης Ιανουαρίου!
Σε αναζήτηση ερμηνευτικών ερεισμάτων
Μέσα στην αναστάτωση των εκλογικών ημερών, αλλά και των άμεσα μετεκλογικών διαρρυθμίσεων για τη συνέχιση της διακυβέρνησης, άνθισαν προς κάθε κατεύθυνση οι προσπάθειες ερμηνείας.
Πώς, μετά από μια τόσο ταραγμένη περίοδο, με κορύφωση την ακραία περιπέτεια της «τραπεζικής αργίας» και των capital controls, είχαμε μια τέτοια επικάλυψη του εκλογικού αποτελέσματος του Ιανουαρίου, με οριακές μόνο απώλειες για τον ΣΥΡΙΖΑ (και με διάσωση των ΑΝΕΛ);
Το γεγονός ότι, παρόλες τις προσπάθειες να θεωρήσουν οι ηττημένοι της κάλπης – δηλαδή η στάσιμη σε ποσοστά ΝΔ – ότι «πάλι καλά τα πήγαν», ξεκίνησε το ξήλωμα ηγεσίας και η εσωστρέφεια οδήγησε σε εγκατάσταση μιας πρώτης ερμηνείας: περισσότερο έχασε η ΝΔ («η Δεξιά») παρά κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ («πρώτη φορά Αριστερά»), άσχετα αν η πριμοδότηση των 50 εδρών οδηγεί στην Ελλάδα σε κάτι που θυμίζει first-past-the-post.
Η παράλληλη υποχώρηση μικρότερων κομμάτων όπως ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, που αποδείχθηκε ότι έχει ισχυρή γειτνίαση με την Κεντροδεξιά παρά το αρχικό του στίγμα, μάλλον ενίσχυσε αυτήν την ερμηνεία: το ίδιο, αντίστροφα από τη σχετικά καλύτερη επίδοση του ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ, που ακριβώς έδειχνε να σκύβει αριστερότερα.
Μια τέτοια ερμηνευτική απόπειρα με έρεισμα στη διχοτομία Δεξιά – Αριστερά (σε μιαν Ελλάδα που, ούτως ή άλλως, ήδη από τη δεκαετία του ’20 «σκύβει» προς τα αριστερά/κεντροαριστερά πολιτικά-κοινωνιολογικά, οπότε μόνον όταν «επισυμβαίνουν γεγονότα» η Δεξιά κατορθώνει να επαναβεβαιώσει την αντίληψή της ότι η εξουσία της ανήκει…) έρχεται να διαψευσθεί/διορθωθεί από την παρατήρηση ότι οι άλλες, ριζοσπαστικότερες προτάσεις στην κάλπη της 20ης Σεπτεμβρίου περιθωριοποιήθηκαν.
Ασφαλώς και αναφερόμαστε στην καθαρή ήττα / απονομιμοποίηση της ΛΑ.Ε., τόσο ως οργανωτικού πυρήνα (=Λαφαζάνης), όσο και ως μηντιακού πυροτεχνήματος/προσδοκίας (=Ζωή. ο πολύ πιο επιδέξιος Γιάνης – με ένα «ν» – Βαρουφάκης κρύφτηκε for another day, επωάζων τους «1101» του). Όμως ας μην παραγνωριστεί και το γεγονός ότι το, τόσο παραδοσιακό, ΚΚΕ δεν κατόρθωσε παρά τις συνθήκες κρίσης – και παρά μιαν όχι άνευρη προεκλογική καμπάνια – να κάνει βήματα προς τα εμπρός (ή προς το οπουδήποτε).
Να θεωρήσει λοιπόν κανείς οτι μιαν άλλη διχοτομία, του ριζοσπαστικά / συντηρητικά είναι εκείνη που παίχτηκε στις κάλπες; Η ίδια, φαινομενικά αντεστραμμένη!, είχε παιχτεί και στις 25 Ιανουαρίου και στη δημοψηφισματική κάλπη της 5ης Ιουλίου: τόσο η «πρώτη φορά Αριστερά» όσο και το «ΟΧΙ» είχαν ριζοσπαστική χροιά: όμως η 20η Σεπτεμβρίου αντέστρεψε την πολιτικότητα. Και δικαίωσε μια – μην φοβόμαστε τις λέξεις! – συντηρητική επιλογή, που απλώς εναποτέθηκε στα χέρια των ριζοσπαστών…
Αυτό, οδηγεί ενδεχομένως σε μια παραπέρα ερμηνευτική λογική: η πενταετής «θητεία στο Μνημόνιο» έχει φέρει στο ελληνικό εκλογικό σώμα αντανακλαστικά αποφυγής του κινδύνου / risk aversion, που ανακόπτουν στο νήμα τη βαθύτερη (λέμε τώρα!) ροπή του προς το ριζοσπαστικό. (Επανάληψη, με άλλα λόγια, του σκηνικού της δίδυμης κάλπης Μαΐου-Ιουνίου του 2012. Μόνο που στον ρόλο του σταθεροποιητικού διεκδικητή, τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ…).
Όσοι έχουν περισσότερο κοινωνιολογίζουσα προσέγγιση, μπορούν βέβαια να αναζητήσουν την άλλη διχοτομία: εκείνη που ξεκινάει από τη διαπίστωση μιας ταξικής τομής που βαθαίνει με την κρίση, ή (σε άλλη προσέγγιση) εκείνη που δημιουργεί πλέον στρατόπεδα των «εκτός» και των «εντός». Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πρόταση εξουσίας, συνεχίζει να ελκύει τους πρώτους, αλλά ταυτόχρονα η αποδοχή του από τον «ξένο παράγοντα» (εναγκαλισμοί Μέρκελ, προσέλευση Ολάντ, ενθάρρυνση κινήσεων / στήριξη από Ομπάμα-Λιου) του αφήνει την εικόνα του σταθεροποιητή.
Και μια επάνοδος στον μηντιακό παράγοντα
Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο να κουράσουμε τον αναγνώστη, ας καταθέσουμε τη δική μας άποψη/ερμηνεία: εκείνο που επαναβεβαιώθηκε με τη διαδρομή 25 Ιανουαρίου – 5 Ιουλίου – 20 Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα είναι το ιξώδες της ψήφου, ή viscosity ή stickiness. Δεν αλλάζει απότομα η επιλογή ψήφου, πλην… όταν αλλάξει.
Δείτε την κάλπη του 2007, ήδη του 2000, ή ακόμη-ακόμη εκείνη του 1984 (Ευρωεκλογές) – 1985: μια πρώτη θητεία «εξασφαλίζει» κατ’ αρχήν μια δεύτερη, διότι ο εκτοπισθείς από την εξουσία ακόμη πληγώνει στη μνήμη. Συνδυαζόμενη αυτή η αρχή – που η ερμηνεία της, παραπέρα, βρίσκεται στο ότι ο ψηφοφόρος καλείται να αποκηρύξει τον εαυτό του, άμα κληθεί να μεταβάλει άμεσα συμπεριφορά… – με την πάγια ελληνική ψηφολογική συμπεριφορά της κατά βάσιν αρνητικής/τιμωρητικής ψήφου, όπου κανείς καταψηφίζει περισσότερο εκείνο στο οποίο «λάθος πίστεψε» παρά επιλέγει εκείνο που θα εμπιστευτεί, δίνει ένα κλειδί ανάγνωσης του πολλαπλά αινιγματικού 2015.
Όμως, για να κλείσουμε με μια επιστροφή στο αρχικό επιχείρημα: πιθανολογούμε – και άμποτες έρευνα επί του πεδίου να το διερευνήσει αυτό – ότι τη διαδικασία αυτή διαμόρφωσης της ψήφου του Σεπτεμβρίου, την ενίσχυσε / την πείσμωσε αντί να την επηρεάσει αντίστροφα / ανατρέψει ακριβώς η μηντιακή στράτευση στην υπονόμευση του ΣΥΡΙΖΑ. Το άγχος να «ξεκολλήσει» από την επιλογή ΣΥΡΙΖΑ η (ισχνή, έστω) πλειοψηφία, ενίσχυσε το ιξώδες…